Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

KAWASAKI ZRX 1200 R: η "σαύρα" μου. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

Όλο το λέω και το ξαναλέω: «ΑΥΤΗ είναι η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ μοτοσυκλέττα ΜΟΥ» κι όλο ψεύτη τον δύσμοιρο εαυτό μου τον βγάζω. Έτσι έκανα και με το APRILIA V-2 Τuono που το 2008 αγόρασα, έτσι έκανα και με το APRILIA 650 Strada που το 2014 αγόρασα, έτσι θα κάνω και με την σίγουρα-επόμενη μοτοσυκλέττα μου, όταν την αγοράσω. (Το ότι το αριστερό χέρι μου, κι ιδιαίτερα τα μεσαίο δάκτυλο, αρνείται να κλείσει πια απ' την πολυετή κατάχρηση λόγω σκληρών συμπλεκτών τού μοτοσυκλεττικού παρελθόντος μου, ουδόλως φαίνεται να με απασχολεί, ουδόλως προς το παρόν με πτοεί. Όταν όμως μού πέσει το χέρι στο πλάϊ, θα είναι αργά – το γνωρίζω αυτό, μα όσο σπαθί και συμπλέκτη ακόμα μπορώ να κρατώ, εγώ συνεχίζω.)

Το KAWASAKI ZRX 1200 R – όπως είναι ο επίσημος εργοστασιακός τίτλος τής «σαύρας» μου – το θέλησα, το πεθύμησα και το γουστάρησα αμέσως μόλις το είδα. Πρέπει να ήταν το 2006 και μάλιστα σε κάποιο «Σαλόνι Μοτοσυκλέττας», τότε που ενώ η σημερινή κρίση ερχότανε κατά πάνω μας ως τυφών και τσουνάμι μαζί, οι Έλληνες ψωνίζανε υπερβολικά και τυφλά, με μάτια κλειστά και τσέπες ορθάνοιχτες. (Αντί το αντίστροφο ακριβώς τα γατόνια να κάνουν!) Καθώς ζούσα τότε εγώ στο νησί, στην Αθήνα μοτοσυκλέττα δεν διέθετα κι ένα YAMAHA XT 500 τού 1981 που είχα μερικώς ανακατασκευάσει και κυκλοφορούσα, μου είχε σπάσει τα νεύρα, τα πόδια και τα ούμπαλα με τις passé ιδιοτροπίες του. Τόσα χρόνια «υπηρεσίας θαλάσσιας» με είχαν ξενερώσει λιγάκι με τις μοτοσυκλέττες, παρατηρούσα πώς τούτες άλλαζαν καταπώς το κοινό τ' απαιτούσε και ξενέρωνα περισσότερο. Δεν σκεπτόμουν να αγοράσω καμμιά φυσικά, αφού τα χιλιόμετρά μου είχαν πλέον σε μίλια μετατραπεί – ναυτικά μίλια that is και ήμουν ευτυχισμένος. Ώσπου...


Σε μια γωνιά τού τεραστίου περίπτερου τής KAWASAKI – ήταν ακόμα η εποχή που οι αντιπροσωπείες αναμετριόνταν ποιά «το έχει μεγαλύτερο»... το περίπτερο εννοώ – και δη αφανή ήταν παραγκωνισμένα-στημένο ένα ταπεινό ZRX λαχανί-φυσικά, 1200-φυσικά, μισόγυμνο-φυσικά και λατρεμένο από εποχής Eddie Lawson Replica KZ1000R. Σταμάτησα μπροστά του και το κοιτούσα, το τριγύρισα για λίγο και μετά το καβάλλησα, ο κολλητός με κορόϊδευε και με πείραζε, την ηλικία μου μού υπενθύμιζε και το ότι «Δεν μπορείς να κάνεις τον cool Eddie στα πενήντα σου φιλαράκο» θέλησε να με προσγειώσει. (Γι' ΑΥΤΟ είναι οι κολλητοί: για να πούνε την μαλακία τους ΑΥΤΟΙ, και να ΜΗΝ την λάβεις υπ' όψιν ΕΣΥ!) Γέλασα, μα μέσα μου την πρώτη εκείνη αίσθηση την κατέγραψα και δεν είπα κουβέντα. Τριγυρίσαμε το «Σαλόνι», είδα φίλους που μ' αγάπη κι επιθυμία αγκάλιασα, είδα και μούρες που έψαχνα κουβά να ξεράσω. Είδα μοντέλλα πολλά μα το πιο ελκυστικό και καυλιάρικο, προκλητικό αεροδυναμικό, πορνό φουτουριστικό, γαμάτο ντηζαϊνάτο ήτανε φυσικά το APRILIA V-2 Tuono 1000...

«Πολλά μεταξύ κύλικος πέλει και χείλεος άκρου» είπαν οι αρχαίοι-ημών-δεν-θέλουνε-να-μας-ξέρουνε. Πάμπολλα έγιναν στην ζωή μου και στην χώρα μας όλα ετούτα τα χρόνια στο μεταξύ, και ας στάξω δυό μόνο: Εγώ απ' το μαγευτικό μου νησί αναχώρησα και η χώρα στα χέρια προσέπεσε ενός αμόρφωτου μπέμπη. (Κι άλλα δυό.) Εγώ το τέταρτό μου βιβλίο εξέδωσα και η χώρα «στα τέσσερα» στήθηκε και εκδίδεται αισχρά-ξεφτιλιστικά σ' εκείνους που έβριζε, προκλητικά κιόλας. (Κι άλλα δυό, τελευταία.) Εγώ την χώρα μου επί τρία συναπτά κι απερίγραπτα χρόνια περιηγήθηκα και η χώρα μου με έκανε τόσο πολύ να πονέσω από την χυδαία κατάντια της, που πούλησα αμέσως όλη μου την συλλογή βιβλίων τού Σεφέρη. (Που κάποτε έγραψε το πεφημισμένο μα ακατάπιωτο «Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει»... ποιός, ο γραμματέας τού Δαμασκηνού, ο πρέσβυς ο άφωνος, της ποίησης ο χαμηλών τόνων τιτάνας.) («Τος 'πα» πού λέει κι η σιόρα Μανίνα Ζουμπουλάκη στο προχώ της κοινό.) Τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου τα έθαψα, το ZRX ξέχασα και συνέχισα έκτοτε την ζωή μου, αραιά-και-πού αναζητώντας το στην γνωστή ιστοσελίδα αγγελιών, για την πλάκα μου μόνο.

