Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Βίβα Έλβις. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Ήταν 1965, ή νωρίτερα. Ήταν 1963, ή αργότερα – δεν θυμάμαι, και δεν μ' ενδιαφέρει να θυμάμαι. Αυτό όμως που θυμάμαι ήταν πως ήτανε Σάββατο απόγευμα χειμώνας, στην μέση της σχολικής χρονιάς. Και είχα πάει κινηματογράφο για να συναντηθώ με τον βασιλιά των ήχων μου, τον πρώτο στρατηγό της ζωής μου, τον φάρο ονείρων και ξύπνιου μου, τον Έλβις Πρίσλεϋ. Τον άνθρωπο που με ένα του μόνο στραβό χαμόγελο άναβε την φωτεινή πίκρα της ελληνικής μας στα sixties ζωής, όταν το Παλάτι την Ελλάδα κανόνιζε, ο Κώστας Χατζηχρήστος την Ελλάδα διασκέδαζε και η ελληνική αστική τάξη μόνο κονιάκ έπινε, τίποτε άλλο. Η οδός Πατησίων ήταν μια αριστοκρατική λεωφόρος αστών και η Φωκίωνος Νέγρη ήταν η via Veneto και τα ελληνικά Champs Élysées ταυτοχρόνως, ο Χρήστος Νέγκας και ο Άλκης Γιαννακάς βασίλευαν ως ανδρικά πρότυπα και η ελληνική δραχμή έλαμπε κυριαρχούσε και «σκότωνε» από τιμή και αξία.

Πιτσιρίκια αγοράκια εμείς τότε ντυνόμασταν με τα καλά μας ρούχα για να βγούμε την μία φορά την εβδομάδα που βγαίναμε, για να πάμε σινεμά. Ρούχα καθαρά και σιδερωμένα, πλυμμένα στο χέρι απ' την υπηρέτρια με καυτό νερό κι αλυσίβα, κρεμασμένα να στεγνώσουνε σε μιαν ατμόσφαιρα Αθήνας καθαρής και υπέροχης, στην πλατεία Κυψέλης στάθμευαν μόνο τρία ή τέσσερα αυτοκίνητα κι αυτά φραγκάτων σιωπηλών μόνο. Εκείνο το Σάββατο λοιπόν στον κινηματογράφο ΚΥΨΕΛΑΚΙ έπαιζε το Viva Las Vegas, με ποιον άλλον φυσικά από τον αμερικάνο "θεό" Έλβις Πρίσλεϋ; Νωρίς φτάναμε στον προθάλαμο, βγάζαμε τα εισιτήριά μας και στεκόμασταν στο φουαγιέ με τους φίλους μας να μιλάμε, να κοιτάζουμε δεξιά και αριστερά, να περιμένουμε να πάει έξι ακριβώς για να μπούμε στην αίθουσα. (Εκκωφαντική λεπτομέρεια: τότε οι κινηματογράφοι ξεκινούσαν τις προβολές τους από τις δύο το μεσημέρι και τελειώναν στις δώδεκα, η Κυψέλη μόνον διέθετε περί τους έντεκα τέτοιους κι ο κόσμος τα καλά του έβαζε τότε για να δει μια ταινία.) Κτυπούσε το κουδουνάκι – όπως στο θέατρο – τρεις φορές, μπαίναμε εμείς στις σειρές και τα καθίσματά μας οδηγημένοι από τις κυρίες ταξιθέτριες (ναι, υπήρχαν και τέτοια επαγγέλματα τότε, δύσκολα κι άγια, βασανισμένα και ιερά) και κλείναμε τα μάτια προκαταβολικά για να μπορέσουμε ν' αντέξουμε ν' αντικρύσουμε αυτό που η οθόνη στα μούτρα μας θα μας πέταγε εντός λίγου.

