Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Το ζεν τού σουτιέν. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

 

Πολλοί μιλούν – και μάλιστα συνεχώς – για πολλά, αδιάφορα και κοινά, ψεύτικα και κουτά. Λίγοι λένε ελάχιστα, σημαντικά και σπαρτά, τα περισσότερα τα υπονοούνε. Καναδυό ψελλίζουν αθόρυβα ένα-δυό πραγματάκια διστακτικά, εξωπραγματικά και αληθινά μα είναι τελικά μόνον οι Ζεν Δάσκαλοι που σού βγάζουνε τον σκασμό, αφού σού αστράψουν στα μούτρα μιαν επιφοίτηση, μία φώτιση να είναι όλη δική «σου».


Το save me λοιπόν some last n' precious "lung-power" (που είπε ο Μίκυ Ρουρκ), μπαίνω κατ' ευθείαν στην μικρή, παραπειστική μα σημαντική ιστορία μου και εκθέτω τα γυμνά γεγονότα αλατισμένα καβουρδισμένα, πιπεράτα σωταρισμένα με σάλτσα ξανθιά και πύρκαυλη μάλιστα, βυζού θηλυκή αποκαλυπτική κιόλας.


Είχα γνωρίσει κάποτε ένα «μωρό», μα έέένα μωρόόό – να το βλέπουν οι θερμοκοιτίδες και να μοιράζουνε προφυλακτικά, να το βλέπουνε οι γιαγιούλες και να βγάζουν εκδιδόμενης γυναικός δικαιολογητικά, να το βλέπουνε οι αντράκλες κι αλειμμένοι με λάδια και πατσουλιά στο Gay-Pride τής Μέκκας να συμμετέχουν. Η Σούζυ λοιπόν ήταν μόνο ετών είκοσι τριών, όταν εγώ ήμουν ήδη σαράντα τριών. Η Σούζυ λοιπόν ήταν μια ξανθιά κουκλίτσα πληθωρική, όταν εγώ είχα αρχίσει να γκριζάρω και να στεγνώνω. Η Σούζυ λοιπόν ήταν ερωτευμένη μαζί μου κάργα και μπουτ, όταν εγώ το 'χα κόψει το «άθλημα», κατακαμένος και κατακαημένος απ' τις αντιερωτικές και πεοπτωτικές ελληνίδες. Πώς γνωριστήκαμε; (Τί σημασία έχει αυτό πια;) Κάποια κουβέντα φαίνεται ότι είπα εγώ ο μωρός, κάτι άκουσε το μωρό και «την άκουσε» προφανώς, κάτι ποτά κάπου είχαμε πιεί και καταλήξαμε στο αναπόφευκτο το κρεββάτι: εγώ να αδενοπνίγομαι ευχαρίστως κι ηδονικώς στα ευμεγέθη κουρμπάτα καυτά, στητά πετρωτά και βαριά στήθη της κι εκείνη να παλεύει αξιοπρεπώς, για ν' αρμέξει σταγονοειδώς ό,τι είχε απομείνει εκεί-κάτω στην έρμη την βουβωνική μου την χώρα.



