Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Η απρόσμενη οδηγός, μιά δική μου ιέρεια, αρωγός μύστις. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

(Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είπε κάποτε: "I had a dream." Κι εγώ σήμερα είπα: "I just had a vision".)

 

(17.10.20)

 

Επέστρεφα από Κόρινθο κάτω από μιά συννεφιά, μέσα σε αραιές σταγόνες βροχής Μυριβηλικά-πνευματικής, Καραγατσικά-αισθησιακής. Η μοτοσυκλέττα ράθυμα γουργούριζε στα 60χαω που τώρα πια ταξιδεύω, ήθελα κάπου να κόψω και να ξαπλώσω κάτω από κάτι μυρτιές, μα ο γλιστερός δρόμος με τραβούσε να συνεχίσω.

Συνήθως – κοντά στην Ελευσίνα – σταματώ στον Λουτρόπυργο, στο Νεράκι. Εκεί όπου πωλούν μύδια, ψιλό ψάρι πυγμαχικής κατηγορίας από μαρίδα-και-κάτω, άντε και καμμιά τσιπούρα κοπανατζού απ' τις ιχθυοκαλλιέργειες δίπλα. Μα δεν. Το γκάζι σταθερά κολλημένο, τα πόδια μου έσφιγγαν το ντεπόζιτο, το Ténéré έπλεε ράθυμα επιστρέφοντας στης Παλλάδας την πόλη. «Δε βαρυέσαι» λέω στον εαυτό μου. «Θα σταματήσω κάτι να πιώ στην Ελευσίνα εκεί στο στενό, εκεί πίσω απ' τα ιερά τσιμεντωμένα ερείπια, εκεί όπου η Δήμητρα δεν αναζητά πια κλαίγοντας την κόρη της πλέον».

Μ' ετούτες τις ελαφρές σκέψεις στο άδειο μυαλό μου πλησίαζα το χτήμα τού Ευταξία, εκείνου τού ιδιαίτερου κι άγνωστου πολιτικού-ευεργέτη-συλλέκτη-ορειβάτη που αθόρυβα έζησε, προσωπικά γλέντησε, τα στριμμένα άντερα των συμπολιτών του στόμωσε και τον 'κδικηθήκαν ετούτοι, αφήνοντας το κουφάρι ενός σαπιόπλοιου να σκουριάζει ημιβυθισμένο κοντά στο κτήμα το κάπως-συντηρημένο. (Σιγά τα ωά: οι Έλληνες εκ κληρονομιάς κι εκ συμφέροντος, εξ οικογενείας και εξ αντανακλαστικών, εκ μαμμάς-cocatrix και συζύγου-dominatrix σοδομούν και καταστρέφουνε οτιδήποτε επάνω στην χώρα τους να λάμψει τολμάει.)

Κι όπως έπαιρνα την ανηφορική φουρκέτα τού γλιστερού δρόμου αργά, αφήνοντας την έπαυλή του στα δεξιά, πάντα η ματιά μου εκεί για μερικά δευτερόλεπτα ίπταται τριγυρνάει – λες και τον γνώριζα τον άνθρωπο, λες και κάτι με συνδέει και με τούτο το μέρος τής Αττικής, (σαν να μην φθάνουνε τόσα άλλα). Κι εκεί «στο φτερό» μα εκρηκτικά, τα μάτια μου πιάσανε ΤΗΝ εικόνα: μιά μικρή γύφτισσα 14-16 ετών, με μαύρο κολλάν κι ένα άσπρο χαχόλικο φανελλάκι περπατούσε μόνη ανάμεσα στις χορταριασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, κρατώντας δυό άδειες λευκές, φουσκωμένες και πλαστικές σακκούλες στα χέρια. «Καρφώθηκα». Δεν ήθελα να κοιτάξω άλλο μπροστά, Η εικόνα είχε μαγνητίσει το οπτικό νεύρο μου κι επειδή οι νταλίκες που ίσα-ίσα εκεί πέρα χωρούν (και δεν συγχωρούν), σταμάτησα βίαια-βιαστικά στην άκρη τού δρόμου. Για να ΤΗΝ κοιτάξω καλύτερα.

