Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Θάνατος: ένας πρόστυχος εραστής. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


    Στον Μαρινάκο

     

    Σήμερα έκλεισαν δύο χρόνια απ' τον θάνατο κι ενταφιασμό τού Μαρινάκου. Φυσικά πήγα στο Περιστέρι στην καινούργια μαρμάρινη «ντάτσα» του και ήτανε μιά χαρμόσυνη, ηλιόλουστη μέρα – όπως αντίθετα βροχερές και πικρές είναι οι μέρες των κηδειών. Εκεί λοιπόν ανάμεσα στα μακάβρια τα τριώροφα, τα πομπώδη πανωσηκώματα και τα πεταμένα λουλούδια, γύρω από ακαλαίσθητους έως υβριστικούς τάφους – όταν σηκώνεις λάβαρα ποδοσφαιρικών ομάδων και εκθέτεις μπουκαλάκια ουΐσκυ, ανίερα προκαλείς την κοινή αισθητική και χριστιανικό αίσθημα με τις χυδαίες εγκόσμιες συνήθειες των νεκρών σου – εκεί τα αδηφάγα σκουλήκια φάγανε ως σπαγκέττι την μακριά κοτσίδα τού Μαρινάκου μας. Εκεί-για καιρό θα λασποασπρίζουν τα σπασμένα τα κοκκαλάκια του, οι σωματικές του οπές μπουκωμένες με το σοφό χώμα, τα νάϋλον νήματα των ρούχων του στην σήψη να αντιστέκονται και τα κλάμματα φίλων και συγγενών να ποτίζουν παρτέρια.


    (Nah, this ain't my blues.) Μ' αρέσει και με ξαλαφρώνει που πάω εκεί και τον επισκέπτομαι τακτικά, τον Μαρινάκο που εν-ευλογημένη-και-καταραμένη-συνάμα ζωή, τον είχα δει φορές όλες-κι-όλες... πενήντα; Εκατό; That's it. Εκεί τουλάχιστον έχει ησυχία και μπορούν τα σπάνια θεσπέσια και πανάκριβα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα, να μιλήσουνε τούτα αντί για τα στόματα, να εκβάλλουν επιτέλους αυτό-ακριβώς που τις ψυχές πνίγει. (Κουτό δεν είναι; Να ζούμε μέσα στην πολύβουη κι αδολεσχούσα κοινωνία και να μην λέμε τίποτα, ενώ στο σιωπηλό βασίλειο των νεκροταφείων να μην βάζουμε γλώσσα μέσα;)


    Απ' την μια ο εαυτός μου «κλωτσά» και όλο-συνέχεια βιάζεται να σηκωθεί και να φύγει, απ' την άλλη ο ίδιος ο εαυτός μου – και η αγνή μου μαζί του ψυχή – δεν λέει να σηκωθεί εκεί απ' τον ήλιο ή την βροχή, να ξεσκαλώσει απ' τα παρατεταγμένα κυπαρίσσια που τα-πάντα-επιβλέπουνε και να βγει έξω «στον κόσμο», να επιστρέψει σ' αυτόν που κάθε-μέρα σε παίρνει μαζί του και σε ευτελίζει, διασύρει. Κανείς δεν κερδίζει στο μακάβριο και κρυφό «παιγνίδι» αυτό: το σώμα θέλει αυτοστιγμεί να λακίσει και η ψυχή θέλει για πάντα να μείνει εκεί, το μυαλό παντελώς και πανηγυρικά απουσιάζει και η καρδιά αρπάζεται απ' τα λευκασμένα τα βότσαλα και τα καταπίνει για να βαρύνει, να μείνει, να μην ξεκολλήσει. «Αυτό είναι (η) ζωή» μονολογώ, και αποκλείεται ν' ανάψω τσιγάρο, εδώ. Βλέπω κάφτρες τριγύρω μου και γόπες σβησμένες κάτω απ' τα πόδια μου, βλέπω πακέττα και κούτες ταμπάκο μέσα στα υαλόφρακτα νήματα και τον ιερέα να πατάει κρυφά δύο τζούρες και δεν μπορώ να ταιριάξω την ματαία τούτη απόλαυση, με την «μεταφυσική» άλλη απόλαυση τής επίσκεψης σ' έναν τάφο.


