Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Θάνατου πρόγευση. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

 

Χα! Ένα κρυολόγημα είναι, ένας ιός, μια ιωσούλα. (Ρε παιδιά, για ποιόν υιό μού μιλάτε, αφού δεν έχω παιδιά;!) Αλλά έτσι γίνεται πάντοτε: Όλα από μια κούραση ξεκινούν... και νά η σκλήρυνση κατά πλάκας μετά, νά ο καρκίνος και το αλτζχάϊμερ, ορίστε η σκιά στους πνεύμονες στα νεφρά... με μια κούραση αρχική όλα τα καταραμένα αυτά ξεκινάνε.


Ξύπνησα σήμερα με έναν πόνο σωματικό αφόρητο, άγνωστο και πρωτόγνωρο. Λες ΚΑΙ το σώμα ΚΑΙ η ψυχή, ΚΑΙ το μυαλό ΚΑΙ ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ ολόκληρος ν' ασθενούσαν βαριά και βαθειά, εσωτερικά ολικά, ανεπανάληπτα και ανίατα όντως. Κι όπως κάνω λοιπόν κάθε φορά που αισθάνομαι έτσι, «παίζω την κασέτα πίσω» και βλέπω τί τις προηγούμενες μέρες με βάρυνε, τί και ποιός με κατέβαλε, τί και γιατί τον εαυτό μου ξεπέρασα κι έπεσα στο κρεββάτι ανήμπορος τού κερατά, κρυωμένος τού θανατά, «κομμάτια και θρύψαλα» λες κι ο Μanny Pacquiao απ' το σάκκο του – ως τον σάκκο του – με ξεκρέμασε εμένα.


Την Δευτέρα, όλη την μέρα στο συνεργείο μας ήμουνα, για της «νυχτερίδας» τις επισκευές. Την Τρίτη είχα στην Αθήνα δουλειές, μετά πήγα στην λαϊκή για τα εβδομαδιαία μου ψώνια και μετά στο Crossfit χτυποκοπανήθηκα, μέχρι να γλιστρούν και οι κατσαρίδες μου στον χυμένον ιδρώτα. Την Τετάρτη είχα βάλει κάποια ραντεβού επαγγελματικά και το βράδυ νωρίς «είχε κλειδώσει» η συνάντηση στο μπαρ au Revoir τής κλειστής κι εκλεκτής μας παρέας: πότες παλιοί σοβαροί, κολώνες τής μπάρας – και όχι θερμάστρες σκαμπώ – με κουβέντες για Μουσική και Λογοτεχνία, γυναίκες (με μικρό γάμμα) και μοτοσυκλέττες (με μικρό μι). Την Πέμπτη ήλθε για επίσκεψη στην σπηλιά ο Μάνος, ένας σαραντάχρονος νέος και αναγνώστης μου, surfer και biker ψαγμένος λογοτεχνικά-φιλοσοφικά και κάτσαμε ώρες μαζί, μιλώντας-επικοινωνώντας-σωπαίνοντας. Την Παρασκευή ήταν η μέρα τής πρωτότυπης άσκησης: με ένα σακκίδιο στην πλάτη, ένα καπέλλο για την βροχή κι ένα αδιάβροχο για τον άνεμο έκανα προσομοίωση τού επόμενου "project" μου και περπάτησα με σβέλτο ρυθμό από την Κυψέλη ως ψηλά στο Πολύγωνο, απ' το Πολύγωνο έως πέρα στην Νέα Φιλαδέλφεια, κι από εκεί πίσω πάλι εδώ. (Σε δυό ώρες, συν οι στάσεις και τα χαζέματα, τα νερά και τα κατουρήματα, τα ακίνητα φανάρια και τα μανάρια τα αεικίνητα.) Kαι το απόγευμα συναντήθηκα στην Φωκίωνος με τον Κώστα Κατσίγιαννη, φωτογράφο-μοτοσυκλεττιστή, πεζοπόρο-ταξιδευτή και par excellence γυναικών λάτρη κι επιμελή εργάτη μαζί! Το Σάββατο – παρ' ότι ήμουν πιασμένος γερά απ' την χθεσινή μου πεζοπορία – ντύθηκα εντουράδικα, την «νυχτερίδα» καβάλλησα και για μιαν ακόμη φορά χάθηκα στην πεδιάδα των Δερβενοχωρίων. Ως το απόγευμα που πάγωσε και συννέφιασε ο καιρός κι άφησα μόνη της την μία χελώνα που πηγαίνω και συναντώ πίσω απ' τα καμμένα τού Αγίου Θωμά, τα λίγα σκυλιά που ταΐζω στο φρούριο τής Φυλής και τα λιγοστά ελάφια που κρύβονται, μόλις μ' ακούσουν στο δασάκι δίπλα στα Σκούρτα. Και με κοιτάζουν τούτα αθώα-δειλά, μέσα από τα φυλλώματα όταν απαλά και διακριτικά ξεκαβαλλώ, ακινητώ τούς μιλώ, τα υμνώ και τους τραγουδάω από την κρυψώνα τους τούτα να βγουν και να μ' ελεήσουν με μία μόνο ματιά τους. (Τέτοια ματάκια αγνά, τέτοιες ματάρες τεράστιες, τέτοιοι παντογνωσίας και αθωότητας-γωνία οφθαλμοί, μόνον ο περιώνυμος όνος τού Κυρίου κατέκτησε και στ' αδελφάκια του μοίρασε να τριγυρνάν αδέσποτοι και ανύμνητοι οι γαϊδάροι τσιμέντα να κουβαλούν, χοντρές τουρίστριες πασαλειμμένες με αντηλιακά να φορτώνονται και να πεθαίνουν δεμένοι-αποστεωμένοι-ιώβιοι σ' ένα ξερό δένδρο.)


