Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

The Sausalito Quartet (plus intro & exit). Courtesy of Mr. Willy DeVille. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


                                                                                                                                       (NOE 2021)

                                                                                                               

THE SAUSALITO QUARTET, intro

(Welcome to the cave, at the vault, in the den – of men, pen and Zen – my petite miracle, my princess short-of-mirage. )

 

My non-ambitious, but still Madonna-blonde. Μy curvacious, sparkling and small-titted, flesh-wonder. My always smiling, always moist n' lubed, always sexy and horny private-bitch from your sunny California-beach.

(Αυτός ο Παρθένος-χαχαχα, μόνο κωλόγρια Virgω δεν είναι – αφού τόλμησα και κατηγορία ηλικίας «κατέβηκα»: απ' την 40άρα την «κόρη μου», στην 20άρα την «εγγονή μου»! Κι ετούτη η θαυμαστή και λατρευτή τελευταία, άφωνη κι άναυδη έμεινε, απ' το... "Is THIS, a Man?!" Επιτρέψτε μου λοιπόν την χαρά: οι συνομίληκές μου 60άρες είναι λαλημένες οριστικά, οι νεώτερές μου 40άρες είναι λωλές πανηγυρικά και οι νεώτατες 20άρες είναι καυλωτικά λείες.)

'Cause/and it takes ONLY a real n' true, sane n' sage man to appreciate and explore, validate and adore this young beast-of-a-woman, at its pubic twenties-and-best. Making it his life's pilgrimage to enter such a carnal kingdom of Sex – this Spermic Special Stage of our Unending Libidinous Rallye in my bed, on my tatami, under my kamiza, beyond my kypselian sky.

(Άντε μετά, να πιάσει καμμιά χαρτωσιά, ο κάθε πιτσιρικοφούριας, ο έκαστος τριανταφλωραδιάφορος, ο καθημερινός σαρανταβιαγκροτρίφτης. Που κολλημένος στην οθονίτσα – κινητού και ακίνητου – υπολογιστούλη του, τούς λογαριασμούς του κάνει κι αυτός, προκειμένου να κρατήσει ικανοποιημένους τούς εξής τρεις BDSM αφεντάδες ζωούλας του: 1/ τη μανούλα του, 2/ το αφεντικούλι του, 3/ τον εαυτούλη του.)

That's why THE TRUE Virgin Mary is worshipped in Mount Athos. Because only madonnas-in-flesh are loved in urban caves, city vaults, secluded dens. Where unknown and silent masters operate on beautiful and screaming maidens, where rare and humble artisans sow willing and orgasmic virgins, where blind and limp believers canonize innocent and volunteering girls.

(To λαχείο ήδη το έχω κερδίσει εγώ, με το που δεν έχω τραυματιστεί τόσα χρόνια με την μοτοσυκλέττα. Και τώρα, τον Παράδεισο ήδη εγώ έχω επισκεφθεί, με το που έχω θεραπευθεί τόσες ώρες-τόσους αιώνες στα πόδια της, πάνω στην λεκάνη της, ανάμεσα στο στήθος της, μέσα στο στόμα της, μακριά από το μυαλό της.)


[Εννοείται ότι η φωτογραφία τής Alica Schmidt που αναρτώ, δεν είναι τής «δικιάς μου». Αυτής βρίσκεται δίπλα στην κατάνα μου και τα στέφανα, δίπλα στον Παΐσιο και τον Osho, δίπλα στα βιβλία και την διαθήκη μου.]

 

THE SAUSALITO QUARTET, 1/4
Willy DeVille, "Heart and soul"

(Welcome to the cave, at the vault, in the den – of men, pen and Zen – my petite miracle, my princess short-of-mirage.)

 

So old-school and chic-classy, so manly and tender at the same time, so real and precious always. You aside along beyond me, you on top & on hold, in heat & in deep, at bay & at last – like it's going out of style. Me looking at you, talking to you, praying for you.

(Και να πει κανείς ότι ξαναμωράθηκα; ΑΥΤΟΣ ήμουν πάντοτε – οι άλλες είχαν εαυτότσιμπλες στα ματάκια τους, εμμηνόστοκο στα μπουτάκια τους, εγωτσιμέντα στις καρδουλίτσες τους. Και τώρα που χύθηκε η Καλιφόρνια στην Κυψέλη μου, τώρα που ξανθοί-στιλπνοί βόστρυχοι κάλυψαν το Golden Gate Bridge-πέος μου, η φιλόξενη-παρηγορητική πόλη μας έχει ανασκαφτεί εντελώς, η συντριπτική διαφορά ηλικίας μας έχει ανατιναχτεί παντελώς – τέσσερα χείλια ραμμένα-σφικτά, τέσσερα χέρια πλεγμένα-δετά και τέσσερα πόδια που πια γη δεν πατάνε.)

«Every night I have the same recurring dream / There you are dressed so fine standing next to me / Just you and me in a church of old, standing hand in hand»

(Τα αληθινά δώρα δεν τα φέρνουν ούτε οι μάγοι, ούτε τα άστρα, ούτε το κάρμα. Τα εκλεκτά δώρα έρχονται ΜΟΝΟ σ' εκείνους που ξέρουν – και το 'χουν πληρώσει βαθιά ακριβά – να περιμένουν ν' απογοητεύονται, να πικραίνονται να πονούν, ν' ανασαίνουν ακόμα-κι-ιδίως εάν επιμένουν. Τα δε σαρκικά δώρα καταφθάνουν αιφνίδια και ως δάφνης στέφανος κρεμιούνται στο στέρνο ΜΟΝΟ των ταπεινών, των γονυπετών, των σιωπηλών και των δυνατών τής Αγάπης.)