    Ο θάνατος φίλες και φίλοι έρχεται κάθε-μέρα και πιο κοντά, αυτό το 'χουνε άπαντες πει και γι' αυτό ουδείς το μετρά, το υπολογίζει. Ο θάνατος έρχεται απότομα-αιφνίδια-βιαστικά ή μακρόσυρτα-αργά-βασανιστικά και είναι ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΑΛΛΟΙ που υποφέρουνε, βασανίζονται και πεθαίνουν. Γιατί; Διότι όταν τεζάρεις στου Χάροντα την αίθουσα υποδοχής, είσαι τόσο απάνθρωπα κι εξευτελιστικά μόνος σου, που κοντά σου και δίπλα σου δεν υπάρχει κανένας. Ο θάνατος αγαπητές και αγαπητοί είναι σαν το... χέσιμο: δεν μπορεί(ς), για σένα, άλλος να (σου) το κάνει. Και σ' αυτό πας μόνος σου, ουδείς δίπλα σου έρχεται να σου σταθεί να σου μιλήσει, για παρέα και χαβαλέ, για παρηγοριά βοηθείας. (Εκτός από κάτι μανάδες ανώμαλες, που όταν οι «σπιτωμένοι» μέχρι-τα-πενήντα-τους γιοί τους πάνε να χέσουνε, τρέχουν εκείνες να τούς σκουπίσουν και να τούς πλύνουνε. Ταλκ να τούς βάλουν και βαζελίνη παντού, να τούς σηκώσουν το σώβρακο να τούς ισιώσουνε την γραβάττα και δεν είναι άρρωστοι εκείνοι οι δυστυχείς, «μια χαρά» – και χίλιες τρομάρες τρομακτικές – είναι.)


    Θα το πω.


    Κι εγώ τώρα τελευταία, δεν αισθάνομαι και πολύ καλά. Γνωρίζω το σώμα μου άριστα, και ξέρω πότε σέρνεται πότε πετάει, πότε βαρυέται και πότε τσινά, πότε γαμάει και πότε κεντάει. Μα μετά τον πολυήμερο εορτασμό και συμπλήρωση των εξήντα πέντε (65) χρόνων μου, σαν οι δείκτες τού ρολογιού μου να κουράστηκαν να γυρίζουν, τα πόδια μου έχουν αρχίσει να σέρνονται, το σβέρκο μου μαγκώνει και κουμπώνει αναιτίως. Τα δάκτυλα των χεριών μου όταν ξυπνώ θέλουνε κάνα τέταρτο για να λαστιχώσουν ν' ανοίξουνε, έχω ήδη-από-καιρό αρχίσει να ξεχνώ λέξεις πολύτιμες που χρησιμοποιώ για το γράψιμο κι ο προστάτης μου, εκεί που δεν φυλαγότανε πριν, έχει αρχίσει βασανιστικά να με «προστατεύει». Η μέση μου αργεί να διπλώσει και να τεντώσει, τα γόνατά μου τσακίζονται απ' το πολύωρο endurο (το οποίο – δυστυχέστατα, δυστυχώς – έχω προς μεγίστη θλίψη μου αναγκαστεί να εγκαταλείψω), το στήθος μου πρόντο ε σούμπιτο θα χρειαστεί να προβάρει σουτιέν και για τα μαλλάκια μου που βαρέσαν τρελλή αποψίλωση δεν θα βγάλω κουβέντα.


