Σάββατο 11 Μαίου 2024

Κατάρα ελληνική. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Ζούμε σε μια μοναδικής ιστορίας χώρα, ζούμε σε μια μοναδικής ομορφιάς χώρα, ζούμε σε μια μοναδικής ψυχής χώρα. Και την κοπρίζουμε.

Οδηγούμε σε μια χώρα όπου η Φύση οργιάζει και οργάζεται 365 μέρες τον χρόνο, αναπνέουμε έναν αέρα βουνίσιο και πελαγίσιο συνάμα που περιέχει ασύλληπτες ποσότητες δύναμης και αμέτρητες ιδιότητες ενέργειας, κοιμόμαστε δε σ' ένα χώμα όπου έχουν κατακλιθεί, αναπαυθεί και περάσει στο άπειρο διάσημοι άνθρωποι και θεοί ανεπανάληπτοι. Και την βιάζουμε.

Κυκλοφορούμε σε πόλεις αρχαίες, περπατάμε σε δρόμους που κάποτε λειτουργούσαν ως ναοί και όταν ξυπνάμε, είναι αδύνατο να μην αντικρύζουμε τίποτε άλλο απ' τον Παρθενώνα. Παρκάρουμε πάνω σε βυζαντινά νεκροταφεία, δένουμε τα σκάφη μας σε νεώρια μυθικά, χτίζουμε τις βίλες μας σε δάση όπου Καρυάτιδες πλένουν ακόμη τις πληγές του Καραϊσκάκη και πουλάμε νησιά όπου Νηρηίδες κολυμπάνε ακόμα τις μικρές αξημέρωτες ώρες. Και την ξεφτιλίζουμε.

(Άσχετο, όχι και τόσο.) Έβλεπα στο Youtube ένα φιλμάκι από μια συναυλία της αγαπημένης μου Σίντυ Λώπερ. Kαι τραγουδούσε η ώριμη κουκλάρα με την νεανικότατη φωνάρα το "Stay" του Τζάκσον Μπράουνι, εκείνο το χοροπηδηχτό, ρεγκάδικο-κουβάνικο, μπητάτο-ποπάτο τραγούδι των seventies και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από ανόθευτη χαρά και καθαρόαιμη ευτυχία, αξεφλούδιστη κι ανεξέλεγκτη, με τα κουκούτσια και το κοτσάνι μαζί. Μια μεγάλη, σωστή και προβαρισμένη ορχήστρα πίσω της, με τέλεια ρύθμιση ήχου και σεβασμό σε κάθε νότα απ' όπου κι αν προερχόταν αυτή και όλοι τους να στρώνουν για την καλλιτέχνιδα με αγάπη και σεβασμό, ένα σύνολο δεμένο όλο λακαρίσματα κελαρύσματα, καμμία γωνιά καμμία φαλτσιά καμμία παραφωνία.

Έχω πάει σε τόσες συναυλίες που δεν μ' ενδιαφέρει να τις θυμάμαι πια. Από τα Λιόσια την δεκαετία του '70 που τραγουδούσε – πανηγυρτζής τότε – ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, μέχρι τον Λυκαβηττό την δεκαετία του '90 που τραγουδούσε – το Sledgehammer – ο Πήτερ Γκάμπριελ νέος ακόμα. Από τα Κάτω Πατήσια που τραγουδούσε στο χειμερινό Stork η Μεγάλη Κυρία, Φωνή και Γυναίκα Ρίτα Σακελλαρίου μαζί με τον έτερο τεράστιο (τότε) Γιώργο Μαργαρίτη, μέχρι την δεκαετία του '80 στην Βοστώνη που τραγουδούσε – στο Berklee College of Music – ο Μπι Μπι Κινγκ φορ δε μπράδερς όνλυ. Και ένα θα πω: η ποιότητα ξεχείλιζε απ' τ' αυτιά μου, η ποιότητα ξεχείλιζε απ' τα όργανα και λαρύγγια τους, η ποιότητα ξεχείλιζε από μια ζωή – εκεί στο εξωτερικό και πολύ σπάνια-σπανιότατα-σχεδόν ποτέ εδώ στο εσωτερικό – μ' έναν τρόπο απλά ανεπανάληπτο, απλά μοναδικό, που κανονικά θα έπρεπε να είχα πεθάνει αφού είχα ζήσει στιγμές τέτοιες.

