Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Χα! Ορίστε και μια «δοκιμή» ενός αυτοκινήτου μου: MAZDA MX5/Μiata, ΝB 1999. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

Ημερολόγιο γαλανόμαυρου «κύκνου», μέρος πρώτο

Αυτοκίνητα δεν είχα πολλά – καθώς παλιός μοτοσυκλεττιστής είμαι, ένα όμως μόνο θυμάμαι κι ακόμα αναρριγώ: FORD Escort τού 1968, ex-rally car εισαχθέν από Γερμανία μέσω Αγγλίας. Με ιστορικό πολλών νικών, μοτέρ δίλιτρο με 1ΕΕΚ, ραμμένη καρρότσα και BILSTEIN κίτρινα, μπλοκέ διαφορικό και αρχαίες AP-LOCKHEED μπροστά – μην σας κουράζω. Έμπαινα άνετα στο θεόγυμνο εσωτερικό – τα roll-bars τότε ήταν «αρχοντικά» – και απ' τις τρύπες σκουριάς σε θόλους και τα πατώματα, οι υπερχειλίσεις από τα 45άρια άφιλτρα WEBER το cockpit του πλημμυρίζαν. (Μέρες αξέχαστες, που το ηχητικό «γαζί» τής εξωτερικής-αγωνιστικής τρόμπας βενζίνης «μέτραγε» τα καρδιοχτύπια απ' τις υπερστροφές, που σπάταλα-μα-αφροδισιακά οι μοναδικές Minilite ζωγράφιζαν σε ελαφρύ χώμα και γλιστερή άσφαλτο.)

Και όπως ΟΛΑ τα πράγματα έχουνε ένα τέλος σ' αυτήν την ζωή, το Escort πουλήθηκε σε μιαν εποχή που οι τιμές των classic & vintage, αγωνιστικών και ιστορικών αυτοκινήτων ήταν ανθρώπινες, οι Έλληνες είχαν πολλά-μα-δανεισμένα λεφτά και στρατιές από πονηρά μαστοράκια θέλαν να «φάνε» το ταπεινό Escortάκι μου, όσο κάνει σήμερα ένα «παπάκι». (Ας είναι.) Το διάδοχό του όχημα ήταν μια Alfa ROMEO 75 1800κε, μια αυτοκινητάρα που μού έχει μείνει αξέχαστη για το μοναδικό ζύγισμά της – κρατείστε το στοιχείο αυτό – καθώς και ότι είχε κιβώτιο και διαφορικό πίσω, μαζύ με εσωτερικά πίσω δισκόφρενα. Κι όταν έκλεισε κι ετούτης ο «κύκλος», πωλήθηκε για μόνο 800 ευρώ, σ' έναν που μού το 'παιξε και δυσαρεστημένος ο τσίπης-καρμίρης...

Όπως σκοπίμως προανέφερα, είμαι ώριμος και παλιός μοτοσυκλεττιστής, όχι μόνον λάτρης και συλλέκτης τους κάποτε, όχι μόνον δοκιμαστής τους επαγγελματικά επί σχεδόν-εικοσαετία, μα και σήμερα η ζωή δίχως δίτροχο είναι... μπάκετ δίχως ζώνες. Και κάποια στιγμή που διέθετα μπάτζετ αποφασισμένα γενναίο, βγήκα στις αγγελίες για ένα... S2000! (Ναι, καλά καταλάβατε: αυτό το επικό αυτοκίνητο που τόσα γίναν βραχιόλια-σε-κολώνες κι οι φαναρτζήδες ρίξαν τόσα πανωσηκώματα, που πριν πέντε χρόνια που να ψάχνω και να οδηγώ ξεκίνησα, στα δέκα που είδα... ένα(!) ήτανε ατρακάριστο!! Επειδή όμως εδώ γράφω για ΜΧ5 κι επειδή γραική ξερολιά και γιατρούς-ιδιοκτήτες που «χεράδες» το παίζανε ατελείωτους «έφαγα», ξενέρωσα και «κατηγορία κατέβηκα», μπας κι αποκτήσω «το πιο μοσχοπουλημένο roadster ΟΛΩΝ των εποχών... που για κομμώτριες είναι»!


Τί ζητούσα απ' το «νέο» μου και «τελευταίο» μου αυτοκίνητο; Να 'ναι convertible φυσικά – κι όχι «γκγκγκάμπμπμπριο» – για να το οδηγώ ΠΑΝΤΑ ανοικτό και ΚΥΡΙΩΣ χειμώνα. ΜΟΝΟ πισωκίνητο φυσικά, πάνω από 1600κε και να παίρνει και κάνα στοιχειώδες φτιαξιματάκι. Για να μην σάς ξανακουράζω, πού φυσικά κατέληξα, (αφού τον προϋπολογισμό μού «τραγάνισε» η αγορά μιας-ακόμη μοτοσυκλέττας;) Στα εξής δυό: ΜΧ5 και MR2 φυσικά, από κει και πέρα το αδιάφορο χάος. Τα οδήγησα λοιπόν και τα δυό, περισσότερα MAZDA φυσικά, μια και οι ιδιοκτήτες των δεύτερων νομίζανε πως κατέχανε... LOTUS! Άμεσα «κούμπωσα» μέσα στο Miatάκι – 180 ύψος και 75 βάρος, για τα 66 χρονάκια μου καλά είναι; – και όσες φορές λιγάκι τα πίεσα στην δοκιμαστική βόλτα (την περιουσία των ανθρώπων σεβόμενος), το μοναδικό δημιούργημα τής Χιρόσιμα με γέμισε αυτοστιγμεί χαρά κι ευωχία.

Εξ αρχής να το ξεκαθαρίσω: το πανάσχημο και σπαρτιάτικο, κεντρομήχανο και ευαίσθητο, καταλυτοβόρο και κατ' εμέ άσχημο ΤΟΥΟΤΑ έχασε από την πρώτη στιγμή. Ως πιο απόλυτο – η ΤΟΥΟΤΑ δεν είναι τυχαία, ούτε μικρή εταιρεία – έπρεπε να κάνεις reset στα χέρια σου και τον εγκέφαλο για να το οδηγήσεις, ακόμη κι ως το περίπτερο. Αν προσθέσω σ' αυτό ότι δεν χώραγε ούτε τα... σερβιεττάκια τού «μωρού», αν προσθέσω σ' αυτό ότι τα κατάκοπα μάτια μου δεν διαβάζουνε πια κατσαρό apex στροφής στο χιλιόμετρο, αν προσθέσω και ότι οι τιμές τους ήταν ακριβούτσικες για εμένα – στο αριστούργημα τού Shunji Tanaka δαγκωτά και κεφάτα κατέληξα.

Και δεν βιάστηκα. Κοιτούσα τις αγγελίες και οδηγούσα ελάχιστα επί ενάμισυ χρόνο. Και όταν ο δεξιοτίμονος «κύκνος» μου, ΝΒ-1999, εισαγωγή από Αγγλία και τουρμπισμένος σωστά, αναρτησοφρενιασμένος [sic] ορθά, με τετράφτερο συν hard-top, στιβαρό roll-bar και μοναδικές ζάντες και-λοιπά στις αγγελίες εμφανίστηκε, πήγα Μεγάλη Παρασκευή(!) στην Κηφισσιά μεσημεριάτικα να τον δω. Κι επιτόπου τον αγόρασα, μόλις συνάντησα τον ιδιοκτήτη. (Προσοχή, ακολουθεί δωρεάν συμβουλή, δια τους νέους μας: εάν θέλετε να τα φτιάξετε με καμμιά, τσεκάρετε πρώτα τον πρώην της. Και εάν μετά, θέλετε να παντρευτείτε καμμιά, γνωρίστε προκαταβολικά την μαμμά της.) Από ρόδες γνωρίζω πολλά, μα άμα θέλω να απολαύσω μηχανοκίνηση, θέλω να διερευνήσω τον ιδιοκτήτη – αυτή είναι μια τέχνη σπάνια κι εσωτερική που έρχεται μόνον μετά από χιλιάδες λεφτά, γκρίζους κροτάφους απ' τα πάθη και λάθη, και δεκάδες τσακωμένους μηχανικούς. (Για γυναίκες δεν συζητάω...)

