Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Για τα ανέκδοτα μα αλησμόνητα μοτοσυκλεττικά κείμενά μου. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


(Από την «Αρένα Δικύκλων Αρένων»-Facebook-page μου, που έχει κι αυτή κλείσει.) (02 ΣΕΠΤ 21)

 

Από καιρό ήθελα στην «Αρένα» να το γράψω αυτό. Και δεν κώλωνα λόγω ναρκισσισμού (που μαραίνει το πέος) ή αυτολιβανισμού (που τον λαιμό μού χαλά), αλλά λόγω "affaires classées" που στο Yπουργείο λέγαμε τότε. Ό,τι έχει τελειώσει κλείσει ταφεί, πρέπει να μένει τελειωμένο, κλεισμένο, θαμμένο. Ό,τι έχει δοθεί προσφερθεί, έχει πάρει την θέση του εντός των καρδιών και κατακάτσει ως θυμίαμα στα νεφρά μέσα, πρέπει να τιμάται και να ξεχνιέται – έτσι πιστεύω κι εγώ λέω.

Πάμε λοιπόν στο πλήρες-σύντομο ιστορικό εξ αρχής:

Στο περιοδικό ΜΟΤΟ ξεκίνησα να γράφω τον Ιούνη τού 1991 και την πρώτη μου «περίοδο» τέλειωσα το 1999 – ήτοι οκτώ-plus συναπτά, απολαυστικά και εκρηκτικά χρόνια. Ξεκίνησα με χρονογράφημα, πρόσθεσα δοκιμές μοτοσυκλεττών, κέντησα την saga των κλασικών μου δίκυκλων στολιδιών, συμπλήρωσα ταξιδιωτικά και γενικά άρθρα «άπαιχτα κι άγραφτα», μίλησα φώναξα και τσακώθηκα, «την είπα» στους πάντες αλύπητα και απέκτησα λυσσασμένους εχθρούς και διαπρύσιους φίλους. Έφτασα μάλιστα να κοντράρω θαρρετά και να ξύσω κατάμουτρα και την ίδια την φουντωμένη-ξερόλα ιδιοκτησία κι έτσι ένα πρωΐ που μού εξαφανίσαν το άρθρο μου άνευ ενημέρωσης-ειδοποίησης, μπούκαρα στην «σύσκεψη»-τρομάρα τους οργισμένος κι αδέκαστος, λούζοντας εξευτελιστικά και κανονικά άπαντες τούς αποσβολωμένους-φραγκολιγδωμένους, αναχωρώντας κατόπιν για Αμοργό.

And here's the gem-of-information: σε πρότερους καιρούς αγαστής συνεργασίας και κυκλοφοριακής επιτυχίας πρότεινα στα «αφεντικά» να εκδώσουμε τα ήδη πολλά-δυνατά-απολαυστικά χρονογραφήματα-editorials μου. Που θερμά τα ζητούσαν οι αναγνώστες και κρυόμπλαστα απαντούσανε τα στελέχια πως «είναι δύσκολο», «δε θα περπατήσει η έκδοση», «κάτσε και άσε να δούμε». Κατάλαβα. Όταν ο χάχας έπαιρνε ένα γραμματάκι τον μήνα για τις μεκανοσινδονιάδες που επί-μερόνυχτα σκάλιζε κι εγώ έπαιρνα δέκα την μέρα (χαχαχα), ήταν αδύνατον για μικρούλια-κομπλεξικά-ανταγωνιστικά «εγώ» να δεχθούν την ανέμελη επιτυχία τού άλλου. (Εμένα.) Ρε τί μελετημένη και εξασφαλισμένη πρόταση τούς έκανα, ρε τί επικαλέστηκα την εκδοτική επιτυχία τού βιβλίου μου «Ελένης νήσος», ρε τί φίλοι-γνωστοί υπερθεμάτιζαν – «βράχοι» τα άπλυτα γιούλια κι οι ντουμανιάρες οι βιόλες. Ενώ «φτιάχναν» τον κάθε λιμοκοντόρο και γραβατέ μάλακα που περιμαζεύανε – επειδή ήταν γκομενοσαλιαροκολλητός ή τού «χώρου επώνυμος» ή διέθετε παλκάκι στο Συγκρότημα τού Λαμπράκη – ειδικά τον Ντάνη ΦΩΤΟ δεν διεννοούντο να εκδώσουν και να «μοντάρουνε», γιατί θα παραδέχονταν πόσο μικροί και λίγοι συγγραφικά και ανθρώπινα ήταν – αφήστε, μην το τραβώ άλλο.

