Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Σειρήνας encomium, σμέρνας eulogy. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

 

Τα πρώτα «βιβλία» – δηλαδή περιοδικά, και μάλιστα εικονογραφημένα – που στα χέρια μου έπιασα, ήταν με θέματα Ελληνικής Μυθολογίας. Οι άθλοι τού Ηρακλέους, η Οδύσσεια, η Αργοναυτική εκστρατεία κι αργότερα η Ιλιάδα. Μαγευόμουν από τα έντονα μα ταιριαστά χρώματα των «Κλασσικά Εικονογραφημένα», τα μικρά συνεχή καρρέ με συνέπαιρναν, τα σώματα των αγωνιζομένων και υποφερόντων ηρώων με συγκινούσαν και η πλοκή των ιστοριών απολύτως συνέβαλε, ώστε συγγραφέας να γίνω.


Τα δεύτερα βιβλία – εκτός εισαγωγικών αυτήν την φορά – ήταν του Ιούλιου Βερν, σ' εκείνες τις κατακόκκινες-σκληρού εξωφύλλου εκδόσεις τού «ΑΣΤΗΡ», (το βιβλιοπωλείο τους δεν ήταν στην οδό Κοραή;) Άνοιγα τις σελίδες τους κι εξαφανιζόμουν εγώ, ονόματα και μέρη εξωτικά με συνέπαιρναν, πλοκές και δράσεις δυσανάλογες για το δέμας τής ηλικίας μου με ταξίδευαν – κι όμως, τίποτε άλλο δεν διαμόρφωσε την φαντασία μου απ' τ' αναγνώσματα τούτα. (Βλέπετε η μητέρα μου, ως πνευματική τροφός-χορηγός, απαγόρευε μέσα στο σπίτι από αμερικάνικα Μίκυ-Μάους και λοιπά καρτούνς έως ΜΑΣΚΑ και Ζορρό: «Δεν είναι ήρωες τούτοι, ποντίκια και μασκοφόροι...» μού έλεγε, «μη χάνεις το χρόνο σου με κάτι λιγότερο απ' το άριστο» με δασκάλευε και πολύ αργότερα εγώ κατάλαβα την σοφία των λόγων της και την ευλογία των πράξεών της.



Το επόμενο «σκαλοπάτι» το έκανα, όταν αγόρασα την τρίτη έκδοση τής «Η Μυθολογία των Ελλήνων» τού εξαίρετου ρέκτη Κάρολυ Κερένυϊ στα μέσα τής δεκαετίας τού '80 και έκτοτε πάρα-πολύ-συχνά ανοίγω τις σεπτές και λεπταίσθητες εκείνες σελίδες του και βουτώ να καθαρθώ-ξαναγεννηθώ-αναστηθώ φυσικά-σωματικά-υπαρξιακά. (Τί να ζητήσεις εκεί και τί να μην βρεις εκεί μέσα, όπως τί να σου πουν οι «αρχαίοι ημών» Έλληνες και τί σκασμό να μην βγάλουν οι νεοέλληνες τελευταίοι...) Μπορεί το βιβλίο αυτό να είναι – κατ' εμέ – γραμμένο άτακτα, μα έτσι κάθε φορά το ανοίγω κι εγώ, άτακτα, δίχως σειρά να διαβάσω κεφάλαια, χωρίς θέμα συγκεκριμένο να θυμηθώ, ν' απολαύσω.


Και φυσικά «Η Μυθολογία των Ελλήνων» αυτή ήταν απ' τα λίγα και διαλεκτά βιβλία μου που μετέφερα στο νησί. Όσα «αθηναϊκά» βιβλία action and sports ή λογοτεχνικά και πνευματικά δεν ταιριάζαν εκεί, τα γύρισα πίσω στην Αθήνα και όσα βουδδιστικά ή διαλογιστικά, μυθολογικά και φιλολογικά «κουμπώναν» στην Αμοργό, τα διάβασα ξανά και ξανά έως ημικαταστροφής τους. Τί πιο ωραίο και ταιριαστό, χαρισματικό και ευφραντικό λοιπόν να διαβάζεις για Δαίδαλο κι Ίκαρο π.χ., και λίγες ώρες μετά με το σκάφος σου να βουτάς μόνος σου σε ένα γαληνεμένο Ικάριο... δεν συνεχίζω, γιατί οι λέξεις από δω αρνούνται να μπουν στο χαρτί και να βγουν στην οθόνη, να εκφραστούν και περαιτέρω να ζήσουν.


Τα «πρόσωπα» λοιπόν τής Ελληνικής Μυθολογίας είναι αμέτρητα, μα καθένα τους λαμπρό κι εκλεκτό, σχεδόν τέλεια ανθρώπινο και συνάμα απόλυτα θεϊκό, μέσα σ' εκείνο το ελληνικό αγκάλιασμα θνητών κι αθανάτων, (με «σάντουϊτς» τούς ημίθεους). Ονόματα δυσκολοπρόφερτα μαγικά, σχέσεις συγκλονιστικές φονικές, σενάρια ζωών ανθρώπινων κι εποποιίες θεών που κινούνταν ανάμεσα Γη κι Ουρανό, με ορμητήριο έναν Όλυμπο και στίβο το Σύμπαν. Κηδαλίων και Ησιόνη, Πλωτώ και Σαγγάριος, Άντεια και Φορωνεύς, Οιδίφαλλος και Δηιπύλη δεν μάς λέν' τίποτα σήμερα, αφού κι επειδή εμείς ένα τίποτα-ακριβώς είμαστε τώρα. Μα επιτρέψτε μου: άμα είναι πεντέμισυ το πρωΐ, σ' ένα τού Αιγαίου νησί, καλοκαιριάτικα με πελαγίσιο μπουρίνι, ξυπνάς με μυρωδάτον καφφέ στα χείλη σου, κάθεσαι με γουργουριστή γάτα στα πόδια σου και στα χέρια σου κρατάς έναν χάρτινο τόμο με το «συναξάρι» ετούτο ανθρώπων κι ηρώων, ημίθεων και θεών – δεν θες στην ζωή τίποτε άλλο. (Εκτός από μια FERRARI F40 στο γκαράζ σου, μια Μonica Bellucci στο κρεββάτι σου κι ένα COLT M1911 στο συρτάρι σου.)