    «Γεράματα Ντάνη μου» σιγομουρμουρά η γνωστή κασσέττα και είναι αυτή-ακριβώς η ρουφιάνα που το σώμα και η καρδιά, το πνεύμα και η ψυχή, τα μυαλά και τ' αρχίδια μου δεν θέλουν ν' ακούσουν. Τί σημαίνει «γεράματα»; Σημαίνει να περπατάς όλο και πιο αργά, να μην σε κοιτάζουνε πιτσιρίκες-σειρά, όταν ανοίγεις το γκάζι (λάθος το υπολόγισες) κι όταν πάτησες φρένο (πάλι υπολόγισες λάθος). Παρκάρεις το κατσιασμένο πέος σου μέσα στην πρόθυμη βιζιτού σου κι αν δεν σκαρφιστεί και υποδυθεί αυτή την Τσιτσιολίνα και την Ντόλλυ Μπάστερ μαζί, δεν πρόκειται η Κωπαΐδα να ποτιστεί, το ΜΗΤΕΡΑ οκτάδυμα να ιδεί, ο Παρθενώνας να κουνηθεί απ' τους οργασμούς της. Γεράματα σημαίνει να σε πονάει ο κώλος σου όταν καθίσεις μισή ώρα περισσότερο στην καρέκλα σου, να σε πονάει η πλάτη σου άμα καθίσεις μια ώρα περισσότερη για ζαζέν και να σε πονά το κεφάλι σου όταν καθίσεις να διαβάσεις ένα αγαπημένο βιβλίο, ως το τέλος. Τα γεράματα σημαίνουν την έναρξη τής νέας πολύωρης σχέσης σου με την τουαλέττα: στέκεσαι να κατουρήσεις εκεί κάνα δίωρο, κι ενώ τοξεύεις στην λιμνούλα από κάτω σου, πέφτουνε κάτουρα και στο πατάρι επάνω. Και όταν θα πιείς ένα-δυό ποτά πιο πολλά, "You humbly kneel and pray to the porcelain God" καταπώς έλεγε η κουκλάρα η Britannee, ξερνώντας τ' άντερά σου εκεί για καναδυό ώρες.



    Τα γεράματα σηματοδοτούν την στιγμή που ο ατομικούλης σου θάνατος έχει εισιτήριο βγάλει. (Για σένα.) Μα δεν το ξέρεις εσύ, δεν το γνωρίζεις αυτό, δεν επιθυμείς βεβαίως και να το μάθεις. Εκτός από κάτι βαρεμένους και φλω-ρούληδες ποιητές που το "memento mori" το βάζουν στην πρωϊνή σοκολάτα τους που στο ΦΙΛΙΟΝ πίνουνε αραχτοί και παχύσαρκοι επί ώρες, εκτός από κάτι δισεκατομμυριούχους νέους εφοπλιστές και βιομήχανους – γόνους εφοπλιστών και βιομήχανων παλαιών – που πρέπει σκληρά και πολύωρα να δουλέψουνε ώστε διατροφές στις κακιασμένες σκύλες τους να πληρώσουν, εκτός από ελάχιστους ασκητές που θωπεύουν τα ντανιασμένα κρανία γερόντων και διδασκάλων τους μέσ' στις σπηλιές όπου εγκαταβιούν – ουδείς μα κανείς αναφέρει τον κύριο Θάνατο στοιχειωδώς απολύτως. Άσε δε να τιμήσει ετούτον, να τον αναμένει ζεστά και να τον προσμένει χαρούμενα, χώρια δε να τον προσκαλέσει κιόλας. Ο κύριος Θάνατος πάντοτε ανεπιθύμητος ήτανε, γιατί ο ΜΟΝΟΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ επισκέπτης και κουρσευτής, βιαστής ανθρώπων και σκυλοπνίχτης ψυχών είναι – θα τον βάζατε εσείς άνετα και χαρμόσυνα σπίτι σας να σάς πάρει τον παππού την κορούλα, την κωλόγρια ή τον σκατόπουστα, τον κλέφτη τον πρέζακα, την καριόλα ή την θεούσα, το αθώο μωρό ή την κουκλάρα την θεία;


