Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Ανάθεση θεϊκή, απόθεση ψυχική, κατάθεση ανδρική. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Στην Sunday trip Irene. (Σαν σήμερα, πριν πέντε χρόνια)

 

 

Γυναίκες στην ζωή μου δεν γνώρισα πολλές, πάμπολλες, χαρέμι ή στάδια, πλαγιές ολόκληρες ή θηλυκές πολιτείες. Τρείς στάθηκα τυχερός να ζήσω, ΠΟΛΥ και ΒΑΘΙΑ όμως και όλες οι υπόλοιπες περαστικές διαβατάρικες ήτανε, εκτυφλωτικές και κουρσάρικες, για πλάκα βόλτα και... λούτσα. Απ' όταν κατάλαβα ότι τούτο το ματζαφλάρι στα πόδια μου ανάμεσα δεν είναι σκήπτρο ή πορτοφόλι, ζυγός ή κριός, μαστίγιο ή τιρμπουσόν, τεστοστερονικό κομπρεσσέρ ή ασυγκράτητη μάνικα – ΕΝΑ ομολόγησα μονολόγησα, σε σχέση με τις γυναίκες: «Δεν θέλω πολλές, αλλά μιά. Δεν θέλω να γνωρίσω-να ζήσω-να απολαύσω πολλές, αλλά δυνατά-ολικά-τελικά, μόνο μία».


ΟΚ ΟΚ, εμένα μού τύχανε(;) τελικά τρεις, αφού στα πόδια τους έκατσα και στον λαιμό τους κρεμάστηκα, στον κολεό τους εισήλθα και στην αγκαλιά τους βαπτίσθηκα... εγώ επί τρία: η πρώτη μού χάρισε δώδεκα (12) χρόνια, η δεύτερη με στόλισε εννέα (9) χρόνια και η τρίτη μού ροκάνισε δέκα (10) χρόνια, όλες και όλα με τα απαραίτητα διαλείμματα από καυγάδες και μούτρα, μικρούς ηφαιστειώδεις χωρισμούς κι μακρές αφροδισιακές επανενώσεις. Κι αν προσθέσει κανείς όλα τα χρόνια αυτά – εγώ δεν τολμώ να κάνω τον τελικό υπολογισμό – θα τα βρει πως είναι σχεδόν η μισή μου ζωή και δεν θα 'χει δίκιο απλώς. Θα πω ταπεινώς ότι τα τριάντα ένα (31) χρόνια αυτά στάθηκαν για εμένα ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΜΟΥ Η ΖΩΗ, γιατί; Διότι αν αφαιρέσει κανείς ότι μέχρι τα δεκαπέντε μου ασχολιόμουνα με την μουσική την γυμναστική, τον αυνανισμό και τον ρεμβασμό, τα μαθήματα τού σχολείου και της εφηβείας τα παθήματα, αν εξαιρέσει κανείς τα ομιχλώδη και μακρυά διαστήματα των ταξιδιών και των γραψιμάτων μου, των αγώνων μου και εξοριών τους, των επιστροφών μου και υπεροριών τους – δεν μένει και πολλή ή μεγάλη ζωή στα χέρια μου μέσα. (Δεν είναι η ώρα ούτε ο τόπος εδώ τα γένια μου να βλογήσω με τον διαλογισμό τον ασκητισμό, την μελέτη την συγγραφή, την άσκηση την πειθαρχία.)


Ας το πω, απ' την αρχή κιόλας and be done with it: ο Άνδρας μόνος του προχωρά, μα μόνο με την Γυναίκα του χτίζει. Ο Άνδρας μόνος του να ζήσει αυτός δύναται, μα μόνο με την Γυναίκα του αντιλαμβάνεται τί δίχως αυτήν χάνει. Και ο Άνδρας μόνος του και μόνον αυτός μπορεί να τελειωθεί, αν καταφέρει κι απαλλαγεί απ' το όνειρο και πληγή, που η Γυναίκα του είναι. Θα το αποδείξω αυτό μάλιστα εικονογραφώντας το, από μια σκηνή στην ζωή μου, (ίσως να το 'χω αυτό ξαναπεί, μα είναι για μένα τόσο όμορφη και γλυκιά τούτη, που διόλου με ενοχλεί): Έχουμε πάει με την δεύτερή μου γυναίκα – το «ελαφάκι» μου – σε μία δεξίωση κοσμική, πρωτοχρονιάς ρεβεγιόν-κάτι τέτοιο. Η χρονιά είναι το 1988, τότε που το ΠΑΣΟΚ μάθαινε την Κουρσεβέλ κι οι ψηφοφόροι του τον Παρνασσό, ο «ξεβλαχωτής» Κωστόπουλος τότε ξεκίναγε να πλατσουρίζει στου Τερζόπουλου το φραγκομποστάνι και οι Τράπεζες τότε ξεκινούσαν να «ζεσταίνουν» τα δάνεια, που μέσω των ηλίθιων γραικοπελατάκων τους πουλήσαν αργότερα σούμπιτη την Ελλάδα. Ήταν ένα βράδυ εντελώς κοσμικό και κυριλιέ εκλεκτώς, το smoking/black-tie/tuxedo ως ένδυμα για τους κυρίους ήτανε must, τα white-tie/floor-length/formal gowns ως ένσημα για τις κυρίες ήτανε de rigeur.... τα υπόλοιπα φανταστείτε τα αν δεν τα ζήσατε τότε εσείς, αν ψηφίζετε σήμερα γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ ή χειρότερα, ροζ ΜέΡΑ25!