Με πολλά ελληνικά-μυθολογικά πρόσωπα «πάλεψα» στο νησί μου ένδεκα χρόνια. Κάθε πέτρα που πάταγα κι ένας Φόρκυς πετιόταν. Κάθε κύμμα που έσχιζα, μια Νηρηίδα βογκούσε. Κάθε άνεμος που με παράσερνε κι ένας Νηρέας αγκομαχούσε και κάθε φορά που στην άγια γη έπεφτα και κυλιόμουνα, ένας Ποσειδώνας με βλαστημούσε. (Ain't THAΤ a life?) Ιδιαίτερα μάλιστα τα πρώτα χρόνια που σκάφος διέθετα και περνούσα μέρες-εβδομάδες-μήνες ολόκληρους στο νερό, οι στεγνές ιέρειες και νύμφες-μούσκεμμα, οι εκκωφαντικές σειρήνες και θεραπαινίδες-μάγισσες, οι άγριες ευμενίδες και γραίες-σκύλες που απ' τα βάθη ξεσήκωνα – καθώς ως βουτηχτής τα θαλάμια τους ανατάραζα – καθημερινή παρέα μου ήτανε, δεν μιλούσα πλέον αλλά μαζύ τους παραμιλούσα και το εικονογραφώ τούτο: Διάλεγα ένα υπήνεμο αγκυροβόλιο κοντά στην όποια-βραχώδη ακτή Αμοργού, έριχνα την άγκυρα και δεν βιαζόμουν καθόλου για όλο τής μέρας μου το υπόλοιπο. Έστηνα μια πρόχειρη τέντα (γιατί ο κυκλαδίτικος ήλιος πάει κολλητός με τον βέβαιο καρκίνο τού δέρματος) και, ή φορούσα την φόρμα μου αργά και προσεκτικά ώστε ψαροντούφεκο ή ελεύθερες καταδύσεις να ξεκινήσω, ή γδυνόμουν ολότελα και ξάπλωνα μέσα στο λικνιζόμενό μου βαρκάκι... επί ώρες. (Ειρωνεία; Μεγίστη μάλιστα, έως ύβρις πικρή; Το ROLEX Sea-Dweller μου που φορούσα σε σαλόνια και συνεργεία, σε Υπουργεία και δοκιμές μοτοσυκλεττών, σε εκκλησίες και σεξουαλικές εποποιΐες... εδώ, στο ΑΠΟΛΥΤΑ ΦΥΣΙΚΟ περιβάλλον του μού ήταν βαρύ περιττό(!), μπιχλιμπίδι κιμπάρικο μα αξεσσουάρ μπελαλίδικο(!), αφού βεβαίως τις μπουκάλες αυτόνομης καταδύσεως τις είχα αφήσει Αθήνα.)


Ο φλοίσβος κι ο άνεμος, η σιγή κι η σιωπή, οι γλάροι και τα θαλάμια των βράχων, η μυρωδιά τού αλατιού μαζύ με το άρωμα τού αντιηλιακού, η σωματική χαλάρωση με την ψυχική ανάσταση – τί άλλο κυρίες και κύριοι ένας άνδρας-ξαναγεννημένος-εκεί-ως-παιδί να ζητήσει; Θα το πω, με δόξα χαρά, τιμή κι αυταπάρνηση, ομολογία κι αυτοθυσία: Εκεί, ξανά, προσευχήθηκα. (Επαναλαμβάνω.) ΕΚΕΙ, ΞΑΝΑ, ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΗΚΑ. Εκεί ξανάπιασα το νήμα τού μουρμουριστού διαλογισμού, της προσευχητικής ευχαριστίας, των άρρευστων δάκρυων, των ζωϊκών βογκητών. Εκεί τραύλισα φώναξα, ούρλιαξα σιώπησα, παραπονέθηκα κι έβρισα, τινάχτηκα πάνω και κάτω σωριάστηκα, έβαλα τα κλάμματα σπαρακτικά μα ανέμελα και στο τέλος, πάντα μα πάντα πηδούσα απ' τα μπαλλόνια τού φουσκωτού και στην καταγάλανη κρυστάλλινη, κρύα θεσπέσια, μητρική θεϊκή θάλασσα έπεφτα. (Was I blessed or what? Βεβαίως και είμαι και ΟΛΟ το οφείλω σ' εμένα ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ τούτο. Που πάντοτε άκουγα – έστω βαθιά, έστω αμυδρά – τον ΙΔΙΟ μου εαυτό και συντόμως ή αργά έκανα ό,τι ΑΤΟΜΙΚΑ και ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ με διέταζε τούτος.) But let's backtrack a bit.



Σειρήνες είναι δυό, τρείς ή οκτώ. Οι Σειρήνες τής Ελληνικής Μυθολογίας αντιπροσωπεύουν το νερό, ενσαρκώνουν τον έρωτα και ιδεοποιούν τον θάνατο. Οι Σειρήνες που υποτίθεται-ξέρουμε φέρονται ως θαλάσσιοι δαίμονες, απεικονίζονται με γυναικείο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού, είναι εγκαταστημένες σε ένα νησί όπου τραγουδώντας βαρυεστημένες και πεινασμένες πάνω απ' του πέλαγου την βουή, προσελκύουν διάφορους ατυχείς μα περίεργους ναύτες πλοίων που περνούν από εκεί και γίνονται – μετά το τσιμπούκι τους – το τσιμπούσι τους. (Ναι ναι ξέρω, αυτήν την μυθολογική «έκδοση» μόνον εδώ την διαβάζετε, μα spare me and bear with me και συντόμως θ' αντιληφθείτε τί αρχικώς θέλω να πω και τί τελικώς λέω.)