    Λένε ότι ο Θάνατος είναι ο απόλυτος ο κομμουνιστής, σιγά ρε τις τρίχες τού Στάλιν. Ισχυρίζονται ότι ο θάνατος είναι ο των πάντων εξισωτής, σιγά ρε τις τρίχες τού Βαρουφάκη. Κι επιμένουν ότι ο θάνατος δεν κάνει ποτέ εξαιρέσεις, σιγά ρε τις τρίχες τού οποιουδήποτε ελληνικού νομοσχέδιου, με τα «παραθυράκια» του και τις γκαραζόπορτές του, τα ένθετα τα αυθαίρετα και τις ατομικές προδιαγραφές, τις φωτογραφικές διατάξεις και τις εξαιρετικές τις παραγγελιές. Δεν ξέρω τί λέτε εσείς, μα για μένα ο θάνατος σημαίνει ένα ρήμα: «δεν αντέχω». (Πια.) Όσο μεγαλώνω-γερνώ, αντέχω λιγότερο και πάντα πράγματά μου αγαπημένα. Δεν αντέχω να γράφω επί ώρες στο πληκτρολόγιο, όπως μπορούσα παλιά. Δεν αντέχω να οδηγώ με τις ώρες, εκδρομικά ή αγωνιστικά, υστερικά-μονοκάβαλλος ή αισθησιακά-δικάβαλλος, όπως λυσσούσα παλιά. Δεν αντέχω να κάνω έρωτα με τις ώρες με μία γυναίκα, με δύο γυναίκες, με ένα Μαρακανά γυναίκες γεμάτο, όπως έχυνα στέρνες παλιά. Και δεν αντέχω πια να γυμνάζομαι πάνω από μισή ώρα-βία, άντε είκοσι πολύτιμα κι αγχωμένα λεπτά, χωρίς να μου κόβεται η ανάσα, να τρέμουν τα χέρια μου και να με βαρά στο κεφάλι ζαλάδα.


    ΑΥΤΑ είναι ΤΑ γεράματα κι οτιδήποτε άλλο είναι αφορμή για Jim Beam και Viagra. ΑΥΤΑ είναι ΤΑ γεράματα κι οτιδήποτε άλλο είναι αφορμή για μιά νέα Lamborghini ή μία παλιά Vincent, μιά νέα Sophia Loren ή μία παλιά Scarlet Johansson, ένα νέο προπονητικό πρόγραμμα ή μιά παλαιά γονυπετή προσευχή, ένα δείπνο στο πανάρχαιο Maxim's ή ένα τίλιο στο καινούργιο Nobu Matsuhisa. ΑΥΤΑ είναι ΤΑ γεράματα κι όποιος δεν το πάρει χαμπάρι νωρίς, θα κάνει τούς γύρω του δυστυχείς και όποια το πάρει χαμπάρι αργά, θα κάνει τον εαυτό της δυστυχισμένο.


    Ξυπνώ το πρωί δύσθυμος (κι άντε να πω ότι μού λείπει η θάλασσα). Πέφτω το βράδυ στο κρεβάτι μου ξεθεωμένος (κι άντε να πω ότι αναζητώ το βουνό.) Κατά την διάρκεια τής ημέρας δεν έχω κουράγιο να τρέξω να γυμναστώ, δεν έχω διάθεση να γελάσω ή να χαμουρευτώ, όταν σουρουπώνει δε μέσ' στην Κυψέλη μου και βγαίνουνε οι αράπηδες φορώντας την Άρτα και το Αμπιτζάν πάνω τους, δεν έχω δυνάμεις ούτε μέσ' στην σπηλιά μου να κρυφτώ να καβώσω. Όλα γίνονται πιο αργά (και διόλου «Δυό ποτά πιο αργά» παραφράζω τον Μέγιστο Ρέημοντ Τσάντλερ), όλα έχουν γίνει απόλυτα βαρετά (ακόμα κι όταν σεισοπυγώς γδύνεται το προαναφερθέν μου call-girl), όλα γίναν κουτά (όπως η κουβέντα μεταξύ ψηφοφόρων ελλήνων.) Τα γεράματα βέβαια τα σηματοδοτούν – δίχως αντιστοίχως και να τα νοηματοδοτούν – επιπλέον εξωτερικά σημεία και τέρατα, σημάδια και ίχνη, τόννοι μπάζων κι εκτρώματα ανθρώπινα... θα εικονογραφήσω με ένα μόνο ασύλληπτο παράδειγμα κι όποιος νιώσει κι αντιληφθεί, «θα του βάλω δέκα στον έλεγχο» που λέει ο Αθηνόδωρος Προύσαλης στην δεν-θυμάμαι-ποία-ταινία.