«I look into your eyes, they say a million things / Cathedral bells, they start to ring / And you are mine / You are mine / Forever and ever (Ηeart and soul)»

Μάτια; Κόλπου τού Ρίτσαρντσον και όχι μιας Αδριατικής αλμπανοϊταλιάνας, ξεφτίλας. Χείλια; Ειρηνικού και όχι μιας Μεσογείου μεσόκοπης, νευρωτικής, αλανιάρας. Στόμα; Ατλαντικού και όχι μιας Ευρώπης κατινοπαρφουμέ, ψεύτρας. Και σώμα, U.S.-prime και όχι υπερτιμημένοι κατιμάδες γραικοί, κάτι σε φεμινότρομπες, τηλεπολυλογούδες, αρχιδοθραύστριες.

«You promised me with just a kiss, in a slow embrace / You promised me, like I promise you: 'Stand by me, I'll stand by you' / I wanna hold you close, say soft and low that you're all I need»


(Χαράματα, πιο σκοτεινά κι απ' ατομική έκρηξη. Μεσημέρια, πιο φωτεινά κι από μεσάνυχτα σε υπόγειο θησαυροφυλάκιο. Πρωϊνά, πιο ράθυμα κι από σιέστα Μεξικάνων τον Αύγουστο και βράδυα, πιο σπηντάτα κι από ντήλι Κολομβιάνων Δεκέμβρη. Χρόνος; Απ' το πότε ως το ποτέ. Χώρος; Απ' το πουθενά έως το όπου. Μόνον εμείς και κανείς έτερος, άλλος ουδέτερος, αρσενικός θηλυκός. Οι ρυτίδες μου ρουφάνε το κολλαγόνο σου, το γλαύκωμά μου διαλύεται απ' το γέλιο σου, ο προστάτης μου γίνεται παιδικός θύμος αδήν και τα μαλλιά μου πάλι ξανθαίνουνε, κατσαρώνουνε και μακραίνουν.)

«If I only kissed you once / And never really possessed your love / I shurely would go mad»

(Ευτυχώς, στάθηκα πολύ πιο τυχερός από τούτο: απ' την μία φορά τού φιλιού. Απ' τις δέκα φορές τού γαμησιού. Απ' τις χίλιες φορές τού οργασμού. Κι απ' τους αιώνες τής αταλάντευτης ευτυχίας. Γιατί όταν έχεις Ανάγκη μεγάλη, η Τύχη είναι μικρή ιδιότροπη και στυφή. Κι όταν έχεις Ανάγκη μικρή, η Τύχη που σ' επισκέπτεται είναι μεγάλη, κατακλυσμική κι αποκαλυπτική, Γένεσις και Έξοδος μαζύ, Αριθμοί και Δευτερονόμιο ταυτοχρόνως – το Λευϊτικό δεν χρειάζεται, στην ποινή των βλάσφημων αναφέρεται κι αυτωνών «το 'χουμε δει το έργο», ήδη καλά κι ακριβά.)

Μe, your grand-daddy and you, the chiquita del sol. You, the pin-up doll on my kidneys and me, the thirsty arrow shot n' nailed in your womb. Us, with no distinction, separation, confinement, fetters and chains. Just two souls – an old female-one and a young male-one – lying under the cement stars, the cloudy heavens, the celestial gardens of Love.

 

THE SAUSALITO QUARTET, 2/4
Willy DeVille, "Mixed up, shook up girl"

(Welcome to the cave, at the vault, in the den – of men, pen and Zen – my petite miracle, my princess short-of-mirage.)

 

So sweet, when this rosy-flesh body sleeps and snores. Drops of lemon-saliva dripping from a pearly mouth, her fingernails tremble n' rattle while dreaming and I am wasting and kicking and killing my rest-of-this-life away – just looking staring eyeing this young and glowing and hot statue lying in my bed.

(Τσιμουδιά έκτοτε η σπηλιά μου δεν έχει βγάλει. Έχουν παγώσει της τα τοιχώματα, το gi αιωρείται ανάλαφρα, ακολουθώντας το εκκρεμές τού πυγμαχικού σάκκου. Ο γάτος Μίστερ Κοχί τον αέρα οσμίζεται, στο γιατάκι του αναδεύει τανυέται προσηγορεί, η καφφετιέρα σταθερά χουρχουρίζει και τον χώρο ευωδιά, η sambuca πάντοτε παγωμένη μάς περιμένει. Έχω καμμιά δεκαριά αιώνες να κοιμηθώ – ποιός ο λόγος;)

«Candle lit, and my eyes are slits / Jumpin' now, paper clip / Make a move, sail a ship / Tap it in, ruby lips / She's a mixed up, shook up girl»

(Το να ζεις με έναν ΑΛΛΟΝ άνθρωπο – άσε δε μια γυναίκα, χώρια δε μια νέα γυναίκα, δεν μιλώ καν για ένα παιδί-με-μουνί – είναι μια μαγεία που φροντίζω να κρατώ φυλαγμένη κι αμόλευτη, σπάνια κι εκλεκτή, ιερή θεϊκή. Ζω έντονα κάθε λεπτό κάθε στιγμή, ακόμα κι εκείνες που η μικρή κομμωτήριο έχει πάει, ιδιαίτερα όταν πίνει καφφέ με τις φίλες της, κυρίως όταν μιλά με τις ώρες στο κινητό της με την μαμμά, τις φίλες της-πάλι και καναδυό φίλους της – όχι και τόσο «φανατικούς» όπως τούς λέγανε κάποτε, και τώρα άπαντες έχουν γίνει πτυχιούχοι τού Ι.Ε.Κ. ΛΟΑΤΚΙ+.)

«Take a breath, in the night / Hurry over, she said / But there was no one in sight / Now break away, is in her eyes / You know that little girl, she cut me deep / Inside out»

«Βιάσου, άντε, ξεκόλλα επιτέλους απ' το γραφείο σου» μού λέει και αμέσως μετά, αφού στρογγυλοκαθίσω εγώ μέσα της-στα βαθιά, μού πετά «Μην κάνεις έτσι σαν λυσσασμένος μωρέ, πώς κάνεις έτσι;» Όταν την παίρνω στα χέρια μου, την πιάνω στα χέρια μου, την λυώνω στα χέρια μου – με ύψιλον είναι το σωστό ερωτικό ρήμα κύριοι – την χύνω τόσο πολύ, που μένει η Κυψέλη από νερό, από σπέρμα ο Ρeter North κι από βροχή ο θεός Μανιτού των Ινδιάνων.)