Το πλήρωμα τού χρόνου είχε έλθει για μένα: Ήμουν ήδη καναδυό χρόνια μόνος μου στο νησί, περνούσα από μπέϊκα έως ζηλευτά, οι αμοργιανοί αφού με κακολόγησαν αρκετά (λόγω ζήλειας) μετά με χαιρετούσαν καθημερινά (λόγω συμπάθειας) κι αν εξαιρέσω κάτι αδιάφορα-σεξουαλικά παιχνιδάκια με καυλοζαλισμένες τουρίστριες, παρέμενα εργένης πιστός-αθηναϊκός-κυψελιώτης. Είχα τα 45χρονα νειάτα μου, πέντε δεκάρες στην Τράπεζα, από στύση έσταζα κι από υγεία χάριζα, γυμναζόμουν και διάβαζα με τις ώρες, μαγείρευα εξωτικές φασολάδες το καταχείμωνο και έκοβα ζουμερές χωριάτικες το κατακαλόκαιρο – τί να συνεχίσω να λέω εγώ και να μην σταματάτε να χαίρεστε σεις. Πώς το είπε ο Jack Nicholson στο μελοδραματικότατο-μα-αληθινότατο ΤΕRMS of ENDEARMENT; "I was this-close from a clean getaway"... όταν η «δική μου» Σειρήνα έσκασε μπροστά μου στα πόδια μου, στην πλώρη μου στο κρεββάτι μου, στο σπίτι μου στην ζωή μου. Χα! (Το «Ωχ!» ακολούθησε μοιραία, αναπόφευκτα κι απαραίτητα, πολλά ψυχικά και ματωμένα χρόνια αργότερα...)


Μια γυναίκα ένα κορίτσι ένα νινί, μια σειρήνα μια γκόμενα ένα μουνί, μια γυναίκα μια ημίθεη μια πουτάνα διέσχισε την πορεία μου και την ίδια στιγμή που δεν την απέφυγα... άρχισα να βουλιάζω. Ευτυχής που την γνώρισα, μαγευθείς που την έζησα, καυλωθείς που την γάμησα και συντριβείς τελικά – καταπώς είδα τις ίδιες τις σάρκες μου σκορπισμένες να βρωμάνε στα βράχια. (Βut one thing at a time, first things first.) Δεν έχει καν σημασία το όνομα, το σχήμα, η γλώσσα. Δεν έχει καμμιά σημασία η ηλικία, η μόρφωση, τα βυζιά. Δεν έχουν ουδεμιά σημασία τα λεφτά ή η αφραγκιά, τα τσιμπούκια ή τα πρωκτικά, η αγάπη κι η αγκαλιά, τα όνειρα ζωντανά και οι λυσσασμένες ελπίδες. «Αξία» και «σημασία» δεν χωράνε εδώ, γιατί εδώ εμφιλοχωρεί κι αλητεύει η Ζωή, παίζει «πόρτες» ή «πλακωτό» με την Στιγμή και οι δυό τους κάθονται γωνία-Ανάγκης και Τύχης. (Θα σας βοηθούσε πολύ εάν έχετε ήδη διαβάσει «τα τρία μι», όπου γράφω επανειλημμένα για τούτες τις δύο αρχαίες θεές και πόσο ορίζουνε τις ζωές μας...)


Αλλά ας εκθέσω λιγάκι ένα μικρό βιογραφικάκι της, ώστε ν' αντιληφθείτε το σκηνικάκι. Η Σειρήνα «μου» ζούσε από ετών στο νησί, τί «ζούσε» δηλαδή, απλώς κατέβαινε κει – σαν την μυθιστορηματική «μου» Μαρία – απ' το Πάσχα ως τον Οκτώβριο ώστε να δουλέψει στον Τουρισμό και να 'χει να ζήσει τον υπόλοιπο χρόνο. Ένα μεροκάματο και πολλά ποτά μετά, μία δουλειά και πολλοί γκόμενοι κατά, κάποιο μπαγιόκο κουραστικό και μετά άραγμα στου μπαμπά το παχνί, για τραβηχτική και επιδιόρθωση, μανούρα κι αδιαφορία, χρόνου καταλήστευση και σκέψεων παύση. Boy oh boy was she a doll, όταν μπήκε στο σκάφος μου: κοντούλα αδυνατούλα και πεταχτούλα, μ' ένα μαλλί ατελείωτο-σπαστό-πολυπλόκαμο-χταποδάτο, ένα χαμόγελο αρχαγγελικό-μαφιόζικο-δολοφονικό-εωσφορικό, δυό χέρια γεμάτα χάντρες και σπάγκους πολύχρωμους, βραχιόλια δαχτυλίδια και ταττουάζ σπαρτά και αβέρτα, κι ένας τεράστιος γυαλιών σκελετός να φωτίζει σκοτάδια ψυχών και να σκοτεινιάζει ασπράδια ματιών. (Φτάνουν αυτά; Όόόχι;! Καλά, πάρτε κι άλλα, μη μου βαρέσετε και κάνα στερητικό.) Ένα σώμα στεγνό και νεανικό, μια λεκάνη στενή με δυό κωλομέρια αχλαδοειδή πίσω της, να τσακώνεται η μπροστινή σέγα με τις καμπύλες τις πισινές. Δυό στρογγυλά βυζάκια αυθάδικα – να σπάνε τα παροιμιώδη ποτήρια σαμπάνιας – με κάτι ρόγες δουλεμένες και θυμωμένες επικεφαλής που... όταν δεν έβρισκα μπίντες να δέσω την βάρκα μου, εκεί τύλιγα τα σχοινιά μου. Ένας λαιμός σωστά-μακρύς σωστά-κοντός (για gagging deep-throat κατασκευασμένος επακριβώς) και συνεχώς νευρικός να γυρνά προς το ακατάλληλο μέρος πάντα και μια μυτούλα εξίσου-γαλλοπεταχτή, στον οργασμό να ανοιγοκλείνει σαν τα λεπτά φτερά πεταλούδας που ρουφά τον ανθό – δεν υπάρχει δεύτερος συγγραφέας σαν εμένα, επιμένω. (Ούτε άνδρας σαν εμένα και τις δικές μου περιγραφές υπάρχει, γι' αυτό ακριβώς δεν «σταυρώνω» γυναίκα εγώ, και γαμάει σήμερα κάτι αιδοία θεσπέσια ο κάθε ΚΑΙ μουγκός ΚΑΙ μαλάκας.)