Η χρονιά πια είναι το 2017. Ο μήνας είναι Απρίλιος κι εγώ ετοιμάζομαι να «κατέβω» στην Κρήτη να την ταξιδέψω. (Με τ' αυτοκίνητο φυσικά, ένα ταπεινό-μετασκευασμένο FIAT Doblάκι που εκτελεί χρέη οχήματος και σπιτιού, καταφυγίου κι απάγκιου, κουζίνας κι υπνοδωμάτιου, γραφείου και βεράντας μου ταυτοχρόνως.) Ένα παλικαράκι γνωστό, μια και του είπαν ότι είμαι μοτοσυκλεττών γνώστης, μου ζήτησε να τον βοηθήσω ν' αγοράσει την πρώτη μοτοσυκλέττα του κι εγώ προθυμοποιήθηκα... που να μην έσωνα μάλλον. Ο Νικολάκης – ένα ψηλό παιδί εικοσιδύο ετών, ξανθός crossfitάς, φοιτητής ΕΜΠ και μιλώντας μου στον πληθυντικό ήθελε ν' αγοράσει ένα KAWASAKI 750 Z, αφού περίπου εκεί ήταν τα γούστα του και τα χρήματά του. Τον κάλεσα στην «σπηλιά», κάτσαμε στην οθόνη μπροστά και μετά τα μερικά μας ποτά, σηκωθήκαμε να πάμε να δούμε την επομένη ημέρα ένα TRIUMPH Speed-Triple 955 τού 2004! (Και δεν θέλω τα γνωστά σχόλια απ' τους γνωστούς απρεπείς.)

Προσπαθώντας να «ράψω» ένα μηχανάκι στα μέτρα ακριβώς τού παιδιού, τον ρώτησα τί ήθελε και τί γούσταρε, τί χρήση θα έκανε και πόσα χιλιόμετρα ετησίως, αν «το 'χε» το βάρος και δύναμη των χιλίων κυβικών κι αν διέθετε τα χρήματα για κάτι τόσο μουράτο. Περιττό να πω ότι η «κυρίλα» τού TRIUMPH ήταν ένα κοντράστ συγκλονιστικό και προκλητικό σε σχέση με του Νίκου το baby-face πρόσωπο, το «άδετο» ακόμα ανάστημά του, την πασιφανή έλλειψη ρυτίδων του και τους νιόχτιστους δικεφάλους στην μόστρα. Θέλοντας λοιπόν να του εικονογραφήσω τί εννοώ ως «την του πενηντάρη μοτό», πληκτρολόγησα ZRX και του έδειξα μια «λαχανίδα» που μαγκάκος ασήκωτος τις, πουλούσε τότε σε μια τιμή τόσο απλησίαστη, όσο κι η γυναίκα του η ίδια... Ο Νίκος άρχισε να με εννοεί, και πλήρως με αντελήφθη όταν τού φλάσαρα κι ένα Tuono V-2 ως μοτοσυκλέττα τού τριαντάρη σπηντάτη μουράτη και τέλεια, που θα ταίριαζε απόλυτα στο προφίλ του. Του συμπλήρωσα μάλιστα ότι μοτοσυκλέττα, με δυό τρόπους διαλέγουμε: 1/ Είτε αυτήν που μας πάει και μας «υποστηρίζει» αυτή, 2/ Είτε αυτήν που δεν μας πάει καθόλου και την «υποστηρίζουμε» εμείς, τέλος.

Ο Νίκος για την πτυχιακή του αναχώρησε κι εγώ για την Κρήτη. Ούτε εκείνος αγόρασε «μηχανή», ούτε εγώ όμως είχα ποτέ μου ξεχάσει το ZRXάκι. Είχα μάλιστα τόσο πολύ βολευτεί με το κουκλί το Stradάκι μου, που επανερχόμενος στο «κλεινόν άστυ» ιουλιάτικα, βρεθήκαμε με τον Νίκο για καφέ, πορεία αγοράς να καταστρώσουμε νέα. Κι άντε ξανά-μανά έμπροσθεν οθόνης μοτοσυκλέττες οι δυό καμπαλλέρος μας να κοιτούν, αυτήν την φορά όμως η Ειρωνεία κι η Συγκυρία στημένη μού την είχανε οι κουφάλες... Γιατί μόλις ξαναπληκτρολόγησα "KAWASAKI ZRX 1200 R" ώστε την μνήμη τού Νίκου τής ιστορίας μου να φρεσκάρω, σκάει «η σαύρα» στην οθονίτσα μου and all Hell broke instantly loose. And made History obsolete, κι εμένα να βγάζω εισιτήριο για Θεσσαλονίκη βραδυάτικα. (Το ZRX τής αγγελίας το είχε παλαιός-εντουράς ο Νίκος Ζουρνατζής των HUSQVARNA, κι επειδή έχω την τύχη και την τιμή να με διαβάζει ο Γιώργος Νιγριτινός στην Θεσσαλονίκη, το ολονύκτιο δια-λεωφορείου ταξίδι μου «ανεβαίνοντας» ήταν μα-γευ-τι-κό.) Τα καλά πράγματα στην ζωή, δεν τα σκέφτεσαι – γι' αυτό και τα κάνεις, τ' απολαμβάνεις και εννιά μήνες μετά γεμίζεις χιλιάρικα τον μαιευτήρα και κατοστάρικα τις νοσηλεύτριες! Τα κακά πράγματα στην ζωή, τα σκέφτεσαι και τα ξανασκέφτεσαι και πας και τα κάνεις κι αυτά, κι ας χτυπήσεις το κεφάλι σου εσύ μετά, δεν πειράζει μιας και τίποτα δεν αλλάζει. (Εδώ απλώς, αντί για μαιευτήρα τα λεφτά σού τα παίρνει «ο έμπορας» κι εσύ φεύγεις στο ασφάλτινο βάθος με την δίκυκλη ερωμένη σου, πανευτυχής και πανέτοιμος να «χώσεις» και άλλα.)


Μόλις την είδα την «σαύρα» έξω απ' την MOTOACTION, κατάλαβα. Ένα τετράγωνο και μια μικρή ευθειούλα ως δοκιμή έκανα και κατευθείαν πήγα στην Τράπεζα για πληρωμή και μετά στο ΚΕΠ για χαρτούρα. (Ούτε καν έκατσα ν' αράξω στην Γκαρντασούπολη, να σφραγίσω ξανά πόσο «ερωτική» είναι: ήταν – ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ μας ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ – τόσο γεμάτα τα άπαντα, τόσο χαΐστες και πολυλογάδες, καλοζωισμένοι κι απρόσβλητοι οι Θεσσαλονικείς, που ντράπηκα που γεννήθηκα στην Κυψέλη. Στην οποία Κυψέλη, όταν εξήντα (60) ολόκληρα χρόνια πριν το βερμούτ κόστιζε δραχμές πέντε (5), τούτοι δω ακόμη μπουγάτσες με κρέμα τρώγανε, όπως ΑΚΡΙΒΩΣ κάνουν και τώρα. Και τέλος τού ρατσιστικού σχόλιου.) Έβγαλα την επομένη ημέρα το κράνος μου και το τζάκετ μου απ' τον σάκκο που τα κουβαλούσα, τσακίσαμε μπουγάτσες-φυσικά για πρωινό με τον Γιώργο με τα διπλά μας espressi και βγήκα απ' τον Εύοσμο που βρώμαγε όπως ο δικός μας Ασπρόπυργος, μείον την εσσάνς Ελευσίνας. Μια ψευτοευθεία μέχρι να γλιστρήσω απ' το «Εθνικό» δίκτυο και να χαθώ με το γιαπωνέζικο τετρακύλινδρο σε μια επαρχιακή Ελλάδα καλοκαιριάτικη που αλλού συννέφιαζε κι αλλού έβρεχε, αλλού έλειωνε την πέτρα κι αλλού πάγωνε την μήτρα, μα παντού αυτή η απέθαντη χώρα ήταν να την πιείς στο ποτήρι. Της μπύρρας. Απ' αυτά τα τεράστια που έχουν στο Μόναχο και σ' την σερβίρουν με το γαλόνι κάτι Γερμανιδάρες με στήθη αγελαδινά, με μάτια βοδινά και μηρούς ταύρου. Με ξανθά μαλλιά σκανδιναβικά, με χειλάκια κόκκινα κεντροευρωπαϊκά, με ταρσούς θεότητας φινλανδέζας. Με λεκάνη μεγέθους πλατείας Τιεν Αν Μιέν, μέση δαχτυλιδιού Καρτιέ και πλάτες Βαστίλλης καστρόπορτες. (Εντάξει εντάξει, το βλέπω πως ήδη δυσφορείτε, γι' αυτό σταματάω.)