«Got me so strung out / I don't know what to do / She's a mixed up, mixed up, shook up girl / She's a mixed up, shook up girl»

(Το αληθινό όνειρο επί γης είναι, όταν στραβώνει και τσακωνόμαστε. Όταν θυμώνει, που να γαμιόμαστε σταματάμε και μόλις πάλι ξεκινήσω εγώ, σηκώνεται τούτο το εκθαμβωτικό πλάσμα τής Καλιφόρνια, για να φτιάξει μακαρονάδα. Ή σαλάτα. Ή cheese-cake. Ή αφού αποτύχει πανηγυρικά και στα τρία, έχει μάθει να παίρνει delivery – κυρίως κεμπάπ με κετσάπ και ταμπάσκο – και να βγαίνει μάλιστα στην πύλη-σπηλιάς με το διαφανές και κοντό και παρτό baby-doll της, για να παραλάβει. Μέχρι να την μαζέψω εγώ.., ο αποσβολωμένος ντελιβεράς τής έχει δώσει τα φαγητά, δεν έχει δεχτεί καν λεφτά κι εκείνη – όπως ήτανε η μουρλή – βγήκε στο πεζοδρόμιο σχεδόν-γυμνή, για selfie μαζύ του!)

«Fill me now / And though you're gone away / I know not forever / Why don't you just come over here and tell me, baby / Is it over now?»

(Αυτοί-όλοι-εκείνοι που προφασίζονται την τερατώδη-χαοτική-ασύμφορη και καταδικαστική διαφορά ηλικίας μας, δεν θέλουν να δουν ότι ΜΟΝΟΝ ο ενεργός γηραιός μπορεί να οδηγήσει την άγουρη νέα: χωρίς βιασύνη και με λειτουργική επάρκεια, δίχως επιδεικτική προχειρότητα και αποδεικτική κυριαρχία. Με πολύωρη γλυκύτητα, βραδύτητα διεγερτική και τέχνη απαράμιλλη ο «παλιός» θα ξεδιπλώσει Κοράνι και Κάμα Σούτρα, Βίβλο και Κχατζουράχο, Τάο Τε Κινγκ και τ' απομνημονεύματα τής Μοάννα Πότσι στα μάτια τα χέρια και το κορμί, στα πόδια λεκάνη και το μαλλί, στο στόμα την πλάτη και τις βουβώνες τής εικοσαετούς κούκλας – που ποτέ ηλικία αυτή καν δεν έχει.)

«She's a mixed up, shook up girl / Got me so strung out / I don't know what to do / She's a mixed up, mixed up, shook up girl...»


(Δεν υπάρχουν και πολλά για να πεις, με τούτην την κόρη των Ηνωμένων Πολιτειών, (που ουδέποτε ενώθηκαν-αληθώς τούτες). «Άσπρο» λέω εγώ ο τυφλός-γλαυκωματικός και «μαύρο» αμέσως θα πεταχτεί να με διορθώσει ο ξανθός πειρασμός – που δεν πειράζει αυτός, μα επιμόνως κολάζει, (με την τιμωρητική έννοια). «Να βγούμε, να σηκωθούμε απ' το κρεβάτι και λίγο» θέλω εγώ ο στραγγισμένος-νεκρός και «Γιατί; Δε σου σηκώνεται άλλο, μετά την πέμπτη φορά;» αμέσως θα πεταχτεί να με ψέξει ο σταράτος ο κολασμός – που δεν κολάζει αυτός, μα επιμόνως πειράζει, (με την ναζιάρικη έννοια).

«She's a mixed up, shook up girl / Got me so strung out / I don't know what to do / She's a mixed up, mixed up, shook up girl...»

(Κι όταν περπατάμε έξω μαζύ, οι ευκάλυπτοι τής Φωκίωνος Νέγρη γέρνουν και μάς χαϊδεύουνε, οι φοίνικες τής λεωφόρου Ποσειδώνος θροΐζουν και μάς τραγουδούν. Κρεμιέται ένα balcony-bra κι ένα satin-thong στο τρεμώδες το χέρι μου, τα μαλλιά της μέσα στα μάτια μου αλλυχτούν και το ένα της χέρι χουφτώνει παθιάρικα το ένα μου κωλομέρι. (Το πιστόλι, το 'χω απ' την άλλη πλευρά.) Μασάει τσίχλα γελά και μιλά στο τηλέφωνο, τριποδίζει καλπάζει και βαδίζει ταυτόχρονα, χορεύει πηδάει κλωτσάει en même temps, με φιλάει με χτυπάει και με δαγκώνει επίσης. Πεινά διψά και κρεβάτι θέλει ξανά, νυστάζει βαρυέται αδιαφορεί, πέφτει σε κατάθλιψη, ανέρχεται στα ουράνια και ξανά θέλει να το κάνουμε στο παγκάκι – κυρίως, μόλις περάσει το σχολικό κι αφήσει τα λαλημένα πιτσιρίκια με το στόμα ανοικτό, οι μανούλες να δεις πόσο δεν τούς αρέσει.)

«She's a mixed up, shook up girl / Got me so strung out / I don't know what to do / She's a mixed up, mixed up, shook up girl..

(Έχω αλλάξει και δέρμα και προπαντός μια ζωή, και συνήθειες και πολλές κουβέντες. Έξωση τούτο το δίποδο-δίβυζο-δίχειλο «εργαλείο κοπής» μού 'χει κάνει απ' τον ίδιο μου εαυτό, τέτοιαν που για να την πετύχει κανείς – έστω για λίγο, έστω για γεύση – χρειάζεται σαράντα χρόνια να πάει να κάτσει ως μοναχός, ανάμεσα Όρος και Λάσα. Δεν διέθετα ποτέ άμυνες, αντιρρήσεις, διαφωνίες μπροστά στο σεξ, στον έρωτα, στην αγάπη. (Και σε άπαντα τα υπόλοιπα που συνοδεύουνε και τυλίγουν, στηρίζουν και φωταγωγούν, στυλώνουν και λειτουργούν ετούτες τις τρεις ΜΟΝΑΔΙΚΕΣ λέξεις.) Κι ιδιαίτερα τώρα που επέπεσε το Sausalito στην έρμη την Κυψέλη μου, πλημμύρισε το Richardson bay την πλατεία Κανάρη μου – εγώ απώλεσα εαυτόν, το γκάζι παρέδωσα, φρένο δεν είχα ποτέ μου.)