Γιατί κάποια απερίγραπτη στιγμή και νωρίς μάλιστα στην ταινία έκανε την θριαμβευτική κι ελαφριά, ναζιάρικη παιχνιδιάρικη γοητευτική, αρσενική και τραγουδιστική, χορευτική και ευφρόσυνη είσοδό του ο Elvis-the-pelvis. Κι από εκείνη την στιγμή γυάλιζαν τα δικά μας γουρλωμένα μάτια καθώς αυτή η θωριά και το ανάστημα εκείνο, αυτό το κορμί και το σώμα εκείνο γέμιζε την οθόνη όχι μόνο με ήχους και χρώματα, γραμμές και σάρκινη χάρη, μα έσκαγε διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες της παιδικής φαντασίας μας. Φορώντας άλλοτε ένα κόκκινο λαμέ σακάκι και μαύρο παντελόνι εφαρμοστό ψηλοκάβαλο, άλλοτε ένα κίτρινο ολόμαλλο ζακετάκι και παντελόνι βαθύ-μπλε και άλλοτε ένα απλό χαβανέζικο πουκάμισο όντας ξυπόλυτος σε μια εξωτική παραλία, ο Έλβις έβαλε τα θεμέλια των ψυχών μας μ' έναν τρόπο που έκανε τον Χάροντα να μασάει τις πρόκες των φερέτρων που από τότε για μας προετοίμαζε, κάτι θέλω να πω, κάτι άλλο. Πατώντας μ' εκείνα τα παρθενώνειων κολωνών πόδια του στα μαλακά δερμάτινα μοκασσίνια του μέσα και μ' εκείνο το απόλυτο όπλο της γοητείας του – το χαμόγελό του – άνοιγε τα χέρια του και μας προσηλύτιζε χωρίς λέξη ακόμα ν' αρθρώσει. Όσοι ξέφυγαν και του γλίτωσαν γίναν αργότερα κομμουνιστές και σήμερα είναι βιομήχανοι, άλλοι που του ξέφυγαν γίναν τρανοί δικηγόροι και σήμερα καταντήσανε της δημοσιότητας πρέζακες, κανείς δεν κατάφερε να εξέλθει αλώβητος από μια συνάντηση με τον Βασιλέα. Οι ελάχιστοι που «γλυτώσαμε» είμαστε εμείς που τον απορροφήσαμε όλον, τον πήραμε μέσα μας διψασμένοι κι ανυπεράσπιστοι, θαυμαστές κι υποτακτικοί του, σήμερα παραμένουμε παντελώς άγνωστοι μεταξύ εκατομμυρίων ασχέτων και δεν διανοηθήκαμε ποτέ να εξαργυρώσουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εκείνες τις σεπτές ώρες που μαζί του περάσαμε, θα τα πάρουμε τα ιερά μυστικά μας στον δικό μας τον τάφο.


Ο Βασιλιάς δεν χόρευε απλώς, αλλά γλίστραγε πάνω στην γη λες και το γυαλισμένοι παρκέ ήταν αλειμμένο με βαλβολίνη. Ελαφρύς ακόμα στα 82 του κιλά κι ευθυτενέστατος στο 1,83μ. ανάστημά του ο Έλβις αιθεροβατούσε με μια θεϊκή χάρη - θα επανέλθω σ' αυτό. Όλες του οι κινήσεις και τα κουνήματα ήτανε βέβαια μια σκέτη μα συνάμα προσεκτική αντιγραφή απ' ό,τι χόρευαν οι μαύροι στα δικά τους τότε τα gin-joints, εκείνα τα κατάμαυρα απ' τον ρατσισμό «ευτυχισμένα κι ανέμελα» (sic) χρόνια της Αμερικής, μιας Αμερικής που μεταπολεμικά έβαζε τα γερά θεμέλια της αντιδραστικής παντοδυναμίας της και την τσιμέντωσε τούτη πάνω στην σκληρή και γενναία δουλειά άπαντων των παιδιών της. (Και κυρίως των καπιταλιστών, αυτών που δεν δουλεύουνε ακριβώς, μα ξέρουν να εκμεταλλεύονται άριστα τον κόπο αυτών που δουλεύουνε ακριβώς.) Όταν χόρευε, το νεανικό υγιές κι ελαφρύ λάστιχο του κορμιού του ήταν ο ορισμός της όρχησης. Μέσα και πίσω από όλες τις κινήσεις που από αιώνων οι άνθρωποι καθημερινά κάνουνε, ο Έλβις – με την βοήθεια αφανών χορογράφων – μεταστοιχείωσε κι άλλαξε τον ίδιο τον πίνακα του Μεντελέγιεφ. Ποιός χρυσός και ποιός άργυρος, ποιός σίδηρος και πυρίτιο ποίο – ο Έλβις ήταν όλα τα μέταλλα, όλα τα ξύλα και όλα τα νερά επί γης, όλη η φωτιά κι ο αιθέρας του σύμπαντος όταν χόρευε τούτος.