Σούζυς ανάγνωσμα το λοιπόν. Κοντούλα ζουμερούλα ξανθούλα. Χαζούλα τρυφερούλα τσαχπινούλα. Με κάτι χείλια, όστρακου σιαγώνες σάρκινες παχυλές και κάτι χεράκια, μέγγενες ναυπηγείου Σκαραμαγκά κοριτσίστικες. Πλατούλες που ηρωικά τον έμπροσθεν δίδυμο φόρτο μετέφεραν και ποδαράκια τορνευτά στρουμπουλά, δίχως χρονοχρέωση κυτταρίτιδας πάνω. Μια μεσούλα με τις σωστές πιασιάρικες δίπλες της και γνωστές δικές μου λαβές, ωμάκια προπύργια από κει να μπανίζω να δω πού θα πάω να πέσω εγώ αύτανδρος, δυό ματάρες όλο απορία και έκπληξη κι ένα γέλιο πειραχτήρικο και ειρωνικό, σαρδόνιο εκτελεστικό, βαθύ και λαρυγγικό – το "deep-throat" μπροστά του είναι ένα δυό-πόντων γαζί, μια αστεία και ελαφρά εκδορά μπροστά σε τρυπάνι νορβηγικό άντλησης πετρελαίου. Για το στήθος της, την σπέσιαλ τούτη παρένθεση αναρτώ – πώς να σας το περιγράψω ο λεξιπένης εγώ; (Μια προσπάθεια για τον φίλο μου Σούγκαρ θα κάνω.) Θολωτοί κάβοι σάρκινοι, βαριοπούλες πουπουλένιες ασφυξιογόνες. Δυό λόφοι λείοι θερμοί, ν' ανεβαίνεις με την γλώσσα εσύ και να προσκυνάς την άλω τής κορφής, με τα νύχια. Μερόνυχτα να υποστέκεις τα τοτέμ των ρωγών και να σφραγίζεις το στόμα σου, αναπνέοντας απ' τις τρίχες. Δυό μαστοί φυσικοί-φυσικά, ολόϊδιοι ανεξάρτητοι και αδέσποτοι, ο αριστερός πιο τεμπέλης βαρύς και ο δεξιός, πιο παιχνιδιάρης και μαρτυριάρης. Ένα στήθος και δύο βυζιά, τρία σαρκικά πνεύματα και τέσσερα χρέη εσθλά – now came the moment to rest my presence my pen and my penis right here, and in that particular order.


Το γέλιο της έστριβε από την γωνία, πριν από τ' άρωμά της. (Πόσες γυναίκες μπορούν να το κάνουν αυτό;) Το νάζι της τιναζόταν και στο πάτωμα έπεφτε, πριν απ' τα ρούχα της. (Αυτό ατέλειωτες γυναίκες μπορούν να το κάνουν, και καλύτερα ίσως.) Η βλακεία της δεν έσπαγε μόνο καρύδια κι αρχίδια αυτοστιγμεί, μα ράγιζε κι εκείνην την τεράστια ατσαλόπρεσσα που έχουν στου KRUPP τα χυτήρια... κι όμως ήταν αυτή τόσο απολαυστική, παιδική και ερωτική, που της την συγχωρούσα ολικά και ακαριαία. Επιμένοντας μάλιστα, να εξηγήσω τί εννοώ ως «βλακεία» της; Ορίστε ως αντίδωρο λοιπόν μία ατάκα της, για ν' αντιληφθείτε εσείς τού «τυχαίου» αιδοίου το μέγιστο Μέγεθος και του «πηχυαίου» αιδοίου το απόλυτο Σχήμα. Με ρωτάει η Σούζυ μία φορά, και κάγκελλο αστοκάριστο κι άβαφο μ' άφησε στον βοριά: «Ντανούλι αγάπη μου να σε ρωτήσω κάτι, εσύ που ξέρεις από αυτά; Όταν λένε 'το ψευδοκράτος του Ντενκτάς', είναι αυτό που λέμε 'μηχανάκι ψευδοεντούρο';» (...!!!...!!!)


Μην ρωτάτε λοιπόν κανένα ζαβό χριστιανό, ο διάβολος φτιάχτηκε για να βγάζει βόλτα την Σούζυ. (Και τις αυτής αδελφές.) Μην ρωτάτε λοιπόν ουδένα τζιχαντιστή μωαμεθανό, ο Προφήτης απ' όλους μόνο με την Σούζυ για τα σερμπέτια του πάει. (Μετά των εξαδέλφων αυτής.) Και μην ρωτάτε πάσα ένα ισραηλινό δαγκωτό, ο Μωϋσής για να περάσει την τοτινή-Σούζυ αβρόχοις ποσί την Ερυθρά Θάλασσα διεχώρισε, να μην βρέξει το κουκλάκι το τακουνάκι του, ένα τόσο-δα δαχτυλάκι του, ούτε καν μια τριχούλα απ' το αποτριχωμένο εξ αιγυπτίας χαλάουα όρος τής... Σούζυς. (ΟΚ συμφωνώ, δεν αντέχετε, σταματάω.)