Έχω οδηγήσει μοτοσυκλέτα στην εξαιρετικότατη άσφαλτο της Μελβούρνης, έχω οδηγήσει Porsche Carrera 911 για έξι γύρους μόνος μου μέσα στην Mόντσα, έχω οδηγήσει οκτάχρονος την ανοικτή Chevrolet Impala του νονού μου στα Καμένα Βούρλα. Έχω οδηγήσει Αθήνα-Γιάννενα-Αθήνα το Suzuki RG 500 μου σε μια μέρα, έχω οδηγήσει αμέτρητες μοτοσυκλέτες για δοκιμή ανά όλους τους ελληνικούς δρόμους και έχω οδηγήσει όλες τις υπόλοιπες επί χρόνια, στον ύπνο και τα όνειρά μου αλύπητα. Κι όμως μια λέξη έχει κολλήσει στο μυαλό μου και δεν λέει να φύγει ποτέ της: η Ύβρις.

Γιατί αυτό αισθάνομαι κάθε φορά που θα νιώσω πόσο χωρίς ποιότητα είναι η ζωή μου, η ζωή σας, η ζωή μας στην Ελλάδα στην χώρα μας. (Και όχι μόνο σήμερα τώρα, που ο καλαματιανός κίλερ ανέλαβε να μας οδηγήσει σε ασφαλή υφαλισθμό, όπου θα την κάτσουμε για τα καλά την βάρκα για τα επόμενα πενήντα χρονάκια τουλάχιστον, μέχρι οι ξένοι μας πιστωτές να ψωνίσουνε μπιρ-παρά-κυριολεκτικά τα πάντα σε τούτη την τόσο ευλογημένη μα τόσο ηλίθια χώρα.) Πας να αγοράσεις τσιγάρα στο περίπτερο και η χοντρή και φρακαρισμένη, σπυριάρα και ζέχνουσα, πλάτινουμ και μπουκωμένη-τσίζμπεργκερ περιπτερού σ' τα πετάει στα μούτρα μαζί με τα ρέστα σου, πάντα λανθασμένα, πάντα λιγότερα, πάντα κλεμμένα. Πας στην Εφορία να πληρώσεις ένα από τα πολλά χαράτσια και ο ημικοιμισμένος από την αδιαφορία υπάλληλος, έχοντας μπερδέψει τα αμπέρδευτα στο κομπιούτερ του, σου ανακοινώνει ότι αφού δεν σε βρίσκει εκείνος εκεί μέσα, εσύ απλά δεν υπάρχεις. Πας σ' ένα στουντιάκι φανερό και ηδονικό να ξαπλώσεις με ένα γυναικάκι αγοραστό, να χαρείς μπας κι απολαύσεις έρωτα πορνικό και εξωτικό και σου σκάει το βαλκάνι άλουστο κι άπλυτο, αμπιντεδιάριστο και βρωμώντας κρεμμύδι απ' το σουβλάκι που έχει ακόμα στα δόντια, ξαπλώνει επιθετικά πάνω σου, χειρίζεται το δύστυχο πέος σου όπως ένας νταλικιέρης το λέιζερ κοπής διαμαντιών και σε ξεπετάει κλέβοντάς σου τα πάντα (κι όχι μόνο τα φράγκα).

Βγαίνεις σε έναν έρημο ελληνικό δρόμο να χαρείς μια Κυριακή πρωί το ποδηλατάκι σου κι άμα γυρίσεις ζωντανός, το προσφέρεις δωρεά στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών για ντελίβερυ κοινωνικής αλληλεγγύης. Βγαίνεις με την γυναίκα σου να πιείτε κάπου ένα ποτό και είναι τούτο τόσο μπόμπα, που αν δεν έχετε το τηλέφωνο του εξαίρετου ΟΥΚά και E.O.D. specialist Κώστα Μαντά, να σας το δώσω εγώ για εκρηκτικών εξουδετέρωση τότε. Βγαίνεις έξω απ' το σπίτι σου να πας το παιδί σου στα Αγγλικά και σε κοιτάνε με μισό μάτι και εχθρικά κάτι μετανάστες, που ενώ δεν έχουνε ούτε καντήλι στην μοίρα τους (άσε δε ήλιο), επιθυμούν διακαώς να σου σβήσουνε το φως το δικό σου για δέκα ευρώ μόνο.

