Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Selfies. H χαμερπής αποθέωση τού καμμένου αυτοθαυμασμού. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


     

    (07 NOE 21)

     

    Είχα μια γκόμενα κάποτε – γκόμενα τέλος πάντων, βάζω κι εγώ έναν γενικό ορισμό το κενό να μαντρώσω – που σκέτο περιβόλι αληθώς ήτανε, όαση Αχελώος και Σαχάρα μαζύ, μποστάνι ζούγκλα και πλειστόκαινος εποχή ταυτοχρόνως. («Πράγματι» που έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, «σώματι» που έγραψε ο Ιωάννης τής Κλίμακος, «γάμα τη» που έφτυσε ο Μπάμπης ο σφίχτης.)

    Ψιλοέκατσα μαζύ της καναδυό τέρμινα και έμαθα τόσα πολλά, που κόντεψα να ξεχάσω κι εκείνα που ήξερα, αυτά που εμπέδωσα, τούτα που μού 'χουνε μείνει να ζήσω να επικοινωνήσω, ν' αναχωρήσω ν' αυτοκτονήσω. Ελκυστικά απωθητική, εξουσιαστικά παθητική, μαζοχιστικά ενεργητική, παιδικά γεροντική και μανιακά καταθλιπτική η γυνή «μου» αυτή ήταν αέρας κι ανεμοστρόβιλος – τουρμπίνα σκασμένη, δίχως «βαλβίδα ανακούφισης» μάλιστα και με «εγκέφαλο άγραφο» όχι μόνο σαλταρισμένο κατεστραμμένο, μα τρικυμισμένο επιεικώς και σκορποχώρι εντελώς. Την κοιτούσα τη δόλια και τηνε θαύμαζα, πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να επιμένει να καταστρέφει τον εαυτό του. Την θαύμαζα καθώς τηνε κοίταζα και απορούσα πώς ένας άνθρωπος μπορεί να επιμένει να καταστρέφει τούς άλλους. Το «Ειδικό Σχολείο Ορμονικών Καταδρομών» – γειά σου ρε Φώτο, γραφιά άπαιχτε – που μ' αυτήν πέρασα, τ' αποφάσισα θεληματικά κι εθελοντικά να το παρακολουθήσω: έκατσα στα πόδια της ζεστά και πιστά αρχικά, ανέβηκα στην λεκάνη της μετά τρελλά παθιασμένα, κατηφόρισα κατά τα στήθη της ανδρικά φλογισμένα και πήγα και έπεσα εν τέλει στο στόμα της, αυτοθυσιαστικά μα σωτήρια, καθαρτικά καθαρτήρια, αναστάσιμα λυτρωμένα.

    Κύριοι και αγαπητά μου παιδιά, μάγκες και φλώροι, παίδαροι και καληνυχτάκηδες, σύζυγοι και γαμιάδες – make no mistake about it. About her. Λα γκόμενα ήτανε τόσο κούκλα, που ο Νάρκισσος έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Λα γκόμενα ήτανε τόσο νάρκισσος, που μαραθήκαν τα γιούλια κι οι βιόλες. Λα γκόμενα ήτανε τόσο ωραιοπαθής και εγωπαθής, που είχε καταντήσει ωαριοπαθής και εγωμανής. Τόσο αυνανιστικά αυτοαναφορική ήτανε, που είχε κλειδωθεί στο κλουβί τού κινητού της τηλέφωνου κι από κει κουλάντριζε τον σύμπαντα κόσμο, κρατώντας τόν δυστυχή εαυτό της σκλάβο και όμηρο ενός κουμπιού μόνο. (Κι όταν τής σχολίασα εγώ απαλά ότι «Άλλο κι αλλού είναι το κουμπί σου εσένα», τί πετάχτηκε ζωσμένο τα φυσεκλίκια-φεμινισμού το νουνί να μού πει; «Εγώ, αν θες να ξέρεις, είμαι απολύτως κλειτοριδική και διόλου κολπική, για να ξέρεις. Και να κανονίσεις εσύ την πορεία σου, τη θητεία σου, την όλη βλακεία σου που πάλι μας είπες»!

