Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Για δυό βυζιά, ένα στόμα, μισό αιδοίο και κανέναν πρωκτό! (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

[Θέλω ν' αγιάσω (ωχ) και δεν με αφήνουνε (χα). Και πολύ καλά κάνουν]

 

Ας όψεται το αγαπημένο μου συγγενάκι μου, που τραβά τόσο ζόρι. (Γιατί έχω πει πως δεν θα γράψω για γκόμενες πια, για αιδοία και θηλυκά, για νταραβέρια μπαμπέσικα και σχέσεις μαλακισμένες. Για ψευτογύναια που ντίβες το παίζουνε και για μυαλόμπαζα που νομίζουν ότι φέρουν κατάσαρκα τούς Κρεμαστούς Κήπους τής Βαβυλώνος. Για «μίζερα, μέτρια και πολύ μεταχειρισμένα μουνιά» – όπως στο βιβλίο μου «τα τρία μι» έχω γράψει – που μόνο στην χώρα που κυβερνάται από έναν γιό-Μαρίκας και τον αντιπολιτεύεται ένας σύζυγος-Μπέτυς βγάζουνε όχι απλά μεροκάματο, αλλά τα 'χουν σαλτάρει και κάψει τελείως τα παλικάρια...

So dig this, hombres μου: το συγγενάκι είναι επιχειρηματίας και πατήρ, σύζυγος επί 20 χρόνια, με μαμμά κι αδελφή, παιδάκια κι υπάλληλους – οικογενειακό και κοινωνικό, επιχειρηματικό και προσωπικό «κύκλο» ζωής τόσο πλήρη, που απορώ γιατί δεν ήτανε ευτυχής. (Και μού το 'παιζε και αριστερός τρομάρα του...) Μέχρι που προσέλαβε την νέα γραμματέα του, (αφού η έμπιστη και παλιά, σοβαρή και γριά πήρε σύνταξη). Στην αρχή – όπως πάντα – όλα καλά: η καινουργής γραμματεύς τυπική και προσεκτική, με την μακρυά φούστα της και τα πουκάμισα κουμπωμένα, είχε και αυτή σύζυγο και δύο παιδιά, σπίτι-δουλειά, μια ζωή «παντρεμένη και τακτοποιημένη» καταπώς είπε η μάνα μου και η ίδια έθαψε την ζωή της.

Ο δικός μου, κι αυτός, τύπος κι υπογραμμός! Ευγενικός υπηρεσιακός, προσεκτικός συναδελφικός – είναι αλήθεια ότι ως αφεντικό είναι θαυμάσιος και ως επιχειρηματίας, θα μπορούσε να είχε δισ. εάν έκλεβε (που δεν κλέβει) και εάν έλεγε ψέμματα (που δεν λέει). Το ανήψι μου είναι ψυχούλα και σοβαρός, ξέρει να κρατάει τις αποστάσεις και να τηρεί όρια – έχουν να λένε γι' αυτόν συγγενείς και φίλοι, γνωστοί και πελάτες, συνεργάτες και άγνωστοι. Ζει σε επαρχιακή πόλη (όχι μεγάλη, όχι μικρή), έχει σπίτι στο βουνό και σπίτι σε παραλία, έχει τέσσερα αυτοκίνητα, κόρη στο Πανεπιστήμιο, γιό στο Λύκειο, γυναίκα απήδηχτη τα τελευταία – δεν θέλω να ξέρω πόσα και γιατί – χρόνια και το να σάς πω ότι τον αγαπώ, περιττεύει. (Μας συνδέουν οικογενειακοί δεσμοί, τους οποίους αν εγώ απέρριψα και διέλυσα, εκείνος επέλεξε σταθερά δυνατά να μείνει κοντά μου, να είναι μαζύ μου, να με αγαπά.)