Στο περιοδικό ΜΟΤΟ ξεκίνησα να ξαναγράφω τον Μάη τού 2006 και την δεύτερή μου «περίοδο» ΟΡΙΣΤΙΚΑ και ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ τέλειωσα το 2010 – ήτοι άλλα τεσσεράμισυ συναπτά, απολαυστικά και εκρηκτικά χρόνια. Τί με έκανε να επανέλθω σε πράγματα-πρόσωπα που είχα εντελώς κλείσει και σιχτιρίσει; Ένα τροχαίο δυστύχημα, ένα μνημούρι στον δρόμο, μια κραταιή δική μου βοή σωτηρίας και παρηγορίας. Ένα παιδί σκοτώθηκε με ένα σκούτερ μπροστά μου καθώς στην δουλειά μου εγώ πήγαινα και μόλις έκατσα στον υπολογιστή μου, ένα νέο σπαρακτικό κείμενο έγραψα. Για τούς σπαταλημένους πικρούς θανάτους των νέων που αναίτια και άκλαυτοι βροντάνε στην άσφαλτο, χύνουνε τα μυαλά τους το αίμα τους, σπάνε τα κόκκαλά τους και τα κρανία τους και δεν λέει να εξοφληθεί ο αισχρός και ανίερος «φόρος αίματος» τούτος. Και μόλις το τέλειωσα, σηκώθηκα και πήγα ξανά στα γραφεία τού περιοδικού – τα οποία είχα κανονικώς φτύσει – και έδωσα το κείμενό μου για δημοσίευση. Αμισθί δωρεάν τζάμπα, no strings attached και «δεν θέλω ούτε καν να σάς βλέπω ρε». Και φυσικά το τυπώσαν αυτοί – καθώς ψοφάνε για μόστρα και τζάμπα – και μού πρότειναν συνεργασία ξανά, «νερό κι αλάτι το παρελθόν»...

Επειδή λοιπόν τότε εγώ «την χριστιανική φάση μου» πέρναγα, είχα μπλέξει μάλιστα με μιά κολπατζού σειρήνα που στο στόμα συνεχώς μού τον κράταγε προκειμένου διακαώς και επιμελώς να μ' αρμέγει, είπα «ας κάνω και κάτι με το οποίο ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΕΝ συμφωνώ» και ξεκίνησα να γράφω στο περιοδικούλι και πάλι. Τα περιοδικά όμως – και σύνολη η ελληνική βλαχοχλίδα – είχαν οριστικά μπει σε στενωπό λιτότητας και πτωχείας τής «πίττας» που ανέμελα και ξέφρενα τραγανίζανε, καθώς ήταν η εποχή που ένας πανύβλαξ φωτογραφάκος αγόραζε με δάνειο βίλλα 400.000 ευρώ, η σελίδα διαφήμισης στις φυλλάδες κόστιζε στην καλύτερη 1.000 ευρώ και στην χειρότερη τουλάχιστον 10.000, το περιοδικάκι διέθετε ένα εργατικό δυναμικό περίπου 150 ατόμων, (απ' τα οποία τα 20 δουλεύαν στο Λογιστήριο, κάνοντας κάτι-και-τίποτα, τα πάντα ως το μηδέν τελικά τους).

