Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Οι μπαζοσκατιάρηδες. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

Στην ζωή μου έχω ασχοληθεί με πολλά και έχω νταραβεριστεί με πολλούς. Μαλάκες και πρωθυπουργούς, πουτάνες και πρέσβειρες, λοχαγούς κι ημιονηγούς, μιλφάρες και μπέμπες, τσογλάνια κυρίες και κυρίους πορνίδια. Μία κατηγορία όμως απάντων αυτών είναι τού που "μπαζοσκατιάρηδες" τούς ονομάζω εγώ και δεν τολμά δίπλα της να σταθεί καμμιά άλλη.

Θέλησα πρόσφατα ν' αγοράσω ένα παλιό surf, μια ιστιοσανίδα μωρέ από κείνες τις μπατάλικες των 300 λίτρων, με μια καρίνα-ίδια-αξίνα κι ένα πανί, να παντιλικιάζει ΤΙΤΑΝΙΚΟ μ' εκατό μίλια. Βάζω αγγελία λοιπόν ότι ζητώ ένα σερφ παλαιό και μού τηλεφωνάει ένας λυωμένος μαλάκας «γνωστός» απ' το παρελθόν, που ήξερα ότι μαζεύει «παλιά πράματα», (και σερφ ιδιαίτερα). Για σερφάς – προϊστορικά, πριν την πλειστόκαινο – ο ίδιος μάς μοστραριζότανε κι όταν στο νερό έμπαινε, γελούσε η Ραφήνα και η Φτελιά, το Θορικό και η Πάρος αντάμα. Όσα νερά και καρδιά, μαλλιά και μυαλά λοιπόν τού δύστυχου λείπανε, τόσα πράγματα συσσώρευε τούτος.

Προ 25ετίας είχα τυχαία μπει στην αποθήκη και προσωπικό καταγώγι του και σε ένα δευτερόλεπτο πετάχτηκα έξω, (καθώς τόσο άντεξε τότε η δική μου η άπνοια, ιδιαίτερα μάλιστα άμα αναίτια καταδύομαι σε δυσώδη άδυτα αρρωστημένων ανθρώπων). Ο τσιφουτοφραγκάτος και εσαεί κοκκορευόμενος τούτος «συλλέκτης» μάζευε και ντάνιαζε, άρπαζε τόκιζε, έστηνε πάκτωνε, κοψαγόραζε και μοσχοπούλαγε ό,τι είχε σχήμα σανίδας.

Και μάτσας. Και άλμπουρου. Και πτερύγιου. Και σχοινιού. Και παλουκιού. Κι αλατιού. Και νερού. Και αέρα. Και χώματος. Και ήλιου. Και ουρανού. Και Πλάσης. Και Θεού. (Ξέχασα τίποτα; Έμεινε κανείς έξω;)

Μιλάμε ο βαθύπλατα δυστυχισμένος άνθρωπος τούτος – κοινωνικά αναγνωρισμένος, οικονομικά αποκαταστημένος, οικογενειακά δακτυλοδεικτούμενος και προσωπικά από γεννησιμιού πεθαμένος – μάζευε ό,τι μπορούσε να πιάσει το χέρι του, ό,τι ερέθιζε τον δικό του αμφιβληστροειδή, ό,τι πεινούσε το μυαλό του ν' αρπάξει να αποκτήσει.

Φίλος-γνωστός τού 'χε παλιά χαρίσει ένα ραγισμένο του σερφ κι όταν πήγε νυχτιάτικα-μαλλιοκούβαρα ο λύσσας να το φορτώσει, γονατιστός τον παρακαλούσε να τού δώσει κι αυτό, να τού πάρει κι εκείνο, να τού «αγοράσει» το τρίτο και να βάλει στην τσέπη του δυό παλιές κασσετόφωνου μπαταρίες πεσμένες στο πάτωμα, μόλις ο φίλος πετάχτηκε ν' απαντήσει στο τηλέφωνο που χτυπούσε. (Μιλώ για την δεκαετία τού Ογδόντα όταν δεν υπήρχανε κινητά, όταν ξεκινάγαν να βγαίνουν λεφτά με ουρά, μόλις ο φίλος-γνωστός είχε αγοράσει την πρώτη Ferrari του και είχε εγκαταστήσει στο γκαράζ κάμερες και συναγερμό, απ' όπου είδε τούτος αργότερα τον κλέφτη-σκατιάρη να πέφτει στα τέσσερα να σουφρώσει τις στήλες.)