Είμαστε λοιπόν επί της αναστατώτου – πώς λέμε «του Τσακαλώτου»; Μπλιάχ! – κλίνης μου, το Σουζάκι ιδρωμένο περιχυμένο και σεξουαλικώς ευφρανθέν και εγώ ο στρατηλάτης, οιακιστής και θεριστής του σε μία γωνίτσα να καπνίζω άδειος, ξεθυμασμένος, τελειωθείς. Ο πολυέλαιος – μεγάλη η χάρη του – ακόμα κουνιέται από τον ερωτικό μας σεισμό, τα πατζουροπορτόφυλλα ακόμα χειροκροτάνε απ' την εργώδη και μεγαλειώδη σεξουαλική πανδαισία μας, τα σεντόνια πάνε στυμμένα για πέταμα και οι παντόφλες έχουν γίνει ένα ρυζόχαρτο για να γράψει είς γέρων και κουφός Σαολίν τα σπερματικά απομνημονεύματά μου. (Μια στιγμή νηνεμίας κι ειρήνης στην διαταραγμένη αυτή κλίνη μου, εκείνων των μεγαλοπαραγωγικών εποχών μου.) Ώσπου αιφνιδίως μοιραίως και τραγικά ανασηκώνεται ολόκληρη Σούζυ πενηνταδύο κιλά (τα δεκάξι κιλά ήταν τα δυό της βυζιά), ανακάθεται στους αγκώνες να κυλούν οι μαστοί κατά την κατηφοριά και να γράφουν οι ρόγες της κάτι κάθετα βέλη προκλητικά, που τα 'δαν τούρκοι πιλότοι F-16 και τ' ακολούθησαν μέχρι μέσα στο γραφείο τού μπουχέσα Καμμένου. «Να σε ρωτήσω κάτι τώρα Ντανούλι μου;» έφα Σουζάκι... και όταν η Σούζυ ΑΥΤΗ σε ρωτά, ετοιμάσου εσύ να κάνεις παλιάτσους Αριστοτέλη και Χάϊντεγκερ, Μακιαβέλλι και Σβαρτζενέγκερ, τον Στέλιο τον Ράμφο και την Αννίτα Πάνια μαζί.


Allow me this info' λοιπόν bros εδωνά, για τους κολλητούς-μπιστικούς πρώτα, για κείνους που 'χουν χαροκαεί από νινί και νουνί δεύτερον και για εκείνους που παντρευτήκανε στα εξήντα τους, αυτήν που στα είκοσί τους θα έπρεπε ν' αποφύγουν.



Όταν η Σούζυ – και δη η Σούζυ ΑΥΤΗ – σε ρωτά κάτι, ΜΕΤΑ απ' ΑΥΤΟ το θεσπέσιο και απαράγραπτο ΣΕΞ, you don't just lay low you mathafacka. Αληθώς κι εντελώς γιού λέη σόου λόου ρε σκληρέ καργιόλη εσύ, που αμερικάνικα AWACS αδυνατούν να σε εντοπίσουνε, "Search and Rescue" δεν υπάρχει για σένα, ο Μελισσανίδης να σε ψάχνει να σου μοιράσει το ΛΟΤΤΟ του – εσύ δεν υπάρχεις δεν βρίσκεσαι, δεν νογάσαι. Γιατί; Διότι 1ον/ όταν μία γυνή έχει απορίες και σε ρωτά, όταν μία Σούζυ έχει ΤΕΤΟΙΑ πνευματικά κενά, όταν ΑΥΤΗ-ΤΟΥΤΗ η Σούζυ εκφράζει συγκεκριμένη ερώτηση, πας και παντρεύεσαι εσύ και αυτοστιγμεί όχι μόνο την Ξανθίππη τού Σωκράτη την ίδια, αλλά και τον Σόκρατες τής Corinthians και της Εθνικής Βραζιλίας. Διότι 2ον/ η Σούζυ δεν ασχολείται με τα πολιτικά τα θρησκευτικά, τα ποδοσφαιρικά τα χρηματιστηριακά, τα γυναικουλίστικα τα παιδιακίστικα, τα αντρικά τα ναρκωτικά ή τα γυναικεία τα ευαίσθητα-την-τάδε-τού-μήνα-και-δη-τακτικά. Διότι 3ον και τελευταίον-μοιραίον/ όταν η Σούζυ ρωτά και μάλιστα – όπως προείπα και διακαώς επανέλαβα – ΤΟΥΤΗ η Σούζυ «τίθει» ερώτημα, είσαι και για θάνατο πας, κι εξηγώ αυθωρεί παρακάτω δια τους πάσχοντες από πρόωρη δεν-τηνε-λέμε ξανά... που έχουν ξεμείνει κι από Viagra.


