Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Clapton IS God. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Ότι πιστεύω, πιστεύω. Είμαι βαφτισμένος ορθόδοξος, αλλά δεν είμαι βαρεμένος χριστιανός – μα ότι πιστεύω, πιστεύω. Έχω διαβάσει βιβλία αμέτρητα για θρησκείες και περισσότερα για τον Βουδδισμό, ο Ταοϊσμός ήταν η πρώτη που σταμάτησα, κατέβηκα κι έκατσα, μερικά χρόνια. (Αν κι ο Ταοϊσμός, ακριβώς θρησκεία – με την δυτική κιόλας έννοια – απολύτως ΔΕΝ είναι.) Το minor τού πτυχίου μου Πολιτικών Επιστημών είναι στις θρησκείες τής Ανατολής, ήτοι Ταοϊσμό, Βουδδισμό και Σιντοϊσμό και αυτά είναι τα θεωρητικά όλα. Από την δεκαετία τού '80 άρχισα να κάθομαι για zazen – ο καθιστός διαλογισμός στον Ζεν Βουδδισμό – έτσι κι εκεί στα τυφλά, μόνο που ειδικά το να κάθεσαι ακίνητος, μετρώντας τις αναπνοές σου δεν είναι και τίποτα: είναι ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Στο Άγιο Όρος έχω πάει όλες κι όλες δύο φορές (το 1978 και το 2008) και στο μοναστήρι τής Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό είμαι «θαμών» τακτικός ένα regular member, γνωρίζω προσωπικά τον ηγούμενο Σπυρίδωνα – έναν ακατάβλητο, αεικίνητο κι ισχυρό, χαρισματικό και γι' αυτό ξεχωριστό μοναχό, αυτά είναι τα υπόλοιπα όλα. Όμως.


Όταν στην τρυφερή ηλικία των δεκαέξι ετών (το 1971) είδα μια φωτογραφία από έναν τοίχο τού Λονδίνου όπου ενέγραφε το σύνθημα «Clapton is God» – ήταν αργά, είχα ήδη ακούσει το παλληκάρι ετούτο στους Υardbirds τού John Μayall και είχα κολλήσει. Είχα πιστέψει σε μια νέα θρησκεία τής οποίας λάβαρο και σταυρός είναι η Fender Stratocaster και πρωθιερείς αυτής ήταν και θα είναι για πάντα δύο άτομα μόνο, (αν και πίσω τους έπονται δεκάδες άλλοι, επίσης εκλεκτοί και χρισμένοι): ο Jimmy Hendrix και ο Eric Clapton. Τον πρώτο τον αφήνω για κάποια στιγμή που θα είμαι λιγότερο πνιγμένος από ξεμπουκαρισμένα συναισθήματα, θα έχω πιο σώας τας φρένας και δεν θα βιάζομαι να βουτήξω σ' ένα μπουκάλι Jim Beam ολόκληρος με τα ρούχα. Και το δερμάτινο τζάκετ. (Τις μπόττες δεν τις βγάζω ποτέ μου, ο άντρας δεν πρέπει να γδύνεται και τελείως.) Για τον δεύτερο όμως, έχω περάσει ατελείωτες ώρες τής μισού-αιώνα-και-βάλε ζωής μου να τον ακούω και να τον κοιτάζω – ναι, να τον ΚΟΙΤΑΖΩ στα εξώφυλλα των βινύλιων που αγόραζα μ' έναν τρόπο ιερό από τα δισκάδικα τής εποχής. Γιατί τότε η αγορά ενός LP ήταν υπόθεση οργασμική και φρενιτιώδης, απολύτως ιερή και γλυκά βασανιστική, δραχμή-δραχμή μάζευα τις τριακόσιες πενήντα ολόκληρες τέτοιες που κόστιζε ένα – εισαγωγής παρακαλώ – βινύλιο, για να έρθει η εξ ίσου ιερή στιγμή να το παίξω στο πικάπ μου. Όπου κατέβαζα άπαντα τα λοιπά αισθησιακά ερεθίσματα, έβαζα τα ακουστικά μου και προσγείωνα την βελόνα στο πρώτο αυλάκι.