They say that maple-leaves die soon and young. They keep their thin lips, but forget to mend broken hearts – what a miracle these days! All my prayers were instantly answered the moment – and the aeon – that I saw you, that you met me, that we stopped separately existing. Time and Space mean no thing now, 'cause we've been face-to-face, body-to-body, breath-to-breath.

And that's ALL, in ONE name: Paradise.

 

THE SAUSALITO QUARTET, 3/4
Willy DeVille, "Stand by me"

(Welcome to the cave, at the vault, in the den – of men, pen and Zen – my petite miracle, my princess short-of-mirage.)

 

Loving, is a gentle man's affair, not his business though. Caring, is a violent girl's business, not her affair then. Caressing, is the male's mission, not emission at most. And hitting, is the female's transmission, not function at least. Both of them, boy and woman, "le vieux" and "la rubia" have their personal Iliad to sustain, Odyssey to maintain – let alone an Argonauts' nightmare.

(Όταν κρεμιέται ένας στηθόδεσμος σε μια ολυμπιακή μπάρα, ξέρω πως είμαι στον σωστό δρόμο. Όταν δίπλα στην θήκη με το πιστόλι μου πάει ετούτη και ακουμπά το... πιστολάκι μαλλιών της, ξέρω ότι έχω κάνει ακόμη-ένα μέγιστο λάθος μου. Και όταν είκοσι-και-επτά ζωδιακοί Μάηδες και ωροσκοπικοί Νοέμβρηδες με παρακαλούν να πάρουμε τ' αυτοκίνητο – αντί για την μοτοσυκλέττα – επειδή την «χτυπήσαν οι γόβες της», ξέρω ότι η κλεψύδρα δεν αδειάζει την άμμο της πια, αλλά γεμίζει φυσίγγια τoν γεμιστήρα τού θεού Χρόνου.)

«When the night has come / And the land is dark / And the moon is the only light we'll see»

(Ακόμη ένα θεϊκό δώρο, ένα αντίδωρο εύγευστο, ένα χάδι των ουρανίων είναι να βλέπω στο σκοτάδι εγώ. Πλέον. Παρ' όλα τα γλαυκωματικά μάτια μου, την αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, την εγχείριση καταρράκτη, την υψηλή ενδοφθάλμια πίεση και την ασύμμετρη μυωπία – όταν το σαρκικό Sausalito απλώνεται-τεντώνεται-ξεδιπλώνεται στο κρεβάτι μου, εγώ μέσ' στα μεσάνυχτα βλέπω. Γιατί δεν χρησιμοποιώ πια οφθαλμούς-μάτια-οπτικά νεύρα, αρπάζομαι απ' την ήβη της και οσμίζομαι την οχεία, έρπω στο όρος τής Αφροδίτης της και προσκυνώ τα εμά θεία, κατρακυλώ στο δίπυλο στήθος της μέχρι να φθάσω γονυπετής στoν λάκκo λαιμού της. Εκεί όπου συχνάζει ο ιδρώτας της, εκεί όπου υποφώσκει η κουβέντα της, εκεί όπου κοιμούνται οι ερινύες της.)

«No, I won't be afraid / No, I won't be afraid / Just as long as you stand / Stand by me»

(Ναι – φοβάμαι όμως, το λέω το παραδέχομαι. Φοβάμαι αυτή την ματιά που σκορπίζει αδιαφορία και παγετό, εκείνη την λύσσα που κρύβει οδύνη και συρφετό, ετούτη την μανία που μαστιγώνει επιθυμία και τιμωρία. Όσο και να σταθώ δίπλα σου, όσο και να μείνω ισχυρός και σκληρός μέσα σου, όσο τρυφερός μαλακός να σε τυλίξω απ' έξω – άάάλλος είναι ο διώκτης σου, άάλλη είναι η νέμεσή σου, άλλο είναι το δικό σου μαρτύριο. Οι άνθρωποι έχουν «αλλοτρίας υπηρεσίας κι υποχρεώσεις» – καταπώς στηλιτεύουν και θεσμοθέτουν τα Νομικά – και του μεγίστου Κανόνος Ζωής και απαραγράπτου αυτού, έτερος είς δεν χωρά δεν υπάρχει.)

«So darling, darling / Stand by me / Oh, stand by me / Oh, stand / Stand by me»

(Πώς το λέει ο Σπρινγκστήν; «Δεν υπάρχει καμία ντροπή να παρακαλάς. Να πέφτεις στα γόνατα, να αιτάσαι και να ζητάς» – όχι να αιτιάσαι. «Μερικές φορές δουλεύει αυτό, μα τις περισσότερες όχι» συμπληρώνει τ' Αφεντικό κι εκείνος φυσικά ξέρει τί λέει. Αυτός που δεν ξέρει τί κάνει είμαι εγώ, που προσπαθώ να σε βγάλω απ' Αυτό, την ώρα και την στιγμή, τον αιώνα και την ποινή που εσύ Το έχεις Αυτό σφιχτά κι εγωϊστικά, απονενοημένα κι αρπακτικά στις φλέβες σου χύσει. Ορθώνω το γηραιό μα γυμνασμένο μου ανάστημα και σ' ένα αιθέριο πέταγμα τού δικού σου εσώρουχου, αποσύρομαι στην φωλιά μου. Βάζω τις διαμήκεις κι αποστολικές μου φωνές και σ' ένα βαρυεστημένο γράφημα τού κραγιόν σου στον καθρέφτη μου πάνω, κρύβομαι στα βιβλία μου. Είναι φορές και στιγμές που η σιωπή δεν έχει τίποτα να μάς πει και η φλυαρία είναι αδολεσχία, χειρότερη κι απ' την αιδοιολειχία.)