«Ντανούλι μου, τί είναι το Ζεν;» το μωρό έσταξε κι εκείνη την στιγμή το άλειωτο και ευώδες σκήνωμα τού Μποντιντάρμα σάλεψε, ο Βούδδας φτερνίστηκε ξαφνικά κι ο Λάο Τσε ένα φλέγμα απ' τον τσιγαρόβηχα έπτυσε χάμω. «Τίίί;» κάνω εγώ κατάπληκτους και ακίνητους ου δύστυχους (ως ου Στέφανους Μάνους), προκειμένου να κερδίσω χρόνο λιγάκι. Και προτού προλάβει και ντουμπλάρει δε κουέστιον η ξανθιά αμαρτία η κορεσθείσα από πορνικό κι εναμάρτητο σεξ (στο έψιλον τ' αρχικό, την προσοχή σας παρακαλώ), της συρταρώνω ατάκα αποπροσανατολιστική για να γλυτώσω τον Αρμαγεδδώνα, τον Κατακλυσμό και την Δευτέρα Παρουσία μαζί, που τα έβλεπα να έρχονται κατά πάνω μου και το φτωχό δυάρι μου δεν τα χωρούσε.


Πώς κάθεται αδιάφορος και αφ' υψηλού ο Τάκης Λεμονής στο στέγαστρο των αναπληρωματικών, την ώρα που ο Θρύλος τσιχλομασάει μια φρέσκια «τριάρα» απ' τον ΑΤΡΟΜΗΤΟ; Έτσι κι η Σούζυ. Μη ασχολούμενη μ' εμένα που είχα ζαρώσει στης κλίνης μου την μία γωνιά κι ομφαλοσκοπούσα και συνδιαλεγόμουνα με το πέος μου να το πείσω τούτο να κατουρήσει τουλάχιστον – ε, έτσι η Σούζυ «αμερόληπτη και αδιάφορη» την απορία της επανέφερε επιτακτικά, λες κι ήταν του Άδωνι επερώτηση στην Βουλή για του ΣΥΡΙΖΑ τα μυστικά κονδύλια, του Βενιζέλου μια-ακόμη μακροσκελής τοποθέτηση για τον νόμο «περί ευθύνης υπουργών», του Μιχαλολιάκου ένα εθνικοπατριωτικό παραλήρημα που αφορά στα φορολογικά των ελλήνων εφοπλιστών τού Λονδίνου και μόνον.


Take it from me, and me only: When this kinda shit happens, don't run for toilet-paper, don't even haste for enema or aroma – just go and sit on Iceland's highest geyser and pray for the best rest to happen.