Πού είχα... ξεκινήσει;! Αναλφάβητοι πιωμένοι εφοπλιστές, γόνοι βιομήχανων στην κόκα λουσμένοι, μεγαλοδικηγόροι με μπάκες τριώροφες σε ανάρτηση από τιράντες φλοράλ και μερικοί-σκόρπιοι συνάδελφοι-διπλωμάτες που μάς κάνανε την αποψινή κι ιδιαίτερη τιμή, να σηκωθούνε λιγάκι απ' τον «φάκελλο του Κυπριακού» και να μας διδάξουν τού Ελευθέριου Βενιζέλου τα ιδιώνυμα μπόσικα, του Καραμανλή τού Εθνάρχη τα καλαμπαλίδικα σερραίϊκα και του Ανδρέα – ένας είναι Ο Ανδρέας – τα τραγικά εθνικά λάθη, που τόσο «θα τα πληρώσουμε» λέγανε, όσο μάς «απάτησε» κείνος δεν ξέραμε... επί χίλια! Χαχαχα! Παρόλες αδιάφορες κι εορταστικές μεταξύ χαβιαριού τού Ιράν και πούρου Αβάνας, μπερδεμένων πατσουλιών και κλανιάς μέσ' στο σώβρακο, πρόσφατης λιποαναρρόφησης και κακοπροσθετικής σιλικόνης μαστών – τούς άκουγα και δεν μίλαγα, τί να πω εγώ ο σερίφης-ερίφης; Εγώ ένας στα-Corneliani-ντυμένος Τρίτος Γραμματέας Πρεσβείας απλός ήμουνα και πονάγαν τα πόδια μου απ' του γυμναστηρίου τα squats, είχα μόλις ξαναξετινάξει την τσέπη μου αγοράζοντας την δέκατη classic μοτοσυκλέττα μου και πίνοντας το άκρατο-τότε Jim Beam μου βαριόμουν αλύπητα μέσα σε τόσους πετυχεσμένους-φραγκότες-μαλάκες. Η γυναίκα μου σε ένα άλλο χαχανίζον «πηγαδάκι» δημόσιες-δικηγορικές-σχέσεις έκανε, την κοιτούσα και δεν την χόρταινα, με το μάτι μου μετρούσα και θυμόμουν σε ποιό σημείο τού κορμιού της διέθετε τις περισσότερες-πρόσφατες εκχυμώσεις... ώσπου γυρνά ένας πρησμένος παχύσαρκος με φουλάρι στον λαιμό ΚΑΙ μαντήλι στην ποσέτ – Oh mon Dieu! Where is this world coming to? – και με ρωτά ξαφνικά, όλο αλκοολικό παραλήρημα, διπολική υπομανία και γαστριμαργικό ξέρασμα: «Με τί ασχολείστε, εσείς, αγαπητέ;»