Είναι ένας κοπρόγερας που μένει από πάνω μου κι έχει στην βεράντα του μόνιμα δύο κωλόσκυλα τα οποία ποτέ του δεν βγάζει εκτός τσαρδίου του, χέζουνε-κατουράνε αυτά μέσα σε βεράντες κι υδρορροές, γαυγίζουνε ολημέρα από φόβο και μοναξιά τα κακόμοιρα και κανείς δεν τολμάει να του πει μια κουβέντα, (εγώ έχω δέκα χρόνια μαζί του άχρηστα δικαστήρια, επειδή ακριβώς δηλωμένος ζωόφιλος είμαι). Είναι μία γκόμενα που μένει χρόνια απέναντι απ' το σπίτι μου, είναι ωραία γυναίκα. Και κοιτάζει-αντιμετωπίζει το σύμπαν ολόκληρο μ' έναν τέτοιον αφ' υψηλού τρόπο και υπεράνω ματιά που λες κι η Σίντυ Κρώφορντ, η Ναόμι Κάμπελ και η Κρίστυ Τέρλινγκτον τής πλένουν τα πόδια. Είναι ένα τσογλάνι στην γειτονιά που διαθέτει ένα μπουρδελοπαπί, του έχει φορέσει εδώ και δυο χρόνια ένα ξετάπωτο μπουρί και περνώντας ιδιαίτερα απ' το δικό μου στενό γκαζώνει και σουζάρει αβέρτα, μοιράζει σπάταλα ντεσιμπέλ κοιτώντας ηλιθίως τριγύρω ως αυτοεπιβεβαιωμένος κρετίνος.

Ξέρω ένα μαλάκα που πλήρωσε τον καριόλη δημόσιο υπεύθυνο στην Βοιωτία και έχτισε πάνω σ' αρχαία. Ξέρω ένα στυγνό ασελγό που χαϊδεύει την κορούλα του από τα πρώτα της χρόνια και δεν του λέει κανείς απ' την «οικογένεια» τίποτα. Και ξέρω μία γιαγιά που χαρτζιλικώνει το τριάντα-χρονών εγγονάκι της, αρκεί να της φέρνει τα ψώνια στο σπίτι και να της τρίβει τα γεμάτα φλεβίτη ποδάρια της τις χειμωνιάτικες νύχτες. Γιατί όπως λέω και στο τέταρτο βιβλίο μου, «τα εγκλήματα που γίνονται σήμερα μέσα στα ελληνικά σπίτια δεν τα γράφει ο Ποινικός Κώδικας, δεν τα αναφέρει καν το Οικογενειακό δίκαιο, (το Εκκλησιαστικό είναι βουτηγμένο στις off-shore του)».