Ήταν πάρα πολλά, όλα αυτά, ακόμα και για εμένα, μέσα σε μιά εβδομάδα. (Σε τούτην την ηλικία μου βέβαια, κάτι που δεν εννοώ να το καταλάβω.) Είναι ΗΔΗ πάρα πολλά για μένα που δεν λέω «να το βάλω κάτω», να μετρήσω τα βήματά μου προσεκτικά, να σταθμίσω την – ανύπαρκτη – σύνταξή μου συμφεροντολογικά, να καλιμπράρω τις – υπαρκτές/όποιες – δυνάμεις μου με συντήρηση και σοφία. Όχι. Κινούμαι και καταξοδεύω το όποιο «ντεπόζιτο» μού απέμεινε, λες και είμαι ακόμα δεκάξι. (Ο παθολόγος Γιώργος Σαλέπης λέει για με: «Αφήστε τον αυτόν, έχει αρτηριακή πίεση ΟΥΚά, κορασίδας λαιμά και μυαλά σατανά»!) Κάνω έρωτα και επί κλίνης κεντώ, λες και είμαι εικοσάρης ακόμα. (Ο ζωγράφος Γιώργος Σιούντας για με έχει πει: «Αφήστε τον αυτόν, αυτός ακόμα και σήμερα, όρθιος μπορεί και γαμάει»!) Γυμνάζομαι σχεδόν καθημερινά, τρώω ελαφρά και προσεκτικά, ψωνίζω μόνος μου-μαγειρεύω μόνος μου-προετοιμάζω μόνος μου, λες και είμαι τριαντάρης για πάντα. (Ο Πρόεδρος τής IFBB Ελλάδας Ιορδάνης Λεβεντέλης έχει πει, πάντα για μένα: «Αφήστε τον αυτόν. Αν δεν ήτανε συγγραφέας, θα είχε σαρώσει μετάλλια στους αγώνες μας, και σε διεθνές επίπεδο κιόλας»!) Σταματάω εδώ για να μην νομιστεί ότι σποτάκι διαφημιστικό για την πάρτη μου σεργιανάω...



Όμως. Όμως. Σε όλα υπάρχει το τέλος τους και εάν δεν βγεις εσύ τον Χάροντα ευγενικά και ιπποτικά να προϋπαντήσεις, θα μπουκάρει σπίτι σου ο Μεγάλος Αδιάφορος και θα σε κάνει κιμά – δεν έχει χρόνο για χάσιμο τούτος, γλωσσούλα για πάρλα ή τσαμπουκά, τσιριμόνιες ναζάκια και τα λοιπά τα γκομενικά. Θα έπρεπε ΗΔΗ να είχα πάρει το μήνυμα, απ' την «εποποιία» μου τής Αμοργού: τότε πού ΗΔΗ-ΠΙΑ πενηντάρης τζογκάριζα και κολύμπαγα, ψαροντουφέκαγα κι άπνοιες σκόρπαγα, πλακωνόμουν στα ατομικά βάρη και σπαθί στην παραλία χαράματα έκανα – in so many words τον ακάθιστο είχα. (Και δηλώ τον «Ακάθιστο», διότι τί κουδουνά το κοντάκιο τούτο; «Τω Υπερμάχω Κορμώ τα νικητήρια, πρόσεξε βλάκα μην είναι τα δικά σου συλλυπητήρια»! Ακόμη και σήμερα που έχω τρυγήσει τα εξήκοντα τρία, ακόμα και σήμερα που μυϊκό όγκο έχω απωλέσει λόγω χορτοφαγίας – και ουχί φλωροτρελλαμένου veganισμού, που σε αυνανισμό φέρνει – και σιδεράδικης παύσης, εάν μία μέρα δεν γυμναστώ κινηθώ, ιδρώσω και κουραστώ, αρθρωκοπανήσω και μυοφουσκώσω – μου φαίνεται ότι πέθανα και δεν μου το 'χουν θυροκολλήσει ακόμα!


Ώπα λοιπόν. Σήμερα που ΤΟΣΟ καταβεβλημένος είμαι, με υψηλό πυρετό, πόνους στα κόκκαλα βαθείς και τεκτονικούς, ξερό και πυώδη λαιμό, αυχενικό μαγκωμένο, μέση που δεν γυρνά ούτε για να δω ποιός απ' την γωνιά έρχεται, η εμβοή μου λες κι έχει βγει από Led Zeppelin συναυλία – ΤΩΡΑ καταλαβαίνω "the Death's touch". Τώρα που για να πάω να πιώ ένα ποτήρι νερό, νιώθω λες και έρπω ως την πηγή, κατεβάζω τον κουβά στο πηγάδι, τριγύρω χιονίζει και μόλις το μαγγάνι μού βρέξει τα χείλη μου, φυσά ένας κατεβάτης σκληρός και την γαβάθα μου στο χώμα πετά, το νεράκι μου χύνει. Τώρα που για να φτιάξω μια σούπα, ένα απλό μα ζεστό φαγητό, τρέμουν τα πόδια μου, τα χέρια μου παγώνουν έξω απ' τις τσέπες μου, να μασήσω είναι Αργοναυτική εκστρατεία, να καταπιώ είναι Ιλιάδα και να χωνέψω είναι Οδύσσεια. (Κι όμως το απολαμβάνω ετούτο.)