Ο Βασιλιάς δεν τραγουδούσε απλώς, αλλά γλυκά μασούσε τα λόγια του μ' εκείνο το ηλιοκαμένο κι αλατισμένο του southern accent. Όταν το στόμα του άνοιγε είτε ένα κοφτό αστειάκι να πει ή για να τραγουδήσει – ο ορισμός της μελωδίας ήτανε, η συνταγή του ύμνου αυτοπροσώπως. Μέσα και πάνω από όλα εκείνα τα υπέροχα και ανεπανάληπτα, μοναδικά κι εντελώς ανθρώπινα τραγούδια που του έγραψαν τότε, ο Έλβις σφράγισε το διαβατήριό του για την αιωνιότητα. Η αβίαστη αρμονία των δικών του χορδών έσπαγε τις πόρτες του Παράδεισου και προσιτό τελείως τον έκανε, εύκολο κι άνετο, την δε Κόλαση την μετέτρεπε σε εξοχική βίλλα. (Όπου όλα τα κακά παιδάκια διέγραφαν τις αμαρτωλές τους συνήθειες και ντύνονταν αυθωρεί αγγελάκια: ο Αλ Καπόνε παππάς, ο ντον Βίτο Κορλεόνε μοναχός αυτομαστιγωνόμενος συνεχώς και ο κυνικός ο Διογένης ένα πολυφωνικό ίσο τού κρατούσε ξαπλωμένος μέσ' στο πιθάρι του.) Η φωνή του Έλβις είναι το αληθινό soundtrack της ζωής, τα τραγούδια του Έλβις συνθέτουν έναν ύμνο αιώνιο δίπλα στον μόνο αρχικό και ζωοποιό ήχο του Aum, του Aμήν, του Αμάν και άλλους δεν έχει.

Ο Βασιλιάς δεν χαμογελούσε απλώς, αλλά η τέλειά του οδοντοστοιχία μαζί με το μικρό στόμα του, τα κοφτερά χείλια του με τις παραστέκουσες φαβορίτες έκαναν τις γυναίκες να λειώνουνε και τους άντρες να θέλουν να κλάψουν. Εκείνο το σπαστό και στραβό, περιπαικτικά ειρωνικό και εφηβικά άτακτο δικό του χαμογελάκι σταμάταγε τις σελίδες των ληξιαρχείων τέντα-ανοικτές για να εγγράφουν αυτές αβέρτα πιστούς κι οπαδούς, θεατές και ακροατές, εραστές κι ερωμένες. Αν ο Έλβις κάποια στιγμή διάλεγε να το γυρίσει σε θρησκεία το πράγμα του – Χριστός και Μωάμεθ θεραπαινίδες του θα γινόντανε, ο Πάπας ένας τσιντσερόνε Βατικανού-και-Ρώμης-γωνία θα στεκόταν, ο ίδιος ο μεσιέ Παντοκράτωρ για θετό του Υιό θα τον διάλεγε, (αυτά μόνον εγώ τα σκέφτομαι και τα γράφω). Γιατί μόνον όποιος έτσι θελκτικά μπορεί και χαμογελά σημαίνει ότι τον έχει ευλογήσει ο Βούδας, ο Λάο Τσε τού πλένει τα πόδια του κι ο Μωυσής σουτζουκάκια τού φτιάχνει. Καθώς καλύτερη ζώνη προσγείωσης η Θεία Χάρις άλλη δεν έχει μέχρι σήμερα βρει, σ' αυτή την φωνή μπορεί να αναπαυτεί μόνο τού αηδονιού η ψυχή, το μουρμούρισμα της πηγής και του κεραυνού η κραυγή φευγαλέα.