Δυό πέλματα κουρασμένα απ' τα μεροκάματα, μα κεντημένα στην χέννα. Ένα στόμα με χύμα και άτακτα πεταμένα τα κοφτερά μα πάλλευκα δόντια του και μια πλάτη με σκολίωση κιόλας, να πατινάρεις τον συμπλέκτη-προστάτη σου ανεβαίνοντας και να λειώνεις τα φρένα-νεφρά σου κατεβαίνοντάς την. Κι από μάτια; Ε, αυτά δεν τα είδα ποτέ, δεν μπόρεσα ποτέ να κοιτάξω μέσα τους – άσε δε μέσα τους εγώ να κοιταχτώ – δυό μάτια μακάρια και μακάβρια, δυο οφθαλμοί ως δεσμοί και λογαριασμοί, δυό κόρες στιλεττοφόρες και δορυφόρες. ("I should have known better" τραγουδούσε από ετών ο αγαπητός μου Jim Diamond μα... στεγνή μου γνώση, να σ' είχα όταν ήμουνα καυλωμένος!) Και πάμε στο ΒΑΣΙΚΟ σεξ κι αφήστε να σας μιλήσει ο πρύτανις των νερών, ο χαϊδευτής των βυθών, ο πνιγμένος σε δυό χιλιοστά σάρκας.



Η σειρήνα υπόσχεται γαμήσια τρικούβερτα και παραδίδει – ο αγγλισμός "delivers" είναι απόλυτα ακριβέστερος – ένα μέτριο σετάκι, ούτε καν πρώτης-νύχτας-γάμου, άντε επιπέδου πιπούλας of the first date. Η σειρήνα σού τάζει – και λεκτικά διακινεί – ένα πάθος ατέλειωτο, μα μόλις τονε βγάλεις εσύ έξω... δυσκολεύεται-λέει να το καταπιεί, αφού στενεύεται-λέει να πάρει στοματικά καν τούς πρώτους πέντε σου πόντους. (Κι άμα έχω εγώ σηκωμένα-προεντεταμένα μωρή μαλάκω άλλα τριανταδύο... χιλιόμετρα ένφλεβης σάρκας και σωληνωτού σπέρματος, τί γίνεται τότε...;;;!!!) Για να γλυτώσει το σεξουαλικό «πακέτο» το πονηρό σειρηνάκι θα σού κάνει κουνήματα διεγερτικά, θα σου παίξει παιγνίδια τρελλά, θα κουνάει τον κώλο της λες και την γαμάει ο Εγκέλαδος, θα σου τραγουδάει στ' αυτιά τραγουδάκια νηπιαγωγείου-χαζά, μπας και ξεχαστείς εσύ κι αποκοιμηθείς, αναδιπλωθεί μαζευτεί κι επιστρέψει στο σώβρακο η βροντερή η σαρμέλα η αιδοιοαπειλητική, να αράξει η κουφάλα/η τεμπέλα/η πουτάνα σειρήνα που να χέσω το μυθολογικό – και ανάξιό της, έως αυτήν την στιγμή – όνομα! ΟΚ ΟΚ, υπάρχουνε και καλά: τo blowjob τής σειρήνας είναι μακρύ και σιελοβόρο, το missionary τής σειρήνας είναι παθητικό και ονειρικό, το cowgirl τής σειρήνας είναι downtown Midwest και το anal τής σειρήνας «καρφί» από γερμανική τσόντα. (Υπενθυμίζω: ΕΝΑΣ είναι ο συγγραφέας Ντάνης ΦΩΤΟΣ και έτερος «ουκ έσσεται» πλην αυτού, σε ετούτα!) Το φαγητό τής σειρήνας είναι πολυπιατικό, πάντα εξωτικό – από κατζούν έως πολυνησιακό, από Αράχωβα ως Μονακό – και πάντα θα πλύνεις εσύ από υποχρέωση ελαχίστη τα πιάτα. (ΚΑΙ την κουζίνα φυσικά, αφού την έκανε σαν τον κώλο της όταν είχε διάρροια, μετά το «δημιουργικής ασάφειας» μαγείρεμά της.) Το στρώσιμο τού κρεββατιού της είναι ζαχαροπλαστική μυσταγωγία, το κλάδεμα-πότισμα τού κήπου της είναι από Άγιο Πέτρο και πάνω, η πληρωμή όμως κοινοχρήστων της, λογαριασμών της και λοιπών τελών της, κάθε λογής εισφορών της και εξόφλησης πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών της μέχρι λογαριασμοί σούπερ-μάρκετ της – «Μη μου μιλάτε / Αφήστε με μόνο μου / Εγώ θα κάνω παρέα με τον πόνο μου» είναι το πρέπον εδώ-εσέ σαουντρακάκι! (Καλά τα καλαμπουράκια για να ξεχνιόμαστε, αλλά τί είπε κάποτε ο Γιουκίο Μισίμα και ουδείς τον κατάλαβε; «Όταν γελάω εγώ, κλαίνε οι άλλοι και όταν κλαίω εγώ, οι άλλοι γελάνε.»)


