Σάββατο 20 Απριλίου 2024

«Ο ΑΣΣΟΣ έχει παντού μόνο φίλους». (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

Έγραφα επί χρόνια πολλά σε ένα μοτοσυκλετιστικό περιοδικό. Πήγαινα στο περίπτερο και το αγόραζα – καθώς ήθελα να πληρώνω κι εγώ, εκείνους που με πληρώναν – το διάβαζα cover-to-cover τουλάχιστον δύο φορές και ορισμένα άρθρα του που με ενδιέφεραν, σχεδόν τα μάθαινα απ' έξω. Η σελίδα όμως την οποία μελετούσα ευλαβικά ήταν η σελίδα της αλληλογραφίας. Εκεί μέσα εντρυφούσα στις ψυχές και τα χούγια, στην τρέλα στο πάθος, στις ελπίδες και τα όνειρα των αναγνωστών. Και με ιδιαίτερη πάντα συγκίνηση διάβαζα τις επιστολές των νεαρών τούτων σχετικά με την επιθυμία τους – και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν – για να πάρουνε μηχανάκι. (Ή να τους πάρουνε οι γονείς: ο μπαμπάς που το σκέφτεται, η μαμά που ίσαμε και δεν τονε κόβει να δει τον γιόκα της κιμά πατημένο.) Και θυμήθηκα:
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν μου καρφώθηκε να αγοράσω μοτοσυκλέτα. (Για τους ευσταλείς αμούστακους, ήταν το μακρινό 1970: μια εποχή τόσο διαστημική, θολή και διαφορετική, που ευθέως δηλώ ότι η Ελλάς ουδεμία σχέση είχε με την Ελλάδα του σήμερα. Άντε έμεινε η Ακρόπολη, ο Ζάχος Χατζηφωτίου και το μπαρ Au Revoir, όλα τα υπόλοιπα έχουν τόσο μεταλλαχθεί που τύφλα να έχει η Ντόλυ, το κλωνοποιημένο πρόβατο.) Και βάλθηκα να πείσω τον πατέρα μου – η μάνα μου ήταν ανένδοτη ωσεί παπατζής Παπανδρέου – με ένα ποταμό επιχειρημάτων να διαθέσει καμιά εικοσαριά χιλιάδες ελληνικές δραχμές-τότε για να μου αγοράσει ένα Yamaha DT 250!

Τι έκανα; Υποσχέθηκα ότι αιφνιδίως θα μεταβληθώ στον σπασίκλα του σχολείου μου. Ότι δεν θα ξαναβγώ απ' το σπίτι, μετά τις εννιά. Ότι σε πάρτυ δεν θα πάω ποτέ μου πια, δεν θα βάλω γουλιά άλλoυ υγρού στο στόμα μου πέραν νερού της ΟΥΛΕΝ (that's ΕΥΔΑΠ for you kids). Eχθρός μανιακός του καπνίσματος δήλωσα, «το τσιγάρο δεν είναι για μένα, εγώ είμαι αθλητής κολυμβήσεως, το αποτάσσω μετά βδελυγμίας» υπέγραψα. Με κοιτούσαν οι σεβαστοί μου γονείς με απορία αναμεμιγμένη με υποψία, «κάτι σκαρώνει τούτος εδώ, δεν μπορεί, κάπου το πάει» έβλεπα στα ανήσυχα μάτια τους κι εγώ φορτσάριζα τις προσπάθειες, ο στόχος έπρεπε να επιτευχθεί πάση θυσία.

Γι' αυτό συγκέντρωσα τα πυρά, στον «ασθενή» κρίκο, τον πατέρα μου. (Ανοίγω παρένθεση εδώ και λέω: «μάγκες μη μασάτε. Ξεχάστε, σβήστε και θάψτε οριστικά τα περί ασθενούς φύλου, αδυνάτου θηλυκού και γυναικός ταλαιπώρου. Γιατί άμα μουλαρώσει το καλλίπυγον, απλώς έχεις χάσει. Διότι πρώτον και εύκολον, θα πληρώσεις. Δεύτερον και μέτριον, θα υποφέρεις. Και τρίτον και κυριώτερον, θα πεθάνεις. Μια ώρα αρχύτερα, ενώ εκείνη θα τριγυρνάει ισοβίως κωλόγρια - βγείτε έξω να δείτε δίποδα δηλητήρια με κομοδινί μαλλί να σας φύγει ο τάκος. Κλείνω κι επιστρέφω λοιπόν.) Τον οποίο υπέβαλα εις ταχύρρυθμον και σκληράν μοτοθεραπείαν, τόσο περίτεχνα «προμελετημένη, μιλητή και λαδωμένη» που κόντεψα να τον καταφέρω, εντός δέκα μηνών. Και πάνω που ο γίγας είχε παράξει το παραδάκι και ήτο μισοέτοιμος να το στάξει στα σπάταλα υικά χέρια, ζμπαμ κάνει το πραξικόπημα η μανούλα μου και δηλώνει εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στην βεράντα: «Άμα του πάρεις μηχανάκι, εγώ θα φύγω απ' το σπίτι. Και δε θα γυρίσω ποτέ».