Αφού λοιπόν ο συγκεκριμένος 27χρονος(!) ιδιοκτήτης ήταν και κύριος και άρχοντας, το midnight-blue – εξ ου και το «γαλαζόμαυρος» – ΜΧ5 πήρε μετάθεση για Κέντρο των Αθηνών. Απ' το Πάσχα. Κι αφού έγινε μια τυπική αλλαγή απάντων των υγρών – λάδια, βαλβολίνες κιβ+διαφ, συμπλέκτη, ψυγείου, φρένων – φουλαρίστηκε με 100άρα και ξεκίνησαν οι χαραματιάτικες αναγνωριστικές κι εκπαιδευτικές βόλτες, εντός κι εκτός Αττικής. Μέχρι να βρω την σωματικά-λειτουργική θέση μου μέσα του, να συνηθίσουν τα χέρια μου Σκωτία και Αυστραλία (που έχω οδηγήσει «ανάποδα»), να δω γιατί δεν έπρεπε να είναι τόσο χαμηλό και γιατί πρέπει να είναι τόσο σκληρό. Να επανεφεύρω τις «γραμμές» μου επί το τετράτροχον τώρα, να μάθω να δουλεύω το τούρμπο σωστά και να μην χορταίνω να διεγείρω την σουρντινιασμένη μα καλλικέλαδη «σκάστρα» του, ιδιαίτερα μέσα σε επαρχιακά τούννελ και αθηναϊκές γειτονιές! Να ξαναθυμηθώ τα cabriolet-νειάτα μου όταν το μακρινό 1979 κυκλοφορούσα στην δεκεμβριάτικη Βοστώνη με την CHRYSLER μιας ιρανής συμφοιτήτριάς μου, κόρης υπασπιστή τού Σάχη και φραγκάτης όσο και θερμόαιμης, για τα μασσαχουσετιανά χιόνια που στο διάβα μας λυώναν... (Αυτά είναι κέφια κύριοι, εν καιρώ covid μάλιστα, σιγά μη μάς/σάς πάρει από κάτω!)

 

Ημερολόγιο γαλανόμαυρου «κύκνου», μέρος δεύτερο
(Τί ζητούσα, τί δεν ήθελα, τί χαίρομαι και τί δεν με νοιάζει στο ΜΧ5)

Κατ' αρχάς, να σάς το συστήσω: μοντέλλο 1999 άρα ΝΒ, εισαγωγή το 2000 από Ιαπωνία σ' Αγγλία. Επί 15 χρόνια προσεκτική-διότι-βρετανική χρήση, με λίγα μίλια στο κοντέρ και φυσικά με τις ελάχιστες-μα-απαραίτητές του σκουριές, (για τούτες πιο κάτω). Κινητήρας stock 1800κε, με πεντάρι κιβώτιο και μπλοκέ διαφορικό – «μαμά» που νιαουρίζουν, ενώ ακόμα βυζαίνουνε οι ημίγραικοι τράπερς – συν ομόχρωμο hard-top. (Την μακρά κι ακριβή λίστα βελτιώσεων και αξεσσουάρ, σε άλλο μου κείμενο.) Εισήχθη στην Ελλάδα το 2015 μέσα σε container και εκτελωνίσθηκε απ' τον 27χρονο δεύτερο ιδιοκτήτη του, ο οποίος έβαλε βαθιά το χέρι στην «ψαγμένη» τσέπη του για να το φτιάξει μετά όπως επιθυμούσε. Μεγαλόσωμος ων, δεν χωρούσε όμως σ' αυτό κι επειδή... όλοι «εκεί» θα καταλήξουμε κάάάποια στιγμή – στο S2000 φυσικά, χαχαχα! – έτσι κι εκείνος το πούλησε, μαγεμένα κατευθυνθείς στο «διαμάντι» τ' ανεπανάληπτο τούτο τού HONDA Soichiro Sensei...

Αφού οδήγησα ΠΟΛΛΑ 1600άρια και ξενέρωσα – όσο και μισοκαύλωσα – αποφάσισα να μείνω πιστός στο μεγαλύτερο και πιο σπάνιο μοτέρ. Πεντάρι ή εξάρι κιβώτιο, μπλοκέ ή απλό δεν με ένοιαζαν (καθότι δεν ήξερα ο δόλιος ακόμα), κατάσταση κουκούλας αδιάφορη (καθότι μόνο ανοικτό το κυκλοφορώ και το «μωρό» έχοντας κοντά τα μαλλάκια του, δεν νοιάζεται για την κόμμωση), απ' ό,τι διαπίστωσα μόνο δυό ήταν τρακαρισμένα (απ' τα δεκαπέντε-περίπου π' οδήγησα) και αυτές ήταν οι απαιτήσεις μου όλες. (Τα γενικά που παρατηρούμε κι ελέγχουμε σε έκαστο όχημα αγοράς μας, δεν αναφέρω ως γνωστά και κοινά.) Το ΜΧ5 ως ιαπωνικό – και δη MAZDA – δεν είχε μανουριάρες ιταλικές ιδιοτροπίες, εγγλέζικες μαλακίες αιώνιες, γερμανικά κολλήματα βαρετά, για αμερικανιές, λόγω κυβικών, ούτε κουβέντα. Κι όσο δοκίμαζα και εμπειρία αποκτούσα, τόσο ευκολότερη κι ευκρινέστερη γινόταν η επιλογή μου. Δεν γούσταρα – και έβαζα τα κλάμματα απ' τα γέλια – τα διάφορα «ερπετά»: δύστυχα Miatάκια που μέχρι την ελληνική καφφετέρια σερνόσαντε, βρίσκαν οι πρησμένοι τροχοί ΑΜΕΣΩΣ στους θόλους μόλις έστριβες το τιμόνι ΕΛΑΧΙΣΤΑ, μόλις μια γόπα πάταγες, μόλις φτερνιζόσουν ή έκλανες, μόλις άναβες τον αναπτήρα κλπ κλπ. Δεν γούσταρα «φιαγμένα» και «αβάδιστα», «για πίστα» ή «για γνωστές», με «φπε» και για «δε γκάνει, το γκάνι, για σε, φιλαράκο»...