Γυρνώ πιο αργά κι απ' τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ μ' αυχενικό, τον κοζάρω και βλέπω ένα όρθιο συκώτι-τούμπανο, έναν κεκλιμμένο προστάτη-καμπάνα, μια τεζαρισμένη καρδιά μπουκωμένη τριγλυκερίδια και δύο σακκουλιασμένα νεφρά τοξινωμένα απ' τα ξίδια. Είπα να του πω «τη μοίρα του» ως υπηρεσιακή γύφτισσα απ' την Βασιλίσσης Σοφίας 1, μα επειδή ένιωθα υπέροχα/γαμάτος/θεός επιεικώς, είπα να κάνω και μια καλή χριστιανική πράξη, μέρες πού 'ταν: «Δεν εργάζομαι, εγώ, αγαπητέ. Εγώ, απλώς είμαι σύζυγος, εκείνης-εκεί της κυρίας» και τού δείχνω με το solarium-brown δάχτυλό μου τις γνωστές πτυχώσεις τουαλέττας που περιείχαν και κρύβανε τις πιο γνωστές καμπύλες τής γυναικός μου. «Είμαι λοιπόν ο άντρας και δούλος της, ο γαμιάς και θαυμαστής της, ο εραστής της κι οπαδός της πιστός – φτάνουνε για την ώρα κι απόψε ετούτα;» αποσώνω τον φιλιππικό μου και σηκώνω και τον άλλον τον ROLEXoφορεμένο μου βραχίονα, τεντώνεται το μανίκι τού CORNELIANI/confezionato a mano/midnight-blue/double-breasted/cool-wool/suit n' tie μου και «καρφώνω» την αγαπημένη-και προ ολίγου-καταγαμημένη γυναίκα μου, εκείνη την οπτασία που πατούσε τα ποδοφετιχιστικά της Camille Unglik (ο Ferragamo τότε παντόφλες για σεΐχηδες έφτιαχνε), ήταν ντυμένη με μια αιθέρια-διάφανη βραδυνή τουαλέττα τού Μιχάλη Πολατώφ (το καμμιά-σχέση alter-ego τού Μπίλλυ Μπο) και τίποτα μα τίποτα άλλο – τίποτα είπα: ούτε μια Lejaby δεν φόραγε η κουκλάρα, μια Aubade μια Perele! (Πού 'σαι μωρή Εύα Ομηρόλη πρώτη διδάξασα την fashion-γραφή, «να σε μάθω γω γράμματα» καταπώς έλεγε ο πατέρας μου και γελούσε...)


Γιατί λοιπόν τα πλουτογράφω ετούτα εγώ, και κοντεύετε να ξεροχύσετε σεις; Απλώς για να πω, να επαναλάβω κι εδώ, αυτό που στον δυστυχισμένο μπουχέσα αιφνίδια κι αγενώς τού 'σκασα, όπως μού 'ρθε: «Η Γυναίκα – αγαπητέ – είναι επάγγελμα. Και η σωστή, η αγαπημένη Γυναίκα είναι το ΜΟΝΟ επάγγελμα που τιμά και αρκεί, για να κάνει ένας Άνδρας». Και τον παράτησα τον «μέγαρο στον εφοπλιστικό Πειραιά-όροφο στο μαουνιέρικο Σίτυ-γραφεία στην χρηματιστηριακή Γουώλλ Στρητ» κι ανάλαφρα γλίστρησα κοντά στην γυναίκα μου, την αγκάλιασα απ' την λεπτή-καμπυλοειδή μέση της και ζητώντας συγγνώμη την αφήρεσα αποφασιστικά-βίαια απ' την σαχλοπαρέα της, για να πάμε καυλωμένοι κι ακράτητοι στην κρεββατοκάμαρα τού οικοδεσπότη (που γνώριζα), να κάνουμε ακόμη έναν έρωτα παθιασμένο (που γνωρίζαμε), παρατώντας κι αδιαφορώντας για τους συνδαιτημόνες μας (που δεν μας ενδιέφερε να γνωρίσουμε διόλου). Allow me that much – που λέει ο Ντε Νίρο – μα εκείνες τις εποχές, εμείς-αυτοί οι άντρες με αυτές-αυτές τις γυναίκες ΕΤΣΙ ΣΥΝΕΧΩΣ κάναμε, τότε που η ανύπαρκτη-ακόμα πολιτική κορρεκτίλα θύμιζε την απέθαντη πολίτικη κουζίνα, τα gayλίκι λαθροκρυβότανε κι ο lesbieφεμινισμός δεν είχε μπει στης ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ τα δημοτικά τα σχολεία. (Και τα γράφω πάλι αυτά, απλώς για να σας δώσω μια μπουκιά μια ματιά για το πώς εγώ βλέπω και θεωρώ, αντιμετωπίζω χειρίζομαι, γαμώ και πεθαίνω για τις γυναίκες.)