Κι αμέσως στ' αυτιά μου έσκασε το "The wizard", η επική-ατμομηχανική ροκιά των Butler-Iommi-Osbourne-Ward. (Και μάλιστα με την συγκεκριμένη εικονογράφηση που κατωτέρω έχω αναρτήσει.) Και μετά την προειδοποιητική φυσαρμόνικα τού Ozzy – που τόσο γελοίος στα πουράματα εκατάντησε, σε αντίθεση με την λυρική αφάνεια που ο Tommi ανήλθε – παρανάλωσαν τον κρανίο μου οι πρώτοι στίχοι τού ύμνου αυτού, (σ' έναν κοινό, ποινικό και πρεζέμπορα πάντα): "Misty morning / Clouds in the sky / Without warning / The wizard walks by / Casting his shadow / Weaving his spell / Funny clothes / Τwinkling bells / Never talking / Just keeps walking / Spreading his magic."

Αυτό ΗΤΑΝ. Κι ΑΥΤΟ είναι, ΟΛΟ. Η εικόνα τούτη με μετουσίωσε, με ανήρπαξε και μ' ανάστησε, με εκσφενδόνισε σ' ένα Σύμπαν δυσπερίγραπτο και με διέλυσε σ' έναν κόσμο ουτοπικό. Εκείνο το θηλυκό παιδί που περπατούσε και ψιλοχόρευε αμέριμνο κι ευτυχές πέρα-δώθε, πάνω-κάτω στις σιδερένιες γραμμές μού φάνηκε σαν ιέρεια που 'χε δραπετεύσει απ' τα ελευσίνια Μυστήρια και επέστρεφε στα γύφτικα τού Ασπροπύργου. Ετούτο το γυναικείο κορίτσι που κρατούσε κι ανέμιζε τις δύο σακκούλες και τις κοπάναγε, τις λαβαροθρόϊζε και τις χαζοεπέσειε εκεί-άνευ λόγου συμπύκνωσε μέσα σε ΜΙΑ και ΜΟΝΗ αρχαιοελληνική και σουρρεαλιστική, διονυσιακή και μεταφυσική στιγμή το Θαύμα και Θάμπος, το Κάλλος και Αίνος τού όντως Όντος.


Μία ψυχή λεύτερη (για λίγα λεπτά), ένα κορμί σκλαβωμένο (για μιά πλήρη ζωή) βάδιζε-τριπόδιζε-κάλπαζε μέσα σ' ένα σβησμένο απόγευμα τού Οκτώβρη. «Έμεινα». Από την μοτοσυκλέττα κατέβηκα. Και το πόδι μου στήριξα σ' εκείνες τις μακρόστενες τσιμεντένιες μπαρριέρες κι έκανα πως δεν το κοίταζα, έκανα πως την πτενή σαλαμίνια νήσο αγνάντευα, έκανα ότι την ελληνική-χύδην Μοίρα σιχτίριζα που ακόμη επιτρέπει στην άδολη και απλή την Ζωή να εκφράζεται, να περπατά, να γελάει.

(Αντιθέτως απ' τον Τεό Αγγελόπουλο), η όλη «σεκάνς» κράτησε βία-ένα λεπτό. Το κορίτσι αχνοπετούσε πάνω στα σίδερα, οι σακκούλες αχολογούσαν κάτω απ' τα φρεναρίσματα φορτηγών, το ψιλόβροχο καταιώνιζε φθινοπωρινό άρωμα τα μάτια και την ψυχή μου και τούτη η ζωντανή οπτασία χάθηκε πίσω από κάτι πεύκα δηλητηριασμένα ψωρά, πίσω από κάτι μπάζα πεταμένα συφοριασμένα. Στεκόμουν εγώ αποσβολωμένος και μαγεμένος να οξυγονοκολλήσω στον αμφιβληστροειδή μου το εικόνισμα αυτό που τυχαία και δωρεάν, μοιραία και ως ζωγραφιάν ανηρτήθη στο στήθος μου μέσα, γαζί-ράφτηκε στην καρδιά μου εγκόλπια, πριτσινώθηκε στων κουρασμένων φτερών μου τις αμασχάλες.

Στα τόσα ταξίδια μου έχω πολλές φορές σταματήσει από λάμψεις Ζωής, από εκρήξεις Στιγμής, από Αιωνιότητας εκκενώσεις. Μα τούτο εδώ το ξεχώρισα το διεχώρισα, γιατί με κατέστιξε τούτο. Το βαθύτερο και διαχρονικότερο ταττουάζ λένε πως της Ψυχής είναι, αυτό το Θεϊκό Σχέδιο που αυτή κρυφίως διαφυλάττει και οσίως κρατά – κυρίως όταν ο μάλαξ «Homo erectus» το 'χει βάλει στον κώλο του, in his rectal brain ακριβώς κι ισοβίως.

