Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Μία είναι, όλες οι γυναίκες: η Ρίτα Σακελλαρίου. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

ΤΕΤΟΙΑ Γυναίκα δεν πέρασε ΑΛΛΗ: εργάτρια τού άντρα και δουλεύτρα μικρόφωνου. Ιέρεια τής νύχτας (όχι όπως την εννοούσε το παρτσακλό η Κάραλη) και θεραπαινίδα τού μπουζουκιού (όχι όπως την εννοούνε τα παρτσακλά τής Πάολας). Προσέξτε εσείς τούς επιγραμματικούς στίχους τού Βασίλη Παπαδόπουλου και θα μείνω εγώ στο ρεφραίν μόνο: «Συγχαρητήρια κέρδισες / Μα πρόσεξε να μη βρεθείς / Μετά το τέλος τής γιορτής / Μόνος με δυό ποτήρια / Ένα για σένα / Κι ένα για σένανε»!

Την γνώρισα μια βραδυά προσωπικά, κι αν έμενα κι άλλο στο μαγαζί που τραγουδούσε μαζί με τον Γιώργο Μαργαρίτη, δεν θα έγραφα σήμερα. Δεν θα ζούσα καν τώρα. Θα με είχε η Ριτάρα ξεκοκκαλίσει κανονικά στο καμαρίνι της, θα είχε χρησιμοποιήσει τα μανικεττόκουμπά μου για οδοντογλυφίδα κιόλας. Ήτανε τέτοια η πυρηνική θέρμη της, που λειώσανε τα πιστόνια στο απ' έξω παρκαρισμένο μου TRIUMPH. (Κι ας ήταν χειμώνας, κι ας έβρεχε.) Ήτανε τέτοια η θηλυκή της φωτιά, που όχι μόνο ίδρωνε το σεπτό cleavage τού στήθους της, μα ίδρωσε και το solarium-cleavage τής έδρας μου, μέσα απ' το Valentino χειροποίητο παντελόνι μου. (Κι ας είχε μέσα στο μαγαζί πενήντα βαθμούς απ' την κάπνα και τ' αλκοόλ τότε.)

Τραγούδησε για ΕΜΕΝΑ το τραγούδι της ΤΟΥΤΟ. Και καθώς ο μάλαξ εγώ... κρατούσα σημειώσεις στο δερματόδετο μπλοκάκι μου με την Mont Blanc μου, μού έπιασε η Ρίτα Σακελλαρίου δυνατά και σφιχτά το χέρι, μού το τσιμέντωσε ύπερθεν χαρτιού, με κοίταξε ΙΣΙΑ και εντελώς ΑΝΙΣΑ στα μάτια, μού χαμογέλασε και το ρεφραίν της μού κάρφωσε, τόσο στα παντζουρόφυλλα τής καρδιάς μου, όσο και στις μικροσκοπικές σπηλίτσες των δικών μου νεφρών. (Οι όρχεις μου – δεν το συζητώ – είχαν ανέβει στο σβέρκο μου και χειροκροτούσαν αφρόνως, αφρίζοντες.)

Γυναίκα ρε. Να κάθεται δίπλα σου και να ξεχειλίζει η καρέκλα οιστρογόνα. Γυναίκα ρε. Να τραγουδά δίπλα σου και ν' εκρήγνυνται τα επινεφρίδιά σου απ' την τεστοστερόνη. «Με τα μάτια» το κάναμε εκείνη την στιγμή, εκείνο το τραγούδι, εκείνη την βραδυά. (Μέχρι και ΤΗΝ φωτογραφία ΜΑΣ τολμώ κι αναρτώ, ως πειστήριο για εσάς, προστασία για μένα και ευλογία για κείνην.) Για εμένα που την άκουγα από μακριά σεμνά-πιστά-ιερά, η Ρίτα Σακελλαρίου δεν ήταν η σκυλού τής Πέτρου Ράλλη, δεν ήταν η σπαζωπιατού τού Αντρέα Παπαντρέου, δεν ήταν η τηλεοπτική χαβαλετζού τής Ρούλας Κορομηλά. Έχοντας δει στο δύσκολο κι αντρικό πάλκο την Κυρία αυτήν ΠΟΛΥ παλαιά, τότε που κεντούσε και ύψωνε τα άσματα τού άγνωστου κι άπαιχτου και μεγάλου Γιώργου Μανίσαλη, για εμένα η Ρίτα Σακελλαρίου ήτανε μια γυναίκα που διήλθε το λαϊκό τραγούδι ως κινητή «μαύρη τρύπα» – τα πάντα όμως κατέλαμψε, κατεφώτισε και κατέκαυσε ταυτοχρόνως.