    Θάνατος είναι να στέκεται σήμερα-ακόμα ηρωϊκά η πόρτα τού au Revoir πίσω από έναν κάδο ξεχειλισμένον σκουπίδια, πεταμένες μάσκες και ποτήρια καφφέ. Θάνατος είναι να γεμίζει πια το au Revoir με πιτσιρίκες αυθάδικες, ξερόλες και βαβουριάρες και νέους-εμαγκεψάμην-γκόμενους που ψοφάνε να το παίξουνε κάτι ανάμεσα σε τούρκους ηθοποιούς σαπουνόπερας και αμερικάνους επενδυτές καμπαρέδων. Θάνατος είναι να ντύνεται ο κόσμος για τ' au Revoir όπως ντύνεται για το αφτεράδικο ή το γήπεδο, όπως γδύνεται για τον εμετό ή την διάρροια, να συμπεριφέρεται όπως στην στάνη ή το κοτέτσι που μεγάλωσε και να νομίζει ότι όλο-τούτο είναι άνετο και μοδάτο κιόλας. Θάνατος είναι να βάζουνε οι σημερινοί πελάτες τού au Revoir τα πόδια τους πάνω στις καρέκλες του, να πετάνε τα άγουρα και αγαλάκτιστα [sic] πελατάκια του τα κινητά τους στην μπάρα, να φωνάζουν και να σαχλαμαρίζουν οι αθυρόστομοι και ανάγωγοι, οι προπετείς και χυδαίοι άγουροι πότες «του» νομίζοντας ότι αποτελούν τού κόσμου το κέντρο, των Αθηνών ομφαλό, αντικείμενο βιντεοκλίπ κάμερας και ήρωα γραικού πουστοθρίλλερ. Σε μια πόλη που έχει ηλικία χιλιάδων ετών, θάνατος είναι το ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΤΗΣ ποτάδικο να αλώνεται απ' την επήλυδα μόδα, να σαρώνεται απ' την ανοησία τής αφραγκιάς και να εξευτελίζεται από επηρμένα και τα-πάντα-νομίζοντα νεοελληνικά χιπστεράκια που πιστεύουν ότι αθάνατα είναι αυτά, κιόλας.


    Ο θάνατος έρχεται όταν κάμπτεται η αντίσταση, όταν καταβάλλεται το ζωοποιό σθένος, όταν ολιγωρεί πια η δύναμη, (αφού σπαταλήθηκε λαύρα). Και για να γίνω απολύτως επίκαιρος θα πω ότι ο θάνατος έρχεται σε μιά χώρα όταν η ίδια επιτρέπει να την στήνουν, να την εξευτελίζουνε και να την σοδομούν, (αρχής γενομένης απ' τα δώδεκα μίλια). Και θα συμπληρώσω ότι ο θάνατος έρχεται – «παραγγελιά» κυριολεκτικά, για τους κατοίκους τούτης τής χώρας αποκλειστικά – όταν αυτοί προκειμένου να μείνουν πιστοί στις ματαιότητες κι αυταπάτες τους, στην φιλαργυρία και την κενοδοξία τους σιχτιρίζουνε καυγαδίζουνε, διαγκωνίζονται παλουκώνονται να διακριθούνε και να φανούν, προκειμένου να μη δουν πόσο λίγοι και μικροί είναι. Τί λένε οι γαμάτοι αμερικανοί; "Show me a boring life and I'll show you a champion." Με τί το διαψεύδουν το ξεφτιλίζουν αυτό οι αγάμητοι οι ρωμιοί; "Σόου μι έναν έλληνα δημόσιο υπάλληλο εντ αλ σόου γιού γιατί έχει ψοφήσει τούτη η χώρα."


    Ο θάνατος φίλες και φίλοι είναι ο πιο πρόστυχος εραστής, γιατί καμώνεται φάτσα-κάρτα τον ανεξάντλητο και πιστό λάβερ, μα πίσω και κάτω του κρύβεται ένας απλώς φονικός πούστης. (Προσοχή: ΚΑΙ φονικός ΚΑΙ πούστης, δηλαδή ΚΑΙ θα «σ' τη φέρει» οπωσδήποτε τελικά, ΚΑΙ θα «σ' την κάνει» πούστικα και κρυφά, απρόσμενα εξοντωτικά, εξευτελιστικά και κραγμένα.) Σού πλασσάρεται ως ο πρόθυμος γλυκός κι απαραίτητος, κατάλληλος εύκαμπτος κι αφοσιωμένος ερωμένος, ενώ το μόνο που θέλει από σένα – και θα πάρει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ – είναι η δική σου ψυχούλα. Γιατί το σώμα σου ο εραστής-θάνατος το χρησιμοποιεί για να το γλεντήσει, να το κοιμίσει και να το πετάξει μετά, το δε μυαλουδάκι σου ο θάνατος-εραστής το χρησιμοποιεί για να σε τρελλάνει, να σε κοιμίσει και να σε φυράνει τελείως – έτσι γράφω εγώ. "Beware of the happy lover, coming under the dark cloak of death" θα μπορούσε ο Σαίξπηρ να 'χε αυτός πει, παίζοντας σκάκι με τον Δανό πρίγκηπα στην εκτρωματική-μα-εξωπραγματική σκηνή τής ΕΒΔΟΜΗΣ ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ τού Μπέργκμαν. (Ωραία, δεν το είπε αυτός και μ' άφησε εμένα να το πω και να εκτεθώ.)