Το ZRX κελάηδαγε στα βουνά, ξανοιγότανε στα ισάδια και έβραζε στα στενά – "Τhis is MY bike" χαμογελούσα εγώ από μέσα μου – και δεν χόρταινα να το οδηγάω. Είναι αλήθεια πως είχα ξεχάσει πια εγώ τις οδηγικές «γραμμές» μου, αυτές που έφτυσα αίμα ΤΟΣΑ χρόνια να χτίσω και να κρατήσω, κι αυτές που με σώσανε και στο σπίτι μου ΠΑΝΤΑ με επιστρέψανε ύστερα από είκοσι (20) ετών μοτοδοκιμών και δικυκλοσυγγραφής. Ε, και; Το ΖRX έστριβε γραμμικά-σταθερά κι αν έχανα το apex εγώ τής στροφής, με μια γονατιά μαλακή στο ντεπόζιτο επέστρεφα στην τροχιά μου, τα χιλιόμετρά μου ήταν πλέον τόσο λίγα-σωστά που μου επέτρεπαν την ταυτόχρονη απόλαυση τού τοπίου. Δεν ήθελα ΚΑΝ να κατεβώ, να ξεμουδιάσω, να ξεκουραστώ. Σταμάταγα για βενζίνη (συχνά, καθότι το ZRX είναι ΑΚΟΜΗ και ΠΑΝΤΑ καρμπυρατεράτο!), έπινα ένα μπουκαλάκι νερό και άμεσα ξεκινούσα. Έχοντας διαγράψει την Εθνική, χάθηκα σε Βέροια και Γρεβενά, Φωκίδα και Φθιώτιδα, ορεινή Ναυπακτία και ελατίσιο Μπράλλο – σερί μονοήμερη ζουμερή, μυρωδάτη κι αξέχαστη οδήγηση μέχρι Αθήνα. (Και ήταν κλειστό για το καλοκαίρι και το Au Revoir, ώστε να ολοκληρώσω το ταξίδι επιστροφής μου αυτό με ένα σωστό ποτό...)

Έβαλα την «σαύρα» μέσα στην «σπηλιά» κι αναχώρησα αργότερα ξανά για την Κρήτη, μόνον αφού πήρα τα καταστήματα παιχνιδιών στην σειρά ψάχνοντας να βρω μια σαύρα-κουκλάκι σε πλαστικό, για να την δέσω στο τιμόνι επάνω. (Παλιά μου συνήθεια που γεννήθηκε με την «νέγρα» μου και συνεχίστηκε μ' ένα γατάκι κατάμαυρο χνουδωτό, που φόρεσα στην «εξώφθαλμη» αδελφή της. Στο Stradάκι είχα δέσει τον «Ζαχαρία», έναν μικρό πλαστικό καρχαρία γκρι-άσπρο και τώρα δεν υπήρχε περίπτωση να μην κοτσάρω και μια σαύρα ιδίου χρώματος λαχανί με το lime-green αγωνιστικό χρώμα τής KAWASAKI.)


Είχα ήδη συντάξει την λεπτομερή σειρά εργασιών/service που η «σαύρα» κατ' εμέ χρειαζότανε, καθώς έμαθα στην μοτοσυκλεττιστική μου ζωή εγώ να βασίζομαι στα δικά μου τα χέρια, στα δικά μου τα χρήματα και στις δικές μου εργασίες. Γιατί πόσοι και πόσοι πρώην ιδιοκτήτες, «γνώστες» και «λάτρεις» κι «αγαπησιάρηδες» των μοτοσυκλεττών που από κείνους αγόρασα... δεν είχαν λάδια στο πειρούνι, είχαν ελάχιστα λάδια και καμένα εντελώς στο κάρτερ, είχαν αρρύθμιστα τα καρμπυρατέρ και ξεραμένα-κομμένα εισαγωγής λάστιχα, φίλτρα αέρα χτισμένα και λαιμούς τιμονιού που απ' τις σούζες και τις βρόντες μαγκώνανε, ακτίνες που ακουγόντουσαν σαν την άρπα κι αμορτισέρ που ούτε σε σουμιέ δεν ανήκαν. Αλυσίδες που πηδάγανε όχι δόντι μα μασέλλα ολόκληρη, εκκεντροφόρους που τα «αμύγδαλά» τους είχανε γίνει σφαίρες κανονικές, τσιμεντωμένους άξονες ψαλιδιού και ντιζούλες έτοιμες να πάρουν διαζύγιο απ' τις μπίλιες τους – τί να σας γράφω και γρυ εσείς να καταλαβαίνετε. Ως «σέρβις» την σήμερον ο άλλος εννοεί μια απλή-γρήγορη-βασική αλλαγή λαδιών (και των φθηνότερων τής αγοράς μάλιστα), δίχως φυσικά αλλαγή φίλτρου. Άντε να φουσκώσει και λίγο τα λάστιχα, άντε να βάλει κι ένα ταλληράκι βενζίνα, άντε να κρεμάσει και δυό κλεψίτυπα μπουριά, μπας και δεν τον ακούσουν οι ψόφιες πως καταφθάνει ο γ@μιάς και δεν έχουν τον μουσακά στο τραπέζι. Κι αν του πεις αυτουνού για ξεκάπνισμα κεφαλής δίχρονου π.χ., σε κοιτάζει όπως ο Τσίπρας κοζάριζε τον Ομπάμα. Εάν του ξαναπείς τ' αλλουνού για βαλβίδων προσεκτική ρύθμιση, σε ξανακοιτάει όπως ο Τσίπρας τον Τραμπ χάζευε. (Γι' ΑΥΤΟΝ τον λόγο οι αδούλωτοι και αδιάφοροι Έλληνες ψηφίσαν το παιδί τούτο, τον νεώτερο αδελφό τού «ζαβού» τού Γιωργάκη: Γιατί το παιδί ΤΟΥΣ αυτό, ΚΑΙ τον «αριστερό» προοδευτικό, ΚΑΙ τον καραδεξιό αντιδραστικό, με το ίδιο μάτι αριστερής καμήλας τονε κοιτάζει. Και τέλος το πολιτικό σχόλιο, εγώ μόνο για δίκυκλα γράφω.)