Δεν είναι μόνο η στακάτη κοφτή, βαριά και μετρική πενιά τού θαυμαστού τραγουδιού «Στο απέναντι τραπέζι» – ακούστε το. Ούτε το μπάσσο από πίσω που θέτει τον ρυθμό στα τέσσερα, χάμω, ακίνητο και δεμένο. Ούτε οι στίχοι που διηγούνται μια πικρή ζήλειας – κι υπεσχημένης εκδίκησης – στιγμή, αλλά είναι μια φλασιά ζωής, ένας κεραυνός οργασμού και ενέργειας, ένας μπητάτος σίφουνας που θριαμβευτικά και παιανικά σαλαγάει την σπονδυλική στήλη... μόνο εκείνων που έχουνε ταπεινά γονατίσει μπροστά στην Μεγίστη Κυρία Πουτάνα: την Ζωή.

Ακόμα το θυμάμαι: ήταν η μία-και-μοναδική φορά στην ζωή μου ολόκληρη που ήπια ένα μπουκάλι Cutty Sark μόνος μου. Χωρίς να 'χω φάει πριν τίποτα. Μετά από σκληρό γυμναστήριο. Και με ένα-σχεδόν πακέττο τσιγάρα κάπνισμα. (Κανονικά εγώ ο τελείως-άμαθος και απ' τα δυό, θα έπρεπε να είχα πεθάνει δεκάδες στιγμές και αυτοστιγμεί μάλιστα.) Μα άμα έχεις μπροστά σου συνέχεια, να περνά και να χαιρετά, να κάθεται στα τραπέζια γνωστών της και να τραγουδά την Κυρία Ρίτα Σακελλαρίου, έχεις μπει σε άάάλλη διάσταση, έχεις βρεθεί έποικος σε άάάλλον πλανήτη, έχεις γίνει άάάλλος άντρακλας πια – απλά.

«Συγχαρητήρια κέρδισες / Θερμά συγχαρητήρια» άμα σού πει τούτη η βαριά και ασήκωτη φωνή, τούτη η μαλαγανιάρα και πειστική φωνή, τούτη η θαρραλέα και αιδοιϊκή φωνή, θα σού πέσει το σώβρακο στο πάτωμα μαζύ με το πορτοφόλι και τα γυαλιά, την ταμπακιέρα και τα προφυλακτικά, το Rolex και το Montecristo σου απαλά, (το, COLT το 'χα αφήσει στο σπίτι). Θα το ξαναπώ: είναι πολύ ΛΙΓΕΣ οι στιγμές που ένιωσα ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ έζησα. Όπως όταν βούτηξα στου νησιού μου τα διαφανή και βαθέα νερά. Όπως όταν παραδομένα εκσπερμάτωσα μέσα στον κόλπο γυναίκας αγαπημένης. Όπως όταν άκουσα με λατρεία και αφοσίωση, κοιτώντας βουρκωμένος κι ερωτευμένος κατάματα την Κυρία αυτήν, την Γυναίκα αυτήν, την Αοιδό τούτην.

(Μέσα στην απολύτως-χυδαία Ελλάδα των 90ies, ένας άγνωστος άντρας μα καλοντυμένος κι ευγενικός, όμορφος-γυμνασμένος-καλός, συγγραφέας-αθλητής-μοτοσυκλεττιστής, που – αν και μόνος του – «πρώτο τραπέζι πίστα» τού έδωσαν ο μαιτρ, τα γκαρσόνια, τ' αφεντικό. Γιατί κατάλαβαν ότι απόψε ήταν η νύχτα «ΜΑΣ», εμού και τής επαγγελματίου αυτής, εμού τού ερασιτέχνη εραστή και εκείνης τής μοναδικής τής θεάς μου.)