Όπου και να γυρίσω τα πολύπαθα, εγχειρισμένα και γλαυκωματικά μάτια μου, η Ελλάδα δεν με πληγώνει κύριε Σεφεριάδη μας νομπελίστα και πρεσβευτή, η Ελλάδα με σκοτώνει μωρέ και όχι σιγά-σιγά πλέον. Έχω ζήσει μερικά χρόνια στο εξωτερικό, και στην Αμερική και στην Ευρώπη, έχει φτάσει η χάρη μου στο Σίδνεϋ και το Χαρτούμ μα τέτοια ποινή και ξεφτίλα τέλεια, τέτοιον πόνο και τέλος αλλού δεν έχω γνωρίσει. Μπαίνεις σε παρισινή boulangerie και η γραία γαλλίδα είναι τόσο περιποιημένη, όσο οι δικές μας κωλόγριες την ημέρα του γάμου. (Τότε ντύνονται οι κουφάλες, μπας και γοητεύσουν τον Χάροντα και δεν τις πετάξει τροφή των Σειρήνων αμέσως.) Μπαίνεις σε σουηδέζικο fast-food και η δεκαεξάχρονη κουκλίτσα που παίρνει την παραγγελία σου είναι όχι μόνο να την πιείς στο ποτήρι, όχι μόνο να την παντρευτείς αμέσως από την ευγένεια και το χαμόγελο, την θηλυκότητα και την καθαριότητα, μα σου κάθεται το τεφλόν χάμπουργκερ στον λαιμό πιο γρήγορα κι από κόντρα Κανέλη με Κασιδιάρη. Μπαίνεις σε αμερικάνικο στριπτηζάδικο και κοντεύεις να βάλεις ρουλεμάν στο σβέρκο σου – δεν ξέρεις καταπού πρωτίστως να κοιτάξεις και να θαυμάσεις, πόσα χέρια να βγάλεις απ' τον κορμό για να θωπεύσεις λατρευτικά εκείνα τα λαστιχένια και αλαβάστρινα κορμιά που αποπνέουν προκλητικότητα και υγιή τσαχπινιά, υποσχέσεις θηλυκής πλάκας και χνώτα εκ νότου αλκοόλ - να συνεχίσω;

Εισέρχεσαι στο κατάστημα του Valentino στην via dei Condotti στην Ρώμη να αγοράσεις μία γραβάτα και ο πωλητής σε εξυπηρετεί, λες και είσαι ο Σουλτάνος του Μπρουνέι. Πηγαίνεις στο κοσμηματοπωλείο του Bucherer στην Λωζάνη για να διορθώσεις το Rolex Sea Dweller σου και ο κοστουμαρισμένος διευθυντής το παίρνει ο ίδιος να το μεταφέρει στους τεχνικούς για να το επιμεληθούνε. Γράφεις ένα απλό γράμμα θαυμασμού στον τρανό νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο Albert Knopf για τον αγαπημένο σου συγγραφέα και σου απαντά προσωπικώς και ιδιοχείρως η υπεύθυνη editor και εξ αποστάσεως σου χαρίζει τα δικαιώματα μετάφρασης του έργου εκείνου, επειδή διείδε και εκτίμησε την αγάπη, την φλόγα και το πάθος σου. Γράφεις ένα ολόθερμο ερωτικό γράμμα σε μια παλιά σου Ολλανδέζα αγάπη που ξαφνικά την θυμήθηκες και την επιθύμησες, και σε μερικές ώρες χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού σου και είναι η Helga καλύτερη από ποτέ, πιο ζουμερή από ποτέ και πιο έτοιμη από όσο εσύ θα μπορέσεις ποτέ να υπάρξεις.

Και κανείς από όλους αυτούς τους υποθετικούς και αληθινούς, πραγματικούς και φανταστικούς ήρωες του κειμένου που γράφω τίποτα δεν ζητά, δεν ζήτησε ΤΙΠΟΤΑ. Δεν έβαλε την λέξη «αντάλλαγμα» μπροστά και μεταξύ σας ούτε για ένα λεπτό, δεν σκέφτηκε ν' ανταλλάξει τίποτε μ' οτιδήποτε, να πάρει επειδή κάτι έδωσε, να δώσει κάτι για να τα πάρει τελικά όλα. Έτσι. Σ' εκείνους τους άλλους κόσμους τούς ξένους εξωτικούς δεν είναι όλα τέλεια, μα τα πράγματα – όλα είπα – είναι αυτό που είναι και δεν είναι τίποτε άλλο. Ο φονιάς είναι φονιάς και όχι χτυπιάς με ΙΚΑ, ο πατέρας σε σπρώχνει μαλακά μετά τα δεκαοχτώ σου να βγεις στην πιάτσα και δεν σε κρατά εφ' όρου ζωής στο μπακάλικο ή στην πρωθυπουργία. Η δε γκόμενά σου σε αγαπά επειδή τον έχεις τριάντα πόντους και τον χειρίζεσαι σαν να 'τανe δώδεκα και όχι επειδή έχεις λεφτά, διαμέρισμα, αμάξι ή απλώς μια γραφείου δουλειά. Στο εξωτερικό – και ιδιαίτερα στις αγγλοσαξωνικές χώρες – το όριο του "this you can do and can get by, but this you don't do or you'll get seriously hurt" είναι ευκρινές κι ολοκάθαρο, αδιαπραγμάτευτο και πιστευτό, νόουμποντυ φακς γουίδ δις λω στον οποίο όλοι πιστεύουν και ακολουθούνε.