Κι όταν «κόψε-κόψε» την αμοιβή μου τα στελέχια θέλανε να με έχουν στο τζάμπα και για των εκπεσουσών μετοχών την τιμή στάχτης τους, έφερα εγώ – για πρώτη πανελληνίως φορά – χορηγό τής σελίδας μου, την αντιπροσωπεία τής TRIUMPH! Kαι ζουρλαθήκαν οι αερονταραβεριτζήδες οι κουλοί χειριστές, και μού ανατινάξαν παρ' ολίγον την πρόταση-συνεργασία-συμφωνία. Και όταν συνέλεξα όόόλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία για τις παρενδυματικές τους πουστιές, μπούκαρα στον τεκέ τού γλαρού κεφαλαριού και βραχνού ινστρούχτορα, τού έσκασα κατάμουτρα και στεντορεία-τη-φωνή μια τέτοια απλή και αμετακίνητη, προκλητική κι εκκωφαντική βρισιά, που ενώ έτρεμε ο δόλιος έναν 2ου dan μαυροζωνά να μουντάρει, κοτάρα λυσσάρα έκατσε να μ' ακολουθεί, καθώς περιερχόμουν τούς διαδρόμους και ορόφους τού κτίριου και τον «έλουζα» – εις επήκοον ΟΛΩΝ – συνεχώς διαπασώς [sic], ώσπου να κατέβω στην μοτοσυκλέττα μου και να αναχωρήσω σκασμένος στα γέλια.

Έτσι λοιπόν «χάθηκε» η δουλειά μου εκείνη και «εξαφανίστηκαν» τα γραπτά μου αυτά, που αρκετοί αναγνώστες μου έχουν πιστά και θερμά αποδελτιώσει. Δηλαδή έχουν αποσυρράψει ΜΟΝΟ τα δικά μου τα κείμενα και σε σελοφάν τα έχουν περάσει, πετώντας στην ανακύκλωση ή στην χέστρα τους το υπόλοιπο μνημειώδες περιοδικούλι. (Notam: επειδή εγώ στην Κυψέλη γεννήθηκα, στην Κεντρική Αγορά Αθηνών ανδρώθηκα, στην Σχολή Αλεξιπτωτιστών δίδαξα και στο Υπουργείο Εξωτερικών υπηρέτησα, ΕΝΑ θα πω κι ισοβίως θα κλείσω: το περιοδικό ΜΟΤΟ ήταν το ΚΑΛΥΤΕΡΟ περιοδικό για μοτοσυκλέττες. Ένα ελληνικό μοτοπεριοδικό που προσπερνούσε πολλά ευρωπαϊκά και στηνόταν ανέτως δίπλα – και ενίοτε πάνω – κι απ' τα αμερικάνικα, τα λοιπά τα γραικά ούτε χαρτωσιά καν δεν πιάνουν. Τέλος.) Η δουλειά μου όμως δεν χάθηκε δεν εξαφανίστηκε, δεν μειώθηκε δεν τελείωσε, δεν εξατμίστηκε αλλά θα υπάρχει για ΠΑΝΤΑ – έτσι λοιπόν την ακόλουθη ανύπαρκτη ματαιοδοξία μου επιτρέψτε μου.


Μεγάλωσα μιαν ολόκληρη γενιά μοτοσυκλεττιστών και νέων παιδιών, με τα κείμενά μου εκείνα και μέσα από τα γραπτά μου αυτά. Γιατί δεν έγραφα μόνο για «μηχανάκια» μωρέ, συνέγραφα με λύσσα και πάθος, καύλα και όνειρο, σκότος και θάρρος, άφοβα και προσφερτικά, ανυστερόβουλα και αθώα, υβριστικά κι επαναστατικά για όλα τα πράγματα τής Ζωής που με δονούσαν εμένα τότε, (κι εμένα ακόμη και σήμερα με δονούν). «Πόρτα και πύλη» ζωής άνοιξα σε ορισμένων αναγνωστών μου τα μάτια και τις ψυχές, τότε την τρελλή και φραγκωμένη δεκαετία τού '90, όσο και την μισή δεκαετία τού τέλους τού 2000. Τί να πρωτοθυμηθώ και τί να πρωτοδιαλέξω από εκείνον τον ασυγκράτητο ποταμό εικόνων σκηνών, ιδεών και σπασμών, ιδρώτα και τέχνης. Στα Nineties δεν πιανόμουνα και στο 2000 είχα ήδη πιαστεί. Στα Nineties η Κυψέλη μου έβραζε και στην δεκαετία τού 2000 ήμουν ήδη στην Αμοργό κι η ψυχή μου είχε εμβαπτιστεί και αναπαυθεί, (άλλο αν οι προσταγές τής Ζωής με έκαναν έκτοτε σοφότερο-τολμηρότερο). Όσοι αγόραζαν τότε το περιοδικό με διάβαζαν με ρουφούσαν, με τις δικές μου ατάκες γαμούσανε – να σας δώσω τα ονόματα εκείνων που μού το έχουν ομολογήσει – και με τις δικές μου λέξεις εσωτερικά φωτιστήκανε. Κι ακόμη και σήμερα ο Σπύρος ο Μαρίνος, ο Βασίλης ο Γιώργος, ο Κωστής και ο Μάνος στην βιβλιοθήκη τους ή στην αποθήκη τους καταφεύγουνε, τα δικά τους ντοσιέ με τα δικά μου κείμενα ξανανοίγουνε και βουτάνε στης νιότης τους τις στιγμές ιερές, στα βάσανα τα δικά μου τα αίματα, που λέξεις και γράμματα είχα κάνει.