Κι έτσι, σαν αριβάρησε το φθινόπωρο και δεν είχανε κόψει οι ζέστες, η «σαύρα» κατά Περιστέρι-μεριά ανηφόρισε και στα μαγγιώρικα χέρια τού Γιάννη Λάζαρη τούτη αφέθη. Σοβαρά και ναζιάρικα, παθιάρικα και χαδιάρικα: απ' αυτόν γδύθηκε και σ' αυτόν ξεβρακώθηκε, στις βούτες του χύθηκε κι απ' τα χέρια του λύθηκε, από κείνον διαλύθηκε και μ' εμένα παραστάτη και βοηθό μερικές μέρες μετά, ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΗΚΕ. (Πόσες μέρες; Τρεις και ολόκληρες μάλιστα. Επί οκτάωρο καθημερινώς, μείον οι μπύρρες και οι καφέδες.) Just like old times, τότε που στο παλιό του συνεργείο – εκεί όπου η «μοιχεία» στήθηκε κι αναστήθηκε, τo LAVERDA 1000 3C βεβαίως βεβαίως – σκουπιζόταν ο πάγκος κι απλωνόταν η προβατίνα, αφρίζαν οι μπύρρες απ' το κατσαβίδι ανοιγόμενες κι η καφετιέρα χουρχούριζε γερμανικό χαρμάνι βαρύ απ' το πρωί... ως το πρωί τ' άλλο. Για τους περιέργους και ρέκτες λοιπόν, ορίστε και η λίστα εργασιών, από μπροστά ξεκινώντας και πίσω πηγαίνοντας – να 'ναι μακρύς ο δρόμος μάστορα κι άσ' τονα να 'ναι:

1/ Αλλαγή λαδιών πειρουνιού, και τοποθέτηση καινούργιων τσιμουχών. Περιττεύει να πω ότι καλάμια και «μπόττες» γυαλίστηκαν, καλύτερα κι από κάννη όπλου νεοσυλλέκτου! Έγινε κι ένα απαλό ντουκοχαρτάρισμα-«χάδι» στα καλάμια να «γλυκάνουν» οι «τσαμπουκάδες» που πάνω τους είχανε. (Να σημειωθεί ότι η δεξιά μπόττα, αντί για τα πρέποντα 472κ.ε. λαδιού, δεν κατούρησε πάνω από 200κ.ε.! Κι ύστερα μού λένε εμένα «'ντάξει είν' αδερφέ, πλάκωσέ το»!!)
2/ Καθάρισμα-τρίψιμο μπροστινού άξονα και επαναφορά εργοστασιακών ρυθμίσεων ανάρτησης.
3/ Λύσιμο λαιμού, εξαγωγή ρουλμάν, καθάρισμα, γρασσάρισμα, επανατοποθέτηση.
4/ Τοποθέτηση νέας μικρής λάμπας στην χαρακτηριστική «μπλαφονιέρα» που έχει το ZRX στην μάσκα μπροστά.
5/ Καθαρίστηκε με WD40 αρχικά η ντίζα κοντέρ κι αφού αυτή στράγγιξε , αργότερα λιπάνθηκε με χοντρό λάδι. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τις ντίζες τής γκαζιέρας.
6/ Άδειασμα τού ψυγείου και πλήρωσή του με νέο ψυκτικό υγρό.
7/ Αλλαγή υγρών εμπρόσθιων και οπίσθιων φρένων με σφραγισμένα DOT 5 υγρά, καθώς και του συμπλέκτη. Το γατίσιο μάτι τού Γιάννη παρατήρησε ότι κάτι «έπαιζε» με την μανέττα του, την οποία αφού έλυσε, είδαμε ότι το έκκεντρό της είχε γίνει οβάλ κι ήτανε έτοιμο να βαρέσει παντού ανατίναξη-διάλυση. Κι αντί ν' αγοραστεί ευκόλως και ξεπαραδιαστικώς καινούργια μανέττα, έκατσε ο Γιάννης και νιά μπίλλια έβαλε, κόβοντας-ράβοντας-τρυπώντας μέχρι να γίνει αυτή, πιο καλή κι από εργοστασιακή, άσε δε σαν κάτι άλλες που 'χουνε πάθει ρίζωμα, πλάκωμα, μάζωμα – πώς τις λένε;
8/ Παρ' όλον ότι ο Νίκος μού είπε ότι λάδια τής άλλαξε, επειδή εγώ διέκρινα κι έζησα ένα βαρύ κι ηχηρό κούμπωμα στην αλλαγή ταχυτήτων, ένα κτύπημα που ακόμη και για KAWASAKI δεν ήταν χαρακτηριστικό, άλλαξα λάδια και φίλτρο λαδιού γνήσιο φυσικά. (Προσοχή: ολόκληρη μοτερούκλα και παίρνει ΜΟΝΟ τρία (3) λιτράκια, γι' αυτό και συνιστώ συχνή αλλαγή.) Μετά, με τα Bel-Ray που έβαλα το κιβώτιο έγινε Honda, και μεγαλύτερο κομπλιμάν απ' αυτό σε δίκυκλο δεν υπάρχει.
9/ Βγήκε το καπάκι τής κεφαλής, αλλάχτηκαν τα μπουζί – που καλή καύση έδειξαν – και ρυθμίστηκαν τα καπελλότα στα σωστά διάκενα των βαλβίδων. (Τα οποία και καταγράφτηκαν, για μελλοντική γνώση και χρήση.)
10/ Εξήλθε στον πάγκο η τετράς των καρμπυρατέρ, λύθηκαν τούτα και καθαρίστηκαν-φυσήχτηκαν, ελέγχθηκαν τα ζιγκλέρ κι αφού επανατοποθετήθηκαν, μπήκαν στο μηχάνημα για να «ισοσταθμιστούν» όπως το σπρεχάρουν ο μύθος κι η πιάτσα.
11/ Αλλάχθηκε το φίλτρο αέρα με ένα «μαμίσιο». (Α ρε Μπαμπινιώτη, λαδιάρης έπρεπε να 'χες γίνει εσύ και ουχί ακαδημαϊκός, να γράφεις για τα μπαόκια!) Δεν έβαλα κάποιο πιο ανοικτό κι after-market, γιατί αποφάσισα να μην το «τσιμπουκώσω» με πιο «λεύτερο και ξετάπωτο» τελικό. Δεν θέλω πια να συμμετέχω στον αστικό θόρυβο, καθώς δεν έχω ξοφλήσει ακόμη τις δικές μου παλιές αμαρτίες με το LAVERDA το MAICO, τα KTM τα HUSQVARNA, το SUZUKI 500 RG με τις Arrow και το HONDA 125 CR μου με την FMF.
12/ Η μπαταρία ήταν τοποθετημένη βιαστικά και στραβά, δεν κούμπωνε το καπάκι της, μ' αποτέλεσμα κάποιες μέρες μετά την αγορά κι αναχώρησή μου από Θεσ/κη, να μείνω από ρεύμα. Είχε «περπατήσει» αυτή μέσα στην θήκη της(!), είχαν χαλαρώσει οι ακροδέκτες κι είχα μείνει απορημένος εγώ γιατί γιαπωνέζικη – και όχι ιταλική – μοτοσυκλέττα έμεινε από ρεύμα!
13/ Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της είχε βάλει και πρίζα για φορτιστή την οποία απλώς πέταξα, για δυό λόγους: 1/ Μόνο το LAVERDA ολονύκτια φόρτιση στην μπαταρία του ήθελε, (λόγω αδύναμης γεννήτριας) και 2/ Εγώ GPS ή κινητό, camera ή laptop ουκ έχω.
14/ Βγήκε ο άξονας ψαλιδιού, και το ψαλίδι το ίδιο: άπαντα καθαρίστηκαν-τρίφτηκαν-γρασσαρίστηκαν, για να ξαναμπούνε. Επιπλέον βγήκε το καπάκι τού μπροστινού γραναζιού (καθώς και το ίδιο), και ξύστηκε-καθαρίστηκε όλη αυτή η «λασπομάκα» που εκεί γύρω μαζεύεται, ιδιαίτερα απ' τα χρόνια και τόσο-κολλώδη spray αλυσίδας. (Να δω ΕΝΑΝ κίναιδο να το κάνει αυτό, κι ευχαρίστως να του δώσω να παντρευτεί την γιαγιά μου!)
15/ Το stand – ή παλαιόθεν ο «όνυχας», τί ωραία λέξη αρμόζουσα σε στρατιωτική HARLEY-DAVIDSON, μπατσικό Norton Commando ή σεβεντίλας DUCATI Scrambler – ήτανε λυγισμένο, στραβό κι η «σαύρα» έγερνε λες και θα «τον έπαιρνε», πράγμα απαράδεκτο για ερπετό και δη ιαπωνικό! Το 'βαλε λοιπόν στην πρέσσα ο Γιάννης και μια από δω-μια από κει, το ίσιωσε καλύτερα κι απ' ό,τι θα το κάναν στα ναυπηγεία τής Ishikawajima-Harima Heavy Industries Co., Ltd.
16/ Η αλυσίδα καθαρίστηκε, πλύθηκε, στέγνωσε και λαδώθηκε, πρώτα με βαλβολίνη και μετά την τοποθέτησή της «έφαγε» κι ένα σύννεφο από spray έτσι για να υγρανθεί-λιπανθεί, ν' αντέξει τα τσιχλώματα και τα φρεναρίσματα, την βία και τα κατσαρώματα των φρεσκοπλυμμένων-κι-αυτών γραναζιών. (Ο Νίκος μού είχε πει ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε αλλάξει αλυσιδογράναζα στα 60.000χλμ., γεγονός που ήταν αλήθεια αποδεδειγμένη.)
17/ Βγήκαν τα πίσω αμορτισέρ, επιθεωρήθηκαν και μια κι υπήρχε σκέψη γι' αντικατάστασή τους, μόλις έμαθα την τιμή των εκλεκτών after-market, τα επανατοποθέτησα αναμιμνησκόμενος πόσα ανεπανάληπτα ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ δραχμές έχω ήδη στην πεντηκονταετή μοτοκαρριέρα μου χρυσοπληρώσει για βελτιώσεις κι ανακατασκευές. Και δεν πρόκειται άλλο τούτο να κάνω, αλλιώς δεν θα είχα μεγαλώσει και ωριμάσει, προχωρήσει και προαχθεί, ολοκληρώσει κι ολοκληρωθεί. Do you dig what I'm sayin' hombres μου; (Και εδώ, επανήλθαμε για αρχή στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, για τις οποίες αργότερα.) Επειδή όμως το σαράκι και το μεράκι ΔΕΝ κρύβονται, πήγα σε γνωστό-τρομάρα του επισκευαστή αμορτισέρ στα πέριξ τής λεωφ. Αλεξάνδρας, να ρωτήσω για την ανακατασκευή τους. "Φιλαράκο, τούτα δε φιάχνονται" απήντησε το μαστόρι περιτριγυρίζοντάς τα, "είσαι ξανά άτυχος" συμπλήρωσε μάλιστα, (αφού ούτε το SACHS τού APRILIA 650 Strada μου μπορούσε να φτιάξει). Χα! Χαχα!! Χαχαχα!!! Εξομολογήθηκα τα καθέκαστα στον Σπύρο Παπαδημητρίου, τον παλιό εντουρά, καλό φίλο και ΠΡΩΤΟ τεχνίτη τής OHLINS κι εκείνος γλυκά χαμογέλασε. "Στείλ' τα μου Ρόδο Ντάνη μου" είπεν ο άνθρωπος και σε πέντε μερούλες μέσα, τα Kayaba έγιναν πιο καινούργια από καινούργια... (Αφιερωμένο στα σημερινά μαστόρια ξερόλικα, που ό,τι δεν είναι φραγκάτα εύκολο-γρήγορο... "δε φτιάχνεται φιλαράκο".) 18/ Περιττεύει να πω ότι οι τροχοί καθαρίστηκαν, πήγαν για ζυγοστάθμιση, ελέγχθηκαν σχολαστικά τα ρουλμάν των κέντρων, καθώς και τα πάχη των δισκοπλακών. Τα τακκάκια μπρος και πίσω ήσαν υγιή και παχιά, ουχί πυρωμένα από τσαμπουκά και με πολλή φρέσκια παστούλα αφράτη.
19/ Η «ουρά» ήταν σπασμένη και ολίγον στραβή, ισιώθηκε λοιπόν σωστά, καθώς είχαν κουμπώσει βιαστικά και λανθασμένα τα πλαϊνά πλαστικά της. Και μια και ήμασταν στην περιοχή, επιθεωρήθηκε η ασφαλειοθήκη, ψεκάστηκε με υγρό «επαφών» και συμπληρώθηκε η μικρή-φορητή εργαλειοθήκη που διαθέτω σε ΚΑΘΕ μοτοσυκλέττα μου – αχρείαστη να 'ναι. (Και ΕΙΝΑΙ!)
20/ Κι εδώ μάλλον τελειώσαμε. Αφού για το τέλος αφήσαμε την τοποθέτηση των καινούργιων-εργοστασιακών grips – δώρο τού φίλου Γιώργου Νιγριτινού – που μεταμόρφωσαν τελείως το πιάσιμο και λαβή-χειρισμό τής μοτοσυκλέττας. (Λες και η «μαμά» εταιρεία δεν ξέρει και ξέρουνε όόόλοι τούτοι οι κάγκουρες που κρεμάνε κάτι «χερούλια» γεννημένα για να γλιστράνε τα χέρια τους, μπας και γίνει καμμιά μαλακία και ΔΕΝ σκοτωθούν απαξάπαντες τούτοι, μετά την ατέλειωτη και μακάβριά τους αποχαιρετιστήρια σούζα!)