Μεγαλύτερο μάθημα από την σωματική σου καταβολή, από την «προσωρινή» σου αρρώστια δεν υφίσταται, δεν υπάρχει. Μπορεί εγώ ΤΩΡΑ να μην έχω «τίποτα», μπορεί εγώ όμως ΤΩΡΑ να έχω «τα πάντα». Μπορεί εγώ να κουράστηκα, να κρύωσα και να αδιαθέτησα. Έναν ιό από κάπου να τσίμπησα, το σώμα μου ν' αδυνάτισα υποβάλλοντάς το στης σκληρής κι αμετανόητης άσκησης τα μάταια πάθη, ή απλώς να πρέπει να λάβω υπ' όψιν μου την «τρελλή» πορεία μου ως τα σήμερα, τώρα, πλέον. (Μπααα...) Πιστεύω ότι δεν γερνώ μόνο, μα πεθαίνω σιγά-σιγά - χαχαχα! (Έχει αναπαυθεί και ο Κρίστοφερ Λη εσάς να τρομάξω.) Όπως ψιθυρίζουνε ΟΛΟΙ οι Δάσκαλοι ο θάνατος δεν είναι πρόβλημα, εμείς οι μαλάκες που την «λύση» του ψάχνουμε είμαστε τα πρώτα και καλύτερα πελατάκια του, το ίδιο το αρχέγονο ερώτημα να κορνάρει πάνω σε δύο ποδάρια! Μόνο το Ζεν και ο Όσσο έχουνε πει ότι «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑ», ο θάνατος είναι γιορτή αναχώρησης απ' την βαρετή την ζωή, είναι απογείωση για μια πτήση αιώνια – εάν βεβαίως εμείς δεν ασχοληθήκαμε με τις μίζες ή την βαφή για τις ρίζες, την Βουλή ή την Διαπλοκή, το άριστο πέος το πρόστυχο το αλήτικο versus τον καλό γάμο με τον γιατρό ως γαμπράκο.


Ξέρω ότι πεθαίνω πια ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ κι ετούτο-ακριβώς με γεμίζει τρελλή και ασύνορη χαρά, ευτυχία και ευωχία κι εδώ οι λέξεις μου σώνονται, σταματούν. Ό,τι κι αν έκανα, όσο και όπου κι εάν εγώ διασκορπίστηκα – τούτο στον Θάνατο τον Σκοτεινό και Μέγιστο Θεριστή με φέρνει ταχέως κι ιδανικά, νομοτελειακά πανηγυρικά, ελαφρά διονυσιασμένα. Τώρα που βρίσκομαι «στην κάτω, στη δύσκολη κι άπαιχτη, στην πίκρα και του εργένη το πακέτο τ' ασάλιωτο», τώρα νιώθω κι αισθάνομαι ότι ΑΡΙΣΤΑ εγώ ΕΠΡΑΞΑ έως εδώ, ΤΩΡΑ. (Προσοχή: Ό,τι πρέπει με κεφαλαία γράμματα να γραφεί, με κεφαλαία τολμώ και το γράφω. Και ό,τι πρέπει να μείνει στα μικρά τα σιωπηλά τα σημαντικά, με σεμνά τρυφερά γράμματα κι ετούτα τα γράφω.) Και θα το τσιχλώσω ακόμα-λίγο εδώ, μια και είμαστε στου Θανάτου την γειτονιά κι άλλοι κανταδόροι δεν τολμάνε να σκούξουν σιμά.



Ο Μέγιστος Yamaoka Tesshu – ψάξτε τον και δεν πρόκειται σεις να καταλάβετε γρυ, μιμηθείτε τον και κάτι εσείς κάάάποτε θ' αχνιστείτε, αφιερωθείτε του και σας διαβεβαιώ, θα «ξυπνήσει» ο ίδιος και θα σας επισκεφθεί, για να σας «ξυπνήσει» – έστησε κι έζησε έναν ιδανικό-σαμουράι θάνατο, όπως τού έπρεπε και του πρέπει. Μετά από μία ζωή-που-ατέλειωτη-πολλές-φορές-φαίνονταν, μεθύσια τρελλά και γαμήσια ζουρλά, zazen αμέτρητο και kendō υψηλότατο, παρακάλεσε να τον σηκώσουν από το tatami το επιθανάτιο και να τον στήσουν δίπλα στην tokonoma, μπροστά απ' το kamiza. Kι εκεί έκατσε, μα σαν να «τρωγότανε» κάπως, η ανάσα του άρρυθμη, τα χέρια ξυλάγγουρα, το κορμί πετρωμένο. «Ρε σεις; Γιατί δεν ακούω τα shinai να βαράνε στο ντότζο;» ρώτησε επιτακτικά δυνατά, μ' όσο ki τού είχε απομείνει. «Δάσκαλε» τού απάντησαν, «λόγω της ασθενείας σας είπαμε να μην σας κουράζουμε άλλο με κραυγές κι ουρλιαχτά, bokken κοπανήματα και hakama κουνήματα, τεχνικές επουράνιες με κλίμακα το σπαθί κι επιθέσεις γήινες με ταφόπλακά μας τα κράνη.» Το τί βρισίδι και μπινελίκι ακούσανε, παραμένει παροιμιώδες. Το τί πουστιρλίκι και κράξιμο οι πιστοί ασκητές-μαθητές λούστηκαν, το διηγούνται ακόμη οι σημερινοί kendo-players, όταν στα σινιέ clubs και τις corporate λέσχες τους πίνουν τα μαρτινάκια τους, κατόπιν μιάς ξεπλυματικής-στρες ασκησούλας.