Όποιος έζησε δέκα (10) χρόνια με σειρήνα κι επέζησε (1ον), θέλησε (2ον), να μιλήσει κιόλας (3ον) – Ντάνης ΦΩΤΟΣ λέγεται και ουδείς τον διαβάζει ετούτον. Όποιος έζησε πέντε (5) ευτυχισμένα χρόνια με σειρήνα και αμέσως-μετά άλλα πέντε (5) δυστυχισμένα χρόνια μ' αυτήν και δεν έπεσε στ' αλκοόλ στα ναρκωτικά (1ον), στον τζόγο και τα μουνιά (2ον), στην ψυχανάλυση στην αυτοκτονία (3ον) – Ντάνης ΦΩΤΟΣ ξαναλέγεται και ουδείς ασχολείται μ' ετούτον. Και όποιος έζησε άλλα οκτώ (8) διαλογιστικά χρόνια μακριά από σειρήνα και με άφατη δουλειά, σκάψιμο βαθιά, γόνατα λεπιασμένα και κρατημένη τρυφερή την καρδιά – Ντάνης ΦΩΤΟΣ τραγουδάνε οι άγγελοι και μου ρυθμίζουν τα Weber τής Miura μου στου Παραδείσου την Monza! (And the story goes like this.)


Στην «παρθένα» αρχή, η σειρήνα στον βράχο κάθεται αραχτή, κυαλάρει πρίμα και κογιονάρει το θύμα. Καθώς τριμάρει πανί και πλησιάζει αυτό, τούτη την πλάτη γυρνά τάχα-μου ν' ανάψει τσιγάρο, να βάλει λάδι, να καλύψει το στήθος της. Ο μαλάκας ο ναύτης ή ο κουρασμένος ο κάπταιν μας τελικώς δένει πρόχειρα κάπου κοντά, βγαίνει ξηρά και κοιτά γύρω του: για κρασί διψά μα το μουνί γροικά, δεν μπορεί να βγάλει απ' τ' αυτιά του το σιωπηλό το τραγούδι της και σχοινιά άλλα στο ντεκ πάνω δεν βρίσκονται, να τον δέσουνε τον μαλάκα οι καραβόσκυλοι φίλοι. Βαδίζει ράθυμα και αργά μεσ' στο αιγαιοπελαγίτικο καταμεσήμερο, αράζει στης ψαροταβέρνας την δροσερή την σκιά κι ένα ποτήρι κεχριμπάρι-ρετσίνα παραγγέλνει: το πέλαγος έχει ξεφουσκώσει, ο ήλιος έχει συννεφιαστεί, πέντε παράδες να φάει να πιεί έχει στην τσέπη του και στο καΐκι του κάτω το γιατάκι του είναι στεγνό φιλικό, ξεκουραστικό και δικό του. Κοιτά γύρω του, (τί σκατά ναυτικός είναι;) Μα δεν βλέπει παρά μόνο μια φούστα να πηγαινοέρχεται, δυό σανταλάκια να ξύνουνε τ' ασβεστωμένο λιθόστρωτο και δύο ματάκια να τον κοζάρουν αυθάδικα και μαργιόλικα, παθιάρικα και καυλιάρικα, «Σε θέλω, μα δε μ' έχεις» τού λένε. (Έτσι ακριβώς ξεκινούν τα σωστά λάθη μέσ' στην ζωή...)


Πώς το 'λεγε η παλιά διαφήμιση, του άρτι-ξεμπαρκαρισθέντος καπετάνιου; «Γύρισα χώρες και χώρες, μα πίπα σαν κι ετούτη δεν έχω ματαδεί»! Όταν ξεμπερδέψαν καπετάνιος μας και σειρήνα του τα μπούτια τους, τα σεντόνια τους και τα χνώτα τους. Τους ιδρώτες τους, τα αιδοία τους και τα ρούχα τους. Τα χέρια τα στόματα και τα πόδια τους, τις λέξεις τα βογκητά και τους οργασμούς τους – όλα καλά κι άγια έως εδώ, η Ζωή είναι που ξανά επιτέλεσε το θεσπέσιο έργο της κι έκρυψε τον πούστη τον Θεριστή στο ψυγείο. Στην κατάψυξη. (Εκεί όπου δεν θ' ανοίξει ο καπετάνιος μας, γιατί δεν πίνει βότκα αυτός μα μόνο μπυρρίτσα, ενόσω θα του 'χει ανάψει το καταχυμένο σειρηνάκι την πίπα του, με φρεσκοτριμμένον ανθό Ηλείας ή Σερρών, Καλαμάτας μπουμπάρι και Ολλανδίας χαμπάρι.) "There's nothing like the first time" κάποιοι έχουνε πει, συμφωνώ, αλλά "It's nothing over, 'till it's over" έχω εγώ συμπληρώσει και σταθερά άπαντες αυτήν την αληθειούλα αποφεύγουνε, λες κι είναι αυτή η θειούλα με τα γυαλιά, τις πεσμένες κάλτσες και το Αλτζχάϊμερ. Όταν δεν ξέρεις, νομίζεις πως είσαι à cheval και όταν βρεθείς πεσμένος στο χώμα, ούτε θυμάσαι πώς καβαλλάν άλογο, let alone γυναίκα.