(Ανάσα βαθιά τώρα λοιπόν, πώς λέει ο σκηνοθέτης ο Βούλγαρης «Ψυχή βαθιά», κολλημένος στην κακομοίρικη, ψιλικατζίδικη και ρομαντική αριστερή φιλμογραφία του;)


Όταν μετά ΤΟ ΓΑΜΑΤΟ και ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΣ, ΠΟΛΥΩΡΟ κι ΑΚΡΙΒΟ service την «σαύρα» καβάλλησα και οδήγησα, 1ον/ εγώ, 2ον/ έμεινα, 3ον/ άφωνος. Από το πώς μπορεί να φρεσκαριστεί ν' ανανεωθεί, να μεταμορφωθεί ν' αναγεννηθεί, να βελτιωθεί και να λάμψει μία μοτοσυκλέττα! ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΑ, και το γράφω με κεφαλαία γράμματα, μπας κι εγώ το πιστέψω. Τόόόσες μοτοσυκλέττες έχω αγοράσει στην ζωή μου, τούτη όμως η αίσθηση ήταν και είναι και μένει μοναδική. Καθώς άλλο είναι να ανακατασκευάζεις μια μοτοσυκλέττα από ένα βουνό παλιά και καινουργή ανταλλακτικά και άλλο να ξεκουτιάζεις μια καινούργια μοτοσυκλέττα και να την βγάζεις στον δρόμο. Άλλο είναι να αγοράζεις μια καλοσυντηρημένη και δη εργοστασιακή «κυρία» 68.000χλμ., να την φέρνεις στην πόλη σου, να της κάνεις και χίλια χιλιόμετρα εορταστικά-απολαυστικά και άάάλλο είναι να καβαλλάς πλέον την «σαύρα» που έχει μεταμορφωθεί σε ακμαίο και φίνο δεινόσαυρο ισχυρό, αφράτο ναζιάρη και παλαβό, σπηντάτο ξύπνιο κι ελαφρώς μανουριάρη! Της πάτησα τής «σαύρας» μάλιστα κι ένα λούσιμο-μπάνιο, μανικιούρ-πεντικιούρ, χαλάουα-κέρωμα από τα χεράκια μου που το ερπετό αναστέναξε... και μου θύμισε για ποιόν ΕΠΙΠΛΕΟΝ λόγο τούτην την μοτοσυκλέττα αγόρασα.

Όταν είδα για πρώτη φορά τον Ιούλη τού 2017 στην Θεσ/κη το ΖRX, στην πινακίδα του κόλλησα. Κι όταν γι' αυτήν τον Νίκο ερώτησα, εκείνος μού είπε πως αυτός ήταν ο καινούργιος της αριθμός κυκλοφορίας, αφού η μοτοσυκλέττα κάποια χρόνια πιο πριν βρισκόταν σε ακινησία λόγω αναχώρησης και παραμονής τού ιδιοκτήτη της στο εξωτερικό. Κι άμα στο ελληνικό Δημόσιο έχουν κατατεθεί οι πινακίδες πάνω από έναν χρόνο, έτσι και τολμήσεις και πας να πάρεις τις ίδιες εσύ, σου χρεώνει νταβατζιλίδικα-τσαμπουκαλίδικα-υποχρεωτικά αυτό χαράτσι καταβολής ΝΕΩΝ πινακίδων, καθότι «Και πού να τις κρατάμε εμείς ρ' αδερφέ, και να σε περιμένουμ' εσένα;»! (Ελληνική μαγκιά ΚΙ αηδία, μαλακία ΚΑΙ αλητεία at its highest AND best.) Κι αφού η μοτό ζούσε στον Βόλο, ορίστε το «ΒΑΧ». (Το οποίο «βαχ» βόγκηξε το μηχανάκι κρυφά μυστικά μόλις εμένα αντίκρυσε.) Ορίστε και το υπόλοιπο «163» ως αριθμός. (Το οποίο «163» ήταν απλώς το ρεφραινάκι που η «σαύρα» μουρμούρισε μόλις με είδε, λέγοντας: «Θέλω έναν (1), εξηντατριάρη(63)!» (Άντε μετά να βρεθεί γραφιάς να σας πει αυτά που σας λέω εγώ εδώ πέρα... χαχαχα!)

Το KAWASAKI ZRX 1200 R είναι μια σύγχρονη, πλήρης, γαμάτη, φυσιολογική και μουράτη μοτοσυκλέττα: 1ον/ Σύγχρονη γιατί ενώ αισθητικά είναι classic & vintage, δεν έχει ελαστικότητες, είναι δεμένη και κρατά άριστα, φρενάρει φανταστικά για τα κιλά της, είναι μανιτζέβελη κι εντελώς ανθρωποκεντρική, χωρίς marketingly-correct να 'ναι. (Και πού 'στε; Ο νεολογισμός τούτος, δικός μου εστί.) 2ον/ Πλήρης είναι γιατί κάνει τα πάντα: Και στην Επίδαυρο αξιοπρεπώς θα σταθεί (που ΔΕΝ ανήκει εκεί), και ΚΥΡΙΩΣ απ' έξω απ' το Au Revoir με καμάρι θα ποζάρει, 3ον/ Eίναι γαμάτη γιατί δίνει στον αναβάτη της την αίσθηση τής «παλιάς» μοτοσυκλέττας: τότε που οι μοτοσυκλέττες ήταν μοτοσυκλέττες ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ και όχι το σημερινό μανιοκαταθλιπτικό δίπολο ανάμεσα σε πύραυλο και καρέκλα. Ανάμεσα σε βολίδες των 300χαω και σκούτερ για τα ψώνια τής λαϊκής. Ανάμεσα σε μαστόδοντα διηπειρωτικών ονειρώξεων και entry-level κινεζοϊνδιές (sic) που διαλύονται μετά τα πρώτα μετράκια. Ανάμεσα σε ιταλικές πανάκριβες αρπαχτές και γερμανικές πανάκριβες αρπαχτές... χαχαχα – και πού να 'λεγα και ονόματα! 4ον/ Το ZRX είναι φυσιολογικό γιατί το τιμόνι είναι εκεί όπου φυσιολογικά καταλήγουν τα χέρια μου, η σέλλα του είναι εκεί όπου φυσιολογικά κάθεται η λεκάνη μου και τα πόδια μου ακολουθούν φυσικές-εντελώς γωνίες στην λειτουργία τους. Δεν θα πάθει κανείς αυχενικό οδηγώντας το, δεν θα πάθει κανείς ισχιακό καβαλλώντας το, δεν θα κάνει ουδείς καμμία λιθοτριψία. Είναι μοτοσυκλέττα ΣΩΣΤΑ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ με/για τον ανθρώπινο σκελετό και σε πλήρη αντίθεση μ' όλα τούτα τα χιπστεράκια με το σιδεροδιψές πριόνι υπό-μάλης που καστομάκια «κατασκευάζουνε», σπρωγμένα από Facebook σελιδούλες που απλώς φράγκα βγάζουνε, απ' την μόδα και τα κέφια καθενός νεανία και 5ον/ Είναι μουράτο το ZRX γιατί αν δεν ταιριάζεις μ' αυτό, σε κάνει τούτο στο φτερό ρόμπα. (Και ακολουθούν τέσσερα πυροτεχνικά παραδείγματα.) Ταιριάζει ο Φλωρινιώτης πάνω σ' ένα Springer με τον αγγελοκολασμένο Σόννυ Μπάργκερ αγκαλιά; (Δεν ταιριάζει.) Tαιριάζει ο Βαγγέλης Βενιζέλος σ' ένα Panigale καβάλλα με την πορνοστάρ Αλέττα Όσηαν; (Δεν ταιριάζει.) Kουμπώνει η Ευγενία Μανωλίδου σ' ένα πενηντάρι Lifan παλαμαριασμένη απ' τον παιχταρά Κριστιάν Καρεμπέ; (Δεν κουμπώνει.) Kουμπώνει η Λιάνα Κανέλλη σ' ένα trial Gas-Gas TXT 280 κρεμασμένη απ' την τσιλιβήθρα Έλλεν Ντε Τζένερις; (Δεν κουμπώνει.)