Και γιατί «ωρέ» – που λένε ο άγνωστός μου Διονύσης Τσακνής κι ο δικός μου ο Γιώργος ο Γκίκας – τα λέω όλ' αυτά; Διότι πύρινοί μου αμίγκος κι ακριβοί καμπαγιέρος μου ο Θάνατος δεν έρχεται την ώρα που έρχεται, όταν και όπως θα έλθει. Ο κύριος Θάνατος είναι ΕΔΩ, ΗΔΗ και ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ – άσχετο που η ναζιάρα κουκλίτσα ακόμη σηκωμένον σάς τον κρατά, η μανουριάρα συμβία πεσμένονα σάς τον έχει, το μαλακισμένο τ' αφεντικό σάς τον έχει περασμένον απ' την μηχανή τού μεροκαματιάρικου κιμά και της χώρας ετούτης ο πρωθυπουργός, άπαντες «γραμμένους εκεί και σκουπισμένους μ' αυτό», τους θεσπεσίους και εκλεκτούς εμάς-ακριβώς έχει. Είμαι κρυωμένος εγώ; Είμαι διαλυμένος απ' τους σωματικούς πόνους εγώ; Είμαι μερόνυχτα μόνος και άρρωστος, πυρακτωμένος στον πυρετό, νηστικός αφού δεν μπόρεσα να ψωνίσω να βγω, κι έχουνε μουσκέψει και λερωθεί τα ρούχα μου όλα απ' τις τοξίνες που όζουνε και τον ιδρώτα μου που τις λούζει; Ε, ο κύριος Θάνατος πέρασε και περνά κι έχει αφήσει ένα – επαναλαμβάνω, ΕΝΑ μα δεν ξέρουμε ποτέ, ποίο ΕΝΑ – επισκεπτήριό του. Όταν έχεις φτάσει να ζεις μόνος σου στην «σπηλιά» και δεν ξέρεις εάν έξω βρέχει ή η γειτονιά φλέγεται, εάν η Βελκουλέσκου ψωνίζει κυλόττες απ' το ίδιο με την Μπακογιάννη lingerie μαγαζί, εάν ο Τσακαλώτος «κάθεται» στους ίδιους γκαουλάϊτερ που «έκατσε» κι ο εξάδελφος τού παππούλη του παρ' ότι νικητής ήταν – τότε διαθέτεις μιαν crystal-clear εικόνα ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ για το τί ο θάνατος είναι. Όταν μπαίνεις στο ευλογημένο FIAT Doblō και γυρνάς επί τρία χρόνια την Ελλάδα «γαζί» κοιμώμενος όπου χρει, ξυπνώντας όπου δη και ζώντας καταπώς έλθει, όταν ο κοινότατος μεθύστακας Κρητικός παρ' ολίγον να σε σκοτώσει για πλάκα, καθώς για ν' αλλάξει κασσέττα έσκυψε και για να πιάσει της χοντρής γκόμενάς του το μπούτι – τότε διαθέτεις μιαν acid-hot εικόνα ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΟΥ για το τί ο θάνατος είναι. Κι όταν καβαλλάς το YAMAHA TTR 600 σου και ξανανοίγεσαι στα παλιά-και-τόσο-γνωστά μονοπάτια τα παγωμένα, λασπωμένα και έρημα κινδυνεύοντας να πέσεις απ' το «τυφλό» γεφυράκι, να βροντήξεις στο «σκαστό» αλματάκι, να στουκάρεις με το αγροτικό που βγαίνει απ' την στάνη του την στιγμή που εσύ κοιτάς προβατάκια – τότε διαθέτεις μιαν razor-edge εικόνα ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ για το τί ο θάνατος είναι. Και ποιό είναι το ωραίο και καταπληκτικό; Ότι δεν με πειράζει!


(Ακολουθεί Agotsuki-age, ένα από-κάτω κόψιμο ψηλά και κατάμεσα στο πηγούνι.)


Τί να μας πεις ρε μεγαλάκο εσύ για μοτοσυκλέττες και μηχανάκια π.χ., αφού στην ζωούλα σου δεν είχες ούτε παπί, καθώς η μανούλα σου επιθυμούσε και ήθελε μη-μου-άπτου Χρηστάκη Βακαλόπουλο να σε καμαρώνει; Τί να μας πεις ρε μικράκο εσύ για άσκηση και γυμναστική π.χ., αφού στην ζωούλα σου δεν έχεις ιδρώσει ούτε στιγμή, καθώς ο πατερούλης σου επιθυμούσε και ήθελε διάδοχο-συνεχιστή να σε δει, στο περίπτερο στα Λιόσια που έχει; Τί να μας πεις ρε πικράκο εσύ για πεζογραφία και λογοτεχνία π.χ., καθώς η γκομενούα που σαλαγάς σε «σπρώχνει» να γράφεις τα άσχετα και ανώδυνα μεν, μα στο Twitter και το Facebook πάντα; Τί να μας πεις ρε παχάκο εσύ για Ειδικές Δυνάμεις και εκπαίδευση σκληρή-στρατιωτική π.χ., όταν ο στρατηγός θείος σου μετάθεση σού 'κανε στο «Γραφείο Σημάτων Πρωθυπουργού» και πήγες εκεί, μιά για να παρουσιαστείς και μία το απολυτήριο για να πάρεις; Τί να μας πεις ρε μπηχτάκο εσύ για γυναίκες και κοριτσάκια π.χ., άπαξ και την πρώτη «από σπίτι» που σου καρφιτσώσανε, τούτην παντρεύτηκες μαζί με το προικώο στα Σούρμενα, το αμάξι τού πεθερού, το εξοχικό στην Άνω-Κάτω Κοπριού κι ένα ντουέττο υστερικά και παχιά μούλικα, που παίζει να μοιάζουνε τού κουμπάρου; Και τί να μας πεις επιτέλους ρε ξερολάκο εσύ για αρρώστια και μοναξιά, για γύψο-στο-πόδι δέκα-μήνες-σειρά, για στεγνή αφραγκιά και απαράδεκτη τράκα; Για φτώχια άπαιχτη παρ' όλη την σκληρή δουλειά, για ένσημα ανύπαρκτα και φέσια εντελώς-υπαρκτά, για απολύσεις-τσαμπιά και βρεγμένα χαράματα στην ουρά για τού ΙΚΑ την στάλα; (Εδώ σταματώ, μη σου πέσει βαρύ το οικογενειακά-κυριακάτικο-στον-φούρνο-ψητό και λειώσεις στο στρώμα αχώνευτος δύσθυμος και βαρύς ανεξήγητα συ μετά, μέχρι τις δέκα το βράδυ.)


Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ άσκηση και καταβολή, η ΨΥΧΙΚΗ καλλιέργεια και παράδοση, η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ προσφορά κι αφιέρωση, η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ δημιουργία κι ανάσταση είναι οι ΜΟΝΕΣ ενέργειες που τον κύριο Θάνατο «χάμω» ουδέποτε «τον πατούν», μα αντιθέτως τον δικαιώνουν και τον τιμούν, τον δυναμώνουν και τον κερδίζουν απόλυτα, τον στολίζουν και τον υποδέχονται αντρικά και χαρμόσυνα – όπως δηλαδή, λέω εγώ, ότι πρέπει. "You do for Him, and he does for... this ever-and-always so-little you" – μην τον προγκάς όμως ρε, μην τονε κλάνεις. Μην τον φοβάσαι ρε και μην τονε καλοπιάνεις. Μην πας να τον προσπεράσεις κρυφά, μην βουτάς στις θεραπείες να τον ξεγελάσεις στα φανερά, μην αποπειράσαι αβρόχοις ποσί «να τη βγάλεις». Και μην νομίζεις ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΛΑΣΜΑ ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΛΟ ότι ΕΣΥ δεν πεθαίνεις ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΩΡΑ και ΑΥΤΗΝ την στιγμή. (Προσοχή: δεν έχω τις κρυουλιάρικες «μαύρες» μου, ούτε μόλις βγήκα από τον ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑ. Μπορεί τα ματάκια μου να μην βλέπουνε καθαρά πια, η χολή μου να έχει λασπώσει απ' τους μαλάκες που μου την τηγανίσαν, τα γόνατά μου να μην αντέχουνε άλλα squat και τα χεράκια μου να τρέμουνε μετά το χιλιοστό κόψιμο με το σπαθί, μα δεν «τα έβαψα μαύρα». Μπορεί να μην έχω παρά κάτι-λίγα λεφτά, καμμία γυναίκα να συγυρίζει τις ντουλάπες μου και φύλλο ν' ανοίγει για μπακλαβά, καμμία μανούλα να μου χώνει Πάσχα-Χριστούγεννα ένα 'κοσάευρο για τσιγάρα-ως-τη-γωνιά. Μπορεί να μην έχω δουλειά, οικογένεια καν, φίλους κανέναν κι ελαχίστους γνωστούς, κοινωνικά να 'μαι ανύπαρκτος, οικονομικά να μην χρωστάω δραχμή, οι κάμερες άπαξ και περνώ δίπλα τους γυρνάν να φιλμάρουνε καμμιά γεροντάρα σαλιάρικη με σύνταξη παχυλή, που κλείνει την Σταδίου καταμεσήμερο μαζί με κάτι κνιτοπασόκια και συναδέρφια, μαζί όμως και μ' εκείνα τα κουκουλοφορεμένα παιδιά που σπάνε βιτρίνες και μπουκάρουνε σε «φακελωμένους» γιατρούς, για την καύλα τής τσίτας και για το ακαταδίωκτο τής μαλακίας. Τόόόσα χρόνια που κάνω αθλητισμό ή τόόόσα χρόνια που σωστά διαιτώμαι, τόσα λίγα χρόνια που κάνω Zazen ή τόσα λίγα χρόνια που Tae Κwon Do κάνω, τα ελάχιστα χρόνια που σκέφτηκα κι έγραψα, τα ολίγιστα βιβλία και κείμενα που κατέγραψα και κοινώνησα – ένας κάλαθος αγνής προσφοράς προς τον κύριο Θάνατο είναι. Και μόνον, αποκλειστικά. (Τί είπε μάγκας-τις-ποινικός, για του πατέρα του την κηδεία, που το Υπουργείο Δικαιοσύνης – μαζί βέβαια με τα ΕΚΑΜ – του επέτρεψε να παραστεί και να κλάψει; «Το θέμα είναι να παρουσιάσουμε κάτι το ωραίο»!)


Πολεμικές Τέχνες π.χ. ρε μουσκλάτοι-μουσάτοι δεν κάνουμε, ώστε τον Ζαμπίδη στα γεροντάματα ως ρόμπα να τον κρεμάσουμε. Διαλογισμό ρε ψηλομαλάκες και ακκιζόμενοι π.χ. δεν κάνουμε για να «φωτιστούμε», για τούτο υπάρχει η ΔΕΗ και το δάχτυλό σας στην πρίζα. Τέχνη π.χ. δεν κάνουμε ρε κοκκώνες αγάμητες επειδή ο μπαμπάς είναι βιομήχανος, η μανούλα είναι στα χάπια, η αδελφούλα είναι νοικοκυρούλα εφοπλιστού και ο αδελφούλης πανηγυρίζει στην Μύκονο την τελευταία αρπαχτής-μπάζα. Φράγκα π.χ. δεν κάνουμε βρε ελληνάρες κομπιναδόρικες, για να μας γράψουν οι free-press φυλλάδες πόσο «γονατίζει η Ευρώπη για πάρτη μας, 'τα σπάμε' εμείς στην Αμερική και η Κίνα εμάς αναμένει να στάξουμε, ώστε πληθυσμιακά ν' αυξηθεί»! Ζωή ρε τρόμπες συνάνθρωποι δεν μας δόθηκε ώστε να την σπαταλήσουμε σε γνωστή επανάληψη, στημένη υπερκάλυψη, σανοτραφή κατεύθυνση και αναγνωρισμένη «αποστολή» τάχα μου-δήθεν.