Και να φανταστείτε φίλες και φίλοι ότι εκείνοι που ΠΑΝΤΟΤΕ «την πατούν», ελλιμενίζονται δένουνε, βγαίνουν έξω και παίζουνε, γαμάνε σειρήνες και μετά τις παντρεύονται... οι ναυτικοί είναι! (Γιατί άμα είδε κανείς κάναν τραπεζικό ή οδοντίατρο, κάνα φαρμακοποιό ή συμβολαιογράφο να 'χει πέσει στα δίχτυα και δόντια σειρήνας – λάθος κάρμα κοπιάρισε, σε λάθος άτομο στο Facebook "like" πάτησε, για να του διαγράψει ο Θεούλης το χρέος του θα τονε παιδέψει.) Σε νησί έζησα, στο νησί τα μάτια καρδιάς και ψυχής άνοιξα κι απ' το νησί κατέληξα στην κλίνη τού χειρουργείου όπου την αποκόλληση αμφιβληστροειδούς επισκεύασα – μετά από χιλιάδες ευρώ, χιλιάδες πόνους, χιλιάδες δάκρυα. (Γιατί ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ ό,τι γράφει είναι λαμπρό κι εκλεκτό, δύσκολο δυνατό, ξεχωριστό κι άγνωστο; Διότι είναι βιωματικό του, δικό του, ζωντανό του κι ατομικό του. Το ακριβώς και απολύτως αντίθετο δηλαδή απ' το να σας γράψει για μποντυμπιλντεράδικα αναβολικά ο Κορτώ, για συζυγικές καλοκαιρινές παρτούζες στην σκιά η Μαντά, ένα διπλωματικό-εμπιστευτικό-υπηρεσιακό σημείωμα η Σώτη Τριανταφύλλου, μια πολιτική-επαναστατική μπροσσούρα ο Ισίδωρος Ζουργός – you got me this time?) Απόλαυσα ο ίδιος σειρήνα ζωντανή κι «έφαγα» ο ίδιος σειρήνα «νεκρή», τί άλλο να λέω; Χάρηκα σειρήνα αρχής και πένθησα τον εαυτό μου στο τέλος, όταν δεν μπόρεσα να προστατεύσω και να δεθώ στην αρχή, μα μπόρεσα να λυθώ και να γλυτώσω στο τέλος. Πώς να γνωρίζω εγώ – τής Κυψέλης παιδί – ότι το πέλαγος έχει νησιά, τα νησιά έχουνε βράχια, τα βράχια έχουν πουλιά και μέσ' στα πουλιά μπαίνουν και κρύβονται οι σειρήνες; (Αφού κάναν οι επιτήδειοι πολυκατοικία-αντιπαροχής τον Κανάρη τον ναύαρχο, πού και πώς να με βρει αυτός-ναυτικός, δυό κουβέντες κι ορμήνειες σοφές να μου πει...;)


Γιατί οι σειρήνες είναι ζώα κατ' εξοχήν θηλυκά και βγαίνουν από την θάλασσα, ενδύονται πτίλωμα και τραγουδούν εκμαυλιστικά σε διψασμένες ψυχές και για καρδιές κεκαυμένες. Οι σειρήνες μπορεί να αναφέρονται για πρώτη φορά στου Όμηρου την ΟΔΥΣΣΕΙΑ, μα ο τυφλός αοιδός πού να δει τα κουφάρια τα κόκκαλα, τα ρουφηγμένα μάτια και τα στυμμένα πέη, αρμαθιές τα νεφρά, κρεμασμένες-τσαμπιά οι συκωταριές καπνισμένες γύρω από σπηλιές βράχινες, τότε και τώρα, πάντα κι αείποτε; Τί να μου δείξει εμένα «ο μη ορών» το νησί τους στο Τυρρηνικό πέλαγος, όταν η δική μου σειρήνα πετούσε με χάρη και τσαχπινιά από Νικουριά ως Βλυχάδα-μεριά, από Χάλαρα ίσαμε την Άνυδρο κι από Μαυριά, μέχρι Δονούσα; Ποιός να με προειδοποιήσει εμένα για την σειρήνα που ναζιάρικα-ξεκαρφωτικά, αδιάφορα-επιδεικτικά, πεινασμένα-χορτασμένα με τις ώρες άραζε τανυότανε, χαϊδευόταν χαμουρευότανε, ρευόταν και κοιμόταν όταν περνούσα; ("That's why you NOW have the miles AND the bills, the tears AND the scars, the wisdom AND knowledge" αγόρι μου, και μαζύ σου θα την πάρεις ετούτην.)


Απ' την Ελληνική Μυθολογία εσύ-ως-παιδί ξεκίνησες και κατέληξες πενηντάρης-ως-βρέφος να δεις την σειρήνα να γίνεται σμέρνα. (Από μουνί-σε-πουλί, από γυναίκα-σε-ψάρι.) Γιατί η σειρήνα, μόνο για φαγητό στα βράχια της κάθεται και η δύστυχη – επειδή πάντοτε έχει βράγχια – έξω από το νερό δεν μπορεί να ζήσει πολύ, άσε δε το φαγητό της να απολαύσει. Αράζει και τραγουδά τόσο φανταχτερά και ελκυστικά, προκειμένου το μαρτύριό της να κρύψει, (αλήθεια, ποιός τηνε καταράστηκε αυτήν την ψυχή, και βασανίζεται η καψερή τόσο;) Σεισοκουνιέται και πουτσοπαλουκώνεται προκειμένου την πείνα της να χορτάσει, μα επειδή λυσσά ασυλλόγιστα, ξεσκίζει ασυνείδητα και καταληστεύει αδιάφορα, καταντά να πνίγεται μόνη της και μ' αδειανό το ψυχικό της στομάχι να μένει. "Boy, did I see things, στο νησί" έχω πει. Έβγαλα ροφούς χοντρομούρηδες και σπαρταριστούς απ' τα σκοτεινά τα σαλόνια τους, τρυπημένους με τρεις ατσάλινες μακριές βέργες. Πέρασα ανύποπτος μπροστά από φωλιές σμερνών, που τραβηχτήκαν από φόβο αρχικά, μα μού επιτέθηκαν μετά αμυντικά κι εγώ απλά στάθηκα τυχερός, δεν ήταν ακόμη για να πεθάνω αιμορραγώντας στα μείον δεκαεπτά μέτρα. Είδα στα θολά πελαγίσια μεσόνερα τόννους σπαθάτους και μαγιάτικα σπηνταριστά που πέρασαν ξυστά δίπλα μου, ερχόμενα απ' το πουθενά και στο πουθενά πάλι σφαιράτα πηγαίναν. Τάϊσα γλάρους σε απάγκια σκιερά με ψωμί και τυρί, σαρδέλλες κονσέρβας και κομμάτια μουγκρί και με ξεκούφαναν οι καριόληδες για «ευχαριστώ», είναι και φάλτσοι κιόλας οι μεγάλοι λευκοί, εξαπτέρυγοι και αδιάφοροι τούτοι.