Anyway, τα χρόνια πέρασαν, με το «ελαφάκι» χωρίσαμε, πέρασε κι από πάνω μου-από μέσα μου-και βγήκε από πίσω μου η σειρήνα-που έγινε-σμέρνα κι αρριβάρησα επιτέλους μια βροχερή τού Σατανά σκοτεινή μέρα, στην προσφιλή και σταθερή μου Κυψέλη. Άντε να ξαναστήσω το σπίτι μου, άντε να τυπώσω «τα τρία μι», άντε να τα μοιράσω σε όσους σχετικούς-τυχερούς μού τα ζήτησαν και άντε να συνέλθω κι εγώ ο πολύπλαγκτος μαλάκας λιγάκι. Τότε ήταν που «γνώρισα» την Sunday trip Irene και βάζω τα εισαγωγικά, γιατί την προρρηθείσα γυναίκα – καθώς έμενε απέναντι απ' την πολυκατοικία μου τα τελευταία δέκα (10) χρόνια (!) – την γνώριζα ήδη από καιρό, είχαμε έναν τυπικό χαιρετισμό, μια σπάνια και σπαρτή καλημέρα. I'll be frank and sincere: την δεκαετία τού '90 εγώ δεν έβλεπα μπρος μου απ' τα πολλά γκάζια και τις λίγες δουλειές, απ' τις πολλές καύλες και τα λίγα λεφτά, απ' τις πολλές προπονήσεις και το ελάχιστο φαγητό, εκείνη δε, μόλις τελείωσε τις σπουδές της, πήγε στην Γαλλία για μεταπτυχιακά. Και μόλις επανεμφανίσθηκε στο ΙΔΙΟ διαμέρισμα στην ΙΔΙΑ μας γειτονιά, εξαφανίστηκε πάλι καθώς υπανδρεύθηκε – πώς λέει ο Ζήκος «υπολοχαγός/υποκάμισο»; – και εις άγνωστον διεύθυνσιν μετώκησε, κρατώντας ΠΑΝΤΑ το απέναντί-μου φοιτητικό δυαράκι της, με τα ίδια μαραμένα λουλούδια στην βεράντα, την ίδια γηραιά τέντα κατεβασμένη μονίμως και την ίδια κλαίουσα λαμπίτσα αναμμένη νυχθημερόν στο σαλόνι της. (Αν ρε μαλάκες έβγαζε η Κυρία Ζωή ένα road-book ανθρώπινου βίου, το Rallye Dakar αμαξάδα στο ΛΙΣΤΟΝ θα 'τανε, ποδηλατάδα με την μουρμουροτραγουδιάρα τη Μόνικα στις ντάπιες Σπετσών θα 'μοιαζε και δεν συνεχίζω!) Κι έπρεπε να φτάσουμε περί τα μέσα τής δεύτερης δεκαετίας τού καταραμένου Μιλλένιουμ, ώστε να πέσω επάνω της τυχαία στο περίπτερο για τσιγάρα μας (οποία καλτίλα!), να σημειώσω εγώ τα κοντά-κομμένα ξανθά-αλλαγμένα μαλλάκια της – πού 'στε αμόρφωτοι; Η γυναίκα δεν κουρεύεται, αλλά κόβει τα μαλλιά της. Η γυναίκα δεν βάφει, αλλά αλλάζει «τόνο» στα μαλλιά της! – και να της μιλήσω για το καινούργιο βιβλίο μου, ενώ εκείνη προσπαθούσε να πληρώσει, να μιλήσει στο κινητό, να χαρεί που με είδε, να σκεφτεί πως ήθελε μανικιούρ και να θυμηθεί να σβήσει τον θερμοσίφωνα.