«Ρε Σουζάκι, αλήθεια, ΤΩΡΑ βρήκες την ώρα για το Ζεν – 'out of all gin-joints in this world' – να ρωτήσεις;» ψόφια και ύπουλα εγώ ανταπάντησα, και δεν περίμενα καν να πεταχτεί από κάπου η μανουριάρα Κωνσταντοπούλου να ξεκινήσει τον σουρουκλεμέ τσαμπουκά της. «Ρίξε μια ματιά ΕΔΩ γύρω σου ρε μωρό, και πες μου εάν πιστεύεις ότι ΤΩΡΑ μπορώ, να σου απαντήσω ΕΓΩ, για ένα ΤΕΤΟΙΟ θέμα καυτό, με ό,τι από μυελό ή μυαλό, όρχεις ή νεφρά μού έχουν στοιχειωδώς μείνει.» Και πώς αντιδρά η ξανθιά τού προστάτη αποθέωση; «Ντανούλι μου, δε θα σ' το ξαναπώ: τί είναι το Ζεν πάλι αυτό;» – I should have known better φίλες και φίλοι, θα έπρεπε από ετών να είχα ικετεύσει-και-όχι-ζητήσει-απλώς πολιτικό, θρησκευτικό και σεξουαλικό άσυλο εις την Λάσσα.


Πατάω δυο-τρεις βαθιές ανάσες διαφραγματικές, ανασηκώνω την σμπαραλιασμένη κορμάρα μου, δαγκώνω το κεφαλάρι ίνα αρθώ και επιφανώ των μαραμένων  αφροκυμμάτων των μουσκεμμέ σεντονιών μου κι αντιλέγω χαμηλόφωνα, ταπεινά και συντετριμμένα: «ΟΚ Σουζάκι μου νίκησες, θα σου εξηγήσω τί το Ζεν είναι...»


Σε ένα εκατομμυριοστό κλάσμα τού δευτερόλεπτου κατέβασα όλη την ασήκωτη κι εμβριθή βιβλιογραφία τού Βουδδισμού, σήκωσα όλα τα σκηνώματα, τις νεκροκεφαλές και τις στάχτες των πατριαρχών τού Βουδδισμού και κατάπια όλα τα διδάγματα, τα kōan και τις sutra τού Βουδδισμού. Μέσα από το μυαλό μου πέρασαν οι χιονοσκέπαστες πηγές τού πνευματικού Μαχαγιανισμού, μέσα απ' την καρδιά μου πέρασαν τα λασπερά βουρκόνερα τού ψυχικού Τεραβαντισμού, μέσα από την κοιλιά μου πέρασαν τα μυρόβλητα και κοπρώδη μιτοχόνδρια τού υπαρξιακού Νιρβανισμού – που η Ζωή είναι. (Όχι η Κωνσταντοπούλου.) Και «Έχε γειά καημένε κόσμε» έκραξα ως Σουλιώτισσα ιδρωμένη-λαλημένη-ξεστήθωτη, ενώπιον στιφών τού Σουλτάνου. Και «Μολών λαβέ Χάροντα» έσκουξα ως Λήο-δε-Σπάρταν στις ατμώδεις και θειώδεις Θερμοπύλες τού χολλυγουντιανού σεναρίου. (Διότι ήξερα άριστα πως τούτες θα ήσαν οι τελευταίες μου ώρες και ήθελα να εξέλθω τού βίου μου με κάτι σπαρακτικώς γκράντε.)



«Λοιπόν Σούζυ μου» απάντησα, τραβώντας με τους κατακεκαυμένους μου πνεύμονες τις τελευταίες ανάσες μου, «Το Ζεν είναι....» εξεκίνησα που θα 'λεγε κι ο Τάσος ο καφετζής, εάν για το χωριό του δεν λάκαγε και την κυρία του εν Αθήναις δεν απαράταγε, να την παρηγορήσουν οι πρόθυμοι φίλοι. (Τέλος μπηχτής-πιπεράτης παρένθεσης.) Και προτού προλάβω να ψιθυρίσω το πρώτο γράμμα τής βουδδιστικής μου εκθέσεως, προτού δυνηθώ να ψελλίσω την πρώτη λέξη, της πρώτης σειράς, της πρώτης παραγράφου, του πρώτου κεφάλαιου, του πρώτου βιβλίου, του πρώτου τόμου, της πρώτης βίβλου, της πρώτης δέλτου, του πρώτου κανόνα, της πρώτης αρχής τού Βουδδισμού... σκάει το Σουζάκι στο ανύποπτο αθηναϊκό προσκήνιο το ιστορικό, με διακόπτει εντελώς και με ρωτά παντελώς ΑΥΤΗΝ την ερώτηση που η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αντηχούν έκτοτε και έχουν ταπώσει σειρήνες:


«Ντανούλι, πού είναι το σουτιέν μου;»


Έμεινα. Έμεινα όχι απλώς μαθητής μετεξεταστέος, μα ως ανήρ ενεώς. Έμεινα όχι στο ίδιο έτος, μα μαγκωμένος κι αλυσοδεμένος στην ίδια στιγμιαία χιλιετηρίδα για πάντοτε. Και για να μην ξεσηκώσω ινδούς βραχμάνους και rishis βλογιοκομμένους, να μην αφυπνίσω ηγούμενους τού Σινά και χαρτορίχτρες Ταρρώ απ' τα Λιόσια, σεβάσμιες Eminences Grises τού τραπεζοπιστωτικού Βατικανού και ξεδοντιάρηδες φύλαρχους τής μισοβυθισμένης Πολυνησίας – εγώ ο άσημος κυψελιώτης και άρτι στραγγισθείς εραστής ανέκραξα εν είδει τελευταίας υπαρξιακής ρανίδος και παρακαταθήκης εμού-του-ιδίου που η Τζούλια Αλεξανδράτου υπέγραψε κάποτε: «ΑΥΤΟ Σούζυ μου ΕΙΝΑΙ το ΖΕΝ, αυτό είναι»!


ΑΥΤΟ είναι ΤΟ Ζεν κυρίες και κύριοι, φίλες και ψόφιες, μάγκες και φλώροι. Σαϊκογκομενίτσες που την ψάχνετε μεταφυσικά, ενώ το πέος δυσαρεστείστε να ξαλεγράρετε φυσικά. Ψυχομαγκάκοι που έχετε λειώσει στην τράκα και την πάρλα τού Άθω τα μοναστήρια τα απαστράπτοντα, ενώ αποφεύγετε φυσικά τις κάτωχρες υγρές σκήτες και τις σεσηπώσες μουχλιασμένες σπηλιές. Αγύρτες νταραβεριτζήδες πολυλογάδες και χοντρές εναλλακτικές μπιζυμπόντισσες που με τα θρησκευτικά, τα θεραπευτικά κι ιαματικά, τα ψυχοπονιάρικα και αισθησιοκοιμήσικα χαϊμαλιά – ένα μίζερο και προσωπικό «μαγαζάκι» ανοίξατε, φραγκάκια μπαζώσατε και βασανίζετε ανθρωπάκια δυστυχισμένα, (και γι' αυτό πιο εγωιστικά από σας, πιο έξυπνα από σας, πιο ιδιοτελή κι από σας λυσσασμένα).