Δεν γούσταρα λαδιάρηδες που το παίζανε «Μπούμπηδες», μειράκια που μοστράραν ως «εξέλιξη και βελτίωση» το χαρακτηριστικά-επιδεικτικό ιμαντάκι-μπροστά έλξης και ξεκολλήματος από φαράγγια και μάντρες, τριανταράκους με συζυγούλα, τρία παιδάκια και μέγαιρα πεθερά που δεν το δίναν κάτω από «ένα δεκαρικάκι»! (Το σε-τάκους Miatάκι, με ημιθανές-ναρκωμένο μοτέρ, επειδή τού 'χαν βάλει «ζαντούλες από RX8»!) Δεν έψαχνα κουκλίστικο ΜΧ5, με γκομενούας «σαλόνι», αλλά ζητούσα ένα πιο λιτό, σπαρτιάτικο-έως-ημιαγωνιστικό ει δυνατόν, «κυνηγημένο» σωστά ίσως, μα servicαρισμένο ορθά πάντοτε. Δεν έψαχνα να κατσαρώσω την πίστα των Σερρών ή να ξηλώσω τον χωματοτάπητα των Μεγάρων, αλλά αναζητούσα ένα ζωντανό, κάπως ξεχωριστό έως «μουράτο», ουσιαστικό έως «κλικάτο» ΜΧ5 που να το ερωτευτώ άμεσα και αμέσως.


Κάτι που μάς/σάς/με φέρνει στον ΠΡΩΤΟ λόγο αγοράς τού ΜΧ5 μου: το χρώμα του. (Η παράγραφος τούτη, προς απάντηση των απορούντων με την επισυναπτόμενη φωτογραφία.) Μια και την δεκαετία τού '90 ήμουν ήδη ώριμος, απ' όλα τα top models τής εκλεκτής και ανεπανάληπτης εκείνης εποχής, γούσταρα-ψόφαγα-έως βογκούσα για την... Linda Evangelista! Και όταν η κουκλάρα τούτη εκ Καναδά έβαψε... μπλε τα μαλλιά της, κοκκάλωσα. (Ακόμη χειρότερα που αυτά γίναν midnight-blue που ήταν τότε τής μόδας, ακόμη χειρότερα που φαίνονταν στις φωτογραφίες ως black-blue!!) Και ορκίστηκα έκτοτε πως αν ποτέ αποκτήσω ξανά αυτοκίνητο – άλλο, πέραν τού Escort που ήδη διέθετα – ΜΟΝΟ σε «γαλανόμαυρο» χρώμα θα ήταν αυτό!!! (Έτσι είναι φίλοι και κύριοι: άλλοι κάνουν τάμα στην Τήνο, άλλοι περπατάνε «στα τέσσερα» ως την Μύκονο κι εγώ αυτοδεσμεύτηκα με τα δικά μου περίεργα όνειρα τούτα.) Η MAZDA – αν και συντηρητική και σοβαρή Εταιρεία, ως ιαπωνική – στον χρωματικό της κατάλογο δεν έκανε τσιγκουνιές: τα άσπρα φαινόνταν μικρούλικα, τα «british-racing-green» απάδουν σε μη βρετανικά roadsters, τα ελάχιστα κόκκινα κάνουν για πιτσιρικάδες και πορνοστάρ, κιτρινάκια-φλουό πρασινάκια-χρυσά ας κυκλοφοράνε σε «fast n' furious» Μενίδια και Λιμανάκια, μένουν λοιπόν τα σοβαρά-γκρι, τα γλυκά-σιέλ και φυσικά τα μπλέ ΜΟΝΟ!

Να σημειώσω εδώ ότι οδήγησα και δύο NC: ένα 1,8 και ένα δίλιτρο back-to-back, σε ένα απόγευμα μέσα. Το πρώτο μού φάνηκε καλό μα «σιδερωμένο» εξευγενισμένο, το δεύτερο ήταν πιο άγριο μα η συγκεκριμένη κατάστασή του ήταν οικτρή, και για την τιμή του και για το στήσιμό του. Κι επειδή σε ΑΥΤΗΝ την ζωή πρέπει ν' αναζητάς και να αγοράζεις ΜΟΝΟΝ ό,τι ΒΑΘΙΑ συ επιθυμείς και σού κάνει καυλοπαθιάρκο «click n' catch» – και όχι ό,τι λένε τα ξερόλικα κολλητάρια ή τα συντακτάκια περιοδικών – επέστρεψα στην στοχοπροσηλωμένη έρευνά μου σε ΝΒ, τέλος.

Τα περισσότερα που έβλεπα ήτανε στοκ, άντε καμμιά ζαντούλα δω-κι-εκεί, ένα τιμονάκι και φυσικά άπαντα με Bluetooth και οθόνες, «στέρεα» the size and grandiose power of Grand Canyon, πεντέξι είχαν style-bars και μόνον δυό, κανονικά και σωστά roll-bars. (Είναι παγκοσμίως γνωστό ότι η φυλή μας αψηφάει τον θάνατο: γι' αυτό δεν βάζει ζώνες, δεν φορά κράνος, δεν τοποθετεί μελετημένα roll-bars σε ανοικτά αυτοκίνητα, κάνει ασύστολες εμβολιομαγκιές και μετά, ενώπιον Μ.Ε.Θ. κι Εφετείου βάζει τα κλάμματα, επιστρατεύει μαμμά και γιαγιά στα κανάλια να κλαίνε να παρακαλούν και μετά βουτάνε στα επιδόματα ως ΑμΕΑ!) Κύριοι, προσοχή: η Ζωή είναι ΜΟΝΑΔΙΚΗ και ΠΑΝΑΚΡΙΒΗ (όχι με την φραγκοδιψή έννοια), γι' αυτό γκάμπριο και γκάζια δεν πάνε μαζύ, αν δεν υπάρχουνε καλές ζώνες και σωστό roll-bar εξ αρχής και για αρχής λόγους. (Καπίσι ή καπίστρι;)

Τί χαίρομαι στον «κύκνο» μου; Αυτό ακριβώς που ως λυσσάρης και ρέκτης ζητούσα: ένα roadster καλό σωστό ζυγισμένο, ιαπωνικό (όχι Alfa ROMEO Spider π.χ.), κοντά στην αρχική ιδέα τού αγγλικού (όχι MG F/TF χαχαχα), απολαυστικό και στην ράθυμη-ρομαντική-εγκεφαλική-αδιάφορη οδήγηση και πύρκαυλο στην σβέλτη-όχι-γρήγορη, αθλητική-όχι-αγωνιστική, αδειοκέφαλη-όχι-καγκούρικη και ενδιαφέρουσα-έως-αποκαλυπτική οδήγηση. Με ένα cockpit στενούλι-σπορτίβικο-σφιγγοκώλικο, μιαν αίσθηση ακριβή τιμονιού μπροστά και μιαν αίσθηση ακριβή γκαζιού πίσω, να «γυρίζει» ελεγχόμενα όχι σε Μπουρνάζια ματάδικα και drift-days φλωράδικα μα σε χαραματιάτικο Μπράλλο και στην προσωπική μου «ειδική διαδρομή» στην Ερμιόνη τα μεσημέρια. Χαίρομαι στο ταπεινό Miatάκι μου το σοφό σχήμα του, (γιατί όταν οι Ιάπωνες σχεδιάζουν, βάζουν ΟΛΟΝ τον κόσμο στο κεφαλάκι και στην πεννούλα τους και όχι μόνο κομψευάμενους λόρδους ή λατίνους βιομήχανους). Το ΜΧ5 έχει πουλήσει «εκατομμύριο» γιατί είναι άσπαστο και εξ αρχής σωστό, τίμιο και ανθρώπινο, αντέγραψε μεν τα ορθά των πρωτοπόρων μα παρέλειψε τα λάθη των επιγόνων τους κι αυτό φαίνεται απ' το ότι η «κολώνια» του κρατάει και θα κρατά. Τα ΝΑ «τσιμπάνε» τιμή και άριστα κάνουνε, τα ΝΒ είναιακόμη φθηνά και τα NC θέλουν πολλή δουλειά για να επιστρέψουν στην παλιά και ρομαντική ιδέα τού αφοσιωμένου και παθιασμένου χομπίστα. Που πρέπει να διαθέτει και έτερο αυτοκίνητο, συνοδηγό πρόθυμη για αταξίες, όρεξη για βελτιώσεις ατέλειωτες και γιατί όχι; Εκείνο το ταξίδι στον μοναδικό μας «ναό», το Nürbürgring ή ακόμα καλύτερα στην Laguna Seca!