Θες να δεις τί σκατά στην ζωή έκανες; Πες μου την πρώτη και τελευταία σου κουβεντούλα στον Χάρο. Καθότι ΕΚΕΙ παίζεται όλο το παίγνιο, το οποίο ουδεμία σχεσούλα έχει – «κι ούτε επιθυμεί να συνάψει σχέσεις μ' αυτά» που λέει το αυθάδες και κοτοτσαμπουκέ εξυπνοπούλι ο Ζήκος – με τα καράβια που εφόπλισες, τα αυθαίρετα που 'χτισες, τις εταιρείες που βούλιαξες, τα αιδοία που πήδηξες. Τα παιδάκια πού έκανες, τους υφιστάμενους που έθαψες, τις γυναικάρες που πρόδωσες και τις πορδές απ' το άγχος και την αγωνία που σου δραπετεύουν την νύχτα. (Κάτω απ' τα σατέν σου παπλώματα, ή κάτω απ' τα χαρτόκουτα που έχεις τραβήξει επάνω σου, ώστε την υγρασία τής πλατείας Βάθη να αποφύγεις.) Πώς στην ερωτική και ανθρώπινη σχέση που ξεκινά, ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝΕ «σπέρματι» ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ; Έτσι ακριβώς και το ίδιο ισχύει στον θάνατο, μα ως φυσικόν αντιστρόφως: Η τελευταία κουβέντα σου είναι και η πρώτη – του εαυτού σου ως μωρού – παρόλα. Κραυγή ή φωνή. Ζωής πίκρα ή σοφίας μαρμαρυγή, σιχτίρι αδάμαστο ή παρακάλι ξεφτίλας. Μια γκόμενα μού διηγήθηκε κάποτε – είχε γραφτεί και στον Τύπο – ότι είς επαρχιώτης και άρχοντας, αστός πλούσιος και της πόλης αστήρ, σοβαρός οικογενειάρχης και πατριάρχης μαζί, παλαιών ηθικών αρχών και αμετακίνητων εθνικών προσταγών πέθαινε στο κρεββάτι τού πόνου. Οι συγγενείς και η οικογένεια κάλεσαν τον μεγαλογιατρό τής πόλης αμέσως μα αυτός το τηλέφωνο δεν το σήκωσε, «κακό ψόφο ο πούστης να έχει» ο πρησμένος ντόκτορ ελάλησε, σκουπίζοντας τα χείλια του απ' το εικοσάρι ουΐσκυ. Αμέσως καλέσαν τον βοηθό του μα κι εκείνος απασχολημένος ήτανε, «ο κύριος υφηγητής ευρίσκεται σε συνέδριο» ο τηλεφωνητής του κέκραξε, ενώ εκείνος χαρτόπαιζε τις μίζες συνταγογράφησης που 'χε απ' τους φαρμακεμπόρους μπαζώσει. Τέλος πάντων κι επειδή οι συμπολίτες μου τον ακράτητο σε σασπένς έχουνε – παρά μόνον όταν «Τρεις Χάριτες» η τηλεόραση παίζει – καλέσανε τον αγροτικό τον γιατρό, ένα παιδάκι σεμνό και αμούστακο που αμέσως ανταποκρίθηκε, αμέσως τούς κουβαλήθηκε και ταχέως «το έργο» ολόκληρο είδε.


Απ' την είσοδο τού μεγάρου τον γιατρουδάκο αρπάξανε οι θείες κι οι ανηψιές, η σύζυγος ήταν τέζα στον καναπέ-μια μαντάμ Πομπαντούρ τού Βόλου, οι κόρες μιλούσαν στο κινητό και οι γιοί στο εργοστάσιο ήτανε, να κανονίσουν την μοιρασιά του με τους λυσσάρηδες σώγαμπρους. Παραμάσχαλα και «καροτσάκι» τον ανύποπτο γιατρουδάκο τον πήγανε – αντί κατ' ευθείαν στην κλίνη τού ετοιμοθάνατου – στο σαλόνι το υπερφωτισμένο, με το βαρύ το επαρχιακό το ντεκόρ, τις κουρτίνες κλεισμένες, μανταλωμένες τις πόρτες ολόγυρα. «Γιατρέ, κάντε κάτι, ΤΩΡΑ» τού είπανε, «Ναι, φυσικά, μα να δω τον ασθενή πρώτα;» τούτος αντέτεινε. «Γιατρέ, καρφώστε του μία ένεση, να σωπάσει και ας ψοφήσει όποτε θέλει» οι κάργιες σαλταρισμένες τού φτύσανε, «Ναι, πηγαίντε με να τον δω κι αμέσως θα σας ενημερώσω» ο κακομοίρης κατάφερε να ψελλίσει, αφού ξανά οι καργιόλες απότομα τονε κόψανε, και του τηνε μπουμπουνίσανε εντελώς μέσα στ' αυτί του: «Ρε γιατρέ, δεν τον ακούούούς;;;» Και ΤΟΤΕ ο ατυχής γιατρουδάκος ΚΑΙ άκουσε, ΚΑΙ την άκουσε. Την κραυγή την σπαρακτική, την βοή την ξεθεμελιωτική, την τελευταία ανάσα την γραμμένη με λέξειςπρόστυχες μα ελεύθερες πλέον: «ΘΕΛΩ ΠΟΥΤΣΟ ΡΕ! ΘΕΕΕΛΩ ΠΟΥΤΣΟΟΟ ΡΕΕΕ! ΘΕΕΕΛΩΩΩ ΠΟΥΟΥΟΥΤΣΟΟΟ ΡΕΕΕ!» είπε και λαλούσε κορνάριζε ο ονομαστός προύχων την ώρα τής αναχώρησης. (Meditate and dwell well on this hombres μου, μην το ξεπετάξετε ΚΑΙ ΕΤΟΥΤΟ όπως όλα τα άλλα μου κείμενα, έστω τις λέξεις τους, τις ατάκες σας άντε.)