Όταν όμως ΠΟΛΛΑ χρόνια μετά ξεβράστηκα ξανά στην Κυψέλη μου, κατανόησα το κισμέτ τής σειρήνας. Όταν δεν διέθετα σκάφος πια, όταν τα συναισθηματικά χείλη μου είχανε σκάσει απ' την έλλειψη αλατιού και όταν πούλησα πλέον τα θαλάσσια όπλα μου, κατάλαβα την κατάρα τής σμέρνας. Γιατί ΑΥΤΟ είναι η σειρήνα, αδελφές κι αδελφοί: μια σμέρνα που θέλησε κάποτε να γίνει πουλί – και δεν είναι κακό τούτο. (Όλοι μας κάνουμε κι έχουμε όνειρα, όταν όμως οι πράξεις αυτών γίνονται σε βάρος τιμής και ζωής άλλων, τότε αι αραί γίνονται αλυσίδες βαριές και στα βαθιά φονικά ύδατα μάς επιστρέφουν.) Δεν είναι κακό να θες ή να επιθυμείς κάτι άλλο από τούτο που είσαι, μα στον «δρόμο» να το πετύχεις αυτό, μην φτύνεις μπροστά σου κόκκαλα, μην κλάνεις πίσω σου ψυχές, μην πετάς από πάνω σου ανάσες κι αγάπες. Σε αντίθεση με βαρεμένα χιπστεράκια που καθηλωμένα στου Διαδίκτυου την οθόνη τους νομίζουνε ότι "What you see is what you get", η Ζωή που δεν είναι τετράγωνη ή τελαρωμένη αλλά άμορφη και αναίσχυντη, εάν αντέξεις θα την ακούσεις εσύ να σου λέει αυτή ότι "What you FINALLY get, is primarily what you DON'T see" κι εδώ σάς τα ξαναείπα όλα και πάλι. Έπρεπε να φύγω απ' το νησί, να ξεκολλήσω απ' την αρπάγη των νυχιών τής στέρφας μα εκτρωματικής σειρήνας μου, γιατί με λυπήθηκε τούτη και μισοφαγωμένον μ' απέρριψε, προτού στο θολάμι της επιστρέψει. Μ' έπαιξε και με άρμεξε όσο πεινούσε κι ας μ' είχε για ορεκτικό και χωνευτικό, (η σειρήνα ΠΟΤΕ δεν χορταίνει). Με έστυψε και με πέταξε όταν βαρέθηκε κι ας μ' είχε για θεό και αρσενικό της, (η σειρήνα ΠΟΤΕ δεν αγαπά). Με εσύλησε και με καννιβάλησε όταν αναχώρησε κι ας μ' είχε για δάσκαλο κι οδηγό της, (η σειρήνα ΠΟΤΕ δεν μαθαίνει, αλλά ούτε μαθαίνεται αυτή).


Η σειρήνα που βλέπετε όταν περνάτε κεφάτοι κι ανύποπτοι – προσοχή – είναι μια σμέρνα καλοντυμένη ηλιοκαμένη, καυλιάρα και ποθητή, καμπαρετζού των βράχων και τής άμμου τσατσά. Η σειρήνα που θαυμάζετε όταν διαβάζετε είναι ένα είδος μισάνθρωπο και μισόζωο, ένα πλάσμα μπάσταρδο τρέχα-γύρευε συ να βρεις αν είναι του Αχελώου ή του Φόρκυ καρπός, της Μελπομένης ή της Τερψιχόρης γινάτι. Αν είναι πτηνό με βυζιά, αν είναι ψάρι με φτερά, αν είναι άνθρωπος με φωνή, αν είναι δαίμονας με νευρική ανορεξία. (I know what I'm talking about, γιατί ως Παρθένος I've done my homework και ως θαυμαστής τού Jean Claude Van Damme στην διαφήμιση των φορτηγών... "I've had my ups and downs / My fair share of bumpy roads and heavy winds / That's what made me what I am today" και εσάς σάς τα διανθίζω με διαφημίσεις πιασιάρικες, ώστε να μην χάσετε παραμικρό ίχνος εμπειρίας. Η σειρήνα – ένα πλάσμα τού Θεού είναι κι αυτό, που βασανίζεται μόνο του και αυτό, που κολυμπάει στις ευκολίες του και αναμασάει τις συνήθειές του σαν πασσατέμπο κι αυτό. Είτε στα βράχια πουλί είτε στα νερά ψάρι, είτε γυναίκα στο κρεβάτι σας τρυφερή είτε μαινάς στο καυλί σας επάνω – ουδείς ξεφεύγει απ' την Ζωή, ουδείς λαθεύει απ' την δική του Αποστολή, ουδείς θα γλυτώσει απ' του ψέμματός του την αληθινή Εντολή.