«Stand by me / If the sky that we look upon / Should tumble and fall / Or the mountains should crumble in the sea»

(Πόσες φορές δεν βρεθήκαμε στο «σημείο μηδέν» πάλι; Πόσες φορές δεν βουλιάξαμε στο «ground zero» ξανά; Οι άνθρωποι, πάντα δίψα κι ανάγκη, πείνα και πόθο, λύσσα επιθυμίας και παύση φρενών για κάποια ουσία θα έχουνε – είτε αυτή λέγεται Χρήμα ή Εξουσία, Τζόγος ή Ναρκωτικά, Ψέμμα ή Πορνεία, Οπλεμπόριο ή Δουλοκτησία. {Τα κεφαλαία στις λέξεις τα βάζω εγώ, γιατί αυτό που τρέφει τον έρποντα και τυφλό σκώληκα μέσα μας είναι η επιδεικτική αυτομαστίγωση, η μαζοχιστική εκμηδένιση, η τυραννική ευκολία.} Να σε πιάνω απ' το χέρι και να μού πέφτει το πόδι σου, τα κεφάλι να σού κρατώ και η πλάτη σου να εξέχει από τον νιπτήρα. Τα σωθικά σου να ξερνούν όξος ζωής και χολήν βίου – δεν είναι όλα τυχερά κι απαστράπτοντα εκεί στο Richardson Bay, δεν είναι όλα βολικά κι εύκολα εδώ στον Ελικώνα των Αθηνών.)

«I won't cry, I won't cry / No, I won't shed a tear / Just as long as you stand / Stand by me»


(Κανονικά, αυτά που σού είπα εγώ, εσύ θα 'πρεπε να μού έλεγες, από στήθους να τά 'χεις. Και όλα εκείνα τα ποτάμια ύβρεων, τους οχετούς λατρείας και τους πίδακες τής απόγνωσης που με στόλισαν δια της επιτήδειας γλώσσας σου – όχι μόνο στο deepthroat – έπρεπε φυσιολογικά να σ' τ' αναστρέψω και να τ' αναπέμψω εγώ. Μα δεν είμαστε όλοι μας-ίδιοι σας στην ζωή: η εξαίρεση είναι πάντα υπομονετική-σιωπηλή, υποχωρητική-δυνατή, φιλόστοργος και διακριτική, ανυποχώρητη και γενναία. Αν εσύ ήθελες «το δικό σου» πάντα να γίνεται, το αυτό επιθυμούσα κι εγώ: έτσι μπερδεύτηκες, έτσι το έχασες, έτσι εξαφανίστηκες και εχάθης, αφανίστηκες κι εξαϋλώθηκες.)

«So darling, darling / Stand by me / Oh, stand by me / Oh, stand / Stand by me / Stand by me»

(Δεν είσαι πια εδώ και ο ρόλος τής αρσενικής Καρυάτιδας μού πάει και τον αντέχω εγώ, όταν έχω βέβαια ένα Ερέχθειο για να κρατώ, να τιμώ. Ο ρόλος τής πεοφόρου Κασσάνδρας μ' αρέσει και τον εκτελώ, αρκεί βέβαια ένας Τρωϊκός πόλεμος μπροστά μου να μην εκτυλίσσεται «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν ακόμη πουτάνα». Κι ο ρόλος τού σάμουράϊ ευγενούς μού ταιριάζει και να τον στηρίξω μπορώ, αρκεί να μην πετιέται στην λασπώδη Σεγκικαχάρα αυτός, για τις αστείρευτες βλέννες και τις διψασμένες βελόνες μιας Κίρκης Αμερικής, μιας Σειρήνας Ειρηνικού, μιας Γοργούς τής Καλιφορνίας. Πώς επέζησα; Έκανα ασπίδα την γλώσσα μου, πανί την ψυχή μου και το κορμί μου πνοή, όταν εσύ ένα πρωί απογειώθηκες και εξαφανίστηκες αιφνιδίως αφήνοντας έναν μισοπιωμένον καφφέ, το στρινγκ σου περασμένο στο πρωϊνό πέος μου κι αδειανή την πιστωτική μου την κάρτα.)

Sex, isn't supposed to be, THIS. Eros, isn't supposed to be, THAT. Love, isn't supposed to be, THEM anyway. The long thread-like trace between you and me will last "Forever 'n ever", as yours-truly Willy DeVille sang. The short red-flake mace in you, but away from me will last but a shot, as nobody will sing all the way. So beware my petite doll of memories lost but not found, experiences new-found but run-aground, tastes of testes prohibited and inappropriate, demonic insane, condemned in flame but making you lame.

Nobody will EVER tell you ALL these, but I guess this is me – talking to you beyond words, away from punishment and towards redemption.

 

THE SAUSALITO QUARTET, 4/4
Willy DeVille, "Just to walk that little girl home"

(Welcome to the cave, at the vault, in the den – of men, pen and Zen – my petite miracle, my princess short-of-mirage.)

 

Candies are your favorite, but not sports, (being a cheerleader). Fellatio is your favorite, but not cunnilingus, (being a protestant). My books were your favorite, because they are written in "kypseliotika", (not your Cali-slang). My looks were your favorite, because you have called them "aparadekta", (not your hommies-argot). Being these as they may, I can't but agree and undersign Willy's lyrics and words, (not his destructive addiction of course.)