Τί δεν με νοιάζει στον «κύκνο» μου; Οι αναπόφευκτες και λίγες σκουριές του, (αριστερή βάση par-brise, marche-pieds μπρος-πίσω). Τα τσαλακώματα και η φθορά τής κουκούλας του, (καθότι ΚΥΡΙΩΣ χειμώνα όπως έχω πει και ΜΟΝΙΜΑ ανοικτό το οδηγώ, για καλοκαίρι τα KAWASAKI/KTM/SUZUKI μου είναι ό,τι πρέπει). Η κατανάλωσή του λόγω σωστού και απροβλημάτιστου turbo, (7-8λ/100χλμ πολιτισμένα και 10λ/100χλμ απολίτιστα). Το kartάδικο-«τραπεζοειδές» στήσιμό του. Το ότι πλέον – μετά απ' τα πρώτα μας 10.000χλμ – μού ζητάει bucket σωστό και ζώνες τεσσάρων-σημείων, (γιατί το αριστερό γόνατό μου πονά τριβόμενο στον θόλο κιβώτιου και ο δεξής μου αγκώνας πονάει πιεζόμενος κόντρα στην πόρτα). Αδιαφορώ – γι' αυτό το έχω κοπανήσει λιγάκι από κάτω – που είναι επιτέλους σωστά χαμηλό, (ώστε να διαβάζει τον επαρχιακό δρόμο και να μην απογειώνεται στην Εθνική, να μπαίνει «με μούρη», να μένει «με σώμα» και να βγαίνει «με κώλο» σωστά από την κάθε στροφή). Και κυρίως δεν κοιτώ καν τα ξυνισμένα κι ειρωνικά μούτρα πιτσιρικάδων που κοζάρουνε τον ασπρομάλλη «παππούλη» χειμωνιάτικα-ξέσκεπο, με το «τουρμπάτο ζαντόνι» να κυκλοφορεί για να «μας μοστράρει και το μωρό» – «α ρε και να τα 'χα εγώ, θα τα 'χα κάνει μ@λάκες τ' αλάνια...»

Επί προσωπικού, τώρα: χαίρομαι ως άγνωστος συγγραφέας κι αληθινός «μηχανόβιος», που ακόμα υπάρχουν άτομα και διαβάζουν – ανεξαρτήτως like ή αντίδρασης – κείμενο σαν κι ετούτο. Σημαίνει – επιτρέψτε μου ή μη – ότι δεν έχουν χαθεί άπαντα σήμερα: οι νεώτεροι άνδρες και τα νέα παιδιά, οι ωριμότεροι κύριοι και οι ευσταλείς παλαιοί αναζητάνε και διατηρούν, απολαμβάνουν και ενίοτε διαφωνούν με απόψεις και φωνές π.χ. σαν την δική μου. Που με τιμημένη και λατρευτική αφορμή ένα «άψυχο» και φθηνό αυτοκινητάκι επιμένουν να μεταδίδουν κοινωνία ψυχής, ρόφημα πάθους, σιελόρροια μηχανολογική και ανεξάντλητη νεφρική ευωχία που μόνον οι ρόδες και ο τροχός, ο κινητήρας εσωτερικής καύσης κι η πενταλιέρα γκαζιού μάς χαρίζουν.

Καθώς δεν έχει περάσει και λίγα η χώρα μας, ούτε πρόκειται καλύτερα να περάσει – αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Άνδρας, το τονίζω αυτό, δεν οφείλει να μένει πιστός και να κυνηγά αξεδίψαστα-μανικά τα εσωτερικά όνειρά του. Όποια κι αν είναι αυτά, θεωρητικά πρακτικά, αληθινά ψεύτικα, χρήσιμα άχρηστα – παθιασμένα και ταγμένα όμως πάντοτε. Πάρτη του. Πάντα.


Ημερολόγιο γαλανόμαυρου «κύκνου», μέρος τρίτο
(Τα δεξιοτίμονα ΜΧ5 είναι πιο γρήγορα στους ελληνικούς δρόμους!) (Και τώρα ας ξεσπάσει ακόμη ένας... 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος τού Διαδίκτυου...)

Η εμπορική επιτυχία τού συγκεκριμένου μοντέλλου και αυτοκινήτου, οδηγικής σύλληψης, βιομηχανικής εκτέλεσης και ανθρώπινης απόλαυσης οφείλεται στο συνδυαστικό πνεύμα τού Ιάπωνα τεχνίτη και καλλιτέχνη. Ο ταπεινός μα εργατικότατος τούτος λαός, οι «κιτρινιάρηδες» αυτοί που δένουνε για να χαρούν τις γυναίκες τους, καπνίζουνε σαν αράπηδες και προσκυνάνε – αν όχι ακόμη τον φλωρά-πια Αυτοκράτορα – κάθε βαψομαλλιά δυτικότροπο τραγουδιάρη, όταν βάλουνε κάτι στο μυαλό τους να το πετύχουνε, ξεσκίζουνε Χρηματιστήρια και Αγορές, μυαλά και χαρτιά, βεβαιότητες κι αποκούμπια, απλά-φονικά-τελειωτικά.

Για ακόμη-μία φορά οι «αντιγραφείς» Ιάπωνες παρέλαβαν με μηρυκαστικό σεβασμό κι επιμονή μυρμηγκιού μία LOTUS, ένα Spitfire TRIUMPH, ένα όποιο MG κι αφού τα «γαρμπιλιάσαν» στον πάγκο, τα περάσανε απ' τις «ακτίνες» τού σχεδιαστήριου. Σημειώσαν ευλαβικά τις «παιδικές τους ασθένειες», αναλύσαν προσεκτικά τις μοναδικές αρετές τους, συνέκριναν τις διαφορετικές «φιλοσοφίες» αντίληψης και κατασκευής και μετά, όλα αυτά τα έβαλαν στην πραγματική και απροβλημάτιστη υπηρεσία τού οδηγού. Και καθημερινού χρήστη. Και ιδιοκτήτη ξεκούραστου. Και ερασιτέχνη χομπίστα, έως πυροβολημένου πισταδόρου...

«Τίποτα δεν είναι τυχαίο» έχει πει ο Θεός, (και μια συγγραφέας χαμένη, γνωστή μου). Και μόνον η «θεά» ελληνίδα γκόμενα θεωρεί τυχαία τα άπαντα, για να βγάζει με το τίποτα μεροκάματο, να πλασάρει το τίποτα ως τα πάνδεινα, και την ώρα που εσύ έχεις καταφέρει να μπεις με τετάρτη-σκασμένη στου Μπράλλου την δεύτερη-παρατεταμένη, να σού πετάξει το αυθάδες κι αμίμητο... «Χάθηκε να πάρεις κι εσύ μια Μπεβέ ρε μωρό μου;»!