Τα γαλανά μάτια του – που ήταν πιο γαλανά κι απ' αυτά του Σινάτρα, πιο μπλε-μαρέν κι απ' του Πωλ Νιούμαν βέβαια – σκιάζονταν από τα κατάμαυρά του μαλλιά, δυο ήλιοι κρυμμένοι μέσα σε κόγχες και φυλλωσιές που μόνο το Tupelo του Mississippi δειγματίζει. Ένας συνδυασμός – μάτια, μαλλιά – ακτύπητος και ακαταμάχητος ταυτοχρόνως γιατί ήταν βαλμένος πάνω σε ένα κάτασπρο πρόσωπο όλο γωνιές τυλιγμένες καμπύλες, δυο μήλα πομπέ σφαιρικά εκατέρωθεν μίας μύτης ολόϊδιας φαλτσετιάς του Φειδία. Και να μην ξεχάσω – πώς να τις ξεχάσω αυτές; – τις χαρακτηριστικές φαβορίτες του, γιατί έτσι όπως τις έφερε ο Έλβις αυτές – το θέμα και το κεφάλαιο έκλεισε, όλοι οι άλλοι απ' τον Λιμπεράτσε μέχρι και τον Σπρίνγκστην, από τον Σταμάτη τον Κόκκοτα μέχρι τον Τζων Λέννον απλές τρίχες μπροστά απ' τ' αυτάκια τους είχαν. Άσε δε το άλλο κακό, το άλλο κοινό μυστικό, το στοιχείο και το στοιχειό που βαλαντώνει την θλίψη και την χαρά μας: το τσουλούφι του. Εκείνο το ατίθασο χτένισμα με το μπροστάρικο το σερφόκυμα που ησυχία και σκασμό δεν είχε ποτέ του, ετούτο το τρίχινο κοφτερό πτερύγιο καρχαρία δεν βρήκε λύτρωση και αναπαμό παρά μόνον όταν ο Έλβις μας αναπαύθηκε, τότε μόνον το αυθάδικο και πάντοτε-σηκωμένο τούτο πέος οριστικώς κατεστάλη. Σαν μικρό, εισαγωγικό «κοκκοράκι» πάνκικο ήτανε, μια ροκαμπιλιά καλλιτέχνη, μια μαγκιά πανάλαφρη προπετής και νεανική που συνοδευόμενη από όλη την Τζέημς Ντηνιακή γοητεία του, έκανε τον Έλβις Πρίσλεϋ αυτόν που ακριβώς ήταν. (Και είναι αλήθεια πως μόνον η Αν Μάργκρετ μπόρεσε σε αυτό να αντισταθεί και μέχρι τέλους ν' αντέξει. Καμμιά άλλη.)

Τον κοιτούσαμε τον βλέπαμε και τον ατενίζαμε εμείς από μακριά και δεν ξέραμε αν θα καταφέρναμε να επιζήσουμε ως το διάλειμμα της ταινίας. Παίρναμε μια βαθιά ανάσα και μπαίναμε όταν ξεκίναγε η ταινία και μ' αυτήν μόνο και αποκλειστικά φτάναμε ως τα φώτα, τότε μόνον παίρναμε δεύτερη εισπνοή καθώς από εκπνοή δεν μας είχε μείνει ούτε δείγμα. Σκαλίζαμε πάνω στον βολβό του ματιού μας την αγία εικόνα του και κίνηση άλλη δεν υπήρχε για μας από τούτη. Ο άντρας ο γόης, ο βασιλιάς και ο πρίγκιπας, το παιδί και τ' αγόρι, το κορμί και το βλέμμα του, ο χορευταράς κι ο τραγουδισταράς ήταν «Αυτός / Ο άνθρωπος αυτός», προτού η Ρίτα Σακελλαρίου υποπτευθεί καν τι και για ποιον το άσμα αυτό τραγουδούσε. Γιατί ο άνθρωπος αυτός-ακριβώς ήτανε όλα τα προηγούμενα ουσιαστικά τα χαρισματικά απολύτως και μάλιστα προτού εφευρεθούνε αυτά, προτού σκαλιστούνε σαν λέξεις. Ο άνθρωπος που όλα τα απεικόνισε, όλα τα παρουσίασε τα εξέθεσε και τα σκούπισε τελικώς όλα. Και θα το ξαναπώ: οτιδήποτε κι αν άφησε ατελείωτο και ατέλειωτο ο μεγαλοδύναμος Κύριος – το ανέλαβε ο Έλβις, διότι απλά ο προηγούμενος παντοδύναμος Κύριος ένα δεν διέθετε: pelvis.

