Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

"Προκαταβολικά. Τοις μετρητοίς. Εις το ακέραιον". (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

(Ένα άμεσο, πηγαίο κι ακαριαίο, αδιόρθωτο κείμενο) (27 ΔΕΚ 21)

 

Συνάντησα – όλως τυχαίως – προχθές έναν παλιό μου γνωστό. Περισσότερο γνώριζα εγώ τον σχωρεθέντα αδελφό του, παρά εκείνον αλλά δεν είναι εδώ το σημείο μου, το οποίο επιθυμώ να καταθέσω να γράψω.

Ο αδελφός του ο μικρός είχε σκοτωθεί με ένα μηχανάκι, καθώς όλο τρέλλες και σούζες έκανε, όλο σε τσαμπουκάδες με μπάτσους έμπλεκε, όλο ντήλια παράνομα έστηνε και όλο χαμογελούσε. Από εκείνα ήτανε τα παιδιά που όχι μόνον παροιμιωδώς καίν' τα καντήλια απ' τα μανουάλια τους, όχι μόνον τα κεριά και απ' τις δυό τους άκρες ανάβουν, αλλά πετάνε τσιγάρο μέσ' σε ντεπόζιτο τίγκα στ' αέρια. Τέλος πάντων, ο μικρός κάποια στιγμή πήγαινε χαλαρός και αμέριμνος, οδηγούσε ξεκούραστος κι ήρεμος, καβαλλούσε με μισό γκάζι και σχεδόν φρεναριστός όταν «έσπασε» το STOP πλακωμένος ένας μεθύστακας και το άφησε το παιδί μας εντελώς και τελείως, στιγμιαίως κι οριστικώς εις τον τόπο.

Στην κηδεία του δεν πήγα, δεν ήμουν στην Αθήνα εκείνην την εποχή. Με τον επιζήσαντα αδελφό του δεν είχα πολλά. Ήταν πιο τσαμπουκαλεμένος ετούτος και πιο σοβαρός, υπήρχε στην μέση και μια μάνα σκληρή και απρόσιτη που χαροπάλευε ν' αναστήσει και να προκόψει τα σαλταρισμένα της παλικάρια και όόόλο το «πακέτο» αυτό ήτανε τόσο εκρηξιγενές και διαπεραστικό, τοξικό και καταστρεπτικό που εγώ είχα πάρει τις μέγιστες αποστάσεις μου από καιρό – ήμουνα ήδη καλά αρπαγμένος απ' τον κυκλαδίτικο βράχο μου και πάλευα τότε τα δικά μου «εφτάρια».

Πέρασαν πολλά χρόνια έκτοτε και προχθές που τον επιζήσαντα αδελφό εσυνάντησα, δεν τον αναγνώρισα. Είχε παχύνει αυτός, αλλά φορούσε το ίδιο χαμόγελο. Είχε στο μεταξύ γίνει ορθόδοξος χριστιανός, αλλά η κόκα κι ο μπάφος παρέμεναν παλαιά-κραταιά «σύμβολα πίστεώς» του. Ήταν πρόσχαρος εκρηκτικός παρορμητικός, αλλά μέσα του έβραζε κι ανεφλέγετο ο λόγος Κυρίου. Εγώ έφτιαχνα στον μηχανικό μου την μοτοσυκλέττα μου, εκείνος αριβάρισε να μοιραστεί με εκείνον ένα τρίφυλλο κοτζάμου-πυργιώτικο-αρωματικό κι εγώ γευόμουνα τον εσπρέσσο μου κι απολάμβανα το άφιλτρό μου και πρωϊνό μου ΚΑΡΕΛΙΑ. Με αναγνώρισε, δεν τον αναγνώρισα, αναγνωριστήκαμε τελικά και χαιρετηθήκαμε, παρατήσαμε φούντα και γερμανοπολύγωνα και πιάσαμε κουβέντα για τον σχωρεμένο και για τις γκόμενες, για την αγάπη και την πουστιά, για τον ελεήμονα Κύριο και την σκρόφα την Εφορία. Το παλικάρι ήτανε βουτηγμένο στα ουσιαστικά στα επίθετα, εγώ έχω από καιρού παρατήσει τα ρήματα και τα επιρρήματα – άντε να συνεννοηθούμε. Κι επειδή να τσακωθούμε κοντέψαμε, τού πέταξα την χαρακτηριστική όσο κι – ακόμα – άγνωστή μου την μπόμπα.