Το ΜΧ5-ΝΑ είναι LOTUS και στις γραμμές και στο στήσιμο, και στην φιλοδοξία και στο αποτέλεσμα. Ελαφρύ μαζεμένο σπαρτιάτικο, κοντούλικο μυτερό ξετρυπιάρικο, φασαριόζικο ασταθούλι κεφιάρικο – να μη λέω πολλά. Το ΜΧ5-ΝΒ είναι TRIUMPH και μάλιστα TR6 μα λιγότερο πυργωτό και πλέον κουρμπάτο, μεστό ιπποδυναμικά μα χαμηλότερο σχεδιαστικά, ουδόλως ιδιότροπο-νευρικό κι απολύτως απροβλημάτιστο-χρηστικό, πιο αεροδυναμικό και με απεριόριστη γκάμα βελτιώσεων – να μην πω περισσότερα, τα γνωρίζετε σεις άλλωστε όλα. Και το ΜΧ5-ΝC είναι MG και δη MGB+GT κι επειδή ήδη τις αναλογίες μου εγώ έχω ήδη «τσιχλώσει» υπερβολικά και ανάψει τα νεύρα σας σε βαθμό κακουργήματος, θα κλείσω με το βεγγαλικό τούτο: το ΝΑ-LOTUS είναι η «FERRARI», το ΝΒ-TRIUMPH είναι η «LAMBORGHINI» και το NC-MG είναι η «MASERATI» κι όποιος άντεξε και κατάλαβε, ένιωσε και φωτίστηκε – δεν παίρνω επιταγές, μετρητά μόνο!

Ξεκινώ από κάτι πασίγνωστο: ανοίγεις την πόρτα και κάθεσαι μέσα του κι αμέσως «κουμπώνεις». Αν είσαι ο Αντετοκούνμπο ή η Kylie Minogue, πάρε το ΚΤΕΛ – αλλιώς είναι θαυμαστό πώς ένας κατ' εξοχήν μικρόσωμος λαός κατάφερε να σχεδιάσει ένα αυτοκίνητο sport που να βολεύει ΠΛΕΙΟΝΑ αναστήματα, με το ΙΔΙΟ συναίσθημα «φορέματος» και απόλαυσης. Τα χέρια πάνε φυσικά και φυσιολογικά στο τιμόνι, τα πόδια ακουμπούν ευθύγραμμα και ξεκούραστα στα πεντάλ, ο μοχλός ταχυτήτων βρίσκεται απόλυτα εκεί που πρέπει-δουλεύει-χρειάζεται και η οπτική ευθεία καπώ-πορτμπαγκάζ χάνεται εκεί ακριβώς που τελειώνει το... χρώμα. Όλα είναι σ' ευθεία και άπαντα με καμπύλες χειρίζονται, λειτουργούν, αποδίδουν. Η ευτυχώς-χειροκίνητη οροφή διπλώνει με το ένα χέρι, η μέση δεν βουλιάζει σε οξεία γωνία και οι γάμπες δεν σέρνονται χαμαί στα πατώματα, το «φρύδι» τής πόρτας είναι σωστά-κάτω απ' τους ώμους και το άνω-γείσο τού παρμπρίζ βρίσκεται ακριβώς στο ύψος τού ήλιου που δύει.

Βάζεις μπρος και βάζεις ταχύτητες, βγάζεις στον δρόμο τα άλογα και βγάζεις ταυτόχρονα σκοτούρες και χρόνια. Στρίβεις απαλά το τιμόνι και το αμάξωμα «γραμμικά» το ακολουθεί, στρίβεις το τιμόνι απότομα και ο πίσω άξονας «γραφικά» το ακολουθεί, διπλώνεις το τιμόνι ραλλιάρικα και τα ζεύγη τροχών δεν τσακώνονται μεταξύ τους, ξεχνάς το τιμόνι εντελώς κι αν έχεις περισσότερα άλογα, οδηγείς με το γκάζι... and that's pretty much ALL of IT φίλοι άγνωστοι, κύριοι εκλεκτοί και εχθροί βαρετοί. Το ΜΧ5 είναι απλό, γιατί είναι κατ' αρχάς χρηστικό. Το ΜΧ5 είναι σωστό, γιατί είναι κατ' αρχήν λογικό-συνολικό-αποτελεσματικό. Τα ΜΧ5 διαθέτουνε «μέσα τους» τόση σκέψη και δουλειά, σύλληψη-εκτέλεση-φαντασία, μέτρηση-στάθμιση, ζύγιση-επίλυση και χαρά που ένα εκατομμύριο – #1.000.000# – πελάτες χαμογελάνε και θα χαμογελούν ισοβίως και αιωνίως, ατενίζοντας συγκαταβατικά και αδιάφορα τον ανταγωνισμό από μακριά, πολύ μακριά. (Όπως ακριβώς κοιτάζει το Group ZODIAC, τους άλλους κατασκευαστές, στα φουσκωτά.)

Και πάμε τώρα στον εμπρηστικό τίτλο μου, να εξηγηθώ, αφού θα παρεξηγηθώ ούτως ή άλλως. Όπως εξ αρχής δήλωσα, είμαι και παραμένω πρωτίστως μοτοσυκλεττιστής. Από το 1972, έχω κλείσει όχι μόνο πενήντα συναπτά χρόνια δικύκλου οδήγησης, όχι μόνο έχω δοκιμάσει διεξοδικά-επαγγελματικά εκατοντάδες μοτοσυκλέττες, μα έφτασα μέχρι και το ΛΟΤΤΟ να έχω κερδίσει εγώ: ούτε ένα (1) κοκκαλάκι δεν έχω σπάσει – ας όψονται ο Κύριος, ο Βούδδας και η «ξανθιά αγαπημένη Παναγιά» τού Τόλη Βοσκόπουλου! Τί μάς/σάς λένε λοιπόν όλα αυτά, τα φαινομενικά περιττά; Ότι οι οδηγικές μου «γραμμές» είναι ανεξίτηλα και μοτοσυκλεττιστικά ποτισμένες. Χαραγμένες. Τυπωμένες. Και αδιαπραγμάτευτες. Μπαίνοντας σε μία στροφή π.χ. οδηγώ σαν να καβαλλώ, κι αυτό είναι και αρετή και κατάρα. «Κατέχω» και συνάμα ποιώ ως προσωπική πουτανίτσα μου την «κορυφή» τής στροφής – που άπαντα, στην ταχεία οδήγηση καθορίζει – καθώς μπαίνω με «όσα» διαθέτω-μπορώ, κρατιέμαι «επάνω στο σημείο» όσο λιγότερο αντέχω-επιθυμώ και εξέρχομαι σφεντονάτος και «σειριακός», με τα μισόκλειστα μάτια μου καρφωμένα στο επόμενο apex. (Πάρτε ανάσα, συνεχίζω.)