'Cause it ALL boils down to this ONE: ποιός είναι ο οβολός σας. Η μνά ή δραχμή, η κουβέντα ή χειρονομία, η ύστατη σύσπαση ή η έκρηξη που ποτέ της δεν ήλθε. Και ο Χάροντας είναι τόσο-μα-τόσο Κύριος, που θα πάρει ό,τι ΑΚΡΙΒΩΣ τού δώσετε ΕΣΕΙΣ. Αυτόν τον οβολό – σε μορφή βότσαλου ποταμίσιου – κουβαλώ εγώ πάντα στην τσέπη μου, που τον «σήκωσα» απ' τις πηγές τού Αχέροντα, όταν ανάποδα τις περπάτησα και κολύμπησα στο ταξίδι μου εκεί-τότε. Αυτήν την παρακαταθήκη τού Zazen και τού Tae Kwon Do κουβαλάω εγώ, τώρα που απ' τον επίμονο πόνο στα κόκκαλα, νομίζω πως σαν τον καπετάνιο μου θα ψοφήσω, και δίχως την μορφίνη του που 'χε αυτός εθιστεί. Αυτές τις ιδέες και λέξεις που στο «τα τρία μι» έγραψα, αυτές κόβομαι στο ύψος τους να σταθώ, να μην ξεστρατίσω. Να μην λιποψυχήσω στο ελάχιστο: μη με δεί κακοντυμένον ο Consigliere, μη με σουργελέψει ο Χρυσόστομος, την Αρβανίτισσα κρούσκα να παγώσω στην θέση της την σπερμοδιψή την κουφάλα. Να σηκώσει ευμενώς ο Τέρενς Μάλλικ το φρύδι του, να μου ανοίξει την πόρτα να με δεχτεί ο Ō Sensei στην καλύβα του, να φάω κλωτσιά τού Bodhidharma να σμπαραλιαστούν τα παΐδια μου και μία ματιούλα του παιχνιδιάρα να μου ρίξει ο Osho.


Είναι αλήθεια ότι από καιρό έχω αρχίσει απ' τον εαυτό μου ν' αναχωρώ. Άπαξ και αριβάρησα στην σπηλιά, τα μάγουλά μου ακουμπώ στα παγωμένα τσιμέντα της και τα κουρασμένα ποδάρια μου σέρνω στο γαλάζιο τατάμι, «ήλθεν η ώρα κι ο λογισμός» απ' τα πράγματά μου να ελαφρώσω. (Πρώτα ξεκινάς ελαφρά απ' τα πράγματα τα ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ και μετά συνεχίζεις δυνατά, με τα πραγματάκια σου τα ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ.) Τί χρειάζομαι, τί δεν χρειάζομαι; Τί φοράω, τί δεν φοράω; Ποιός ετούτο χρειάζεται, ποιά έχει ανάγκη το άλλο; Ποιός κούκλος θα έδειχνε μέσα στο δερμάτινο τζάκετ μου και ποιά γυναικάρα «θα έσκιζε» φορώντας το Chanel pour Monsieur μου; Ορισμένα αχρείαστα κι αταίριαστα τα πωλώ, ορισμένα τα χαρίζω επιτυχημένα, ορισμένα τούς τα δίνω και στο υπόγειο αυτοί τα πετούν και τα υπόλοιπα τα αφήνω στην πλατεία Κυψέλης – you gotta be light when señor Death comes. (Δεν εννοώ ότι όπου να 'ναι «παραδίδω τις πινακίδες μου», μα άμα φτάσω σαν τον πατέρα μου να κρατώ τον ορρό με τον ανεγχείρητο-τότε καρκίνο στο πάγκρεας και να πω «Τώρα, θα τη γλεντήσω τη ζωή μου εγώ»... «Αργά / Είναι πια αργάάά» που τραγουδούσε ο Διονυσίου.)


Κι απόψε – αφού επί μια εβδομάδα «κώλο κάτω δεν έβαλα» – που ο πυροστιάς πυρετός με πυρακτώνει, ο πόνος στα κόκκαλα δεν λέει να μ' αφήσει να κοιμηθώ, να καταπιώ είναι αδύνατον και για ν' ανασάνω σφυράω – τώρα είναι η ΣΩΣΤΗ ώρα προπόνησης(!) και ετοιμασίας για την τελευταία(!) την ώρα. Μπορεί να πεθάνω μετά την πάροδο τριάντα ετών (Θεούλη μου, οποία σεξουάλα ξεφτίλα!), μπορεί να πεθάνω μετά την πάροδο τριάντα λεπτών (Θεέ μου, οποία θεσπεσία ευεργεσία) – ελάχιστη σημασία κι αξία έχει αυτό. Τί λέω και πράττω; «Μάζεψε τα όπλα σου Ντανάκο μου και μοίρασ' τα, δώσ' τα. Μάζεψε τα δώρα σου Ντανάκο μου και χάρισ' τα, πρόσφερέ τα. Κράτα ΜΟΝΟΝ ένα «ευχαριστώ» κι ένα πλατύ χαμόγελο γλυκό για Εκείνον – που δεν επέλεξε να τονε λένε Θεό, ενώ αρίστως κι ανέτως αυτό θα μπορούσε – που τόση έχει δουλειά, μα όλοι τον αποφεύγουν.» Εγώ που έζησα για πολύ μόνος μου, καταλαβαίνω την μοναξιά τού Θανάτου. Εγώ που τώρα πια χάνομαι μέσα στην βοιωτική ερημιά, αντιλαμβάνομαι τί σημαίνει να μην σε θέλει κανένας. (Ιδιαίτερα μάλιστα εάν είσαι ένας ξερακιανός σκοτεινός και ψηλός, οι γεγυμνωμένοι ταρσοί σου ένα δρεπάνι κρατούν – σαν εκείνον τον "Drying Pole" τού Sasaki Kojiro στην ύστατη μάχη του με τον Miyamoto Musashi – και η κουκούλα σου είναι νομοτελειακά αληθινή κι όχι σαν εκείνες που προβάρει ο ΡΟΥΒΙΚΩΝΑΣ για να πάει στα ραντεβού του μετά τού κύριου Βούτση!)