Η «σταχομαζώχτρα» μπορεί τού Παπαδιαμάντη ξόμπλι συγγραφικό να 'τανε, μα ο κυρ-Αλέκος που ήταν φτωχός και χριστιανός, καταπιεσμένος και βιασμένα παρθένος απέδωσε πανηγυρικώς κι εκκωφαντικώς ένα σαράκι βαθύ και γραικό, μια βέρα γκρέκα ξεφτίλα. Τούτος εδώ όμως ο δυστυχής ήταν ανέκαθεν, είναι ισόβια και θα 'ναι αιώνια άρρωστος κι ας έχει «δεκατέσσερα βιβλιάρια καταθέσεων», (όπως μού αυτοδιαφημίστηκε τότε).

Και μ' αρχίζει ο μάλαξ αμετανόητος στο πιπέτο και το ψηστήρι, στο κογιονάρισμα και το μαλακτικό ότι «έχω ακριβώς αυτό που θες», «έλα να το πάρεις και δε θέλω λεφτά», «να ξεμπαζώσω θέλω εγώ, να τα δώσω σ' αγαπημένα μου κολλητάρια».... «Τεσπά», που λέ' κι η Μανινά Ζουμπουλά'.


Πάω ένα απόγευμα στην παλιά του διεύθυνση τού πατρικού του σπιτιού και η μπόχα τής πίκρας με πήρε απ' τα μούτρα, απ' την πλατεία κιόλας σαν έστριψα. (Όταν έφυγα κατάλαβα γιατί, προτού μπω, ασυναίσθητα έσταξα κολλύριο στους ανύποπτους οφθαλμούς μου.) Με περίμενε αυτός στο μπαλκόνι τον δρόμο με τα κυάλια σκανάροντας, έκανε πέντε (5) λεπτά απ' τον ημιόροφο να κατέβει και μόλις άνοιξε την πόρτα τού γκαράζ-αποθήκης-μπούνκερ-τάφου-κόλασης, έτρεξε ο καριόλης ως Μπεν Τζόνσον να φέρει ένα ασθμαίνον σαράβαλο τζιπ, ώστε τάχιστα να φράξει ν' αποκρύψει την μπούκα. «Να μη βλέπει η γειτονιά και ζηλεύει» μ' απάντησε δίχως να τον ρωτήσω, «μη μπει κάνας πούστης κλέφτης και μου σουφρώσει άπαντα τα καλά» συμπλήρωσε μ' ένα στραβοχαμογελάκι διασταύρωση Αντώνη Σαμαρά και Ταγίπ Ερντογάν, Λιάνας Κανέλλη και Ζωής Κωνσταντοπούλου, σαιξπηρικού Σάϋλοκ και βαρουφακικού Ζήκου.

Ανοίγει την γκαραζόπορτα τελικά κι αντί να πέσει ηλίου ακτίς μέσα στον πηχτό ζόφο αυτόν, πέσανε κάτι θερμάστρες και παιδικές κούνιες, σαπισμένα τσαπόξυλα και πολυέλαιοι δίχως κρύσταλλα, μάσκες ηλεκτροκόλλησης κι ένα άγαλμα τού Κανάρη, (τού von τής Abwehr, όχι τού κυψελιώτη τού μπουρλοτιέρη)! Κάνει ο κούτσαβλος ένα βήμα να μπει, πατάει μια σωλήνα, αυτή κλωτσάει ένα συρτάρι, αυτό ρίχνει ένα δοκάρι και τού εμβολίζει τον λαιμό πέφτοντας ένα δοξάρι. (Από τσέλλο. Το οποίο πίσω του έσερνε και το τσέλλο αυτοπροσώπως.)

Όταν κατακάθισε ο θόρυβος, ο κουρνιαχτός και η ζοφερή απειλή κατά τού ανθρώπινου είδους, ο δυσπερίγραπτος έβγαλε από την κωλότσεπη ένα παλιό κινητό, το τσιμπολόγησε για κάνα λεπτό κι εκεί μέσα μού 'δειξε το... σερφ... «που κάπου δω το 'χα και θα το βρω», «να στο δώσω όσο μπορώ πιο φτηνό», «να κάνεις κι εσύ ο κακόμοιρος τη δουλειά σου».