    Πώς μερικές φορές, τα τόσο-ποθητά φιλιά τής αγαπημένης γυναίκας, μετά από καυγά, γεύση χώματος έχουν; Πώς πολλές φορές, τα τόσο-αγαπημένα μάτια τής εν-διαστάσει-ευρισκόμενης σύζυγου, στο δικαστήριο με αντικείμενο την μοιρασιά και την διατροφή, πετάνε RPG κι Exocette, σπέρνοντας τον θάνατο στο πορτοφόλι σου και στην δική σου καρδούλα; Πώς ο φίλος πού λάτρεψες συ σαν την εικόνα σου στον καθρέφτη σε «πουλά» χαμογελαστά κι όταν ρεύεσαι την ροχάλα που σού 'ριξε, του οισοφάγου σου η αποφορά βρωμά «νυχτερίδες κι αράχνες»; Πώς ο άντρας-σύζυγος-πατέρας που απόλυτα επί τριάντα χρόνια συναπτά συ τού δόθηκες, παντρεύεται την εικοσάχρονη θεά που θα τού τα φάει λογιστικώς αργά και προστατικώς εξοντωτικά, τώρα που μαζί θα γερνούσατε σεις και θα προσπαθούσες να τον σώσεις εσύ απ' της χρεωκοπίας και του θανάτου τα χέρια;


    Θάνατος είναι να 'χεις πυρετό, χωρίς πυρετό να 'χεις. Θάνατος είναι να 'χεις καύλες, χωρίς να διαθέτεις αιδοίο λαχταριστό. Θάνατος είναι να θες να γράψεις και να μην σε διαβάζουνε, να θες να οδηγήσεις μοτοσυκλέττα μέσα στην Φύση και να μην σε στηρίζουνε ούτε γόνατα, ούτε πλεμόνια στα στήθια, ούτε οι καρποί στο τιμόνι σου. Θάνατος είναι να πηγαίνεις για μπάνιο στην θάλασσα είτε πολύ πρωί είτε αργά μόνο τα βράδια, γιατί το σώμα σου δεν είναι προς έκθεση πια, το ντρέπεσαι συ έτσι πως κρέμεται και σαλεύει πλαδαρό-λιπαρό, όσο κι αν χτυπιέσαι στην άσκηση ακόμα. Θάνατος είναι ν' ανοίγεις μπουκαλάκι όταν σού σηκώνεται και ν' ανοίγει το Τριώδιο όταν σού πέφτει. Θάνατος είναι να είσαι 23 ώρες ημερησίως μόνος σου, εκτός απ' την μια ώρα που θα 'ρθει το σιλικονάτο το escort-service σου, να φορέσει τις λευκές ζαρτιέρες του και να σου σφουγγαρίσει το σπίτι... καθώς εσύ θα κοιτάς και θα ονειρεύεσαι πως γαμάς. Θάνατος είναι να μην είσαι περιτριγυρισμένος από ανθρώπους και ψυχή μιά, μα θάνατος είναι να είσαι επίσης τόσο πλακωμένος από ανθρώπους τριγύρω σου, που δεν σου φτάνει ανάσα καμμία.