ΑΥΤΟ είναι ΤΟ Ζεν κοινώς και απλώς, και ορθώς το έθεσε εκκωφαντικώς-διαπλανητικώς ένα άσημο και γλυκύτατο, καυλιάρικο ροδαλό, καυτό πορνικό και άσχετο εντελώς Σουζάκι σε ανύποπτο χρόνο και άκαιρο, μα σε χώρο ταπεινό κι υποψιασμένο – η κλίνη μου this is. (Και ανοίγω παρένθεση να τονίσω και να υπογραμμίσω ταυτόχρονα πως, its' not about me πρόθυμοι βιαστικοί κι έξυπνοι, it's about όόόλη την άάάλλη υπολοίπου παρτίδα. Που «με την πρώτη» δεν φαίνεται και δεν θέλει τρόπο καπάτσο, αλλά κόπο αμέτρητο.) Όσες Πολεμικές Τέχνες κι αν εγώ έκανα, τις έκανα όχι για να δείρω τον κάθε τσαμπουκάκο που ψόφαγε να συλλέξει τις φάπες του, αλλά για να ταΐσω τον εαυτό μου αγάπη. Όσον διαλογισμό – περιπατητικό ή γονατιστό – έκανα στην ζωή μου και μου ξεπετσιάσανε οι γλουτοί, η μέση μου μάγκωσε, το ινιακό μου δεν γυρνά πια, η πλάτη μου κρέμασε και τα ποδάρια μου γίναν μαρουλιού φύλλα – δεν τον έκανα για να γίνω γκουρού, μια πουράκλα μπουρού για την κάθε βαρεμένη λουλού, που της έχει ξυνίσει και παγώσει η μήτρα. Ή για τον κάθε μαλάκα-ξερόλα που ψάχνεται και πάνω μου ξύνεται να κρεμάσει της ζωής του την ρηχή λογοδιάρροια, της ψυχούλας του το μαμαδίστικο ψεύδισμα, του μπαμπούλη του τις προσταγές που κατάπιε. Άνοιξα την καρδιά, την ψυχή μου και τ' άντερα ώστε να σταθώ απέναντί τους – στα εσωτερικά μου τα όργανα εννοώ, και όχι στα εξωτερικά κνώδαλα τούτα – στοιχειωδώς σιωπηλός και να «λουστώ» θέρμη ζωής, πόνο ύπαρξης και μπόχα ενός άγνωστου και άρρητου κόσμου. Εξέθεσα γραπτώς την καρδιά μου, χειρούργησα χωρίς αναισθητικό την ψυχή μου επί χάρτου πρώτα και οθόνης μετέπειτα, και σκόρπισα επιμελώς κι ατελώς τ' άντερά μου δημόσια ώστε ν' απαλλαγώ και να εξαφανιστώ, να χαθώ να διασκορπιστώ, να γίνω ένα ελάχιστο τίποτα μέσα σε τούτο το πανέμορφο, απερίγραπτο και ατελείωτο Όλον.


(Το προσγειώνω όπου να 'ναι γενναίοι κι ωραίες μου, αγάντα.)


Τί γράφω στο βιβλίο μου «τα τρία μι», στην σελίδα 330; «Ο ρόνιν δεν κρατιέται από τίποτα, τίποτα δεν κρατά, γι' αυτό και τίποτα δεν τον κρατάει. Ο ρόνιν δεν κρατιέται από κανέναν, κανένανε δεν κρατά, γι' αυτό και κανένας δεν τον κρατάει.» Τί εννοώ; Ρωτήσατε μήπως τί θέλω να πω, να σας τα «σπάσω και τα ξαναρίξω» εγώ; Ε, άμα σας εξηγήσω ΤΩΡΑ εγώ, θα πει ότι δεν καταλάβατε ΗΔΗ εσείς και άμα εσείς ΗΔΗ δεν καταλάβατε, δεν χρειάζεται ΚΑΝ εγώ να σας εξηγήσω. (Αλλά μια μοναδική εξαίρεση θα κάνω εδώ, και μόνο για το Σουζάκι το θεϊκό, που τόσα πολλά, υπαρξιακά και οργασμικά, πνευματικά και αιθέρια τού οφείλω.)


Ζεν δεν είναι να συλλέγω ατάκες και «κοελιές» από το Διαδίκτυο για να τις αμολήσω στο ξεκαρφωτικά-ευσεβές παρεάκι μου, να πιάσω στασίδι λεζάντας προσωπικό και να με προσκυνάν μ' ένα μονής-ακρυλικής σεβασμό κλούβιο. Ζαζέν δεν κάνω για να πάω στην Κίνα και να λειώσω στην σιωπή στο προσκύνημα και το «ξύλο» το ψυχικό, και μετά να γυρίσω μια «ρόμπα» μ' ένα Εγώ αναβολικό-καραφλό και ν' ανοίξω Κέντρο Διαλογιστικό, να μαζέψω μπαϊλντισμένα αρσενικά και ακαβάλλητα θηλυκά που ψοφάνε λουσάτοι ποντίφικες να γενούν αντί απλοί ποντικοί, σε αρχιερείς ορέγονται-βιάζονται να μετατραπούν και αυτοί, αντί ιερείς αρχιδιών=αρχών ίδιων να γίνουν. Τον διαλογισμό δεν ενοχλώ για να φωτιστώ να ξεχωρίσω ν' αναχωρήσω, να γλυτώσω απ' τον έφορα να λακίσω απ' την πεθερά ν' μεταλλάξω την ακατάβλητη και ασυμμάζευτη καύλα. Ούτε για να κάνω ενίοτε θαύματα, να με αγιοκατατάξει η Ορθόδοξη εκκλησιά, να με καλέσει στο Μέγαρο η Σταματίνα Τσιμτσιλή ν' ανακατέψω τα έμμηνα με τα όσια, να μιλήσω για την Ανατολή ως της Δύσης υπόθετο, να μοστράρω την τελευταία μοδάτη κλανιά ως προχωρημενιά ψυχικής εφεδρίνης. (Kinda heavy again this one, but hey – this is me, what do you know.)