Αν δεν είχα γυμνασμένον προστάτη, θα είχα χύσει μέσ' στο κατάστημα εκατό χιλιάδες φορές. Τα σπερματοζωάρια θα είχανε πλημμυρίσει το τέρμα Πατησίων, θα 'χανε πέσει οι ασφάλειες τού μαγαζιού απ' την υγρασία και η «έξοδος κινδύνου» θα 'χε φρακάρει απ' τις ναυαγοσωστικές λέμβους. Γιατί το μικρό πέος εγώ και η Μεγάλη Μήτρα Αυτή θα φεύγαμε δια τής κυρίας εισόδου τής αίθουσας, θ' ανέβαινε τούτη με το λαμέ το μακρύ φόρεμα – είναι αλήθεια – λίγο δύσκολα με τις γόβες και τις ζαρτιέρες της πάνω στο πανύψηλο TRIUMPH και θ' αναχωρούσαμε μέσ' στο ψιλοχιονόνερο τα δυό μας καυλωμένα υγραμένα διονυσιασμένα.

Δεν είναι ΠΟΛΛΕΣ στιγμές η ζωή. Δεν κρατά ΠΟΛΛΑ δευτερόλεπτα η ευτυχία. Αλλά άμα έχεις ακουμπήσει ένα χέρι μια πλάτη, έχεις ακούσει έναν νταλγκά μια καρδιά, έχεις μεθύσει με μία ηγερία εικόνα κι ένα σύμβολο μητριαρχικό – ε, τότε, δεκαπέντε χρόνια μετά μπορείς να κάτσεις στο νησί σου εσύ, να πιάσεις ανύποπτος ένα μολύβι κι ένα ντοσσιέ και να γράψεις τον ύμνο τής Γυναίκας που λέγεται «τα τρία μι», τον αίνο τής Μήτρας που επιγράφεται «τα τρία μι», τον επικήδειο τής Ζωής σου που ψέλνεται ως «τα τρία μι» πλέον.

Εκείνη την βραδυά προβιβάστηκα. Κι από άντρας έγινα ημίθεος. Όπως από ημίθεος έγινα μύστης, όταν το βιβλίο αυτό έγραψα και το δούλεψα. Το τύπωσα και το πρόσφερα. Και το κρατάω φυλαγμένο πιστά, μην πέσει σ' ασεβών χέρια. Όπως σε ώτα κουφά ασεβών έπεσαν τα τραγούδια κι οι παραινέσεις τής Ρίτας.

Δεν είναι ΟΛΑ για ΟΛΟΥΣ εγώ έχω πει και θα το επαναλαμβάνω ακούραστα, μέχρι να γραφτεί ο Κασιδιάρης στην ΚΝΕ. Κι αν απ' το πάλκο της η Ρίτα Σακελλαρίου λαϊκά-δημοκρατικά το πανελλήνιο ευλογούσε και εύφραινε, ελάχιστοι κάθονταν σε μία γωνιά, καπνίζανε πίνανε και «παίρναν δουλειά για το σπίτι». Όχι βέβαια όπως χυδαία και στέρφα το λένε αυτοί που εντελώς-πια δε γαμάν', αλλά ακριβώς όπως οι μελετηροί ρέκτες επιστρέφουν χαράματα στου ΜΙΤ το The Lab, για να τελειώσουνε και καταγράψουν το πείραμα που χρόνια παλεύανε, το διδακτορικό που δεκαετίες περιμέναν να γράψουνε, το όνειρο να ζήσουν που δεν θα τούς επισκεφθεί άλλη φορά, σε καμμιά ζωή άλλη.

Μέσα στην λάσπη ανθεί ο λωτός. Μέσα στα κάρβουνα τα διαμάντια κοιμούνται. Και κάπου μέσα στην ελληνική δισκογραφία τού λαϊκού τραγουδιού μπορεί η Ρίτα έπαλξη να διαθέτει, μα τούτο το τραγούδι το σιγοσφύριζαν και στην Ακαδημία τού Πλάτωνα, και στο Λύκειο τού Αριστοτέλη, και στον Κήπο τού Επίκουρου. Κι όποιος σηκωνότανε τάχαμου να το χορέψει μερακλωμένος, τα πόδια τού κόβανε. Γιατί σηκωνόταν επάνω ο λαϊκόμαγκας «λοχίας» Γιώργος Κουτούζης απ' την ΕΥΔΟΚΙΑ τού Αλέξη Δαμιανού και τονε πέταγε έξω με μια κίνηση, μια δαγκωνιά, μια ματιά του.