    Γι' αυτό λέω εγώ «Μακάριοι οι νεκροί», γιατί δεν ξέρουν ότι έχουν πεθάνει αυτοί. Μέχρι να σού βγει η ψυχή, εσύ έχεις περιπέσει σε περιδεή αφασία – μόνον ο Yamaoka Tesshu πέθανε εν συνειδήσει και καθιστός, ακούγοντας τα shinai να χτυποκοπανιούνται μέσα στο dojo του κι έτσι έκλεισε τα μάτια του ευτυχής κι ολοκληρωμένος. Μόνον οι μοναχοί πεθαίνουνε ευτυχείς, που θα συναντήσουνε τον θεό τους και μόνον οι Σουλιώτισσες πηδήξαν περιχαρείς, πίσω απ' τους άντρες και τα παιδιά τους προκειμένης ατίμωσης και σαρκικού διασυρμού τους. Δύο λοιπόν είναι – για μένα – οι ολιγομελείς κατηγορίες ανθρώπων που «πατάνε» τον θάνατο, (αν κι ετούτο το ρήμα είναι φιλοπόλεμο, λανθασμένο, κουτό): οι πολεμοτεχνίτες κι οι μοναχοί. Οι άνθρωποι που ασκήσανε το κορμί και οι άνθρωποι που ασκήσαν το πνεύμα, (όχι το μυαλό, προσοχή). Και ποίο κοινό τούτοι οι δυό έχουν; Έβαλαν τον θάνατο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ στην ζωή τους αυτοί, δεν τον διώξανε δεν τον κλάσανε, δεν αδιαφόρησαν και δεν την πλάτη τους γύρισαν, μα τού δώσαν την ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ αξία και θέση του και φιλιώσαν απολύτως μαζί του. Δεν τονε πρόσβαλλαν παρατώντας αυτόν, ούτε πήγαν να τον «λαδώσουνε», ώστε να τον καλοπιάσουν να τον τουμπάρουν.


    Ο θάνατος κύριοι δεν είναι πεθερά, να πλακωθείτε σεις στα πιασίματα, ώστε την κόρη της να σας δώσει. Ο θάνατος ωραίες κυρίες μου δεν είναι πεθερός, να πλακωθείτε σεις στα κουνήματα, ώστε να σας γράψει – μέσω υιού, γαμπρού και συζύγου – την εταιρεία το εξοχικό, τις καταθέσεις και το φουσκωτό, της Λούτσας τ' αυθαίρετο και το παλάτσο στο Γκ-sh-τααα-dt. Ο θάνατος αγοράκια μου δεν είναι μαλάκας να αποστρέψει το πρόσωπο όταν τρέχετε ξεκράνωτα σεις, με το μηχανάκι στην παραλιακή κι αν δεν σηκωθεί τής συνεπιβάτου-κουκλίτσας η φούστα ώσπου να διαβαστεί η ετικέττα τού στρινγκ της, εσείς δεν θα κλείσετε γκάζι. Ο θάνατος κοριτσάκια μου δεν είναι ηλίθιος να κάτσει να σας κοιτάζει όταν τρέχετε ξεβύζωτα σεις, με τα σουφρωμένα ευρώ στην παλάμη κι αν δεν πάρετε πίπα τού πούσερ σας δεν πρόκειται να πέσετε ξέπνοες-ψόφιες-νεκρές, στην λερή είσοδο τής εξαρχιώτικης πολυκατοικίας με την βελόνα στην φλέβα.


    Ο θάνατος, μία (1) πουστιά κάνει απλά και επί αιώνες: τον εραστή τούτος καμώνεται και την ενδιαφερομένη ερωμένη. Ουδείς άνθρωπος βεβαίως τον έχει πιστέψει ποτέ, μα άπαντες τον αποφεύγουν βιαίως. Χα! Να σας πω εγώ λοιπόν το αντίδοτο τού θανάτου; Να σας δώσω εγώ λοιπόν ο παγκοσμίως άγνωστος και στην σπηλιά μου πασίγνωστος – έχω μάρτυρα τον θυσανωτό γάτο Μίστερ Κοχί – τον θάνατο τού θανάτου; Πιστέψτε σ' αυτόν κι αγκαλιάστε τον, αγαπήστε αυτόν και τρέξατε πιάστε τον, καταλήξτε σ' αυτόν και θα δείτε για πότε θα σπεύσει από σας να την κοπανήσει. Πώς κάνετε σεις γενναίοι μου για να «βγάλετε» και να γαμήσετε επιτέλους την φέημους-μα-μπαζοειδή γκόμενα ελληνίδα; (Που το μάθατε βέβαια απ' τον βολιώτη Κωστόπουλο, που σας ξεβλάχεψε κιόλας;) «Φτύστε τη γκόμενα κι ετούτη θα κολλήσει και φυσικά θα σας κάτσει»! Ε λοιπόν με τον κύριο Θάνατο τολμήστε και κάντε τ' αντίθετο ακριβώς: αγκαλιάστε τον αυτόν κι ετούτος αμέσως θα φύγει!


