Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Γονείς: κοινοί εκμεταλλευτές, κυνικοί βιαστές, ψυχικοί αιμομίκτες. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

Το να ζεις μόνος σου, δεν είναι κακό. Το να ζεις μόνος σου και να διαβλέπεις τούς άλλους είναι πολύ κακό. Το να γράφεις για σένα, δεν είναι κακό. Το να γράφεις εσύ κι απ' τούς άλλους να μην διαβάζεσαι, είναι πολύ κακό. Το να μιλάς μόνος σου, δεν είναι κακό, (το πολύ να σε πούνε τρελλό). Το να μιλάς όμως στους άλλους και να τούς λες όχι μόνο αυτό που δεν θέλουνε, αλλά να τούς γκρεμίζεις το ίδιο το «γκουρμέ ξεροκόμματό» τους, δεν θα περιοριστούν να σε πούν οτιδήποτε προκειμένου να αμυνθούν, αλλά θα σε δέσουν ή εξορίσουν ή θάψουν ταχέως.

Some piece of necessary, introductory and elementary history here λοιπόν.

Όταν ξύπνησα ένα πρωί στο νησί – πάνε κιόλας ένδεκα χρόνια – και σε ένδεκα μέρες εντός συνέγραψα «τα τρία μι», δεν είχα ιδέα καν τί είχα γράψει. Ήμουν υπό το κράτος και καθεστώς τής άπνοης δημιουργίας και τής ριπώδους καταγραφής, που πολύ-μα-πολύ αργότερα αντιλήφθηκα τί τόλμησα σε χαρτί γραικό τυπωμένο εγώ να εκ-δώσω. Περιέγραψα τόσον επακριβώς την κρυπτή παθογένεια κι αμνηστευμένο έγκλημα τής ελληνικής Οικογένειας, την στυγνή αδιαφορία και στεγνή φονικότητα τής ελληνικής Κοινωνίας που – έχω βαρεθεί και να το αναφέρω πια – «εικοσιεπτά εκδοτικοί οίκοι και πέντε φυσικά πρόσωπα» απέρριψαν και σιχτίρισαν το βιβλίο. Fine.

Όμως.

Χτες παραβρέθηκα σε μια μακρινοοικογενειακή συνάντηση ειδική, από εκείνες που ο θείος, παππούλης, σοφός/τέως διπλωμάτης και πρώην πολεμοτεχνίτης/κουρελιασμένος διαλογιστής και αδιάβαστος συγγραφέας εκλήθη να προσφέρει τα φώτα του, την γνώμη του και θεωρία του, την ψαγμένη κουβέντα του και τον αψίκορο τον θυμό του. Κάποιο συγγενάκι μου δημιούργησε ένα τέέέτοιοοο προσωπικό-οικογενειακό-κοινωνικό, ηθικό-συνειδησιακό-υπαρξιακό, οικονομικό-φορολογικό-πτωχευτικό πρόβλημα, που μέχρι κι εμένα φωνάξανε να τούς βοηθήσω, (αφού παρελάσανε όόόλοι οι έγκυροι γιατρουδάκοι και συμβουλάτορες, life-coachers και glossy-couchers, από χαρτορίχτρες διαιτολόγοι εφοριακοί μέχρι στρατηγοί υπουργοί και προέδροι... Εδεσσαϊκού και πάνω).

Κάποιο ανηψάκι μου έκανε «στην επιφάνεια» μια κοινή μαλακίτσα – απ' αυτές που οι άνθρωποι συνεχώς κάνουνε κι ο Θεός γελώντας τούς γυρνάει την πλάτη αφήνοντάς τους να συνεχίζουνε, ως πιστά πελατάκια διαόλου – κι επειδή μερικές μαλακίτσες «επιφανειακά» ως αθωούλες και χαζοχαρομενούλες μοστράρονται, από κάτω deadly n' seriously απειλούνε ν' ανατινάξουν τον Παρθενώνα και το Fort Κnox, το μαυσωλείο τού Λένιν και την Silicon Valley, κάμποσες προσφυγικές ΜΚΟ και την διαθήκη τού Μίκη Θεοδωράκη.

ΟΚ, προσήλθα. Και άκουσα. Και δεν μίλησα. Και σηκώθηκα κι έφυγα με το τελευταίο λεωφορείο – τόσο τρομαγμένος απ' το ασύγγνωστο, εμφανές και αδιάφορο έγκλημα – που μέχρι και το αυτοκίνητό μου εκεί επαράτησα, στο πάρκινγκ κι αυλή τής εξοχικής κατοικίας. Με τα tractors και τα οικόσιτα ζώα τους, τις αποθήκες και το barbeque στην πισίνα, το γκαράζ με την AMG σκεπαστή και την βουλγάρα δούλα να χαμογελάει σαρδόνεια μα σοφά. Έφθασα χαράματα στην σπηλιά και ως καθαρτήρια παρηγοριά άνοιξα το κομπιούτερ μου, να ξεβγάλω ετούτα.