Ο Θάνατος κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, αναγνώστες και αναγνώστριες μπορεί «μια ζωή» να μας είναι «εχθρός», μα ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ είναι ο φίλος μας ο μοναδικός. Επειδή εμείς πεθαίνουμε χασισωμένοι απ' τα απαραίτητα σε-εμάς κατασταλτικά, τα απαραίτητα για-τους-συγγενείς διεγερτικά – αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει ν' αφήσουμε ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΤΟΥΤΗ να πάει χαμένη. Πώς το είπε ο Omori Sogen Rotaishi; "Practice, practice, practice"! Και ποιά ευκαιρία καλύτερη για εμέ από τώρα εδώ στην κρύα σπηλιά, εγώ πυρέσσων να σπαράζω να τρέμω και να σφαδάζω από ένα «χαζό» κρύωμα, έναν γρίπης υιό, μια λοίμωξη βαρβάτη τού αναπνευστικού, του σεξουαλικού, του υπαρξιακού; Άπαξ και δεν έχει σημασία από τί πέθανες – αφού θα πεθάνεις ΚΑΙ ΕΣΥ ρε! – μπορείς να πεθάνεις ΚΑΙ απ' αυτά, διαφωνάει κανείς μη τού γανώσω το μπακιράκι; Φορώ τις διπλές φόρμες μου και τρέμω, πίνω τα ζεστά μου μαλακολαιμικά και τρέμω, τρίβομαι με πετρέλαιο ή αλείφομαι με πυρίτιδα και τρέμω σαν την παρθένα στην παρτούζα μ' αράπηδες λιμασμένους – είναι λοιπόν να χαθεί ευκαιρία προπόνησης τέτοια; Ιδιαίτερα τώρα μετά τα εξήντα που το σώμα δεν νογά από φακιρικά, το μυαλουδάκι πεθυμάει μουνάκι νοσοκομέ, η καρδούλα θέλει αγκαλίτσα με ζουμερό χανουμάκι και η ψυχή αναζητά ένα τάγμα Καπουτσίνους να ψέλνουνε μόρτικα το «Ωσαννά, έρχεται ο μπελάς σας»;



ΟΚ ΟΚ I know, πάλι είπα πολλά. (Μα κύριος Θάνατος είναι αυτός, εκπτώσεις τσίπικες και φαφούτικες προσφορές θα κάνω εγώ τώρα;) Τί ο Μέγιστος Αποδυτηριάκιας – κατά κόσμον Νίκος Καραγιαννίδης – δήλωσε κάποτε; «Ό,τι πάρεις μετά τα πενήντα σου, παράταση είναι»! Κι εγώ που στα σαράντα π.χ. τίποτα δεν κατάλαβα, στα πενήντα το «βάρεσα το σκαλοπατάκι». Και στα εξήντα μου – τρία χρόνια παλιά – το «δάγκωσα το κεφαλόσκαλο» ΟΛΟ. Προσοχή λοιπόν αδελφοί: τα μάτια σας ορθάνοιχτα πια κατά όχθη-μεριά, από κει πρόκειται ο Εκλεκτός Κύριος τούτος να έλθει. Μην του πείτε εσείς «Ρε μάι όουν, να κλείσω δυό ακόμα δουλειές, να πηδήξω δυό ακόμη μικρές, να τραβήξω δυό ακόμη μυτιές» γιατί θα σας δώσει μιά με το δρέπανο, που δεν θα συνέρχεστε για τις επόμενες χιλιάδες ζωές σας. Άπαξ και όποτε αρρωστήσετε – όπως εγώ σήμερα-τώρα που είχα χρόνια πολλά «να πέσω τού θανατά» – ευκαιρία λαμπρή θεωρήστε την, ώστε στον... θάνατο να προπονηθείτε. Αραχτοί στην κρεββατάρα σας αρχίστε να παραμιλάτε εσείς ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ, ώστε να μην την συμβία τρομάξετε και σας φέρει τον Ματθαίο Γιωσάφατ να σας ταΐσει κρεμούλα. ΜΟΝΟΣ ΣΑΣ είπαμε, ώστε η πεθερά να μην σας φέρει την Ζωή Κωνσταντοπούλου την διαθήκη σας να υπογράψετε. ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ επιμένω για τελευταία φορά, ώστε το μπιμπελάτο μωρό να μην βάλει τα κλάμματα, να μην τηλεφωνήσει στις φίλες της τσαντισμένο που της χαλάσατε το μακιγιάζ, σας βάλει το τίλιο στα μικροκύμματα και πάει αυτό Μαζωνάκη!


Κουράστηκα γράφοντας τούτες τις εννέα σελίδες. Μιας και δεν παίρνω φάρμακα – αφού θέλω ό,τι περνώ να το περνώ μ' ανοικτά μάτια και καμμένη καρδιά – και εφ' όσον δεν με λένε Κορτώ να «σπρώξω» την κατάθλιψή μου για να πλασσάρω το καινούργιο βιβλίο μου, «χρησιμοποιώ» την όποια αρρώστια ως ευκαιρία αθλητικής κι αγωνιστικής προετοιμασίας, «κι όχι μόνον» απλά. "Devious are the ways of the Lord" – ναι, μα ουδείς ανέγνωσε ζωντανός το εγχειρίδιο τού κυρίου Θανάτου. Έτσι λοιπόν εγώ αποφάσισα να κλειστώ στην σπηλιά μου «αμαναχός» και ν' απολαύσω το προοίμιο κι ιντερλούδιο αυτό, σε μικρή κλίμακα έστω. Και πού 'στε; Ουδείς από γρίππη εψόφησε, μα πάμπολλοι πεθάναν από μαράζι, συμφέρον ή υπολογισμό, επιμονή ή εγωισμό, θράσος ή αλτρουισμό και εσάς σας πληροφορώ ότι ο κύριος Θάνατος – ως τέλειος και αλάνθαστος naginatanin – δεν τα σηκώνει ετούτα. Και τί σας/μας ζητάει μωρέ τελικά; Αυτό ακριβώς που καρφώνει διαπεραστικά-δυνατά ο Τζο Πέσι (as Nicky Santoro), στον ΝτεΝίρο (as Sam Rothstein), στο CASINO: "Be nice. Be nice! Be nice!!!", ειδικά σε αυτόν που θα μας «φάει» τελικά, μια χαρμόσυνη μπουκιά θα μας κάνει αυτός κανονίζοντας την δική μας επομένη-περαιτέρω πορεία.

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018

Διαβάστηκε 2120 φορές Δευτέρα, 05 Μαρτίου 2018 08:58