    Κλείνω λοιπόν με την κλασική κουβέντα τής Νταϊάν Βενόρα – ως Justine Hanna – στον Πατσίνο, απ' το ΗΕΑΤ τού Μάϊκλ Μανν: "You don't live with me. You live among the remains of dead people. You sift through the detritus, you read the terrain, you search for signs of passing, for the scent of your prey, and then you hunt them down. That's the only thing you're committed to. The rest is the mess you leave, as you pass through." Αυτό διαβάστε και ξαναδιαβάστε το, διαλογιστείτε και προπονηθείτε ώστε αν σταθείτε ελάχιστα τυχεροί και απείρως γενναίοι, ίσως μπορέσετε τούτο να ψιθυρίσετε στ' αυτάκι Θανάτου.


    Κι αν δείτε τον κοκκαλιάρη Φονιά να χαμογελά, τυχεροί είστε: αναστηθήκατε, φωτιστήκατε και δεν θα ξαναγεννηθείτε ανθρώποι. Αν τον δείτε όμως τον μαλάκα Χτυπιά να γελά, δύστυχοι είστε κι ατελείς μείνατε: δεν έχετε καν την δύναμη, το κουράγιο και την ψυχή να τού δώσετε μιά – έτσι για την τυπική των όπλων τιμή – και στην γη θα επιστρέψετε, ξανά και μαζί με τους επηρμένους και φοβισμένους ανθρώπους. Δεν πειράζει μωρέ, μην φοβάστε: η Ζωή είναι το μόνο δωρεάν και δια-βίου άριστο μάθημα Aikido και Judo, χορού μαζί και ζωγραφικής, ανάσας μαζί και σιωπής, αιωνιότητας και στιγμής, πνοής όσο και σκότους. And who cares? «Εγώ» φωνάξτε και πείτε του, σπεύστε πρώτοι εσείς να αρπάξετε τον μονίμως-άγρια-μοναξιασμένο και αγρίως-πάντα-διωκόμενο Θάνατο στην ζεστή και προσμένουσα αγκαλιά σας. Μπορεί να τρακάρουν ξενερωτικά τα πετσιασμένα σας κόκκαλα, μα μπορεί να κουμπώσουνε και να κλειδώσουνε κιόλας τα σαρκωμένα κορμάκια σας όπως ποτέ άλλοτε, όπως πρώτη φορά τώρα. Ζωή ζητά και ο Θάνατος ρε μωροί, κι αν δεν την πάρει από σας, από ποιόν θα την πάρει; Ταΐστε λοιπόν με όσην σάς έχει απομείνει ζωή, με Ζωή τον δικό σας τον θάνατο, κι έτσι – θυμηθείτε και καντήλι ανάψτε μου – ο Θάνατος δεν πρόκειται να σας αφήσει πεινασμένους και λιμασμένους από Ζωή, εν ζωή, στην ζωή σας.


    Όποιος δώσει στον Θάνατο, δίνει στον ταμία Θεού. Και όποιος – μέσω αυτού – στον Θεό δίνει, ο Θεός τον κάνει αθάνατο, τον κρατά δίπλα του να τον βοηθά στις δουλειές του. Να συμπληρώσω κι ετούτο παροιμιωδώς, τώρα που κι εγώ αργά-σταθερά πεθαίνω: αν τον θάνατο δεις «από χαμηλά, τσίπικα κι εγωιστικά», θα πεθάνεις. Αν τού δοθείς όμως «από ψηλά, γενναία και γκαρδιακά», τον θάνατο θ' απαλλάξεις απ' τον θάνατό Του κι αυτό μόνον ο Θεός μπορεί να το κάνει. (Εσύ δηλαδή.)

     


     

     

     

     

      ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

     

    Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020

    Διαβάστηκε 660 φορές Τρίτη, 27 Οκτωβρίου 2020 08:21