Tην χαίρομαι ΠΟΛΥ αυτήν την μοτοσυκλέττα. Σαν να με ξαναέφερε σ' έναν κόσμο απ' τον οποίο είχα αναχωρήσει, καθώς ολοκληρωμένο τον «κύκλο» μου θεωρούσα και πίστευα. Έζησα με το Stradάκι μου σχεδόν-τέσσερα χρόνια και τόσο πολύ με βόλεψε και μου άρεσε, με ελάφρυνε και με διευκόλυνε, με εξυπηρέτησε και το χάρηκα, που δεν ήθελα άλλη μοτοσυκλέττα. Και το κράτησα το Apriliάκι για λίγο καιρό ΜΑΖΙ με την «σαύρα», για να δω εάν καλά έκανα που απίστησα, που κατείχα δύο μοτοσυκλέττες, άπαξ και έχω από καιρό ορκιστεί ότι «μία θα πουλώ και μιά θ' αγοράζω». Κι όταν βεβαιώθηκα ότι με την «σαύρα» παντρεύτηκα, έβαλα αγγελία το «πηγασάκι» κι αμέσως πουλήθηκε αυτό.

Την κοιτάζω ΠΟΛΥ αυτήν την μοτοσυκλέττα. Και είχε κάτι τέτοιο να μου συμβεί, απ' την εποχή τού «εξώφθαλμου» Speed-Triple, του πρώτου αυτού ψεκαστού. (Καθώς το design του ήταν τόσο προχώ, που δεν υπήρχε ΤΙΠΟΤΕ ΣΑΝ ΑΥΤΟ στους δρόμους, στην πιάτσα, ΤΟΤΕ.) Το ZRX είναι μια μοτοσυκλέττα που συμβαδίζει ΑΠΟΛΥΤΑ με την ηλικία μου, δίχως να με εκθέτει σ' ετούτη. (Όπως το Tuono μού έκανε.) Και το ότι είχα βρει ένα "bianco-ice" Tuono την ίδια εποχή, με τα ίδια λεφτά και μάλιστα στην Αθήνα με έκανε να ΜΗΝ αγοράσω αυτό, κι ας είχα γράψει τρία (3) υμνητικά χρονογραφήματα για εκείνο. Time flies by κι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται και δεν το ακολουθεί, γελάν' μέχρι και οι φίλοι μαζί του. (Η γυναίκα του δεν γελάει μαζί του γιατί: 1ον/ είτε την πηδάει ο γείτονας κι εκείνος γελάει μαζί του, 2ον/ είτε τον λυπάται τόσο πολύ, που πηδάει τον γείτονα που εκείνος πάλι μαζί του γελάει – c' est compliqué, non?)

Την ευχαριστιέμαι ΠΟΛΥ αυτήν την μοτοσυκλέττα. Γιατί δεν μπορώ να εκφράσω ακριβώς τί νιώθω επάνω της και μαζί της. Ίσως ως συγγραφέας έχω φτάσει στο τέλος μου, ίσως ως μοτοσυκλεττιστής αυτό το έχω από πολλού ξεπεράσει. Δεν με συγκινούν πλέον οι τελικές, κι απ' την στιγμή που έχω κάνει 40.000χλμ σε όλη την Ελλάδα με 40χαω γυρνώντας την μ' αυτοκίνητο, κάτι τούτο θέλει να πει σε εμένα. Δεν με συγκινούν πλέον οι καινούργιες μοτοσυκλέττες, γιατί απευθύνονται σε νέους ανθρώπους που βράζει το αίμα τους, ΚΑΙ το κεφάλι τους ΙΔΙΩΣ. Κι άμα μού έχει πάρει εμένα 40 χρόνια για να το ψύξω κάάάπως αυτό, κι έχω βγάλει κάλους στα γόνατα από την «υπηρεσία», τότε τί να μου πούνε – πέρα απ' το ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ, το ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ και το ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ – οι καινούργιες υπερμοτοσυκλέττες; (Άντε ακόμη μία παράγραφος λοιπόν, για την οδήγησή της και μόνο.)


Το πώς παίρνουν αμέσως μπροστά τα ιαπωνικά τετρακύλινδρα, είναι κάτι που ούτε ο L.J.K. Setright θα μπορούσε να γράψει. (Γιατί δεν υπάρχουν εν Ελλάδι οι κατάλληλοι και αρμόζοντες αναγνώστες να τον διαβάσουνε.) Πατάς το κουμπί τής μίζας και έρχεται ο στρόφαλος στην ζωή... σαν να παίρνει μπροστά υποβρύχιο τυλιγμένο σε πάνες μωρού(!) Σαν να δουλεύει ραπτομηχανή... που εξορύσσει πετρέλαιο απ' τα δυό χιλιόμετρα βάθος(!!) Σαν να κυλάει νερό σε νεροσυρμή... που κινεί υδροηλεκτρικά μια φτερωτή, για να φωτίσει Λος Άντζελες και Χονγκ Κονγκ μαζί(!!!) και ΟΚ, σταματάω. Καβαλλάω, πατώ τον σφικτά-σοβαρό συμπλέκτη κι ανοίγω το σφικτά-σεβαστό γκάζι κι αναχωρώ. Η «ποιότητα κύλισης» – καταπώς τα σπρωγμένα και στημένα νεοφλώρια τής μοτοδημοσιογραφίας κεντούν – είναι τόσο ανθρωποκεντρική, που πρέπει να έχεις ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ οδηγήσει εσύ ΚΑΙ HONDA Bol d' Or 900 KAI APRILIA RSV4 Factory για να μπορέσεις να μιλήσεις γι' αυτήν. Τούτο το «πάντρεμα» παλαιάς αίσθησης με καινούργια οδήγηση, τούτο το λαμπρό συνοικέσιο τής κλασικής αντίληψης και εκτέλεσης τού ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΤΑ δίχως τις αμαρτίες, τα λάθη, τις κακοτεχνίες και του παρελθόντος τα σφάλματα – ΜΟΝΟΝ εδώ, στην περίπτωση τού KAWASAKI ZRX 1200 R ισχύουνε στο ακέραιο. Όταν το ντουέττο κινητήρα-πλαισίου συνεργάζεται τόσο πετυχημένα-αρμονικά με το άλλο αναρτήσεων-φρένων, η σέλλα είναι άνετη, η ροπή ανθρώπινα-γραμμική και η τελική ανθρώπινα-αποτρεπτική, τότε ξέρεις ΕΣΥ γιατί είναι ΤΟΣΟ ωραίο να σε κτυπάει ο αέρας στο πρόσωπο. Έτσι. (Να βάζαν οι Ιάπωνες και μία μακρυά-overdrive έκτη ταχύτητα στο κιβώτιο, τί καλά θα 'ταν!)