(Πώς κατάλαβα ότι το «Χιούστον» έχει «πρόβλημα»; Όταν σού πρότεινα μια ταινία γι' απόψε κι εσύ προτίμησες μπαρότσαρκα, κόσμο πολύ και ξύδια μέχρι πρωΐας. Πώς δεν κατάλαβα ότι το «Χιούστον» έχει πολύ «πρόβλημα»; Όταν σού πρότεινα μια εκδρομή κι εσύ προτίμησες ταινιούλα στο σπίτι. Θέλοντας λοιπόν – γι' ακόμη μία φορά – να σ' ευχαριστήσω πολύ, είδαμε μαζύ το «SIN CITY» τού άπαιχτου καρτουνίστα Φρανκ Μίλλερ, μ' εκείνο το ασυναγώνιστο cast πρωταγωνιστών.)

«It's closing time in this nowhere café / There's no way in the world, I'm gonna let that girl / Let her slip away / No I can't explain, just what's happening to me»

(Έβλεπες την ταινία, μα απουσίαζες. Κοιτούσες την οθόνη, μα ήσουν αλλού. Γελούσες όταν οι ηθοποιοί κλαίγανε και βούρκωσες, όταν τα τρανταχτά γέλια έβαλε ο Μίκυ Ρουρκ. Κι όταν μάλιστα η Goldie-σε-Χρυσούλα, ξανθή-ηρωΐδα-παιδούλα είπε στον πουρό και πυροβολημένο Μπρους Γουΐλλλις «Σε χρειάζομαι»... εκεί πνίγηκες, έβηχες κάνα τέταρτο, σηκώθηκες να ρίξεις νερό στο πρόσωπό σου για να συνέλθεις.)

«But there's nothing that I wouldn't do / Just to walk that little girl home»

(Όπως τόσες λίγες φορές μαζύ περπατήσαμε και άφησες τον εαυτό σου να πατήσει επιτέλους ελάχιστα, στην αθηναϊκή γη. Σε αγκάλιαζα κι όλο έφευγες, πήγαινα να φέρω από το περίπτερο δύο μπύρρες και κοιτούσες γύρω σου, λες και θα 'ρχόταν ο νταβατζής-πούσερ σου, στις μάπες και τις πούτσες να σε πλακώσει. Έφευγα για να πάω στον στίβο για τρέξιμο και μ' αγκάλιαζες στα μάτια κοιτώντας με, λες και θα 'ρχόταν ο βιαστής-φάδερ σου, στις μάπες και τις πούτσες να σε ξαναρχίσει.)

«Her flashing smile, her searching eyes / Oh a promise it seems of having all of my dreams / Finally realized»

(Σαν να έφαγες ξαφνικό μα δικαιολογημένο κόλλημα με αυτήν την ταινία. Τρώγαμε μεξικάνικο απ' τα χέρια σου, όταν σταμάτησες και μού είπες σοβαρά -κατάκαρδα-απειλητικά... «A young woman dies, an old man lives»... Κι όταν σε ρώτησα εγώ «Τί εννοείς;», με ενημέρωσες πως ντουμπλάρισες τούς διαλόγους τούς άλλαξες, εσύ-μόνο-μόνη ήξερες την αλήθεια, καθώς και το τέλος. Μας.)

«No there's nothing that I wouldn't do / Oh there's nothing that I wouldn't do / Just to walk that little girl home»


(Γέλασα τότε, μα έγινα πτωχότερος τώρα, απόλυτα πλουσιότερος μελλοντικά. Πάντα οι εικοσάχρονες στάζουν πυριφλεγή κουταμάρα κι αέρα ζωής, πετάνε αμετακίνητη παπαριά και χρησμούς χαρτορίχτρας, διακινούν τηλεοπτικά σκουπίδια και ατάκες τού διαδίκτυου αφήνοντας πίσω τους – στα μάτια τού έμπειρου – την αιδοιακή ουρά ενός κομήτη μητριαρχικού, θεσπεσίου. Πάντα οι κοντά-στα-τριάντα κούκλες-πανούκλες τινάζουν μια ζωώδη και ανεξέλεγκτη δύναμη, μια σαρκική έκσταση κι αδιαφορία αξιών, τιμών ψάξιμο και τσιγκουνιά αισθημάτων αφήνοντας πίσω τους – στα μάτια τού έμπυρου – αποδοχή και ανυποχώρητο, χαστούκι και διδασκαλία, υπόδειγμα δύναμης και κατάθεση γλύκας.)

«But I'm telling you there's nothing that I wouldn't do / No there's nothing that I wouldn't do / Just to walk that little girl home»

(Το άδειο κρεβάτι ποτέ δεν με πείραξε – ο αποστολικός ο εργένης, ο ευγενής ασκητής, ο προσεκτικός καλλιεργητής και ο εραστής σπάνιος ξέρει ότι μετά τον χιονιά θα βγει ο λαμπρότερος, καλύτερος, θερμότερος ήλιος. Η μισοπιωμένη κούπα καφφέ, ούτε τούτη με πείραξε – ο δοκιμασμένος θηλυκών λάτρης, ο σεπτός κυρίαρχος των νεφρών και ταπεινός προσκυνητής των μαστών, ο επαγγελματίας χαϊδευτής-ολονυχτίς των αρωματικών σου μαλλιών ξέρει ότι μετά την βροχή θα βγει ο σκληρότερος, διαφανέστερος, εκτυφλωτικότερος ήλιος.)

«No there's nothing that I wouldn't do / / Oh there's nothing that I wouldn't do / Just to walk that little girl home»

(Η Ζωή είναι μοιρασμένη ανάμεσα στους κουτούς ζωντανούς και τους πανσόφους νεκρούς – οι γυναίκες βρίσκονται στο μεταίχμιο, γι' αυτό κάνουνε επικές μαλακίες κλαίγοντας και εγκλήματα χαμερπή χαμογελώντας. Και μού πήρε ολόκληρη την δική μου ζωή για να αποδεχθώ τον Κανόνα της Βασικό, που λέει ότι «Δεν υπάρχουν κανόνες». Ούτε καν επιθυμίες καυτές, ούτε καν ανάγκες πολλές, ούτε καν ένα χέρι να πιάσει ένα άλλο. Στην Ζωή κυβερνάει η Τύχη κι η αρπαγή, η Ανάγκη και η πληγή, η Βία κι ο Δείμος, η κωμωδία κι η θλίψη. Την ζωή σου την κυβερνούν η Αδράστεια και η απληστία, ο εθισμός ο μαζοχισμός, η Νίκη κι ο Τρόμος, η τραγωδία και η κατάθλιψη.)