Τελειώνω γιατί έχω βουρκώσει απ' τον πόνο, την λύσσα και το αδιέξοδο. Ζούμε σε μια υπέροχη χώρα (όσο και όσες λίγες είναι αυτές) και όμως έχουμε κάνει την ζωή μας τόσο δύσκολη, που ακόμη και οι δισεκατομμυριούχοι Έλληνες είναι δυσαρεστημένοι. Ζούμε σε μια πανέμορφη χώρα (όποιες και όσες έχουν μείνει αυτές) κι όμως έχουμε κάνει τα μούτρα μας και τις ψυχές μας τόσο άσχημες, που ακόμη και οι φτωχότεροι Έλληνες είναι εντελώς πικραμένοι. Ακόμη και οι μετανάστες έχουν αρχίσει και φεύγουνε, μας πήραν χαμπάρι τι σόι απαράδεκτοι άνθρωποι και τελειωμένοι μάλακες είμαστε, πόσο δεν αξίζουμε ούτε να μας κλέβουν να μας σκοτώνουν, πόσο παπάρες κενοί και μωροφιλόδοξοι, παραδόπιστοι και πονηρεμένα αφελείς, ανεύθυνοι, ανάρχιδοι και φαφλατάδες, μπασταρδεμένοι από την γέννα μας κι αφαλοκομμένοι ουδέποτε απ' της μάνας μας την ποδίτσα – ε, σου λένε οι επήλυδες, στο Ρωμέικο χαΐρι δεν γίνεται και δεν πρόκειται ποτέ του να γίνει. Κι αν οι πένητες και πλάνητες ξένοι φεύγουν από την χώρα μας, εμείς πού πρέπει να πάμε; Κι αν οι φραγκάτοι συνταξιούχοι ξένοι έρχονται κι εγκαθίστανται στα δικά μας χωριά, εμείς πού και πώς πρέπει πλέον να ζήσουμε;

Στα μύχια της ελληνικής μας ψυχής υπάρχουν μαζί η ομορφιά κι η κατάρα. Το μεγαλείο μας της φυλής είναι αμπαλαρισμένο με την δύναμη και με την δειλία, με την διχόνοια και το φιλότιμο, την εξυπνάδα και την βλακεία. Αλυσοδεμένοι με τούτα τ' αντίπολα παλεύουμε να ζήσουμε και να λυτρωθούμε κι όσο σπαστικά κι εγωιστικά δραστηριοποιούμαστε, τόσο πιο ταχέως στον πάτο βουτάμε. Έχοντας γίνει ξενόδουλοι κι αντικοινωνικοί, φιλοτομαριστές και μανιοκαταθλιπτικοί, τσαπατσούληδες και αδιάφοροι, έχουμε σβήσει και τις ελάχιστες αρετές που κάποτε ως έθνος κι ως άνθρωποι, ως pasta ή ως τραχανάς ήμασταν κι έχουμε μείνει παίγνιο κι άθυρμα στα τακούνια του καθενός τραπεζίτη. Και πολιτικού. Μπάτσου κι αφεντικού, συνταξιούχας γριάς και μουλαροειδούς γέρου, καθώς τούτα ακριβώς είναι τα σημερινά προσωπεία μας κι ας είμαστε όλοι από οκτώ μόλις χρονών έως ογδόντα.

Με τις υγείες μας.

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013

Διαβάστηκε 2115 φορές Παρασκευή, 03 Ιανουαρίου 2014 02:14