    Το ήταν μικρότερή μου στην ηλικία, περιττεύει και απλώς να το πω. Το ότι είχαμε ΜΕΓΑΛΗ διαφορά ηλικίας – ας όψεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας που έχω στον τοίχο μου, το ρεκόρ μήκους πέους που έχω στο παντελόνι μου μέσα, το εικοσαψήφιο μπανκ-ακκάουντ που στο συρτάρι μου διατηρώ. ΑΥΤΑ την φέραν την λώλα στον δρόμο μου κι ΑΥΤΑ έπρεπε να μ' είχανε κάνει «Λούη», στο φτερό, τον «μπούρδα» εμένα. ΟΚ ΟΚ τ' ομολογώ: έχω συνάψει σχέσεις ερωτικές ΚΑΙ με μικρές κυρίες ΚΑΙ με μεγάλα μωρά, με γυναίκες επιδεικτικώς ακατάλληλες και με θηλυκά απαγορευτικά καταλλήλως – αυτά όμως δεν έκαμψαν το πολυθρύλητο ερωτικό-σεξουαλικό, το απαράμιλλο συναισθηματικό-ψυχικό φρόνημά μου. Εγώ κύριοι – και κυρίες, αν προαιρείσθε – την γυναίκα την αγαπώ, την φροντίζω και την θαυμάζω, την περιποιούμαι την ακολουθώ, την τιμώ την λατρεύω και ένα ακόμα κάρρο ρήματα διαθέτω και τής κοτσάρω – ΑΥΤΗ όμως είναι τελείως τρελλή και τ' αδειάζει τα πετά άπαντα στο οιστρογονικό της λεπτό, στον περιοδικό της κατακλυσμό, στην αφροδισία τη μαλακία που την δέρνει δια βίου. (Says who? I, sayz I.)

    Δεν πειράζει φυσικά, καθώς ΑΥΤΗ είναι η ομορφιά ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ τής Ζωής: οι αδυναμίες και τα κοιτάγματα, οι χαζομάρες τα σφάλματα, οι petty ασυνάρτητοι εγωισμοί και οι pussy αυτιστικοί οργασμοί – εγώ όχι μόνο σ' αυτά ΔΕΝ πάω πάσσο, αλλά ΠΑΝΤΑ παίζω τα ρέστα μου σοβαρά, δυνατά, σταθερά. Έτσι συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση: τής κουκλάρας μουρλής άντεξα και τα συγχώρησα άπαντα, εκτός από ένα: την μανία της να βγάζει ΣΥΝΕΧΕΙΑ φωτογραφίες την πάρτη της, έναν χείμαρρο selfies κάθε στιγμή κάθε φάση – εκτός απ' το σεξ. (Εκεί μεταβαλλόταν σε παιδούλα πορνοστάρ μιαν άμαθη παλλακίδα, μια Δημοτικού προφεσόρισσα τού στοματικού, μια Γυμνάσιου καθηγήτρια τού ιεραποστολικού, μια Λυκειάρχισσα πρωκτικού και μια διδάκτορα απάντων των υπαρκτών-και-μη, σεξουαλικών-τε-και λοιπών βοηθημάτων. Πλαστικών και σιλικονούχων, τεφλοειδών και δερμάτινων – δεν συνεχίζω, για να μην κλείσω τώρα-κι-εδώ Ρornhub και Youporn και σε ντάγκλα πέσετε σεις βαρεία-βαθεία.)


    Ξυπνούσε με την τσίμπλα στο μάτι το νινί; Κλικ, πρώτη σέλφυ. Ξενέριζε απ' τα σεντονάκια της το βυζί; Ξανακλίκ, δεύτερη σέλφυ. Τίναζε το καψαλισμένο της πάπλωμα το κωλί; Τριτοκλίκ, έτερη σέλφυ. (Αλλάζω πλατώ.) Βαφότανε για να βγούμε το βράδυ αυτό το μωρό; Τα κλικ πέφταν βροχή ενώπιον καθρέπτη και ανάμεσα στα πινέλλα. Ξεβαφότανε για να πάει να κοιμηθεί τούτο το μπέϊμπυ; Τα κλικ «το στρώναν» αθόρυβα, σαν νιφάδες χιονιού πάνω σε λουκουμάδες βαμβάκι. (Αλλάζω και λάδια.) Ντυνότανε για να πάει στην λαϊκή το κορμί; Νά ένα κλικ η καινούργια σακκούλα της νάϋλον, νά έτερο κλικ για τα καινούργια παπά της, νά κι ένα ακόμη αξεδίψαστο, των γλουτών της, που «διέγραφαν» το κυλοττάκι της τόσο-όσο τα αγγούρια στους πάγκους να κοκκινήσουνε, οι μπανάνες στα τελλάρα να ξεκουρμπάρουν, οι ολοστρόγγυλες ντομάτες να σταφιδιάσουνε και τ' αμπελλοφάσουλα να ξεχυθούνε από τα ζεμπίλια – σάς το 'πα: μόλις την προθέρμανσή μου ξεκίνησα.