Καθήμενος λοιπόν στον δεξιοτίμονο «κύκνο» μου δεξιά, οι δεξιές στροφές καθίστανται όχι μόνον απόλυτα «του δεξιού μου χεριού», όχι μόνο βάζω το καταραμένα-μαγικό apex κάτω απ' το κάθισμά μου κυριολεκτικά και πραγματικά, μα τοποθετώ ταυτόχρονα την κολώνα τού τιμονιού σε πλήρη κι ευθεία γραμμή με την ιδανική έξοδο από την στροφή μου. (Ξαναδιαβάστε το και σκεφτείτε το, προτού πλακωθείτε στην πολυλογάδικη τσαντίλα και άφωνη διαφωνία.) Έως εδώ, καλά, μαγικά, ιδανικά. Σε ό,τι όμως αφορά στις αριστερές στροφές, εδώ μαζύ με το δώρο έρχεται και το αντίδωρο: καθήμενος δεξιά, όχι μόνον έχω «πλέρια» και ασφαλή απόσταση από τον ισόβιο-αθεράπευτο γκρέκο μαλάκα-αντιθέτως ερχόμενο, όχι μόνο διαθέτω επιπλέον προοπτική ορατότητα που μου χαρίζει η δεξιά θέση, όχι μόνον διαθέτω χώρο να διορθώσω την υπερστροφή μου, αλλά καταφέρνω να το βουλώσει πανικοβλημένη η ανωτέρω ελληνίδα γκόμενα η αριστερά καθισμένη-εκτεθειμένη, έτσι κι έχω κάνει το μέγιστο λάθος να πέσω κι εγώ θύμα των αλαβάστρινων μαστών της, των εκμυζητικών χειλιών της, των καβοκολώνειων μηρών της και τής μαλάκως τής μάνας της... χαχαχα!

Όπως ποτέ μου δεν είχα πρόβλημα με την ανάποδη διάταξη χειριστήριων-ποδωστήριων στις classic & vintage αγγλικές και ιταλικές μοτοσυκλέττες μου, έτσι δεν είχα κανένα πρόβλημα με την οδήγηση σε Σκωτία και Αυστραλία. Κι όταν οδήγησα δοκιμαστικά και βολτάρικα για πρώτη φορά στον Διόνυσο τον «κύκνο» μου, η δεξιά θέση οδήγησης ουδέν πρόβλημα στάθηκε-απετέλεσε, ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ – γι' αυτό το γράφω με κεφαλαία. Και όχι για να κάνω τον γνώστη, τον ξύπνιο, τον ανώτερο και τον μάγκουρα, αλλά για να πω κάτι άλλο. Η σβέλτη δεξιοτίμονη οδήγηση – όταν μάλιστα ΒΙΩΝΕΤΑΙ και ΧΤΙΖΕΤΑΙ μέσα σε ένα και μαζύ με ένα ΜΧ5 – είναι μια μοναδική εμπειρία που σάς εύχομαι να την συνεχίσετε με ανάλογα αυτοκίνητα τούτου τού είδους, κατασκευής, κατηγορίας, εκτέλεσης και απόλαυσης. (Και τούτα δεν είναι το S2000, το GT, η Boxster, το Z4, oι Spyder, οι SLK π.χ.) Η συγκεκριμένη «πίττα» τής περιώνυμης «Αγοράς» είναι από δεκαετιών κλειδωμένη, έχει στεφθεί παντοτινά με το «pride n' joy» μας και τούτο δεν αλλάζει μέχρι να βγάλει ο Βαρουφάκης μαλλιά ή να βάλει μυαλά, και ετούτο μου τα ομολογεί όλα.

Κι επειδή βλέπω κάποιους ήδη φορτωμένους και φουρκισμένους εκεί στο διαδικτυακό βάθος – ναι, το MR2 στρίβει καλύτερα, «κεντρικότερα», ακριβέστερα και χειρουργικότερα... μα πόσοι μωρέ μπορούν έτσι να το συνεχώς πάνε; Δεν συγγράφω για τα ελάχιστα άτομα που το έχουν κυριολεκτικώς γδύσει-ελαφρύνει-βελτιώσει και το βάζουνε μόνο Μέγαρα-Σέρρες-Ιταλία – εγώ πάντως στις αγγελίες έναν μόνο (1) είδα χαΐστα με ένα αντίστοιχο και το καπέλλο μου εξ ασφαλούς αποστάσεως τού έβγαλα απολύτως. Και επί προσωπικού, κάτι: το turbo ΔΕΝ συνάδει, ΔΕΝ δουλεύει, ΔΕΝ δένει ΟΛΙΚΑ-ΣΥΝΟΛΙΚΑ με το ΜΧ5 καθώς κύριοι, εχθροί και φίλοι ο Ιάπωνας ΔΕΝ είναι μαλάκας, αλλά ούτε κι ο Carol Shelby φυσικά. Ο Ιάπωνας έστησε ένα αρμονικό roadster φροντίζοντας στο cocktail αυτό να βάλει ίσες δόσεις δύναμης και απόλαυσης, φρένων στριψίματος, βάρους και ευκαμψίας, σχετικής άνεσης και κυρίως οικονομίας... Το ότι έχω εγώ – και ο κάθε «εγώ» – ένα after-market κι εγκάθετο ιπποφορβείο από 200+ άτια για το αυτί και το δεξί πόδι μου, για να «καθαρίζω» προσπέραση τού αυνάνα στην αριστερή Εθνικής-με-σαράντα, για να ζωγραφίζω στην Πάρνηθα ανηφορίζοντας ή να μαθαίνω να γαργαλάω την «σκάστρα» δεν σημαίνει ότι πράττω σωστά, ότι έχω πράξει ορθά, ότι γαμάω και δέρνωκυρίως.

Δίνοντας τέλος και λύτρωση στο ατέλειωτο και απέθαντο τούτο κεφάλαιο – ιδιαίτερα στην χώρα μας και την σήμερον ημέρα ιδίως τού ξερόλικου και ανεύθυνου πληκτρολόγιου – θα πω ότι σοφά η MAZDA τοποθέτησε κι άφησε 100/126/140/170 άλογα στα ΜΧ5 της, καθώς «Mother knows best» έχουν υπογράψει οι Αμερικανοί οι «θεοί» κυβικών τε και ίππων. Να είστε καλά, να χαίρεστε τον όποιο «σταύλο» έχετε κι όταν ξανανοίξουν οι Τράπεζες τα παχυλά δάνεια, ορμάτε απαξάπαντες και ακάθεκτοι σε Hurácan και Veyron τότε.

 

Ημερολόγιο γαλανόμαυρου «κύκνου», μέρος τελευταίο
(Σύγκριση «ομόσταυλων» roadsters, καθώς και λιμά-λοιπά για ΝΒ.)

Δεν πρόκειται να απασχολήσω το κοινό τού Διαδίκτυου με τις βελτιώσεις τού «κύκνου» μου. Τούτες έγιναν – στην πλειοψηφία τους – απ' τον προηγούμενο ιδιοκτήτη και εάν δεν συμφωνούσα μ' αυτές, δεν μου άρεσαν ή δεν ήταν σωστές, δεν θα τον αγόραζα, απλό είναι. Ο καθένας φτιάχνει και φέρνει το αυτοκίνητό του εκεί που εκείνος επιθυμεί... και για τους λοιπούς υπολοίπους – όχι μόνο κολοκυθόπιττα, αλλά συνταγογραφώ και μισό κιλό ξίδι.

Το ΜΧ5 διαθέτει απεριόριστο αριθμό βελτιώσεων: από τοποθέτηση V-8, μέχρι κρέμασμα αρωματικού stick στον καθρέπτη. Από γυάλισμα-κέρωμα, μέχρι στήσιμο για dragster σε τυφλό αδιέξοδο. Άποψή μου είναι ότι από ένα – νωρίς – σημείο και μετά, όλες και όλα ανατρέπουν την αρχική κατασκευαστική σύλληψη και εκτρέπουν το απλό και καλό αυτό αυτοκινητάκι, σε τέρας. (Πάντα τα ακατάλληλα κι απαγορευμένα ήταν ελκυστικά, οπότε ποιός είμαι εγώ να κρίνω τί κάνει ο καθείς στο κρεβάτι του πάνω ή στο τιμόνι του πίσω;) Άλλος θέλει τα πάντα «μαμά» κι άλλος το θέλει καρνάβαλο σκέτο, άλλος το φτιάχνει πέραν τής τσέπης του κι άλλος νομίζει ότι έκανε παλιάτσο την Mazdaspeed/Motorsport. Ας είναι, και πάω στο συγκριτικό μου. (Περιττεύει να πω ότι τα κάτωθι είναι ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ-ΑΤΟΜΙΚΗ γνώμη: όσοι κολυμπάνε ακόμα στο αυτοχαϊδευτικό «πέλαγος» τής πολιτικορεκτίλας – ας βάλουν για βουλευτές, γιατί για petroheads όχι μόνο δεν κάνουνε, αλλά και βαρετοί είναι.)