Εγώ δεν έγραψα «τα τρία μι»; Εγώ δεν έστησα κι έπλεξα την Μαρία, φωνή και κορμί τής προσέφερα και την παρακολούθησα έντρομος κι ενεός μέχρι τον μαρμάρινο τάφο; Εγώ δεν ξεπαραδιάστηκα να τυπώσω και να μοιράσω το μυθιστόρημά μου αυτό, που 440 πιστοί το ανοίγουνε και το κλείνουνε, λες κι είναι κοκκάκηδες σ' αποθεραπεία; Εγώ δεν έκοψα με τα δόντια μου τής ψυχής μου τα άντερα, βούτηξα το μολύβι μου στο αίμα στα κόπρανα, στο σπέρμα στα κάτουρα τής ελληνικής Κοινωνίας, για να καταγράψω το στυγνό κι αμειβόμενο το κακούργημα τής θεσμικής και μεγαλειώδους, φονικής και αδιάφορης ελληνικής Οικογένειας; Και μού πήρε δέκα (10) ολόκληρα, μαρτυρικά συναπτά, ατέλειωτα και επώδυνα χρόνια ώστε «στην απέναντι όχθη» να βγω (που λέει ο Βούδδας) και «στο απέναντι τραπέζι» να κάτσω (που άδει η Ρίτα Σακελλαρίου) παρατηρώντας εκ τού μακρόθεν πλέον τα τεκταινόμενα, που συνεχίζουν να αλωνίζουνε και να κάνουν κιμά κορμιά και ψυχές, σάρκες και πνεύματα, αξίες κι ιδέες;

Ένα τολμηρό και εκρηκτικό, φονικό κι αποτελειωτικό – πάλι – θα πω.

Αν στο «τα τρία μι» έγραψα ότι «Οι πλέον ακατάλληλοι για γονείς, οι γονείς είναι», μετά τα χθεσινά που άκουσα και φρικίασα, κατάμουτρα μού ξεράσανε και λέξη δεν έβγαλα, με λούσαν κανονικά και με τούς αφρούς εγώ στον δρόμο πετάχτηκα, τώρα χαράματα στην σπηλιά, αποπλυμένος λουσμένος, τρέμοντας μα καθαρός, ήσυχος μα συνειδώς θα το πω τούτο: «Οι γονείς είναι κοινοί εκμεταλλευτές, κυνικοί βιαστές, ψυχικοί αιμομίκτες».

Δεν πρόκειται ουδόλως και ουδαμώς άλλο τί να προσθέσω εγώ. Καθώς 520 σελίδες μετά και 11 χρόνια μετά η αιμοσταγής συνωμοσία αυτή συνεχίζεται, διατρανώνεται, θάλλει. Γαμεί και δέρνει κανονικά, δεν γαμεί μόνο μα δαγκώνει κανονικά, γδέρνει και σκοτώνει κανονικά – ξέρω τί λέω. Γιατί είδα τα μάτια των κοριτσιών βουτηγμένα στον τρελλό πόνο. Γιατί κοίταξα μέσα στα μάτια παιδιών, παγιδευμένων σε βασανιστήρια τρόμου. Γιατί παρατήρησα ψυχές να σπαρταράνε ακίνητες παγωμένες κι αμίλητες, όπως ακριβώς εγώ έγραψα τριάντα χρόνια πιο πριν για τούς βασανισθέντες μακρονησιώτες αριστερούς, στα φονικά χέρια των δεξιών στρατιωτικών, στην ολόθερμη αγκαλιά τής φιλοστόργου πατρίδος.

Κάνει μια μαλακίτσα ψιλή ο μπαμπούλης; «Την ακούει» όμως ντόλμπυ και στέρεο η κορούλα... Κάνει μια πουτανιά χοντρή η μανούλα; «Την ακούει» εντελώς παναβίζιον και θρη-ντη ο γιόκας... Αγκαλιάζει όλο χάδι φροντίδα και έγνοια την δεκαεξάχρονη κόρη του ο μπαμπάς; Από κάτω και μέσα τού σηκώνεται τόσο πολύ, που τονε παίρνει στο φτερό «γραμμή» η αγαμήτου-από-αιώνων μανούλα και μετά τού ζητά τούτη χρυσαφικά, καινούργιο αμάξι και περισσότερα λεφτά, μια δουλειά για τον αλβανό της γαμιά και μια σύνταξη για την φακλάνα μαμμά της. Αγκαλιάζει όλο χάδι φροντίδα και έγνοια τον δεκαεξάχρονο γιόκα της η μαμμά; Από κάτω και μέσα το μουσκεύει εκείνη τόσο πολύ, που τηνε παίρνει στο φτερό «γραμμή» ο βιαγκρωμένος-από-ετών μπαμπάκας και μετά τής παίρνει πίσω τα χρυσαφικά, τής πουλά το αμάξι μπιρ-παρά και τής κόβει την κάνουλα με τα λεφτά, τον αλβανό δε δεν τον ακουμπά αφού κότα κάθεται στον γκέγκη τον τσαμπουκά και την πεθερά στο μάγουλο την φιλά, αφού μόνο εκείνη τού μαγειρεύει.