Χα!


Ένα Σουζάκι άγνωστο κι εκλεκτό, μία Σούζυ νεάνις πεοθηλάζουσα, πρωκτοπρόθυμη και μάλτιπλυ κολπική στην φτενή ζωούλα μου «έσκασε» και την ανατίναξε, πιο κι από του σεπτού Koten roshi τα πολυήμερα λαμπρά τα sesshin, του εύθυμου Mario nanmon τα ψαλμουδέ τα τριήμερα που έχω τυφλά και υπάκουα συμμετάσχει. Γιατί όπως λένε στα σκοπευτήρια και τους στίβους μάχης, στου Κendo τα ξυλουργεία και του Κenjutsu τα λειαντήρια, «Πρέπει να είσαι έτοιμος, ικανός και προπαντός άδειος ώστε μόλις ΤΟ δεις, να το αναγνωρίσεις και να το πετσοκόψεις ΑΜΕΣΩΣ εσύ». Ποιό; Μα το «νόημα» φίλοι μου (όχι τού ΡowerΡoint μωρέ), το «σημείο αυτό» φίλες μου (όχι το G-spot βρε), εκείνο που πάλλεται κι εμφιλοχωρεί μέσα στην πλέον «άσχετη» τού Χρόνου έκρηξη, μέσα στην πλέον «κρυπτή» τού Χώρου φλεγμονή – έτσι εγώ λέω.



Το κομποσκοίνι μου πέταξα, το bokken μου ξεκούρασα, το zafu μου έδωσα στην γάτα να το ζεσταίνει. Και πάνε ακριβώς-είκοσι-χρόνια παλιά, που το περιώνυμο και πολύτιμο, δαντελένιο και τυρκουάζ, size 36GG-and-still-counting σουτιέν τού Σουζάκι προσκύνησα κι έκτοτε στο καντηλάκι-που-δεν-ανάβω δίπλα του έβαλα, στην kamiza με το αναθηματικό-επιγραμματικό ρολό που ξεκρέμασα τοποθέτησα, πήρα τα αγαλματίδια τού Βούδδα τού Μποντιντάρμα, του Διογένη και του Καραγκιόζη μαζί και στην ντουλάπα μου τα 'χωσα – το ευμέγεθες και αδειανό, το σαρκικό πλουμιστό και σημαντικό σουτιέν τού Σουζάκι στο ηρώον και βωμό και μνήμα μου έβαλα, ένα και τούτο μόνο για πάντα.


Αυτά είναι όλα κι όλη η ιστορία μου είναι αυτή, φίλες και φίλοι. Say no more, heed no thing else. Το να θαυμάσεις ένα σουτιέν ή να μιλήσεις λίγο για Ζεν δεν είναι απλό πράγμα. Οι κουβέντες όμως είναι για ν' αποκαλύπτουνε την σιωπή και τα σουτιέν είναι για να υποστηρίζουν την σάρκα – όχι λέγω εγώ. Τα σουτιέν είναι για ν' αποκαλύπτουν τής γνώσης μας το κενό και οι λέξεις είναι για να υποστηρίζουνε την δίψα σιωπής, τον έρωτα τέλους, το φως σκοταδιού.


Utsukushii hime λοιπόν, Σούζυ kawaii μου.

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018

Διαβάστηκε 1763 φορές Τρίτη, 13 Μαρτίου 2018 13:20