ΑΥΤΟ θέλω να γίνω εγώ κάποτε, (ίσως ήλθε επιτέλους η δική ΜΟΥ η ώρα). Και άγγελο προπομπό, Ιωάννα και Πρόδρομη θεωρώ την γύφτισσα τούτη που προς Ελευσίνα εβάδισε, το Όρος των Ναυπηγείων – το άνευ Ελαιών – παρέκαμψε και χάθηκε στην σαρωνικιώτικη μπίχλα. ΑΥΤΟ ΜΟΝΟ μού έχει μείνει ως ΥΣΤΑΤΟ και ΠΟΘΗΤΟ μου εικόνισμα: να χαθώ μέσα στην βροχή, περπατώντας δίχως γραμμή σιδηροδρομική και κρατώντας βακτηρία και πήρα. (Μπορεί να παραλογίζομαι, να έχω βουλιάξει στου γήρατος το ναρκωτικό, στην ηρωΐνη τής απομόνωσης και στην κοκαΐνη τής αδιαφορίας, μα τούτο το άγνωστό μου κορίτσι το αποστολικό περιέφερε τον δικό μου «Επιτάφιο» ετούτο τ' απόγευμα προ Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά λήθης και πόνου, υπέρ ελευθερίας κι ανάστασης.)

Δεν μένει άλλο στον μοναχικό κραταιό, στον ευαίσθητο σιωπηλό. (Και δεν έπεται τίποτα στην πέννα του, που τα 'χει πει όλα.) Παρά μόνο ν' ακολουθήσει εκείνος τυφλά τα προσωπικά του εικονίσματα, να επιφέρει τα ατομικά του «στέφανα» και τελικώς-όσο-κι-οριστικώς να αναχωρήσει. Διαμοιράζοντας τα ιμάτια τού σαρκίου του αρχής γενομένης στην Αττική, διασκορπίζοντας τα θυλάκια τής ψυχής του κατόπιν στην Ήπειρο και διαλύοντας τούς νευρώνες τού πνεύματος στ' αλάτια, στην πέτρα τού Αιγαίου που γνώρισε, εβαπτίσθη κι εκάρη εκεί. «Αμήν» λέγω και γράφω εγώ, εύχομαι διακαώς απ' εδώ άξιος-δυνατός-ικανός να φανώ και να πάρω εξοδίως κι αναθηματικώς τον «δρόμο» τού θηλυκού «μάγου» αυτού, όποια κι αν είναι.

Πότε είναι «Πίστης, Αγάπης, Σοφίας κι Ελπίδος»; Κάθε μέρα είναι μωρέ, και κυρίως απ' την μέρα που συνάντησες εσύ αφανώς Ντάνη μου το γυφτάκι-κορίτσι, θεά οδηγό και πλανεύτρα, διδάσκαλο κλαδευτή κι εξολκέα, κλέφτρα φόνισσα και καννίβαλη τούτη. Το 'χω πει: η σπίθα σκάει όταν δεν το περιμένει κανείς, η χάρις εμφανίζεται στην χειρότερη χαύνωση, η Τύχη εκδίδεται όταν η Ανάγκη σφαδάζει. (Εμ γι' αυτό έγραψα εγώ τα «ακατάληπτα» και «αδιάβαστα» «τα τρία μι»: ώστε την ειδοποιό άνασσα των Ουρανών την Αδράστεια ν' αποκαταστήσω στον επίγειο θρόνο της και να την σταλάξω μέσα σ' ανθρώπων κουφάρια.)

Καλύτερα όμως έτσι, δεν είναι όλα για όλους. Αρκεί που Η στιγμή θα επιφανεί: τότε μένει στον καθέναν απ' αυτήν ν' αρπαχτεί να οδηγηθεί, να τολμήσει και να χαθεί καθ' οδόν στον Χαμό στον Ψαλμό του, στο Φως και το Τέλος του, στην Αρχή και το Άπειρο των πραγμάτων.

"Gate, gate, pāragate, pārasamgate, κόρη svāhā" ψάλλω κι αινώ, κλαίω και τραγουδώ – τώρα πια ξέρω.

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020

Διαβάστηκε 205 φορές Σάββατο, 09 Ιουλίου 2022 13:43