Μέχρι που η γραμματέας του άρχισε να... τής αρέσει. Αυτός. Που τού άρεσε εκείνη βέβαια απ' την πρώτη στιγμή, (γι' αυτό μού την γνώρισε κιόλας). Ξεφτέρι στην δουλειά της έδωσε νέα πνοή στο άνω-κάτω γραφείο του, ως ΤαυροΔίδυμος τού σπηντάρισε την επαγγελματική του ροή, τού ρεγουλάρισε την επιχειρηματική του πορεία, όταν μάλιστα ανέβηκε πόντους στις γόβες της – επί βάσεως καθημερινής – τού δικού μου τού ανέβηκε το πέος στον κόμπο γραβάττας του, θέλησε δε να την ανεβάσει αυτήν πάνω στο γραφείο του κιόλας. Γυμνή. Ή έστω με κατεβασμένο το κυλοττάκι της, τα πόδια της τέντα-ανοιχτά και το στόμα της κάθυγρο να τονε λούζει στα καυλομπινελία! (Αυτά, εκείνος, μετά, μού τα ομολόγησε.)

Ως θείος του εγώ, την πρώτη φορά που απ' την εταιρεία του πέρασα, το 'πιασα στον αέρα και στο φτερό το σύνολον-σκηνικάκι, τονε πήρα διακριτικά σε μία γωνιά και την προσοχή τού επέστησα. (Έτσι εξηγούνται και τα ολόγλυκα ματάκια προς εμένα τής γραμματέως μετά, αφού «ψύλλοι στ' αυτιά μου μπήκαν» κατά, πώς η σεκρεταίρυ το πήγαινε το «ερωτικό τριγωνάκι» πέραν Πάσχα και Χριστουγέννων..!) Για οικονομία χώρου και χρόνου μου μάλιστα, I save you the messy details και στο ψητό μπαίνω, (παρ' όλον ότι δεν τρώω κρέας πια. Μαγειρευτό. Ζωντανό πάντα τρώω). Ρε παιδιά, ρε φίλοι και κύριοι, το τί «ατζέντα» διαθέτει – κρυφή/φανερή – το γυναικάκι αυτό, εάν την είχε ο Ερντογκάν, θα 'χε κατακτήσει τον κόσμο. Εάν την διέθετε ο Ήλον Μασκ, θα 'χε κατακτήσει το σύμπαν. Και εάν ένα μόνο μικρό μέρος της κάτεχε ο... Θεός, διακοπές θα 'χε πάει, στον Εωσφόρο αφήνοντας τού επίγειου μπουρδέλλου αυτού το λαλημένο τιμόνι.

Τί να σάς πω και τί να σάς γράψω! Τον έχει τόσο τρελλάνει τον δόλιο τον δικό μου, που την τινάζει – καραδαγκωμένη – την παροιμιώδη «λαμαρίνα» αυτός και δεν την αφήνει χιλιοστό απ' τα δόντια. Το τί τού κάνει και τί τού λέει είναι όχι μόνον ασύλληπτα (τα μισά εμπίπτουν στον Ποινικό Κώδικα), όχι μόνον αδιανόητα (όλα απουσιάζουν απ' το Οικογενειακό Δίκαιο), αλλά αν πας μέσα στο Δρομοκαΐτειο αυτά να τα πεις, στην στιγμή θα γιατρευτούν άπαντες οι τρελλοί, αυθωρεί λέω. Και ξεκινώ, μ' ένα ποτ-πουρί τους απλό και ενδεικτικό, μικρό και αθώο:


1/ «Θέλω να χωρίσω Γιώργο μου απ' τον άντρα μου, αλλά δε μ' αφήνει εκείνος», 2/ «Δε μπορώ να χωρίσω Γιώργο μου, έχω παιδιά, αλλά δίχως εσένα δεν κάνω», 3/ «Εγώ είμαι γυναίκα μοντέρνα κι ελεύθερη Γιώργο μου, πάω και με πολλούς άντρες και με λίγες γυναίκες», 4/ «Εγώ δε θέλω τα λεφτά σου Γιώργο μου, μόνο ν' αποκαταστήσω τον άντρα μου, να σπουδάσω τα παιδιά μου, να γιατρέψω την λεσβοπρεζού φίλη μου και να τελειώσω κι εκείνο το σπιτάκι στη Λούτσα», 5/ «Είσαι ο άντρας της ζωής μου Γιώργο μου, μ' εσένα κάνω το καλύτερο σεξ των ονείρων μου», 6/ «Χτες βγήκα με τον πρώην τον άντρα μου, πόσα προβλήματα έχει ο κακόμοιρος Γιώργο μου, μήπως σου βρίσκονται τίποτα αδέσποτες και ελεύθερες πενήντα-χιλιάδες;», 7/ «Εσύ είσαι χαζός Γιώργο μου, είμαι πολύ καλύτερή σου εγώ και δεν ξέρω κι εάν μου είσαι και αρκετός κιόλας»... δεν συνεχίζω εγώ, καθότι κλαυσιγελώ.


Μού τα λέει και φρουμάζει απ' τα νεύρα και την καύλα ταυτόχρονα ο δικός μου, κι όταν τονε ρωτώ «Καλά ρε μαλά', από πού σε κρατά; Από 'να κρεβάτι;», τί ο πανύβλακας απαντά; «Μπααα, στο κρεβάτι είναι κάτω-μετρίου»! Κουφαίνομαι για λίγο εγώ, αφήνω-ξαναπατώ και ματαρωτώ: «Τί εννοείς; Αυτή η κορμάρα αυτή η μουνάρα, αυτές οι βυζάρες αυτές οι κωλάρες – μάπα το καρπουζοπέπονο;» «Ναι θείε» μού απαντάει σχεδόν κλαίγοντας απ' την σαλτότρελλα ο δυστυχής. «Καλά βρε ανηψιέ, δεν είναι θέμα σαρκών, αλλά χειρισμών. Στο κρεβάτι στην πράξη, στο σεξ στο γαμήσι πώς είναι πώς φέρεται, τί δίνει τί κάνει; Σε φτιάχνει διόλου εσέ, ρε;» «Όχι θείε μου σεβαστέ, τζίφος σου λέω. Όλο μανούρα κι απαίτηση, νεύρα και κόντρα, προσταγή και αποφυγή, ξεπέτα και κόφτη»! Για να μην τρελλαθώ λοιπόν και εγώ απ' αυτά που ακούω, τον ρωτάω ξανά, προσεκτικά, τολμηρά: «Πες μου ανήψι μου στεπ-μπάϊ-στεπ, τί κάνει και τί δεν κάνει». Κι εδώ ηκούσθη ακριβώς κι επιγραμματικώς, στεντόρεια και πικρά, τού τίτλου μου η ατάκα:

«Θείε μου, δυό βυζιά καλά. Ένα στόμα απύλωτο. Από μουνί μού δίνει μισό και κλειστό, κι από κώλο μακριά και καθόλου.» Προτού καν δε προλάβω να εκπλαγώ εγώ, πώς είναι δυνατόν μια τέτοια σαραντάρα-κορμάρα-γλωσσάρα να είναι κρεβατόμπαζο χασμουρέ, συρταρώνει τ' ανήψι. «Έχει κάνει τα βυζιά χέρια της και τα χέρια της μετράνε λεφτά. Το στόμα της είναι για να μιλά και μόνο όταν τής τελειώσει το σάλιο, τότε λυσσάρικα μού τον αρπά'. Από τρύπα βαρυέται και να την ανοίξει, άσε δε να την δώσει, χώρια δε να την υγράνει, τζιζ-και-μπαμ έτσι και χύσω μέσα ή τονε τινάξω από πέντε λεπτά παραπάνω. Κι όταν εγώ πύρκαυλος – αφού τής τον κατέβασα δυο χιλιοστά απ' το γλύψιμο – κώλο τής ζήτησα, μόνο χαστούκι δε μου 'ριξε, «για ποια με περνάς ρε συ μόρτη;» επί λέξει μ' απάντησε κι έμεινα να κοιτάζω εγώ την διεσταλμένη-καννιβαλισμένη τη σούφρα της, που έφερε απ' έξω της κρεμασμένα τα διαπιστευτήρια... μέχρι και της Λεγεώνας των Ξένων