Sunshine of your love, Badge και κυρίως Born under a bad sign – το τραγούδι που τα ξεκίνησε όλα. Γιατί μετά το αυτί μου δεν έλεγε να γεμίσει και να καργάρει, το ένα LP διαδεχόταν το άλλο, η μία επιτυχία την επόμενη, καθώς η δυστυχία ήταν ανακατεμένη με την ζωή τού Έρικ Κλάπτον. (Η δική μου ήταν τόσο ανακατεμένη τότε, όσο ανακατεμένη είναι και σήμερα.) Ώσπου, μια και είμαι από τους τελευταίους εισελθόντες στο βασίλειο τού Internet και του Youtube, έπεσα πάνω στο φιλμ τής συναυλίας που έδωσαν οι Cream στο Albert Hall to 2005. Κι έμεινα εκεί μπροστά στο πληκτρολόγιο καμμιά δεκαριά μέρες να χτυπάω τα είκοσι δύο τραγούδια που έπαιξαν οι Μέγιστοι Άνδρες αυτοί, εκείνες τις μέρες, στο φημισμένο θέατρο τού Λονδίνου. (Το απολύτως ανάλογο τού Madison Square Garden της Νέας Υόρκης.) Crossroads, Tales of brave Ulysses και Spoonful, για White Room και I'm so glad δεν το συζητώ, δεν θα συνέλθω ποτέ μου. Κοιτώ και ξανακοιτώ την φωτογραφία των Cream στο οπισθόφυλλο τού δίσκου τους εκείνου με τα ζαρζαβατικά στο εξώφυλλο, και πιο ΩΡΑΙΟ ΑΝΤΡΑ απ' τον Έρικ Κλάπτον εκεί πίσω, δεν έχω δει ποτέ μου. Ποτέ μου.

Jack Bruce, Ginger Baker, Eric Clapton Jack Bruce, Ginger Baker, Eric Clapton

Εκείνο το λεπτόξανθο μουστάκι με τις μυτερές ίσα-να-φαίνονται φαβορίτες, με έχει σφραγίσει. Αφήστε δε εκείνα τα μακριά μαλακά του μαλλιά, για εμάς που το να αφήσουμε μια τρίχα περισσότερη και μακρύτερη ήτανε τότε πραγματικός άθλος, εγώ έχω καεί οριστικά. Από ρούχα δεν τολμάω να περιγράψω: έπρεπε να συνεχίσω για όλα τα επόμενα χρόνια ν' αγοράζω ό,τι μου άρεσε και πίστευα ότι μου πήγαινε για να μην μπορέσω να φτάσω στο εκατομμυριοστό-πλησίον, εκείνου του στυλ που τα εγγλεζόπουλα εκείνα "το είχαν" ανέτως δικό τους. Έτσι όπως έπαιξε κιθάρα ο Mr. Slowhand, κανένας άλλος δεν έπαιξε και κανείς άλλος δεν πρόκειται ποτέ του να παίξει. Γιατί μπορεί ο Carlo Santana  και ο Mark Knopfler να ξεχωρίζουν από μίλια μακριά για το πώς τις ίδιες κιθάρες γαργαλάνε και τις βάζουν να αποδίδουνε, ο Βασιλεύς Έρικ όμως κι ένα καφάσι με χορδές να πιάσει στα χέρια του, ύμνους ορφικούς και πινδάρειους ηλεκτρικούς στο στούντιο θα εγγράψει. Κι αν έχει παίξει ο άνθρωπος τα πάντα και τα άπαντα ταυτοχρόνως: στο μεροκάματο μόνον ο B.B. King τον περνά, ο μεγάλος μπλουζίστας εκείνος που στα low του έπαιζε τουλάχιστον 250 κοντσέρτα ετησίως και χρησιμοποιώ την λέξη «κοντσέρτα» επίτηδες για να δείξω τον δικό του σεβασμό στο κοινό του και τον δικό μου σ' αυτόν. (Την ίδια μεγαλειώδη πίστη στην μουσική, τιμή στο μουσικό μεροκάματο κι αξιοπρέπεια πάνω στο πάλκο επέδειξε ο ημέτερος Βασίλης Τσιτσάνης μέχρι τα τελευταία του, και πιο πέρα ακόμη.)