The rest was kismet and History it is. Θα το πω – ξανά – εξ αρχής and I'll get it, once and for all, out of my way: η Sunday trip Irene ΔΕΝ είναι «ο άλλος μου ο εαυτός», είναι ο εαυτός μου ο ίδιος. (Το 'χουμε;) Ας την περιγράψω λιγάκι λοιπόν εξωτερικά και μετά γράφω και τα υπόλοιπα ψυχικά: μια κοντούλα ευκίνητη slow-burner γυναίκα, με το σωστά-πλούσιο και βαρύ στήθος, τα σωστά στιβαρά δυνατά πόδια κι ένα μυαλό, απόλυτα τετράγωνο σε σχήμα κύκλου. Χειλάκια αντιθέτως-κοφτερούλικα, μαλλάκια κατσαρά κι αυθαδούλικα, πλάτη αρσιβαρίστριας και μέση συλφίδας. Όμορφη; Who gives a fuck, σ΄έναν κόσμο που θεωρεί όμορφη την κάθε επαγγελματία-μουνίτσα. Έξυπνη; Απολύτως, στον ίδιο κόσμο που θεωρεί έξυπνη την κάθε επαγγελματία-σύζυγο. Τούτη η Ευβοϊκή ψυχή, τούτη η κόρη αμαράντου Αμάρυνθου, τούτη η λεπτή γυναίκα πεδίου Ληλάντιου είναι «το απέναντί μου» μισό, αφού κι άπαξ εγώ χρωστώ την ζωή μου ολόκληρη στην Αυλίδα τής Βοιωτίας. Και σε περίπτωση που ακόμη ψάχνεστε σεις γιατί τα νερά τού Ευρίπου πάνε έξι ώρες μπροστά κι έξι ώρες πίσω, να σας φωτίσω εγώ βρε κουτά κι αφήστε τον Ερατοσθένη ήσυχο, τον έχω κάνει παλιάτσο! Είναι τέτοια η αντίρροπη δύναμη μεταξύ μας, είναι τέτοια η «απομακρυντική» έλξη μας, είναι τόσο δυνατή η ανθρώπινη σαρκική-ψυχική-πνευματική μας αλήθεια τού ενός προς τον άλλον, που έχουνε «βράσει και τσακωθεί» τα μεταξύ μας πορθμιαία νερά, ισοβίως και αιωνίως. (Καλά, δείτε εσείς κάνα Netflix, διαβάστε καμμιά gay-friendly free-press κι αφήστε τα γαμάτα-γονιδιακά-δίφυλα συναισθήματα για εμένα κι αυτήνα.)


Τί λέει – και εδώ – ο καταπληκτικός Jack Warden στην ταινία THINGS TO DO IN DENVER WHEN YOU ARE DEAD; "Life has a way of passing by, faster than a mustard burp"! Όπως συναντηθήκαμε σπίτι μου να τής υπογράψω και να παραλάβει το βιβλίο μου, να πιούμε έναν καφφέ και δυό κουβέντες να πούμε, το ίδιο γρήγορα χωρίσαμε και κάναμε χρόνια να ξαναϊδωθούμε. Αναχώρησα απ' το διαμέρισμά μου εγώ και χάθηκα στην χώρα «μου» μ' ένα van – τον «Ζαχαρία» μου – ταξιδεύοντας επί χιλιόμετρα ατελείωτα κι έρημα, απολαυστικά κι επικίνδυνα, βούτηξε εκείνη στα δωδεκάωρα εργασίας της στην «Νομική Διαχείριση Πολιτιστικών Αγαθών». Τώρα μάλιστα που η χώρα «τους» γέμισε με Ιδρύματα και Οργανισμούς Υψηλής Τέχνης και Κοινωνικής Προστασίας, Φιλανθρωπίας και Προσφοράς η Sunday trip Irene ήταν ανάρπαστη ως εργαζόμενη κι επαγγελματίας, ως νομικός τσαμπουκάς και δικανικός παραστάτης. ("What can I tell you" που λέει η αγαπημένη μου Cindy Lauper.) Κι όταν τυχαία-ξανά ιδωθήκαμε (πιο Ξανθόπουλος-Βούρτση, Φώτης Μεταξόπουλος-Νάντια Φοντάνα δε λέει!), χάρηκε που με συνάντησε, χάρηκα που την είδα, χαρήκαμε και οι δυό όπως χαρήκαμε την πρώτη φορά, όσο ακριβώς λυπηθήκαμε την τελευταία φορά – ΕΤΣΙ είναι οι άνθρωποι ΑΠΟΛΥΤΩΣ φτιαγμένοι. «Έχω ακόμα το δώρο σου Ντάνη, που σου είχα πάρει πριν χρόνια, θυμάσαι; Για να σου το δώσω κάποτε, και δεν σ' το έδωσα ποτέ!» μού είπε κάποια στιγμή. «Ωραία» τής απάντησα, «Έλα να μου το δώσεις, έστω και μεταχρονολογημένα, στην σπηλιά μου, (αν δεν είναι επιταγή!)» συμπλήρωσα εύθυμα κι έσκασε εκείνη ένα απόγευμα μαζί με τον τετράποδο Μίστερ Κοχί παρά-πόδα, καθώς την είχε πάρει ο κιαρατάς «γραμμή» κι ανεβήκαν την ανηφόρα τα δυό τους. Μπροστά μια ουρά σαν άλμπουρο δίχως πανί, κάτω ένα μαύρο κορμί με τέσσερα ποδάρια βαριά σαν φινάκια και δυό αυτάρες τριγωνικές και ευαίσθητες, όλο πίσω τους να γυρνάνε να τσεκάρουνε εάν η Γυναίκα ακολουθεί, εάν η Γυναίκα προσέρχεται, εάν η Γυναίκα θα μπει επιτέλους εκεί που τούτος την οδηγεί και εάν η Γυναίκα θα κάτσει τελικά εκεί που αυτός εννοεί... (ασχέτως αν οι μαλακισμένες οι γάτες, για να σού δώσουν αυτό που ψοφάν να σου δώσουνε, πρέπει πρώτα να σε κάνουν κομμάτια).