Δεν είναι όλοι ζηλευτοί Κωστόπουλοι στην χώρα αυτήν, (και άσε τούς ζηλιάρηδες να τον θάβουν). Δεν είναι όλοι ζηλευτές Μενεγάκες στην χώρα αυτήν, (και άσε τις κλώσσες να την θάβουν). Περάσαν κι υφίστανται, ζουν κι αναπνέουν, σιωπούν και καπνίζουν και μερικοί που λειτουργούν, όταν ακούν – σημειώστε εσείς και αυτήν μου την φράση. Δεν είναι όλα για ζεϊμπέκικα τού Γιωργάκη τού Άκη, δεν είναι όλα για καρσιλαμάδες τής Ματούλας, της Χαρούλας. Γιατί πέρασαν απ' την χώρα την δυστυχή και φτωχή, περήφανη και λαμπρή τούτη και άνθρωποι που διέστειλαν τα όρια και τα περιθώρια τού Ατόμου. Άμα μάλιστα τέτοια πρόσωπα, τέτοιες περσόνες έφεραν το δέμας και φέγγος τής Ρίτας Σακελλαρίου – εμείς οι ελάχιστοι και απαρηγόρητοι, νιώσαμε και νιώθουμε εσαεί χαρισματικοί και ευλογημένοι. (Ας όψεται λοιπόν η μοναδική και ειλικρινής, γενναία και τολμηρή πέννα μου που γράφει αυτά, τιμάει αυτήν και διασχίζει τον Χρόνο, τον Χώρο ξεσκίζοντας.)

Η Ρίτα Σακελλαρίου έθεσε το θεμέλιο τής θηλυκής αρρενωπότητας, με ερωτική χάρι. Την θρησκευτική ευλογία περιτύλιξε, με καλλιτεχνικό οίστρο. Την σεξουαλική πράξη ανόρθωσε, με ιεραρχικό ζήλο. Η Ρίτα Σακελλαρίου τραγούδησε ντόμπρα σταράτα αυτά που συνθέτες γαζώτριες-ψυχής τής κεντήσανε και άρθρωσε αυτά που στιχουργοί ψυχής-γεννήτριες τής εγράψαν. Χάθηκε όμως πια ΕΚΕΙΝΗ η ζωή που παρήγαγε ΤΕΤΟΙΟΥΣ ανθρώπους, γι' αυτό άπαντα φθήνηναν σήμερα, που όλα οι άνθρωποι τ' απαιτούν να 'ναι τζάμπα. Τζάμπα τηλεόραση, τζάμπα μουσική, τζάμπα βιβλία. Τζάμπα γυναίκες, τζάμπα άντρες, τζάμπα παιδιά. Και πολύ προσεχώς – τζάμπα κορμιά, τζάμπα μυαλά, καρδιές τζάμπα.

Δεν πειράζει, αφήστε με εγώ να σάς αφήσω. Και το μόνο τραγούδι που θα 'θελα να παίζει εντός τής σπηλιάς είναι το άσμα τής Ρίτας ετούτο. «Στο απέναντι τραπέζι» επιγράφεται κι αν η Ρίτα ήξερε ότι αναφέρεται ΟΛΟΚΛΗΡΟ και ΑΥΤΟΛΕΞΕΙ στις... πανάρχαιες Βέδδες(!) – και δεν εξηγώ, καθότι ιερό – χαρούμενη θα 'τανε. Και θ' άστραφτε το ματάκι της το κιμπάρικο τ' αλανιάρικο, ζεστά θηλυκά πανηγυρικά, αιώνια ερωτιάρικα και άσβεστα πάντα.

Να είναι καλά και τούτο το ξέρει: οι άγνωστοι είναι οι αληθινοί άντρες της. Παραστάτες και δορυφόροι της, πιστοί εραστές και λάτρεις της παντοτινοί είναι.


 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021

Διαβάστηκε 692 φορές Τρίτη, 05 Ιουλίου 2022 14:59