Δόξα τω Θεώ υπάρχουν στην ζωή άφθονα πράγματα να σου πάρουνε τα μυαλά, ή και την ζωή σου ακόμα. (Θέλετε παραδείγματα;) Η μοτοσυκλέττα είναι ένα απ' αυτά, τα βαριά και χημικά ναρκωτικά είναι ένα άλλο. Η κατάθλιψη είναι μια ακόμη αφορμή και αιτία, η πολιτική, η οικονομία και η τρομοκρατία – τα επόμενα. Η οικογένεια και οι φίλοι είναι μερικοί ακόμη και το ίδιο επικίνδυνοι, η ερημιά, η μοναξιά και η εξορία είναι τα τελευταία. Υπάρχει όμως κι η ΜΟΥΣΙΚΗ που μπορεί να σε σώσει, υπάρχει η Λεγεώνα των Ξένων ή θρησκευτικά τάγματα που δύνανται να σε υποδεχθούν, υπάρχουν εκατομμύρια ψέμματα που μπορούνε να σε τυλίξουν και να νομίσεις εσύ ότι σώθηκες, ότι έχεις σωθεί. Ποσώς όμως με ενδιαφέρουν όλα αυτά, εμένα το θέμα μου σήμερα είναι ο Εγγλέζος ετούτος που όλη την γη γύρισε και προσηλύτισε όσους τον άκουσαν, χωρίς να έχει κουνήσει τα δάχτυλά του πέραν τού τάστου. Τον έχω ακούσει live λίγες φορές, καμμία όμως δεν συγκρίνεται μ' εκείνες τις συναυλίες – δυο όλες κι όλες αυτές, την τρίτη δεν γέμισε και την ακύρωσε – στο Σπόρτινγκ στα Κάτω Πατήσια το 1984. Τότε ήταν στα πολύ «κάτω» του ο Έρικ Κλάπτον ως μουσικός και ως άνθρωπος, είχα κάτσει μπροστά στο πάλκο και τον παρακολουθούσα και τις δύο βραδιές που πήγα εκεί ανατριχιάζοντας επί ώρες, αυτός είμαι εγώ. (Και αυτός θα 'ναι πάντα εκείνος.) Δεν θυμάμαι τί έπαιξε (τί να μην παίξει μωρέ;), ο άνθρωπος τούτος δεν παίζει αλλά κεντάει tattoo ψυχικά, καταγράφει φυλλοκάρδια μουσικά κι ανήκει σ' έναν κόσμο που μόνον οι ανά-την-γη πιστοί του μπορούνε να καταλάβουν.

Τα χρόνια έχουν περάσει, ο Κλάπτον έχει κάνει μια τεράστια διαδρομή και εξακολουθεί πάντα να κάνει, ακόμη και τώρα που έχει μπει στην έβδομη δεκαετία τής λαμπρής, ζηλευτής όσο και δύσκολής του ζωής. Ένας αληθινός εργάτης τού όργανου είναι, ένας ταπεινός δούλος των blues πρώτα και της rock μετά λέω εγώ, ένας απολύτως «φευγάτος». Και την λέξη αυτή δεν την εννοώ με την δυσφημιστική της έννοια ή χροιά. Όταν συνάντησα τον υπερδρομέα Γιάννη Κούρο, όταν διασταυρώθηκα με τον πατέρα Παΐσιο, όταν διδάχτηκα απ' τον Δάσκαλο Kβον Τζάε Χβα – τότε κατάλαβα τί θα πει να μην ανήκεις στο ανθρώπινο είδος. Και να μένεις στο ανθρώπινο είδος ανάμεσα για λόγους που μόνον εσύ ξέρεις και ουδείς θα καταλάβει ποτέ, τί να καταλάβει ο μίστερ απίθανος που δεν έχει τρέξει ποτέ του ούτε μέχρι το περίπτερο, τί να καταλάβει ο ζήρο περίλαμπρος που δεν έχουν λειώσει τα γόνατά του στην προσευχή, τί να αντιληφθεί ο άβερατζ τουβλέμπορας τί αληθώς σημαίνει να σπας μεγάλα βότσαλα με την ανάποδη τού χεριού σου.

Ποιό τραγούδι να βάλεις ν' ακούσεις παιγμένο απ' τον Κλάπτον και να μην οργασθείς, να μην συγκινηθείς. Απ' τα παλιά του με τους Cream μέχρι την reggae περίοδό του τού 461 Ocean boulevard. Απ' τους Derek and the Dominoes και την μυθική Layla, μέχρι τα φεστιβάλ τού Crossroads όπου έχει παίξει εκεί, με ό,τι στέκεται σε δυο πόδια ανθρώπινα και κρατά με δυο ανθρώπινα χέρια μια κιθάρα ηλεκτρική. Οι συνεργασίες του είναι τόσες πολλές κι εκλεκτές που αμφιβάλλω αν άλλος μουσικός τής συγκεκριμένης μουσικής, τις μισές του διαθέτει. Ο Κλάπτον δεν επέλεξε τον δρόμο των Rolling Stones και του Βλάσση Μπονάτσου τους με το όνομα Mick Jagger (και έχω μέγιστο σεβασμό για τον γεροντάρα ετούτον), δεν κατέληξε σαν τον Χέντριξ ή τον Μόρρισον ευτυχώς, παρ' όλον ότι είχε κι εκείνος τα αναπόφευκτα προβλήματά του με τα μαλακισμένα και φονικά ναρκωτικά. Σταθερός πάντα στα ακούσματά του τα παλιά, έχοντας δουλέψει χιλιάδες ώρες παίζοντας παντού-μα-παντού, δεν μπορώ παρά να κάνω την σιχαμερή σύγκριση που μπορεί να φανεί άσχετη, μα θα την εκθέσω αναποφεύκτως εδώ.