(Πού είχαμε μείνει;) Ante portas μου λοιπόν η Sunday trip Irene κρατούσε στα χέρια της: 1ον/ μία ομπρέλλα γιατί έβρεχε, 2ον/ ένα καπέλλο, που είχε βραχεί, 3ον/ μια διαφανή ναϋλον σακκούλα με τα γλυκά, που είχε γίνει ενυδρείο απ' την βροχή, 4ον/ την τσάντα της τα γυαλιά της το κινητό της να γλιστράνε παντού λούτσα στα ύδατα και 5ον/ ένα δέμα περίεργα τυλιγμένο μακρύ, που έσταζε πανταχόθεν ως νεροσυρμή... και όλα αυτά ταυτοχρόνως σ' ένα στενό τού Σαν Φρανσίσκο των Αθηνών, που οι γηγενείς-εμείς το λέμε μ' αγάπη και «γλυκαπαντοχή», «καταγαμημένη Κυψέλη». Τέλος πάντων. (Όχι «τέλος πάντων», μα αρχή απάντων – γιατί ΠΑΝΤΑ το τέλος ενός πράγματος είναι η αρχή ΑΚΡΙΒΩΣ τού επομένου.) Και  καφφέ ήπιαμε, και το αντίτυπό της αυτή είχε φέρει να σχολιάσουμε τις επ' αυτού σημειώσεις της, και αυτές επ' αυτού εγώ διόρθωσα δια χειρός μολυβιού μου, και το κορμί της μού πρόσφερε να καταθέσω εγώ τις νέες παρατηρήσεις μου, και το δικό μου εγώ τής παρέθεσα να το ευλογήσει με το κοντάκιο το δικό της. Και μείναμε ώρες ατέλειωτες στο κρεββάτι μέχρι να σαλτάρει επάνω στο πάπλωμα ο απαιτητικός ξανά, μανουριάρης σταθερά και πεινασμένος πάλι Μίστερ Κοχί και ν' αρχίσει να μού τραγανίζει τ' αυτί, για να κατέβω κάτω-επιτέλους να του βάλω φαΐ.


Πώς ξέρει ΠΑΝΤΑ ο άνδρας ότι ΑΥΤΗ είναι η ΔΙΚΗ ΤΟΥ γυναίκα; Πώς δεν ξέρει ΠΟΤΕ η γυναίκα ότι ΕΤΟΥΤΟΣ είναι ο ΔΙΚΟΣ ΤΗΣ ο άνδρας; (Αυτός που «τα πάντα»/«εν σοφία»/«εποίησε», τού βάζω αβέρτα τα εισαγωγικά, μη φωνάξω τον Ήφαιστο και τον Δείμο να του κάνουν reboot στα μυαλά και update στα υλικά...) Έτσι κι εγώ λέω ότι η Sunday trip Irene ΕΙΝΑΙ η γυναίκα που προώρισται να μου κλείσει τα μάτια – όταν η πρώτη την καρδιά μού 'σβησε, η δεύτερη την ψυχή μού 'θαψε και η τρίτη δεν μου γκρέμισε μόνο το σπίτι, δεν μου έκαψε μόνο την δουλειά, δεν μου γαρμπίλιασε μόνο την ζωή, μα άμα λίγο-ακόμα να χαβαλέδιαζε, θα κρεμούσε και τα νεφρά μου ως ενώτια, τα δόντια μου δαχτυλίδια, χτένες τα μηριαία οστά και κρασοπότηρο το κρανίο μου – καλά να 'ναι και να γλεντά, στο άσβεστο και δίχως θερμοστάτη πουργατόριο καζάνι της μέσα... χαχαχα!