«But there's nothing that I wouldn't do / Just to walk that little girl home»

(Όσο κι αν προσπάθησα να σε κρατήσω εδώ, εσύ ήρθες άπιαστη και φευγάτη. Όσο κι αν πάλεψα να σε καρφώσω στα χέρια μου, εσύ απουσίαζες – και στην κοιλάδα, και στην κορφή. Όσο κι αν αφιερώθηκα την βελόνα να ξεκαρφώσω απ' τα χέρια σου, εσύ ήσουν λυσσασμένα παρούσα – και στον αιώνα, και στην στιγμή. Και όταν εγώ παραιτήθηκα και σού επέστρεψα εις το ακέραιον την ευθύνη και το τιμόνι σου, το φρένο-πρώτα και το γκάζι-μετά τής δικής σου ζωής, εσύ είχες ήδη βγάλει εισιτήριο για Παρίσι. Κι από κει Καναδά. Και μετά για Καλιφόρνια – όπως στόλισες κατόπιν το timeline σου – με μόνο σκοπό να το δω και να τρέξω ξοπίσω σου λαχανιασμένος καυλωμένος υποταγμένος.)

Sugar ripens in the cane for days n' months, but it takes a machete to put it in your coffee. Poison boils in your liver for years n' aeons, but it takes a kiss to put it in your heart. I've tried both, for you and you only – but that made you so scared, that you turned my body n' soul to a spring-board, diving again into your cocaine-hillies. THAT was my «black flag n' red line": drugs and narcotics sting and bite the body, fetter and cheaptrick the mind, extradite and persecute the heart, condemn and execute souls – to name, but these few of their sin-shit virtues.

What did the Boatman not say? "Pain is the ego leaving your body. And love is pain leaving your life." – Onegaishimasu my Sensei, just tell that Sausalito-blonde to hang her name on my cross, tie her blame on her boss and dye her fame on their loss.

 

THE SAUSALITO QUARTET, exit

(Say "Good-bye" to the cave, to the vault, lest it be den – of men, pen and Zen – my petite miracle, my princess short-of-mirage.)

 

Your days here were numbered by your name and fame, your tears and fears, your ego and self. My days here are numbered not though, because they are already numbed. We had «Μany rivers to cross», but there was no boat-no raft-no piece of wood adrift other than our genitals to save us ashore.

(Όταν τελειώνεις μια «σχέση» εσύ, η σχέση αυτή δεν τελειώνει ποτέ: κυκλοφορεί και περπατάει κουτσή και κουλή, μ' ανοιχτές τις πληγές, χαίνοντα τραύματα που όζουν και στάζουν. Μιλάς καθόλου για τούτην πολύ, σιωπάς για την αγάπη σου αυτήν σαν να μην υπήρξε στιγμή, κοιμάσαι συνέχεια ακόμα κι όταν εσύ τρως, κάνεις μπάνιο, γαμιέσαι. Μα ένα δεν έμαθες: πως τίποτα δεν πεθαίνει ποτέ, άπαξ και δεν πεθάνεις εσύ πρώτα. Back-track λοιπόν: Όταν εσένα σε «τελειώσει» η σχέση, τότε αυτή έχει τελειώσει σωστά: κυκλοφορείς και περήφανα περπατάς, τα πόδια σου χρησιμοποιείς για να την ταξιδεύεις ακόμα αυτήν και τα χέρια σου εκμεταλλεύεσαι, για να την λατρεύεις αυτήν πάντα. Τα τραύματα έχουν κλείσει σωστά, κάθε στιγμή και φορά που το όνομα τής αγάπης σου θα προφέρεις, ανθοί πέταλα και αρώματα πτητικά σε λούζουν και σε στολίζουν. Κάθε φορά που το ίαμα τής ανάμνησης θα φέρνεις στα χείλη σου στο μυαλό σου, σταγόνες βροχής-νιφάδες χιονιού-κύμματα πέλαγους σε αγκαλιάζουν και σε ζεσταίνουν.)

I don't blame you, 'cause you were my Dame. Those to blame lie under your skin, you carry them everyday like a burden n' cross – of which I wrote, and that I denied to carry for you. Let's be true and frank now, no one's gonna be hurt – the Atlantic is calm, your Bay is warm, your bed-sheets are dirty and my mail won't come. Being of German descent, your life was prescribed: a father with a Nazi past, a mother been a Polish agricultural beauty. Your daddy was raping you till you bled, not from your period, but through your eyes. Your momma was hushing you, till you stuffed your soul with stinky cum and unspeakable terror. Your family was killing you, till you fled for the first time, with that Italian capo n' stud, who sold you sharp n' cheap to his buddies... for a night's drinks! Beware my anthem of lace – History has no eyes for kittens like you, crossing carelessly highways and racetracks, not knowing how to walk or even drive.

(Ποιό είναι – και θα 'ναι πια πάντοτε – το τραγικά αστείο; Ότι εγώ έχω γράψει «τα τρία μι» και εσύ ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να τα διαβάσεις. Όχι γιατί είναι γραμμένα σε άπταιστα «kypseliotika», αλλά γιατί κάθε φορά που ξεκινούσα ένα κεφάλαιο-μία σελίδα-μία παράγραφο να σού διηγηθώ, εσύ σηκωνόσουνα για κατούρημα, αρπαζόσουν για δάγκωμα από τα χείλια μου, τον πούτσο μου άρπαζες να τον δαγκώνουν τα χείλη σου σε απόγνωση, σε αποδρομή, σε αποφυγή, σ' ένα ξόρκι. Notam εδώ: σού άρεσε να χτυπάς – χαχαχά, ποιάν μωρέ μού θυμίζεις; – ενώ δεν σ' άρεσε να σε γλείφουνε, καύλωνες να σε δέρνουνε μα ξενέρωνες όταν σε χάϊδευα, έχυνες να σ' έχουν δεμένη και να σφαδάζεις απ' τους πόνους ηδονικά, ενώ κάθε φορά που με την γλώσσα μου οργασμικά σε ανάσταινα, εσύ σφιγγόσουν έτρεμες και φοβόσουν. (Πιό «ανάποδα τα καλώδια» δεν θα μπορούσαν να σού 'χουνε βάλει αυτοί και να έχεις μ' αυτό εσύ βολευτεί.) Εμ γι' αυτό έξυπνα κι από νωρίς, κολπατζίδικα κι εφφετζίδικα, αδιάφορα εκδικητικά κι αυτοκτονικά το πέος με την βελόνα αντικατάστησες, το σπέρμα με το αλκοόλ σου αντάλλαξες, το ξύλο αντί για το χάδι το προτιμούσες.)