    Επειδή έτυχε – λόγω απεγνωσμένου φόρτου δικών μου εργασιών – να απομακρυνθούμε για μια φτενή βδομαδούλα τα δυό μας τα έρμα τα πιτσουνάκια μας, η εν λόγω ακαθίστου και ακαθέκτου γυνή μού έστελνε σέλφις κάθε ώρα, κάθε λεπτό: «Εδώ είμαι εγώ μόνη μου» υπέγραφε, «εκεί είμαι εγώ με τον αράπη μου» δεν σχολίαζε, «εδώ είμαι πάντα εγώ, με τις φίλες μου πάντα, που με αγαπάν πάντοτε» κι έπρεπε ο ατυχής και εμβρόντητος γω να σταθώ μάρτυς εξώφθαλμος steaming n' flaming λεσβιακού πενταγώνου, που ούτε απ' την Κατεχάκη-προς-Μεσογείων να στρίψει δεν χωρά, δεν περνάει. Ξύπναγε το κορίτσι; Επιθεωρούσε μέσω κάμερας και αμέσως στον διαδικτυακό ιστό κάρφωνε, εάν τα βυζάκια της πρεπόντως εξείχαν, εάν η κοιλίτσα της απ' την περίοδο ξεφούσκωσε κάποτε, εάν τα κωλομέρια της είχαν πέσει στα πλακάκια στο πάτωμα κι έφταιγα γω που τα χειροτονούσα τα χειροκροτούσα, τα παλαμοχούφτωνα και τα σκαμπιλοχτυπούσα. Έριχνε ένα τσίτι επάνω της; Νέα σειρά σέλφις, με γκριμάτσες καυλωτικές. Έριχνε το προηγούμενο τσόλι της, από πάνω της; Νέο σετ σέλφις, με γκριμάτσες ξενερωτικές. Έτρωγε ένα σύκο; Τις «9,5 βδομάδες» στην κάμερα γύρναγε. Έτρωγε ένα ιμάμ-μπαϊλντί; Το «Μεγάλο φαγοπότι» στον φακό έσκαβε. Μπάνιο έκανε; Τούς αφρούς έβγαζε και το φλας τύφλωνε. Τις σκάλες σφουγγάριζε; Τούς γείτονες έβγαζε, που 'χαν τυφλωθεί κείνοι απ' το παίξιμο πέους.

    Ήμουν αυτό ακριβώς που τα μαγκάκια τσαμπουνάν συνεχώς: «είχα μείνει μαλάκας». Δεν την κοίταγα πια τη γκόμενα, είχα χάσει το φως μου. Δεν την καμάρωνα πλέον την γκόμενα, είχα χάσει την διάθεσή μου. Δεν την πηδούσα άλλο την γκόμενα, είχα ξενερώσει τελείως. Δεν την ήθελα άλλο την γκόμενα, αισθανόμουνα σαν τον υπέργηρο Μάρλον Μπράντο – που αγκαζέ με την ανθρωποδιώχτρια Γκρέτα Γκάρμπο – περνούσαν μπροστά από στρατιές αφιονισμένων ιταλών παπαράτσι. Η συγκεκριμένη απερίγραπτη ύπαρξη ζούσε για να αποτυπώνει την κενή ζωή της, στο κινητό της – ΑΥΤΟ είναι ο μοντέρνος «καθρέπτης» της, ΑΥΤΟ είναι ο άμβωνας και ναός της, ΑΥΤΟ είναι ο φαλλός το αιδοίο της, ο πρωκτός το μυαλό της. Κάθε κλικ της τον Καζαντζίδη εξύπναγε, τού πάταγε το «κουμπί» και πλακωνόταν ο θηλυκαψούρης αυτός, στο «Υπάρχω». Κάθε αξεδίψαστο και επόμενο κλικ της τον Χάροντα κοίμιζε, τού πατούσε το φλας και τον τύφλωνε και ξελαρυγγιαζόταν ο χαμάλης δυνάστης αυτός, στο «Επιστροφές, καταστροφές».