Κάάάποια στιγμή χαράματα κατεβήκαμε – μετά την τρίτη παρτίδα σεξ βρε περίεργοι – κάτω να πιούμε καφφέ. Το βολιβιάνικο χαρμάνι καταιώνισε τον stale αέρα τής σπηλιάς, οι νυχτερίδες πήγαν για ξύρισμα στις μασχάλες και οι αράχνες σηκωθήκαν, σκούπα να βάλουνε. Άνοιξα την πόρτα φυρή μπας και περάσει και μας επισκεφθεί η άλλη η γάτα η τρικολορί, ενώ η Sunday trip Irene είχε μπει στο «μπάνιο» μου – ή τέλος πάντων κάτω απ' το σπιράλ λάστιχο που εκτελεί πιστώς χρέη ντους, καθώς τα άφρονα κι αφρισμένα ύδατα παροχετεύονται σ' έναν βόθρο ημίκλειστο, που ευτυχώς-ευτυχώς αυτήν-την-στιγμή δεν μας ευλόγησε με το Σκατέλ-νουμερό-σάς-χεζώ άρωμά του – και σιγοτραγουδούσε ξεπλένοντας τον Νείλο μου απ' τα μαλλιά της, τον Αμαζόνιο απ' τα λαιμά της, τον Γιανγκ Τσε απ' τα βυζιά της και τον Μισσισσιππί από τα σφυρά της, (για το σπέρμα μου σάς μιλάω ξεκάρφωτοι, μια και πάτε ν' αποφύγετε την πετυχημένη παρομοίωση και μεταφορά μου). "What a day that was" δεν πρόλαβα ο τσίτσιδος-με-την-κούπα-ανά-χείρας να πω, όταν εμφανίσθηκε η Sunday trip Irene ανάμεσα στα βασικά αξεσσουάρ τού άκσιον άντρα: παρά τω mountain ποδήλατο και την trial μοτοσυκλέττα, πάνω στο Aikido τατάμι και κάτω απ' το Crossfit μονόζυγο, δίπλα απ' τον Everlast σάκκο και πλάϊ στην οπλοθήκη τής katana – Παναζία μου τί άντρακλας είμαι εγώ ρε και δεν μ' έχει ανακαλύψει ακόμα το μιλφάτο Cosmopolitan κι η τεκνατζού Δημουλίδου, οι λαμπρές εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κι ο υπέρλαμπρος Γεωργελές τής Athens Voice – κρατώντας ένα, βαστώντας τούτο, επισείοντας αυτό, δίνοντάς μου εκείνο το... crowbar τής φωτογραφίας!



Περιγράφω λοιπόν: μια ατσάλινη κατακόκκινη μπάρα μασσίφ, ένας προκοβγάλτης και λοστός παραβίασης, ένα τσαμπουκαλίδικο και πανίσχυρο διαρρηκτικό εργαλείο, μια μπάρα σφυρήλατη ιδανική κι αποτελεσματική για αποξήλωση-άνοιγμα-αφαίρεση, ένας καμπυλάτος «κριός» με μύτη καλεμιού, σώμα πιστονιού και άκρη σεξουαλικού βοηθήματος – «Μα τί 'ναι αυτά που λέω Θεέ μου Θεέ μου» ακούγεται απ' το βάθος ως soundtrack o Άκης Πάνου στο μπουζούκι με τον Τόλη Βοσκόπουλο στα φωνητικά και γι' αυτό σταματώ εγώ εδώ, να θυμηθείτε εσείς παρακάτω την τραγουδάρα αυτήν, την ώρα που η Αλέκα Στρατηγού πλένει τα χθεσινά πιάτα μας, η κυρία Μαρινέλλα σηκώνει τα μουσκεμμένα σεντόνια για πλυντήριο, η Τζούλια Παπαδημητρίου έχει γύρισμα με τον Μίστερ Εθνικά Μπούτια και η cougar-εκ-Κέρκυρας Άντζελα Γκερέκου ρίχνει τα ταρρώ για να δει αν θα πάει με το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ ή με την ΠΑΣΟΚΟΝΟΥΔΟΥ! (ΑΥΤΑ είναι συγγραφικά κέφια και λογοτεχνό φαντασία μάγκες μου!) Αλλά προτίμησα να μείνω σέκος κι ακίνητος, κοιτάζοντας μιά την λυωμένη ανάμεσα στο Tabata και στο Excel όρθια Sunday trip Irene και μιά το γαμάτο το crowbar που εκείνη στάζοντας αφρόλουτρα και γελώντας υστερικά με την απολίθωσή μου, μού έτεινε και μού έδινε! (Νά, αυτά έχει – μιά στις δέκα χιλιάδες ζωές – η ζωή τού εργένη και βγαίνει αυτός μετά στις ρούγες και στα στενά να τραγουδά «Δε μπαντρεύομαι;/ Δε μπαντρεύομαι;/ Ρε δε νοιγκογκυρεύομαιαιαι»... κι αν θέλετε το πιστεύετε, τούτο είναι Καρβέλειο άσμα απ' το μόλις-χθεσινό 1986!) «Ορίστε το ξεχασμένο – και οφειλόμενο – δώρο σου κούκλε» μού λέει η Sunday trip Irene σαρδόνεια και ηδυπαθώς κι εκείνη η μέρα δεν ήτανε Κυριακή των Ευχαριστιών – καθώς καθημερινή-μέρα κοινή-εργασιακή ήτανε, έξω ο κάτισχνος αθηναϊκός ήλιος είχε δύσει καταμεσήμερο (λόγω άσιντ νέφους, καύσης πέλλετ και μπάφων τόσκηκων) και τα μολυβιά σύννεφα κλαδεύαν τούς ευκάλυπτους τής Φωκίωνος Νέγρη, (όσους δεν μαδήσαν για να στρίψουνε τρίφυλλα οι λατρεμένοι μας και χορηγούμενοί σας πρόσφυγες).