Συγγνώμη ρε δηλαδή, ο θηβαίος Οιδίπους τί ήτανε ρε; Πλανήτης ατέρμων στο σύμπαν ή ποδοσφαιρικός σύλλογος στον Ορχομενό; Μυθολογικός ήρως που ανακαλύφθηκε απ' τον Σοφοκλή ή ένας ιλλουμινάτος ευπώλητος που έγραψε με την πέννα του διακόσιες χιλιάδες σελίδες παπατζιλίκια; Ξανασυγγνώμη ρε δηλαδή, ο βιεννέζος Ζίγκμουντ Φρόϋντ τί ήτανε ρε; Παλιάτσος ή μηχανικός συνοικιακός; Εβραίος που γλύτωσε από τούς ναζί, ή πυρηνικός επιστήμονας που έκαψε με την μπόμπα του διακόσιες χιλιάδες κιτρινούλια γιαπωνεζάκια; Το «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» ΔΕΝ είναι ΜΟΝΟΝ αυτό που η Wikipedia ξεπετά – «μια ομάδα ασυνείδητων (απωθημένων) ιδεών και συναισθημάτων που συγκεντρώνονται πάνω στην επιθυμία της απόκτησης του γονιού του αντίθετου φύλου και της εξόντωσης του γονιού του ιδίου φύλου» – αλλά μια καλοκρυμμένη κατάρα που το ζευγαράκι το πούστικο Οικογένειας-Κοινωνίας από χιλιετηρίδων χωστά περνάει ΜΕΣΑ «απ' το φιλέ» των ανθρώπων, προκειμένου οι τσατσάδες αυτές την δική τους δουλίτσα να κάνουν.

Και πώς ακριβώς το πετυχαίνουν αυτό; Μα χρησιμοποιώντας και κρύβοντας τούς γονείς, επιτάσσοντάς τους και απαλλάσσοντάς τους ταυτόχρονα, αμείβοντάς τους και αθωώνοντάς τους πανηγυρικώς κι ομοφώνως. (Ομοιοκαταληκτώντας δε, όπως ο φόνος.) Ξέρω μάνα που κοιμάται στο ίδιο το κρεβάτι το «συζυγικό», αγκαλιά και επί μερόνυχτα με τον δωδεκαετή γιό της, (έχοντας ξωπετάξει στο ντιβάνι τον σύζυγο). Ξέρω πατέρα που κάνει μπάνιο την δεκατετράχρονη κόρη του, φορώντας ποδίτσα μάλιστα για να μη βρέχεται, (έχοντας κλειδώσει στην κουζίνα την υστερική μάνα). Και να συνεχίσω δεν θέλετε...

Τί άλλο – δυστυχώς/ευτυχώς – έχω γράψει εγώ στο «τα τρία μι»; «Τα εγκλήματα που γίνονται μέσα στα σπίτια δεν τ' αναφέρει ούτε τα τιμωρεί κανείς Ποινικός Κώδικας, ουδέν Οικογενειακό Δίκαιο, καν μία Πολιτική Δικονομία». Και το να προσθέσω εδώ το βαρετά κλασικό ότι «οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουνε τον κανόνα», έχω κουραστεί ν' απαντώ ότι ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ είναι το άλλοθι τούτων των αθωωθέντων εγκληματιών: η επ' ακροατηρίω διαδικασία, οι στημένες εγκλήσεις των λαλίστατων κι ευφραδών κ.κ. συνηγόρων και τού ιατροδικαστή το έγγραφο να καταχωνιάζεται επιτυχώς στον πάτο των δικογράφων.

Χαρά λοιπόν στο – ακόμη – κουράγιο σου κύριε Ντάνη μας συγγραφέα. Να κάθεσαι – ακόμη – και να δηλητηριάζεσαι μέσα σου, προσπαθώντας κάτι έξω σου να φωνάξεις. Κι αντί να 'σαι στην παραλία ή το βουνό, με το τεκνό ή το πουρό, καπνίζοντας όπιο ή το bokken σου κραδαίνοντας, πίνοντας ένα daiquiri στο κουβάνικο Cabo Locos ή διαβάζοντας το Sandokai στο Palm Springs Hotel στο Λας Βέγκας, κάθεσαι στην σπηλιά σου και σεκλετίζεσαι αναδεύοντας ανήθικα και ανίερα αίσχη. Με τα οποία ΑΠΑΝΤΕΣ οι «συμβαλλόμενοι» βολεύονται θάλλουνε, χύνουνε θάβουνε, αμείβονται και κυλιώνται.

Το νιώθω όμως. «Κοντά σιμά τα Γιάννενα» ο πατέρας μου έλεγε, όταν ήθελε να μάς τιμωρήσει. Και ποτέ δεν μάς χτύπησε, ποτέ δεν μάς έπιασε, ποτέ δεν μάς κοίταξε – και έτσι ακριβώς μάς εγάμησε. Που καλύτερα θα 'ταν να μάς είχε βιάσει.


 


 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 207 φορές Τρίτη, 28 Ιουνίου 2022 08:41