Συγκρίνω λοιπόν μόνο μεταξύ TT/Ζ3 και ΜΧ5/MR2, γιατί – μεταξύ μας – sport-roadsters δεν υπάρχουνε άλλα. Διότι 1ον/ Το S2000, το GT, η Boxster, η Z4, oι Spyder, οι SLK είναι μεν roadsters, αλλά άλλης κατηγορίας-κατασκευής-στόχευσης-τιμής και 2ον/ Κρίνω sport-roadsters και όχι θαυμαστά «γκομενοταξί» όπως π.χ. 206/306, SmartCooper κλπ ή τετραθέσια τύπου Astra, A4, CLK, 318 κλπ. Οπότε με απασχολεί ένα roadster φθηνό (έως 5-6Κ), με 1400-1800κε, που να 'χει πουλήσει αρκετά, να είναι πισωκίνητο φυσικά κι απολύτως «2+τίποτα» (από θέσεις).

To TT και η Ζ3 είναι για ελικομανείς βαυαρόπληκτους, που ψάχνουνε να στεφανωθούνε! Είναι καλά και κυριλέ αυτοκίνητα, για σοβαρούς κυρίους (με γκρίζους κρόταφους που νεάζουν συγκρατημένα ή για γαμπράκους πετυχημένους σε start-ups, που ψάχνουν να γοητεύσουνε πεθερούλες ναζιάρες). Το ΤΤ είναι ένα ψηλόπορτο κουρμπαρισμένο κουτί, με άγευστο-αντιαισθητικό εσωτερικό, άπαιχτο στην 4Χ4 έκδοση, με άριστο μοτέρ – που δένει απόλυτα με το σύνολο, τόσο λειτουργικά όσο κι οδηγικά – αλλά με ουδέτερο χειριστικά-απολαυστικά και ερασιτεχνικά-αγωνιστικά chassis. Το Coupé είναι άάάλλο αυτοκίνητο, ασημί είναι κούκλα και δεν θα σταθώ στα φημολογούμενα προβλήματά του. Οπτικά και αισθητικά δεν μού αρέσει, είναι άκαμπτο μα πρακτικό (σαν γερμανικό), σοβαρό και αντισταθμιστικό (σαν τευτονικό) – μα άμα ήθελα γυναίκα, δεν θα παντρευόμουν την... Μέρκελ! Το Ζ3 είναι όμορφο, πολύ ιδιαίτερο και πρωτόγονα κούκλα, άγριο στην όψη αλλά με μοτέρ και απόδοση ψόφια. Βαρύ μπατάλικο ανυπάκουο, νωθρό blunt και πολυπουλημένο σε συγκεκριμένη 90ίλας κατηγορία «επενδυτών-χρηματιστών», κάνει για γηρασμένους προ ώρας τους και δηθενάδες μετά την συνταξιοδότησή τους. Τα πράγματα βεβαίως εδώ αλλάζουν δραστικά και δραματικά όσο ανεβαίνεις σε μοντέλλα (Ζ4, Ζ8) και όσο ανεβαίνεις σε κυβικά (2λ./3λ./3,2λ.), για τα φράγκα ουδείς να κάνει συζήτηση όσο και για το palmarés τής θαυμαστής αυτής Εταιρείας.

Πριν περάσω στο αχτύπητο δίδυμο MR2-MX5, να πω ότι για το MG ισχύει ακεραίως ό,τι έχω πει ήδη: όταν σοβαρευτούν οι Άγγλοι και γίνουνε Γερμανοί – τους Ιάπωνες δεν τούς φθάνουν, γι' αυτό η μοτοβιομηχανία τους βούλιαξε και οι δίτροχοι Βig-Four βασιλεύουν και θα βασιλεύουν – τότε ίίίσως φτιάξουνε και μια LOTUS φθηνή, μια McLaren φθηνότερη, (άσε δε που δεν πρέπει). To OPEL Tigra (το είδε κανείς;), το Barchetta τής FIAT ανήκει στο γλυκό παρελθόν, το Streetka τής FORD δηλοί ότι... «κακά στον δρόμο απαγορεύονται» και η Spyder τής Alfa ROMEO είναι πάντα κουκλάρα μα δεν είναι sport, ούτε ακριβώς roadster. Για το MR2, να μην επαναληφθώ: άσχημο κατ' εμέ, άχρηστο πέραν τής γρήγορης οδήγησης, την οποία όμως η ΤΟΥΟΤΑ δίστασε να φθάσει ως τα άκρα. Ένας άριστος και πολιτισμένος συμβιβασμός κατέληξε, καθώς στις Μεγάλες Εταιρείες κυριαρχούν και οι ανταγωνισμοί και οι συγκλίσεις και η μόνη χαμένη ενίοτε, η Αυτοκίνηση είναι. Το MR2 είναι συγκεκριμένου και ειδικοτάτου κοινού αυτοκίνητο, που εγγίζουν τούς πρωτοχριστιανούς και τους αρχειομαρξιστές... και δεν συνεχίζω.


Τελικά κι ολικά, ΔΥΟ μόνο αξίζουνε σύγκριση, όπως προείπα: MR2 και ΜΧ5 κι εγώ ψήφισα και ψώνισα ΜΧ5, μόνο. Γιατί έχει χώρους αποσκευών (που για σβέλτα ολιγοήμερα ταξιδάκια χρειάζομαι), στρίβει πιο παιχνιδιάρικα, ο «κύκνος» μου ήταν και είναι «μπούνια» φτιαγμένος και βελτιωμένος ορθότατα και στο φινάλε... αυτό βρήκα, αυτό μ' άρεσε και αυτόν πήρα. Και έξω δεν έπεσα, γιατί και λόγω ηλικίας και λόγω έρευνας – άσε δε γνώμης κατόπιν γνώσης, και άποψης κατόπιν μελέτης – όταν επιθυμώ και αναζητώ κάτι, το κάνω λεπτομερώς και διεξοδικά. (Έτσι αποκλείονται λάθη και μαλακίες μετά, σπανίων χρημάτων απώλεια και σπάσιμο όρχεων βεβαιωμένο.) Γιατί τον «κύκνο» αγόρασα; Διότι μόλις μπήκα μέσα, μύριζε σαν το... Εscort μου! Διότι μόλις το οδήγησα, έστριβε σαν το Εscort μου, (χωρίς βέβαια το «δέσιμο» τής οροφής του)! Οι φρενάρες του – βοηθούμενες από τα μεταλλικά σωληνάκια τους – μαζεύουνε τα χιλιόμετρα ακαριαία, οι ρυθμισμένες αναρτησάρες του το καθίζουν εκεί κι έτσι που πρέπει, και το κρατούν καρφωμένο εκεί που επίσης οφείλει. Το «παιχνίδι» με το μπλοκέ και σώζει και τρομάζει – πάντα γλυκά, πάντα ελεγχόμενα, πάντα μ' ασφάλεια και σύνεση ώριμη σοφοτάτη. Τα καθίσματα συντόμως θ' αντικατασταθούνε με bucket, καθώς – αν κι από ΜΚ2,5 – δεν κρατάνε το σώμα σωστά και οι ζώνες κρίνονται μέτριες για το στήσιμο και αποστολή τού αυτοκινήτου. Αν το κρατήσω, θα μπουν braces από κάτω και πλάγια, καθώς και γέφυρες θόλων. Θα αγοράσω κι ένα classic BELL λευκό κράνος – με γείσο κάθετο, σαν τού Steve McQueen στο LΕ MANS – όχι για να με κοιτάνε τα πιτσιρίκια και να με χλευάζουν, αλλά γιατί αλλιώς χιονιά-καταχείμωνο μέχρι και ψύξη παρεγκεφαλίδας θα πάθω ξεκουκούλωτος ο έρμος!