Τί είπε ο άπαιχτος-κάποτε Mickey Rourke; "I got scar-tissue on my soul". Δεν πόνεσα τζάμπα εγώ, δεν έκλαψαν τζάμπα εκείνοι. Δεν έγραψα από καρδιάς και ψυχής μου εγώ, δεν συγκινήθηκαν και συγκινούνται ακόμα ετούτοι. Πάνε τόσα ΠΟΛΛΑ χρόνια και ΔΥΝΑΤΑ που οι «δεσμοί» μας αυτοί πλέον ακατάλυτοι είναι, όσο κι αν σήμερα είναι ακατάληπτοι. Σήμερα που κάποιο καλουπαδόρικο κυνοειδές για χιπστεράδες χειριζόμενους-καθοδηγούμενους και στην φαλιρισμένη-μπαϊλντισμένη φυλλαδούλα γράφει στην «θέση» μου, λες και η Ιστορία επαναλαμβάνεται ή μπορεί να επαναληφθεί, λες και η Λογοτεχνία μιμείται ή μπορεί κάποιος να την μιμηθεί, λες και η Ζωή κοπιάρεται ή δύναται κάποιος να την κοπιάρει. Κάθε δεκαετία έχει τούς μεγιστάνες και τις πουτάνες της, τούς εκδότες της τις κοκότες της, τα τιμόνια της τα παραληρηματικά και τις πέννες της τις σαλιάρες. (Άμα για δεύτερος Αντώνης Πανούτσος προαλείφεσαι, πασίγνωστος θα γίνεις κι ευπώλητος, βιβλιαράκια θα πουλάς και μικρόφωνα θα κρατάς μα φτωχομπινεδοσχολιάκια θ' αποταμιεύεις, καρπαζίτσες στην Λούτσα πλακατζίδικες θα υποδέχεσαι και λεζάντα στα ντουβάρια τού Διαδίκτυου θα σπατουλάρεις.)

Χαίρομαι κι αισθάνομαι προνομιούχος – όσο και χρισθείς εξοστρακισθείς – αφού έζησα ΤΟΤΕ. Κι ΕΥΤΥΧΩΣ έχω «χαθεί» σήμερα, εκτός απ' το μικρούλι και «άσημο», στενό και ταπεινό «βηματάκι» ετούτο. Την δική μου πέννα ουδείς άλλος θα μπορέσει να πλησιάσει ποτέ, γιατί απλούστατα η δική μου πέννα το μελάνι της το τραβά από τα λεπιδιασμένα τα άντερά μου εντελώς-μέσα. Seppuku υπαρξιακό και λογοτεχνικό κάνω όλα τούτα τα μοναξιασμένα και άνυδρα χρόνια – αυτό όμως με κάνει αθάνατο, γιατί στις σκοτεινές ψυχές, στις πυρωμένες καρδιές και στα αφρισμένα νεφρά των αγνώστων μα δικών αναγνωστών μου υπάρχω.

Για όσο διαρκεί μια φευγαλέα ανάγνωση, για όσο διαρκεί μια πτερόεσσα σκέψη. Για όσο διαρκεί το καντήλι μου ακόμα που τρεμοσβήνει απολαυστικά, για όσο διαρκεί Η μοναδική ανθρώπινη επαφή που κρατάει ΜΙΑ ΜΟΝΟ στιγμή.



 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021

Διαβάστηκε 540 φορές Τρίτη, 12 Ιουλίου 2022 12:40