Έχω πονέσει όταν μού βγάλαν τον τραπεζίτη κι έχω χαρεί όταν έριξα γροθιά στον τραπεζίτη μου. Έχω πονέσει όταν με κεράτωσε η γυναίκα μου κι έχω χαρεί όταν κεράτωσα την γυναίκα. Έχω πονέσει με την ανθρώπινη δυστυχία κι έχω χαρεί με την ανθρώπινη ευτυχία, μα ποτέ άλλοτε στην σύντομη ζωούλα μου των 65 μου χρόνων δεν πονεσοχάρηκα [sic] περισσότερο απ' όταν στάθηκα στον ταφικό συνωστισμό τού εκατομμυριούχου ρακοσυλλέκτη αυτού κι είδα την ιδιοκτησιακή ηδονή να τού στραφταλίζει κι απασφαλίζει τα μάτια. Το στόμα σάλια του έτρεχε, το χέρι του χάϊδευε μόλευε, χούφτωνε πρωκτοτρύπαγε, ασελγούσε και έχυνε πάνω σε ό,τι ακούμπαγε – ούτε ο αισχρός Μόγιας τού κοκέτη Καραγάτση δεν θα 'μπαινε ΕΔΩ μέσα, να τα κάνει ΑΥΤΑ.

Αυτά τα κάνει η πουτάνα η Ζωή, άμα σού 'χει καθορίσει αυτή, το δικό σου το κάρμα. Άμα ο συφιλιάρης πατέρας σου τονε τίναξε μέσα στη συφοριασμένη τη μάνα σου και αμφότεροι ξωπετάξαν εσένα – πάει λοιπόν, το μεταφυσικό λύθηκε, Θεός δεν υπάρχει. Άμα είσαι 70 χρονών, έχεις 4 σπίτια, 14 βιβλιάρια, 20 αυτοκίνητα, 200 μηχανάκια, 2.000 σερφ και μαζεύεις απ' τον δρόμο μονές, βρωμιάρικες, στραβοπατημένες παντόφλες που χώνεις στα ξέχειλα και κατάφορτα ράφια σου – τέλος, Θεός δεν υπάρχει.

Η απληστία δεν πιάνει μπάζα μπροστά σ' αυτό το συναίσθημα. Ο καρκίνος δεν χωρά χαρτωσιά μπροστά σε τέτοιο σαράκι. Η δυστυχία δεν μετρά καν μπροστά στην ψυχική σβουνιά τούτη. Γιατί ακόμα και η ευχή κατάρα ανίερη γίνεται, άμα έχεις φτάσει να μαζεύεις και να μπαζώνεις, να κρύβεις να θάβεις, να κατεβαίνεις νυχτιάτικα στο υπόγειο, ν' ανάβεις κερί (για να μην καις ρεύμα), να βγάζεις το κατσιασμένο πουλί σου μέσα στην κλεισούρα, στην υγρασία, στην σκόνη και τα ποντικοκούραδα (για να τον παίξεις ευτυχισμένος, χυμένος, χεσμένος).

«Ουκ έσται τέλος» τής δυστυχίας ανθρώπινης, ενώ η ευτυχία είναι τόσο φρικτά λίγη. Το πόσο πνιχτά μπορούν να μπλεχτούν τ' ανθρώπου τα ψυχικά του κατάστιχα, είναι τεραστίως και αντιστρόφως ανάλογο με το πόσο η απλουστέρα χαρά του μπορεί να κρατήσει. Άμα είσαι σκατάς και μαζεύεις σκατά, στα σκατά ζεις κι ας αποτιμώνται σ' εκατομμύρια τούτα. Άμα είσαι σκατιάρης, το μόνο που σού μένει είναι ν' αρχίσεις να μαζεύεις σκατά, στο ταψί και στον φούρνο να τα βάλεις αυτά, να τα σερβίρεις σε χρησιμοποιημένο χαρτί τουαλέττας και ν' αράξεις ευτυχής ιδιοκτήτης και κάτοχος στην υπόγα σου να τα απολαύσεις.

Ένα τελευταίο έχω να πω: Η Κόλαση είναι εδώ, η κόλαση είναι μέσα μας και η κόλαση είναι η ζωή τής καταραμένης-βασανισμένης ψυχής, όταν αυτή δεν πιστεύει στον εαυτό της. Και δεν αίρεται στο ανθρώπινο ύψος της, δεν αναπαύεται στο σάρκινο βάθος της, δεν επιθυμεί να γευθεί τής αγάπης το πλάτος. Γιατί έτσι δεν θα 'ναι σημαντικός ο σκατάς στους άλλους σκατάδες, ο σκατιάρης δεν θα μπορεί να παινεύεται στους άλλους σκατιάρηδες πόσο γαμάτος και πλούσιος, πλουσιοκάτοχος και επιδεικτικός, ικανός δυνατός, ανώτερος και αιώνιος είναι.


 


 


 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 219 φορές Παρασκευή, 15 Ιουλίου 2022 14:50