Χρησιμοποιώ και γαργαλάω το turbo περισσότερο για απόλαυση, παρά για ξετίναγμα-ξεκατίνιασμα-ξεχαρμάνιασμα. Η ιπποδύναμη – παρ' όλον τον σωστότατο προγραμματισμό εγκεφάλου και δύο χαρτών – κρίνεται ακραία και υπερβολική, εάν δεν λυθεί εξ αρχής-ξανά-συνολικά το αυτοκίνητο και «στηθεί» τόσο απόλυτα, που ανοδήγητο στις ελληνικές συνθήκες θα καταντήσει. (Και πίστα δεν διαθέτουμε οι δυστυχείς, καθώς οι Σέρρες δεν είναι για αυτοκίνητα πάνω από 250 ίππους.) Για τα χρήματα που έδωσα, όχι μόνον πήρα ένα πολύ καλό αυτοκίνητο, μα σφράγισα ένα μονίμου χαμόγελο στο κουρασμένο το πρόσωπό μου. Το καλοριφέρ του ανταγωνίζεται Niva, air-condition δεν ήθελα κι ούτε διαθέτει (λόγω τουρμποτοποθέτησης), το hard-top αναπαύεται ξαπλωμένο στην αποθήκη μου και το μικρό τιμονάκι του είναι παιχνιδάκι στα χέρια μου. Ο «κύκνος» φτιάχτηκε σε γνωστό συνεργείο των Αθηνών και τέσσερα χρόνια τώρα παραμένει αψεγάδιαστος και απροβλημάτιστος, απολύτως. Κι όταν πήγα σ' αυτό το συνεργείο να συστηθώ ως νέος πελάτης και σεμνά πρόθυμος, το παλληκαράκι βαρυεστημένο-βαρύγδουπο το καπώ σήκωσε, βρήκε «κινεζιά» την τουρμπίνα που «θα χαλάσει» κι εκεί το ρομάντζο μας τέλειωσε. (Φαίνεται ότι το ευγενικό σύνολο γκρίζων μαλλιών και πληθυντικού, ηρεμίας και ολιγομιλίας εκλαμβάνεται απ' τους «γνωστές» ως ένδειξη αδυναμίας και ασχετιάς, ανωτερότητας και μαγκιάς – ουδέν πιο λανθασμένο από τούτο, να είναι καλά άπαντες και περισσότερο τα ΜΧ5 που δεν σπάνε, χώρια δε τα ακριβά και σωστά φτιαγμένα.)

(Μόνο ΜΧ5, «ρε»!) Το να δώσεις σήμερα ένα ποσό, όσο κάνει ενάμισυ παπάκι και να πριτσινώσεις ένα μόνιμό σου χαμόγελο κάθε φορά που θα οδηγείς, δεν είναι μικρό πράγμα. Γιατί όταν ο HONDA Soichiro Sensei είπε το απόλυτο διαφημιστικό motto «Φτιάχνουμε δίκυκλα για ΟΛΟΝ τον κόσμο», ήξερε πολύ καλά η MAZDΑ ποιόν πιστά ακολούθησε σκοπεύοντας-στοχεύοντας, κατασκευάζοντας-πετυχαίνοντας την δημιουργία τού ΑΠΟΛΥΤΟΥ οικονομικού και καθημερινού roadster. Η παλιά TOYO ΚOGΥO που ξεκίνησε ... φελλούς φτιάχνοντας, έφτασε να νικά σε Le Mans, να σωστά επιμένει στον ξεχωριστό-και-προχώ wankel κινητήρα, να βελτιώνει επιτυχώς το «διαμάντι» της – λέγε το ΜΧ5 – και την καρδιά μας όσο και τα νεφρά αιχμάλωτες να κρατά, για πολύύύ καιρό μας ακόμη. (Τα δυό τελευταία ΜΧ5 εμένα δεν μού αρέσουνε, αλλά εγώ ων 66+ δεν «μετρώ», ας τα απολαύσουν αυτοί που δεν γνωρίζουν ποιός ο Colin Chapman ήτανε και ποιόν ο Shunji Tanaka κατάφερε ν' αντιγράψει.)

Εμείς που δεν μπορέσαμε ν' αποκτήσουμε την παιδική μας Cobra, ούτε την εφηβική μας Corvette, αγοράσαμε το baby-Miata και μένουμε νέοι για πάντα! (Άσε δε που αυτό το αυτοκίνητο κάνει μόνο για την «τρίτη ηλικία», καθώς "Youth is wasted on the young", άγνωστος τις είπε!) Κι αν σκέφθηκα πολύ πριν προχωρήσω σήμερα εν καιρώ οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, σε ώριμη ηλικία και αισθήσεις μειούμενες στην αγορά ενός ΤΕΤΟΙΟΥ μοναδικού κι αποδοτικού «ζωής ελιξήριου», έπραξα πάνσωστα και σοφά. Γιατί ένα προσόν τού στην «τρίτη ηλικία» να βρίσκεσαι είναι ότι εκτιμάς πολύ περισσότερο αυτό που το πλήθος υποτιμά, μιλάς πολύ λιγότερο για αυτό που το πλήθος υπερτιμά και τελικά, σηκώνεσαι χαράματα μόνος σου, ντύνεσαι γερά και ζεστά, βάζεις μπρος μέσ' στην νύχτα το turbo σου και χώνεσαι στο Miata σου προς αγνώστου κατεύθυνση πάντα.


Το ξημέρωμα με βρίσκει είτε στου Ελικώνα την κορυφή, με καυτό καφφέ στο θερμός και τσιγάρο στα χείλη ν' ατενίζω τον ήλιο που ανατέλλει, είτε στην ατέλειωτη παραλία Κυλλήνης μ' ένα σφηνάκι απ' το hip-flask μου με Jack Daniel's να θαυμάζω τον ήλιο που δύει. Κι αυτά δεν θα ήτανε δυνατά, να γίνουν ΤΟΣΟ απολαυστικά, εάν δεν διέθετα το χαρισματικό, κουκλίστικο, ημιάγριο και οργασμικό αυτοκίνητο ΤΟΥΤΟ: ΜΑZDA MX5 είπαμε, NB τού '99, τα υπόλοιπα δεν έχουνε καμμιά σημασία.

Να είστε καλά και ν' απολαμβάνετε όσο μπορείτε βαθύτερα και δυνατά, ό,τι στα χέρια σας πιάνετε, για όσο το κρατάτε ακόμα...


 


 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 460 φορές Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου 2022 12:39