    Να το προσθέσω όμως κι αυτό, δίκαιος να 'μαι. Ούτε κάτι εικοσάχρονες πύρκαυλες ανηψούλες που έχω, έτσι δεν κάνουνε. Που μού την πέφτουνε εκ τού ασφαλούς, μού βυζοτρίβονται, κωλοκρούουνε, με γλωσσοπιλατεύουν. «Θείος» σού λένε «είναι αυτός». «Και δη παππούλης νεάζοντας, γαμίκος λεφτάς κι έτσι», «να σηκώσει φωνή-χέρι-πουλί πια δε μπορεί»... οπότε γιούργια να τονε παίξουμε να ξυστούμε, να χαζέψουμε να σπάσουμε πλάκα. Κι όταν μια φορά που για μπάνιο τις είχα πάει τις κούκλες μου με το γκγκάμπμπριο, επίτηδες άφησα το φερμουάρ τού τζην μου ανοικτό-γουάϊντ-όπεν, (και δεν φορούσα φυσικά από μέσα μαγιώ, γιατί με τρώγανε τα αλάτια). Και όταν κάθισα στο μπάκετ να βάλω μπροστά, πετάχτηκε ο ινγκλόριους σαρμέλα-μαν τού φέημους Ντάνη-σαν, και τούς πέσανε απ' τις πιτσιρίκες οι περλέ οι μασέλες! Κι έκτοτε ούτε μουρίτσες-γλωσσίτσες στο κινητό οι κουκλίτσες, ούτε ψευτομπαλάμουτο με τον θείο που για ταξιτζάκο τον θέλανε οι καυλίτσες, ούτε σέξυ μπηχτούλες με τον ανκλ-μαν που απ' ό,τι πληροφορήθηκαν, τις «ημιδιαμονές» τις είχε για ντάτσα και σανατόριο, βασανιστηρίων θάλαμο και αναρρωτήριο γυναικών – σάς ενημέρωσα ήδη, στην αποθεραπεία βρίσκομαι τώρα.

    "Maalesh" λένε στην Αφρική, «ό,τι δώσεις, θα πάρεις» στην Κυψέλη επαναλαμβάνουμε. Η ζημιά πλέον έχει ολότελα και διαμπερώς ολοκληρωθεί, έχει μεγαλώσει ήδη μία γενιά γυναικών αφιονισμένων με την πάρτη τους, άσχετων για το σώμα τους, καμμένων απ' το μυαλό τους και μόγγολων στην ίδια την ζωή τους ανάμεσα. Δεν είμαι ο Γιωσάφατ ούτε ο Φρόϋντ φυσικά, μα η selfie είναι ένας στιγμιαίος και σταθερός, ελεγχόμενος και χειριστικός, αυτοεπιβεβαιωτικός κι αυτοερωτικός καθρέπτης που ενώ ΠΡΟΣ άπαντες τούς άλλους απευθύνεται, αφορά ΜΟΝΟ στον λήπτη. Τον φλασιάρη επιδειξία, τον συγχισμένον και έρημο, την ανασφαλή και ασύνδετη φωτογραφιζόμενη εσαεί, την διαταραγμένη και αδιάφορη δράστιδα πάντα. Κι όσο ξαφνική κι επιδερμική, obsessive και compulsive η γκόμενα, τόσο μόνιμη και βαθιά η ζημιά, τόσο λυπητερό και θανατερό το τραύμα, τόσο αυτοκτονικό και απάνθρωπο το γνωστό τέλος. (Απόγνωση μοναξιά, κατάθλιψη και παράνοια, ψυχοπάθεια και αυτοκτονία – είτε μιας ολόκληρης ζωής κωμικής, είτε ενός στιγμιαίου τραγικού θανάτου.)

    (ΣΗΜ: την άνωθι selfie τής γενναίας-σιλικονούχου και πανκαύλου-πορνοστάρ Aletta Ocean εγώ αναρτώ, ίνα τιμήσω κι απεικονίσω το σωστό πράγμα, στην σωστή ώρα του, με τα σωστά κυβικά του.)




     


     

     

     

     

      ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

     

    Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021

    Διαβάστηκε 599 φορές Κυριακή, 07 Νοεμβρίου 2021 13:04