Your favorite place in my home was my vintage stereo-system: you've been sitting for hours there, semi-dressed and semi-naked, frozen and hot, dry and humid listening again-and-again tο my records – of which artists you just chose THIS one: Willy DeVille. «The slick Pope of filthy Greenwich Village» was your man, the apostle of chemicals and strings was your shepherd, this William Paul Borsey Jr. was your master n' teacher at most. (All I could do was cover you with my Indian rug, bring you endless cups of French-roasted boiling-coffee and empty the non-filters ash-tray by your immovable beautiful legs.)


(Έτσι ξαφνικά που επέλασες στην ζωή μου, τα βρήκες άπαντα ανοικτά και τα γκρέμισες όλα. (Ποιά μωρή τρελλή; Τα χαλάσματα;) Έτσι ξαφνικά που οι 27 Μάηδες και Νοέμβρηδές σου φύσηξαν καταπάνω μου το πύρκαυλο χνώτο σου και μού σωτάραν τούς όρχεις σε δευτερόλεπτα μέσα. (Ποιά μωρή ζουρλή; Τούς ήδη άδειους;) Έτσι επίσης-απότομα και αίφνης-δειλά που δραπέτευσες, άφησες ένα απέραντο σαρκικό σου κενό, που απορώ με τί μουνί κατουράς, με ποιά πόδια πατάς και με ποίου κεφάλι κοιτάζεις. Δεν πειράζει όμως: εμένα το tatami μου είναι η μόνιμη και 24/7-ανοικτή χειρουργική κλίνη μου, το gi μου είναι τα δικά μου κουρελιασμένα τα άμφια και η kamiza είναι εκεί όπου κάθε βράδυ προσπίπτω τον πόνο μου, εγκύπτω στον φόνο μου, καίω τον δικό μου τον φόβο.)

Lips were invented to cover the wounds. Hands are imported to keep souls intact. And memories have forgotten how to swim – there's No Other shore, safe n' sound, save mine and you know that. Running away again strips you from your carnal life-jacket, kicking your luck away kills your only savior, cursing and hitting the missionary and legionnaire who ran «to protect and serve» sent you back direct n' exactly to your worst nightmares. My baby-Sausalito-blonde, you didn't even hear your own name: Sausalito means you're the «αλήτικο και μπαστάρδικο» of Saul, you are the bum and debris from Tarsus, the apostle of bukake and BDSΜ in Hellas, (the Corinthians have moved to Brazil, to change their gender). Mind you, Saul doesn't mean «soul» and Sausalito isn't your virgin «grove»: that's why you volunteeringly came and fell-flat in my Helicon cave, in my Boeotian vault, in my Athenian den.

(Το πώς σε αγκάλιασα και σε κράτησα, σε έδιωξε κι ανατίναξε μιαν ώρα αρχύτερα. Το πώς και γιατί διονυσιακό-πανικό-μανικό έρωτα σού 'κανα, σε διέλυσε και σε έλυωσε μερικούς αιώνες πιο πέρα. Το πώς κι έως πότε δεν μίλησα, σιώπησα και σε δέχτηκα, σε άντεξα και σε έδιωξα, σε τρέλλανε πιο πολύ κι απ' το πόσο ήδη χαπακωμένη εσύ ήλθες. Μόλις όμως αντίκρυσα την βελόνα σου – που με προκλητικότητα περισσή εσύ μού κουνούσες κατάμουτρα, την ώρα που εγώ κρατούσα στα χέρια μου τον πολιορκητικό πούτσο μου – θυμήθηκα την σκληρή Πολεμική Τέχνη μου και σού 'σκασα ένα τέτοιο σκληρό-τρυφερό cazzo-bacio, που η πρέζα που σκόρπισε, σ' έβαλε να πέσεις στα τέσσερα και στο πάτωμα να την γλείφεις να την ρουφάς με την γλώσσα. Υστερική παραδομένη εξαρτημένη, αυτιστική ασυνάρτητη διαταραγμένη, τελειωμένη αυτοκτονημένη νεκρή.)

ΟΚ, it's time to rest your silly-hot «case» now. You sailed away through the airport, you drowned your fears into drugs, you write me long-letters that you send never. I still listen tο these brilliant Willy's songs – which I gave you to heed – that uniquely capture the human yearning, this erotic desire, an other sensual shambhala. They remind me of our throbbing sex-pulse, our painful sense-touch, our sole sentence and last word: Beauty. That is «κάλλος», not in «kypseliotika» but in statuesque Greek – the language of your many fears, in the land of your dry tears, from the man of your rcstatic years.


[Εννοείται ότι και αυτή η φωτογραφία τής Alica Schmidt που αναρτώ, δεν είναι τής «δικιάς μου». Αυτή, τής μοιάζει τόσο πολύ, που εντελώς ξένες είναι. Όσο δυό αδελφές, δυό εξαδέλφες καρδιές, δυό ψυχές συναδελφικές – όσο τής αφήσαν οι γονείς της φονείς, οι φίλοι της δαίμονες και οι αδιάφοροι κι ακατάλληλοι εραστές της.]


 


 


 

 


 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 528 φορές Τετάρτη, 22 Ιουνίου 2022 16:56