(Κι από ανταγωνιστές;) Το CB 1300 τής HONDA είναι ογκώδες, ψηλό και βαρύ. Πανέμορφο βέβαια και με καταπληκτική ποιότητα κατασκευής, μα όχι μόνο τα κυβικά έχουν πλέον ξεφύγει, έχει ξεφύγει και η αναλογία μεγέθους και χρήσης πια. Το XJR 1300 τής YAMAHA είναι καλό σαν προσπάθεια, ιδιαίτερα στο αγωνιστικό κιτρινόμαυρο χρώμα που ουδέποτε την άσφαλτό μας επάτησε μα, από την στιγμή που το καβάλλησε ένας... Γιάνης Μπαρουφάκης, η άτυχη μοτοσυκλέττα στον Καιάδα καταποντίστηκε. Το δε GSX 1400 τής SUZUKI κι αν πάσχει από όλων των προηγούμενων τις «αρρώστιες», (πλην αυτής τής τού μπουρδολόγου οικονομολόγου). Ογκώδες και ψηλά-δυνατό, γυαλιστερό και κάπως αργό στο στρίψιμό του, η εταιρεία αυτή είχε ήδη πάρει τον «στραβό» δρόμο της στα γυμνά, που τον μπάζωσε εντελώς και οριστικά βγάζοντας το bullying B-King τελικά. (Να σημειωθεί δε ότι οι λοιποί κατασκευαστές, ουδεμία σχέση έχουν με το κλασικό-vintage Universal Japanese Motorcycle σε έκδοση γυμνού μάλιστα, σε εφαρμογή seventies-bike ιδίως.)

(Επανέρχομαι όμως.) Οδηγείς το ZRX και απολαμβάνεις ΑΙΣΘΗΣΗ απ' το πρώτο λεπτό υγιώς και ανόθευτα, χαλαρά και δίχως τής γκαζιάς τα υπόθετα (ξανά sic). Δεν ασχολείσαι με το να ρυθμίζεις traction control/launch control/space control/steroids control... η οδήγηση γίνεται προς χάριν τής οδήγησης αποκλειστικά και η οποία ΑΥΤΟΥΣΙΑ και ΟΛΟΚΛΗΡΗ εισχωρεί στον αναβάτη-ιδιοκτήτη δίχως ηλεκτρονικούς μεσάζοντες και διασώστες ψηφιακούς! Εάν η νέα γενιά ψάχνει να ζήσει αμπαστάρδευτο και ειλικρινή μοτοσυκλεττισμό, ΑΠΟ ΕΔΩ να στρωθεί και να ξεκινήσει. «Τα βασικά» διδάσκουν και διδάσκουν ξανά και ξανά ΟΛΟΙ οι Μέγιστοι δάσκαλοι, είτε αγγειοπλάστες είναι αυτοί, είτε φονιάδες τού σπαθιού και της κάμας. Και στις μοτοσυκλέττες τής ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ κατηγορίας ΑΥΤΗΣ, ως «βασικά» είναι κι ορίζονται τα εξής: δυό ρόδες κι ένα μοτέρ, ένας «μαλακός» σκελετός με δυό ενδοτικά-σκληρές αναρτήσεις, μια μαλακιά σέλλα κι ένα τιμόνι σωστό-κει-που-πρέπει. (And the rest is History, έτσι όπως ποτέ πια δεν θα γραφτεί πουθενά και ξανά.) Όταν δεν έχεις κάτι άλλο να γράψεις να πεις, τούτο σημαίνει ότι η «αριστεία» τού ZRX έχει μέσα σου καταβυθισθεί απλωθεί, και δεν έχουν μείνει λέξεις σου έξω ν' «αφρίσουν». ΜΟΝΟ εάν το αποκτήσεις θα «δικαιούσαι δια να ομιλείς», και τούτο ισχύει για ΑΠΑΝΤΑ τα ΜΟΝΑΔΙΚΑ πράγματα τού ντουνιά τούτου.


Η «σαύρα» είναι αυτή που είναι για με, κι εγώ αυτός που είμαι για μένανε είμαι. ("This is it, cut n' dried" που λέει ο Πατσίνο στο μοναδικό κι ανεπανάληπτο ΗΕΑΤ.) Και ΤΟΥΤΟ ονομάζεται πείρα κι επίγνωση, κατανόηση και αντίληψη, αρμονία κι ισορροπία. Έρχεται κάποια στιγμή και συναντάς εσύ την μοτοσυκλέττα που σου αρέσει, σου ταιριάζει και τα βρίσκετε. Έρχεται κάποια άλλη στιγμή και συναντάς εσύ την γυναίκα που σου αρέσει, σου ταιριάζει και τα βρίσκετε. Έρχεται κάποια τρίτη στιγμή και συναντάς εσύ την ζωή που σου αρέσει, σου ταιριάζει και τα βρίσκετε. Και σ' ΑΥΤΟ το ιερό και ταυτόχρονα σιωπηλό σημείο εσύ σταματάς κι αναπαύεσαι, παύεις να δρας ξεκουράζεσαι, απολαμβάνεις με μια χαλαρή και «πέμπτη» ροπάτη και αφουγκράζεσαι τί στο διάτανο μπορεί ΑΚΟΜΑ να είναι μπροστά σου. Γιατί ΠΟΛΛΑ έχεις δει, ΠΙΟ ΠΟΛΛΑ έχεις ακούσει εσύ κι ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ έχεις σκεφτεί: όλα τελικά χάθηκαν στο μηδέν τής ροής, το ζεν τής πηγής, στης στιγμής την σοφία. (And I'm writing about Motorcycles, man!)

Ξέρω ότι έχω τελειώσει το κείμενό μου για την μοτοσυκλέττα αυτή, όταν: 1/ είναι ώρα για ένα ποτό και 2/ είναι ώρα για βόλτα. Όταν μάλιστα η «σαύρα» είναι γυαλισμένη και έτοιμη και το Au Revoir ανοικτό και κοσμοβριθές, ξέρω τούτο που ξέρω: Ότι αξίζει να περιμένεις μιαν ολόκληρη ενήλική σου ζωή για να οδηγήσεις μια σαύρα. Και ότι η «σαύρα» αυτή σού κάνει την τιμή να σ' αφήνει να την πιάνεις εσύ δίχως να σου γλιστρά και να σου ξεφεύγει, γιατί εκείνη σ' εσένα τιμά κι εκτιμά ότι ξέρεις ΠΛΕΟΝ να πιάνεις ΣΩΣΤΑ μία σαύρα. Είτε αυτή είναι ένα τετράποδο ερπετό, είτε ένα δίποδο θηλυκό, είτε μια πράσινη σιδερένια μοτοσυκλέττα.

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017

Διαβάστηκε 3089 φορές Παρασκευή, 20 Οκτωβρίου 2017 13:44