Επιτρέψτε μου λίγες κουβέντες ξανά, επί προσωπικού τώρα. Εγώ μικρός ήμουνα, από γυναίκες δεν ήξερα. Εγώ μηχανάκι ήθελα, να εξοστρακίσω την μάνα μου δεν σκόπευα. (Πού να 'ξερα ότι είκοσι-μόλις χρόνια αργότερα, θα 'στελνε ο Τάσος ο πρέζακας την μάνα του να ψωνίσει την δόση του, να του την φέρει στο σπίτι και να την πλακώσει κιόλας στις μάπες, γιατί «ήτανε κομένη αυτή, που της μαλάκως της δώσανε». Άλλο αν η «μαλάκω» τώρα έχει πιάσει κελί γωνιακό στον Κορυδαλλό κι αγωνίζεται να πείσει Αστυνομία κι Εισαγγελία ότι «για το παιδί μου το έκανα, όχι για μένα». Ξανακλείνω, ξαναπαρένθεση.) Και δεν μάσησα. Γιατί τότε, στην τρυφερή ηλικία των δεκαπέντε ετών αντιλήφθηκα αυτό που ο Σουν Τζου, ο Νικολό Μακιαβέλι κι ο Κωστάκης ο Χρυσαφίδης υπέγραψαν: «ποτέ μην εκστομίζεις μιαν απειλή που δεν πρόκειται να πραγματοποιήσεις». Και το χειρότερο; «Που οι άλλοι το ξέρουνε, ότι δε θα πραγματοποιήσεις ποτέ σου».

Ο ΑΣΣΟΣ ήταν - αλλά δεν είναι - ένας Ο ΑΣΣΟΣ ήταν - αλλά δεν είναι - ένας

Κατέφυγα στο μεγάλο κόλπο. Περίμενα ένα βράδυ να κοιμηθεί ο πατέρας μου και πήγα ντουγρού στο συρτάρι όπου έβαζε εκείνος το ρολόι το πορτοφόλι του, τα κλειδιά τα τσιγάρα του, τα γυαλιά και την χτένα του. Άνοιξα λοιπόν τον ΑΣΣΟ, έβγαλα ένα-προς-ένα τα άφιλτρα κι έγραψα κατά μήκος τους, τέσσερις λέξεις: Honda, Yamaha, Suzuki, Kawasaki. Κάθε τσιγάρο απέκτησε κι από μια διαφημιστική επιγραφή ιαπωνικού εργοστάσιου, κάθε τζούρα του πατέρα μου θα έκαιγε – εν είδει σπονδής – και μια υική ευχή περί ευοδώσεως δίκυκλων ελπίδων και πόθων. Και πήγα για ύπνο.

Την συνέχεια την έμαθα, χρόνια μετά. Όταν, απόντως εμού, εξήγησε ο πατέρας μου σε οικογενειακό φίλο, γιατί μου πήρε μοτοσυκλέτα. "Πάω που λες Απόστολε στην Τράπεζα να συζητήσω με τον Διευθυντή για κείνο το δάνειο". "Καθείστε κύριε Φώτο" μου λέει, "τι θα πιείτε;". "Έρχεται ο καφές, βγάζω τσιγάρο, σκύβει ο άνθρωπος να μου προσφέρει φωτιά και πέφτει το μάτι του πάνω σε κάτι ίχνη, κάτι ιερογλυφικά, κάτι λεξούλες στο τσιγάρο επάνω". "Κύριε Φώτο, τι τσιγάρα είναι αυτά;" "Το πιάνω και τι να δω; Είχε μαρκάρει ο γιός μου όλα τα τσιγάρα με μάρκες μηχανών. Κι αυτό δεν ήτανε τίποτα. Επί μήνες έπρεπε να κρύβω το πακέτο, γιατί απ' τον ανταρτοπόλεμο που μου έστησε, κόντεψα να το κόψω. Ε, γι' αυτό στο τέλος τού το αγόρασα το μηχανάκι. Εκεί που θα 'κοβα εγώ το τσιγάρο – ε, ας πάει στο καλό, αφού τόσο το θέλει".

Κι αυτό εγώ ποτέ δεν το ξέχασα. Και γι' αυτό, εγώ ποτέ δεν τον ξέχασα. Και τους θυμάμαι, πατέρα και πρώτη μου μηχανή, κάθε φορά που ανάβω τον άφιλτρο ΑΣΣΟ μου, που «έχει παντού μόνο φίλους». Εκτός από πιστούς οπαδούς, λάτρεις δαγκωτούς και καπνιστές αρειμάνιους, έχει κι έναν πενηντάρη βουρκωμένον γραφιά, που μουσκεύει σήμερα χαρούμενα και γλυκά την σελίδα ετούτη και τολμά να κάνει το σφάλμα ενίοτε να θυμάται ακόμα.

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013

Διαβάστηκε 3134 φορές Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου 2013 10:25