Τέλος καλό, όλα καλά. Οι πληγές πάντα γιατρεύονται κι ευτυχώς που αφήνουνε τις ουλές πάνω τους, να τις χαϊδεύεις εσύ, να θυμάσαι. (Να διδάσκεσαι και να προσέχεις, να φυλάγεσαι όταν δεν έχεις.) Ότι μιά φορά έζησες μία σειρήνα εσύ και δεύτερη για σένα φορά δεν υπάρχει – έσο σίγουρος Ντάνη, είναι Νόμος. Κι έχε τον νου σου Ντανάκο εσύ: όπως ποτέ δεν κυνήγησες δεν ψάρεψες, δεν χτύπησες δεν καμάκωσες σμέρνα εσύ, γι' αυτό κι έτσι η σειρήνα σε άφησε να γλυτώσεις. Όσες φορές μέσ' στο νερό είδες κι αντιμετώπισες το φιδοειδές τρομερό τούτο χέλι, πίσω έκανες κι αναχώρησες, στο πλάϊ έκανες κι αποχώρησες, οπισθοχώρησες και κοιτώντας το όσο μπορούσες στα μάτια εξαφανίστηκες από μπροστά του προσεκτικά και διακριτικά, με σεβασμό κι υπολογισμό, από ένστικτο και προσοχή στοιχειώδη. Γιατί εκτός βυθού και στης θάλασσας την επιφάνεια, μέσα στο σκάφος σου ξαπλωμένη κάτω απ' την τέντα σου, ακούγοντας μουσική και στον ήλιο μαυρίζοντας, πίνοντας λιαστό κρασί και συνέχεια καπνίζοντας ήτανε αραγμένη ανοιχτή και υγρή η ΔΙΚΗ ΣΟΥ σειρήνα κι εσένα περίμενε, να σε τυλίξει και να σε «φάει». Ανέβαινες στην βάρκα κάποια στιγμή με ψάρια ή δίχως ψαριά, την φόρμα σου έβγαζες τα όπλα σου πέταγες κι έπεφτες πάνω της στο κατάστρωμα να σε φάει. Ο άνεμος κόπαζε, το κύμμα στο κύτος τριβότανε, οι γλάροι απέστρεφαν ντροπιασμένοι το βλέμμα τους και η Χοζοβιώτισσα άναβε μόνη της τα καντήλια να ξορκίσει την σαρκική ευωχία και αμαρτία συνάμα. Μα ένα πράγμα ΜΟΝΟ οι σειρήνες ξέρουν να κάνουνε, (ασχέτως αν δεν αντέχουν ΠΑΝΤΑ να κάνουν): έ-ρω-τα. Απ' εκείνον τον έρωτα που αφού τονε κάνεις βγαίνεις πάντα χαμένος μισός, ψάχνεις κατόπιν τα μέλη σου, αν κατουρά το πουλί σου, πώς τρέμει το χέρι σου όταν τσιγάρο ανάβεις. Άντε μετά να βάλεις την εξωλέμβιά σου μπροστά, άντε μετά την άγκυρα να σηκώσεις, άντε μετά να τιμονέψεις μέσα στην φουρτουνιασμένη την θάλασσα, ώστε να μεταφέρεις ξανά στην φωλιά της την σειρήνα σου μουσκεμμένη και χορτασμένη. Στον ντόκο να την απιθώσεις αυτήν κουρασμένη και λιγωμένη, χορτασμένη χυμένη, σιωπηλή μουτρωμένη. Θα την απιθώσεις στο αυτοκίνητο, θα την στήσεις στην ντουσσιέρα στο σπίτι σου και μπάνιο θα τηνε κάνεις και θα την ξαπλώσεις στα λινά σεντόνια μετά, τραβώντας κουρτίνες. Και θα κάτσεις στο τραπεζάκι σου εσύ στην αυλή, στο ημερολόγιό σου να γράψεις εσύ... «Ακόμη μια μέρα στον θάνατό μου πιο κοντά», «ακόμη μια μέρα λιγότερη στην ζωή μου»...


Το ξέρεις πια, το έμαθες τότε. Το ξέρεις καλά τώρα, αφού αφέθηκες να το μάθεις σαν πάντοτε. Έκανες λοιπόν πολύ καλά στην ζωή σου που εγκατέλειψες τα κοστούμια Corneliani για την καταδυτική φόρμα Beuchat. Έπραξες απολύτως σοφά που πούλησες το vintage ROLEX σου των 30.000 ευρώ και φοράς τώρα ένα Orient των απλώς 90. Προχώρησες μάλλον και αρκετά που απέβης τού bushi σκηνώματος και ενδύθηκες τού ronin πτώματος. Γιατί πλήρης ανήρ είναι αυτός που κρατά στα χέρια τα ΔΙΚΑ ΤΟΥ κομμάτια, είτε τα 'βαλε αυτός στην ανθρώπινη κιμαδιέρα, είτε τού τα χώσαν οι άλλοι εκεί. Πλήρης γυνή είναι αυτή που άφησε την υδρόβιά της σπηλιά για τον ανεμοδαρμένο της βράχο και μετά άφησε και τον βράχο αυτόν, ώστε στην φωλίτσα της να επιστρέψει. Και πλήρης άνθρωπος είναι αυτός που αγάπησε την σμέρνα που ήταν σειρήνα και την σειρήνα που σμέρνα έγινε, ώστε δοθείς στο υδρόβιο ζωικό βασίλειο ν' αναδυθεί γέρων-παιδί και ήρως-θεός μεταξύ νεκρών-ζωντανών αδιαφόρως.


Όσο ακουμπάς, τολμάς και αφήνεις το σώμα σου να σ' το σύρει να σ' το κατασπείρει, να σ' το διασύρει και να σ' το διαλύσει τελικά η ΜΟΝΗ θεά, η Ζωή, τότε και ΜΟΝΟΝ ΤΟΤΕ εσύ... αθάνατος έχεις γίνει. (Γιατί τότε μόνον θα μάθεις ότι πάντοτε αθάνατος ήσουνα και εθελοτυφλούσες απλώς, μέχρι να σε τραβήξει απ' την τυφλή πλάνη και τον πλάνητα βίο σου μία σειρήνα και να σε πετάξει στην αεικίνητη γνώση και τον ακίνητο βίο σου μιά σμέρνα.)

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

 

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020

Διαβάστηκε 649 φορές Πέμπτη, 26 Νοεμβρίου 2020 16:02