Ερχόταν το λυτρωτικό διάλειμμα κι εμείς πεταγόμασταν στο φουαγιέ για να πάρουμε ανάσα ή ένα tamtam, ένα σάμαλι ή πατατάκια, οι πιο τολμηροί σφεντονιάζονταν στις τουαλέτες το τσιγάρο τους για ν' ανάψουνε κι εμείς οι λιγότερο τολμηροί μετά βίας σηκωνόμασταν από τις καρέκλες. Όρθιοι μέσα στον κόσμο τριγύρω χαζεύαμε και δεν ξέραμε τι να δούμε, η όρασή μας είχε πια δεσμευθεί και κατασχεθεί, οι κινήσεις της ζωής μας ήτανε όλες τους καταδικασμένες κι εμείς εξακολουθούσαμε να νιώθουμε ευτυχείς, αν και φυλακισμένοι κι αιχμάλωτοι του Έλβις. Καθότι τούτος ήταν ο ζύθος μας και ο μύθος μας, το δικό μας το ήθος κι ένα πλήθος ακόμη από συναισθήματα που έπρεπε να επεξεργαστούμε, για ν' αντιληφθούμε κάτι, οτιδή, οτιδήποτε τα συνεχόμενα πενήντα-τουλάχιστον επόμενα χρόνια. Κι άλλοι τ' αντέξαμε και το ζήσαμε αυτό, άλλοι από εμάς λύγισαν και χαθήκανε – άλλος στο σπίτι του μέσα και άλλος στην δουλειά του εκτός, είναι απίθανο τι σκαρφίζεται ο άνθρωπος προκειμένου να ξεχάσει και να σωθεί, να απαλλαγεί και να διασωθεί, να γλυτώσει να επιβιώσει.


Ο Έλβις Πρίσλεϋ λύγισε κάτω απ' το βάρος του μύθου ΤΟΥΣ, κάτω απ' τα επιπλέον πενήντα κιλά του και κάτω απ' την πίεση μιας στυγνής βιομηχανίας απάνθρωπης όσο και ληστρικής. Καθώς τέτοιες βιομηχανίες με τις δικές μας θρησκείες ομοιάζουνε, για να μην πω ότι ο εξοντωτικός καπιταλισμός είναι η μόνη γνησίως ανθρώπινη θρησκεία και ταυτοχρόνως βιομηχανία. (Διπλό κέρδος και απ' τα δυο: και από την ψυχή και απ' την τσέπη.) Κάποτε λοιπόν οι δρόμοι μας χώρισαν: ο Έλβις πέθανε το 1977 κι εγώ τριγυρνώ ζωντανός κι ορφανός, απαραμύθευτος πλάνης και ψυχικώς πένης μέχρι σήμερα, τώρα. Πού και πού όμως ανοίγω το Διαδίκτυο και παίζω κάνα βίντεο απ' τις δικές του ταινίες. Μπορεί εγώ τα μνημόσυνα να μην τα γουστάρω, μα βρίσκω ευκαιρία να ξεπλύνω τα μάτια μου, να φύγει η βδελυγμιαία νεοελληνική μπίχλα. Να βουρκώσω να δακρύσω και να κλάψω γοερά κι ανενόχλητα για τον χαμένο μου Βασιλιά, για την περασμένη μου την ζωή και για την άδεια στεγνή, ώριμη λογική, ανέστια και παρασυρμένη που σήμερα κάνω. Λένε πως άμα χάσεις το πρώτο σου στήριγμα καταρρέεις, λένε πως άμα χάσεις και το τελευταίο σου – τότε αναγεννάσαι εσύ, υπάρχει ελπίδα λοιπόν, η Graceland ζει και με οδηγεί, εγώ θ' αρχίσω να τραγουδάω το Suspicious minds.

"We're caught in a trap / I can't walk out / Βecause I love you too much, baby"

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013

Διαβάστηκε 2733 φορές Παρασκευή, 03 Ιανουαρίου 2014 05:17