«Φίλε μου» τον προσφώνησα, «ξέρεις τί σημαίνει ΘΕΟΣ;» τονε κάρφωσα κι εκείνος φρενάρισε. Και προτού αφήσει το πεντάλ απ' τα δόντια του, τον διπλοαμπραγιάρισα και τού 'σκασα την υστερικιά σκάστρα τού σοφού τούρμπο μου, κατευθείαν στα μούτρα: «ΘΕΟΣ είναι αρκτικόλεξο βρε. Όπου θήτα σημαίνει ΘΕΡΑΠΕΥΣΟΝ, έψιλον σημαίνει ΕΥΛΟΓΗΣΟΝ, όμικρον σημαίνει ΟΔΗΓΗΣΟΝ και σίγμα σημαίνει ΣΩΣΟΝ»!


Ο άνθρωπος έμεινε, το παλικάρι κοκκάλωσε, ο έλληνας σώπασε κι ο αρσενικός εβαπτίσθη. Ξανά και στεγνά, εκεί μέσα στο Ίλιον, σύνορα Περιστερίου και Αιγαλέου. ΤΕΤΟΙΑ κουβέντα δεν είχε ακούσει ΠΟΤΕ κι επειδή έχει κυκλοφορήσει πολύ και ακούσει πολλά, τέτοια παρόλα συμπεπηγμένη και συντεταγμένη τού ήταν πρωτάκουστη και πρωτόγνωρη. Ούτε ο πνευματικός του τού την είχε αυτήν πει, ούτε ο Αρχιεπίσκοπος καν την είχε αυτήν σκαρφιστεί, ούτε τα βιβλία τηνε γράφουνε κάπου. (Εκτός βέβαια από «τα τρία μι» εμού τού ακραιφνώς ταπεινού, του έρημου τολμηρού, του εξορισθέντος τού άρχοντα και ανέκδοτου συγγραφέα.)

«Ρε μεγάλε, πώς το σκέφτηκες τούτο;» απόρησε και ερώτησε το παλικάρι έμπλεο θαυμασμού και αληθούς σεβασμού – ξέρω τί λέω. (Γιατί τα λαϊκά τα παιδιά μπορεί να είναι μανουριάρικα και βαριά, μα είναι αθώα κι αγνά, και κατά βάθος και κατ' ουσίαν. Κι ετούτες – αθωότητα και αγνότητα – τις κρατάνε λεπτά και ευλαβικά και δεν τις ανοίγουνε, δεν τις παραδίδουνε και δεν τις χαρίζουν παρά μόνον αν χυθεί σπέρμα ή αίμα.)

«Ρε δικέ μου, τί είπες τώρα;» το παλικάρι μονολόγησε κόλλησε κι έβγαλε στο φτερό ένα κομμάτι χαρτί να το γράψει. (Γιατί τα λαϊκά τα παιδιά μπορεί να είναι βίαια και βαβουριάρικα, μα είναι προσεκτικά ταπεινά, και στα αυτιά και στην μιλιά. Κι ετούτα – αυτιά και μιλιά – τα κρατάνε εξασκημένα κι αγριεμένα και τα ανοίγουνε, τα καταθέτουν και τα χαρίζουνε μόνον αν δεν χυθεί αίμα ή σπέρμα.)

«Ευχαρίστως να σού απαντήσω εγώ φίλε μου, όχι πώς κι από πού το είπα αυτό, αλλά τί και γιατί το 'πα» απάντησα στο αποσβολωμένο παλικάρι που με κοίταγε και τα χείλια του τρέμανε, η γλώσσα του είχε ξεραθεί, ο μπάφος είχε στο βάθος τής τσέπης του αποσυρθεί και το σκούτερ του είχε μείνει να δουλεύει στο ρελαντί. «Διότι ό,τι έκανα στην ζωή μου εγώ, πληρωμένο το έχω. Προκαταβολικά, τοις μετρητοίς και εις το ακέραιον» τού συμπλήρωσα, τον άφησα να κάνει δύο βήματα πίσω και ένα μπροστά, τον άφησα να πάρει μιαν ανάσα και να εκβάλει άλλες δυό, προτού την εξήγηση να τού συρταρώσω.

«ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΑ» σημαίνει ότι πρώτα-απ'-όλα και προ καθενός, κατατίθεται η τιμή η ποινή, εκτελείται η διαταγή και ολοκληρούται το έργον. «ΤΟΙΣ ΜΕΤΡΗΤΟΙΣ» σημαίνει ότι αμέσως-μετά ακολουθεί η πληρωμή η καταβολή, σε «ζεστό χρήμα» φυσικά, «cash και κασέρι» εννοείται, «παγκουΐ και ντανγκ-βανγκ» τα λεφτά, άνευ δευτέρας κουβέντας. Και «ΕΙΣ ΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟΝ» σημαίνει ότι εμφανίζεται και πληρώνεται όλο-κι-ολόκληρο το ποσό, το χρεωστικό, το υπεσχημένο και όχι μετά τα γνωστά-τα πούστικα-τα γραικά «δεν έχω μετρητά, αλλά να σου δώκω μία επιταγούλα»...

«Έτσι πορεύτηκα, πορεύομαι και θα πορευθώ φίλε μου στην ζωή» τού επιλόγισα [sic], «αυτός είναι ο μόνος τρόπος που με έφερε έως εδώ – άγνωστον άδειο και έρημο, πλούσιον εύφορο και αειθαλή, καταπεπτωκώτα κεκαρμένο κι ημιθανή, κεχαριτωμένο χριστό και αιώνιο». Εάν φθάσεις στο σημείο αυτό ΠΑΝΤΟΤΕ και σε ΑΠΑΝΤΑ να σπεύδεις εσύ να προσφέρεις «προκαταβολικά», να μετράς «τοις μετρητοίς» και να πληρώνεις «εις το ακέραιον» – ο μισθός σου είτε ευαγγελικός είτε χριστιανικός, είτε υπαρξιακός είτε γαλαξιακός είναι εξασφαλισμένος. Γιατί η Φύση κι η Ύπαρξη σέβονται κι υπολήπτονται τον πρόθυμο και ανιδιοτελή, τον χορηγό αφελή και προσοδοφόρο αδαή, τον ταγμένο φροντίζοντα κι επαγγελματία των καθηκόντων.

Δεν θα πω άλλα, καθώς δεν ομιλώ για εμέ, αλλά για τον άλλον. Ο άλλος είμαι εγώ και οι κουβέντες «μου» δεν είναι δικές μου, όπως ακριβώς και το τελευταίο βιβλίο «μου» δεν το έγραψα 'γώ, αλλά το κατέγραψα μόνον. Ό,τι πλέον αντιλαμβάνομαι να βγαίνει απ' το στόμα μου, το αφήνω να πέφτει στα προσμένοντα ώτα των άλλων και ό,τι ακόμη παράγει το εμαυτού πληκτρολόγιο, το θέτω κάτω απ' τα μάτια των άλλων.

Δεν ψάχνομαι πια και δεν ψάχνω τίποτα. Κοιτώ μέσα στην καρδιά τού άλλου κι από κει «παίρνω γραμμή» και πάνω εκεί τού λέω αυτά που να τού πω έχω. Όχι εγώ, αλλά οι σκέψεις μου. Όχι οι σκέψεις, αλλά οι λέξεις μου. Όχι οι λέξεις, αλλά οι πράξεις τους. Και όχι οι πράξεις, αλλά οι εντολές θείες*.

 

(*Όπου «θείος» ίσον θεϊκός κι εκ θεού, συγγενής εκλεκτός μακρινός κι εγγενής αγαπητός κοντινός, ως εσύ ο θυόμενος κι εκείνος ο θύων – καθότι «το θείον έστι ζωή και η ψυχή το θυόμενον έστι».)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

 

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 200 φορές Πέμπτη, 23 Ιουνίου 2022 10:29