Από όλα τα πράγματα τ' αντικείμενα και τα δώρα, γιατί το crowbar αυτό; (Τώρα θυμήθηκα.) Είχαμε κάνει κάποτε μία συζήτηση για ψυχολογικό κλείσιμο και δειλία συναισθημάτων, για ψυχικό αμπάρωμα και λουκέττο μυαλού, για πόθους που δεν εκφράστηκαν, χάδια που δεν κύλησαν και σιωπές που δεν τυλίξαν κορμιά σαν... ζωής σάβανα ανεπανάληπτα και αξέχαστα, ποθητά κι απλησίαστα. (Έτσι είχα πει.) Η Sunday trip Irene κάπου μού θύμισε μια γυναίκα ενός παλιού διηγήματός μου που, ενώ αγαπούσε τον ήρωά μου τρελλά, κουβέντα δεν τού έλεγε τούτη. Ενώ γαμιόταν μαζύ του επί ώρες και παλαβά, αδυνατούσε να μείνει πέντε λεπτά παραπάνω μαζύ του. Ενώ σε Close-Quarters-Combat - που λένε στην S.A.S. - τελίκιαζε, η Sunday trip Irene μετά ακριβώς έσφιγγε κι έκλεινε, έσβηνε κι άδειαζε, αποσυρόταν χανόταν. (Τώρα μού ήλθε στην μνήμη.) Που τής είχα εύθυμα-πλακατζίδικα πει ότι ένα crowbar χρειαζόταν αυτή να μην φοβηθεί, μια στιγμή παλαβού φόβου-πόνου να ξεπερνούσε και θα 'ρχότανε μια ισόβια ζωή λεύτερη χαρισματική, απολαυστική και ηδονική, ζευγαρωμένη κι ευτυχισμένη.


Κι εδώ τελειώνει η αφήγησή μου γιατί, ΚΑΙ πολύ – για ακόμη μία φορά – προσωπική ήτανε, ΚΑΙ πολύ λίγη – για πρώτη φορά – είναι σε σχέση με τα κάτωθι που θέλω να συμπληρώσω. Το crowbar τούτο επάνω στην εταζέρα μου και κάτω απ' τα ξύλινα όπλα μου βρίσκεται και είναι το ΠΛΕΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ και ΠΟΛΥΤΙΜΟ αντικείμενο στην σπηλιά μέσα. Γιατί; Μα το/τα λέει/είπε όλα η Sunday trip Irene στα δυό της συνοδευτικά-δώρου καρτελλάκια της. Και για να μην τα αντιγράφω εγώ και για plagiarism ή procrastination κατηγορηθώ, αναρτώ αυτούσιες τις φωτογραφίες τους και με τα δικά της τα γράμματα κλείνω το κείμενό μου – γι' Aυτήν – τούτο.



Και είναι απ' τις μια-δυό φορές τις απόλυτες τις πανάκριβες που ο συγγραφέας και δεν έχει και δεν θέλει τίποτε άλλο να πει, αφού οι ελάχιστες λέξεις Αυτής τής Γυναίκας «Του» τα είπαν, τα λένε και τα 'χουνε πει όλα.


 


 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

 

 Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020

Διαβάστηκε 489 φορές Δευτέρα, 28 Δεκεμβρίου 2020 15:58