Πριν χρόνια, είχα δει ένα εξώφυλλο του πολιτιστικού ένθετου τής εφημερίδας ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, όπου πόζαραν ο Gary Moore (άάάλλη μορφή τούτος) και δίπλα του ήτανε ο, ήτανε ο, ήταν ο Μπάμπης ο Στόκας. Μιλάμε γονάτισα και δεν έλεγα να μπορέσω να σηκωθώ, αν δεν με κάναν μητροπολίτη τουλάχιστον. Κι είχε μια φάτσα σοβαρή και απλή ο Εγγλέζος, και είχε μια φάτσα ξινή βιαστική, τσιτωμένη βαρύγδουπη ο Ελληνάρας, σαν να έλεγε σε όλους εμάς τους αθώους που την φωτό βλεφαριάζαμε, «Ε, μου τα 'σπασε-που μου τα 'σπασε στο παρακάλι το εγγλεζάκι, του 'κανα του μαλάκα τη χάρη να στηθώ, εγώ, ένα λεπτό, για πάρτη του δίπλα». (Τυχαία εντελώς και χάριν παραδείγματος η αναφορά στον Στόκα, απλώς για να πω το εξής: οι ξένοι μουσικοί – και δη ακόμα κι οι ονοματάρες – παίζουν δεκάδες συναυλίες κάθε χρονιά κι εδώ τα αστέρια μας τα ξεφτέρια μας, τα μανάρια τα λαμπατέρια μας παίζουνε ένα δεκαημεράκι – χώρια οι μεγαλοπρεπείς one-off αρπαχτές νταλαρικού Ηρώδειου ή μαχαιριτσικού Καλλιμάρμαρου – και βγάζουνε τα λεφτά δυο ετών, αυτοί είναι. Και σταματώ για να μην λερώσω άλλο με γραικές ύβρεις το κείμενο τούτο.)


Ο ήχος τού Έρικ παραμένει επικός και μνημειώδης, ηφαιστειακός υπαρξιακός, ανθρώπινος και θεϊκός ταυτοχρόνως. Το παίξιμο τού Κλάπτον παραμένει σταθερό, τόσο κλασικό όσο περισσότερο αργό είναι, εξ ου και το παρατσούκλι του Slowhand. Ακούστε ένα blues του αργό, τελετουργικό, πιάστε κάναν αμανέ τού Robert Johnson ή κάνα ταξίμι τού Albert King κι όποιος δεν πιστέψει παραχρήμα και αυθωρεί, παντρέψτε τον με την Φουρέιρα, με Πλιάτσικα κουμπαράκο και παρανυφάκια Μύρωνα Στρατή και Μαραβέγια ιλεγκάλ – Παναγία μου τί ροκιές βαρυποινίτικες είναι τούτες! (Για Booker T. Jones δεν συζητώ, για Muddy Waters κλείνω οριστικά τα κατάστιχα και πάω να πέσω στην θάλασσα τής αθηναϊκής ασφάλτου με 45 σημερινούς βαθμούς.)

Ο Έρικ Κλάπτον δεν είναι θεός, ούτε ο ίδιος ήθελε ποτέ του να περνιέται για τέτοιος. Αλλά είμαι απολύτως βέβαιος ότι ο ίδιος ο Κύριος αν ποτέ πουθενά και κάπου υπάρχει, θα ήθελε οπωσδήποτε να έχει στην ορχήστρα του τούτη την ηρωική μουσική μορφή και εργάτη τού ήχου. Και κάθε πρωί που ξυπνά – ο Θεός πάντα – να του έχει βάλει τού ήνγκλισμαν μετάνοια, υπακοή κι εντολή, τα πρώτα ακόρντα απ' το Cocaine να τού παίζει.

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013

Διαβάστηκε 3753 φορές Παρασκευή, 03 Ιανουαρίου 2014 05:14