Προσπάθησα κάτι εγώ εδώ να τού πω. Ρε τί για αδίστακτες hustlers τού μίλησα, για bisexual χυματζούδες που θα τον κάψουνε, για λησταρχίνες σπέρματος-χρημάτων-μυαλού-ψυχής που θα τον λαλήσουνε, για τσατσάδες που το παίζουνε νταβατζήδες και πουτάνες που νταβάδες το παίζουνε, για αδέσποτες που «να φτιαχτούν» ψάχνουνε και θα τον αφήσουν αυτόν άνευ κεραμιδίου – εκεί αυτός, ντούρος και είλωτας, αγαπάκος καληνυχτάκιας τ' ανήψι! Ξαναπροσπάθησα, αλλά δεν μπορείς σ' έναν τζε που 'χει πέσει μέσ' στο μουνί, γι' αρχίδια να τού μιλήσεις. Δεν μπορεί σε έναν τζουτζέ που υπακούει γυνή, και δη γυμνή, και δη αρπαχτική, ένας άντρας να τού μιλήσει με λογική, και δη στεγνή, και δη δοτική – σημειώστε εσείς τις κουβέντες μου τούτες.

Χρειάζεται κύριοι, να πω τίποτα περισσότερο, εδώ, τώρα; Έχει μείνει λέξη δυσφημιστικά-χιουμοριστική για κάτι γύναια τέτοια που να μην έχω γράψει από αιώνων εγώ, και να τα έχει διαβάσει κανένας; Τα έχουν αποστηθίσει όμως οι περίεργες μεν μα ανεπίδεκτες δε και μ' έχουν στολίσει ως «μισογύνη και ψηλομύτη, κομπλεξικό και αγάμητο, βλάκα και παραλή, μπετόβλακα και τσιγκούνη...» και δεν συνεχίζω ούτε εδώ. Να τονε «τρέχει» σερί και καρφί τον δικό μου η γατόνι-σε-γραμματεύς με υποσχετικές και σενάρια, με αερόπιπες και βυζοτριψίματα και την ίδια στιγμή η χρυσωρίς-κλειτορίς να 'χει κάψει Τinder και λοιπές sex-apps, να 'χει ανατινάξει σύζυγο-σπίτι-παιδιά και να κοντεύει να με «πάρει» κι εμένα στην αίθουσα των συνεδριάσεων τής εταιρείας, όταν πήγα μία φορά στο γραφείο του και τ' ανήψι μου απουσίαζε. Κι όταν ξεκίνησα δυό κουβέντες γερές και στρωτές να τής πω, μού το «έπαιξε» η γραβιεροπονηρότρυπα λες και ήμουνα πελατάκι και ταξιτζάκος της, τού χεριού τής γλώσσας τής σερβιέττας της, τής ατζέντας τού συμφέροντος και τής τρέλλας της. Τί έκανα; Ό,τι κάνω ΠΑΝΤΑ σε ΤΕΤΟΙΕΣ στιγμές: δεν υπολογίζω ΚΑΝΕΝΑΝ και ΤΙΠΟΤΑ. Πρώτα «τον» έβγαλα έξω κανονικά και σε πλήρη ανάπτυξη, την κοίταξα που «τον» κοίταξε φευγαλέα μα φλογερά, και στα μάτια της κάρφωσα το εξής:

«Τσούλα το τσόλι σου ρε τσουλάκι αλλού, όχι σ' εμένα, έτσι κι εδώ. Γιατί μού πέφτει πούστικο και μικρό, γλίτσικο και φτηνό, τσίπικο και χυδαίο. Να με πάρεις κι εμένανε στο φτερό, για να με κάνεις "part of the problem"; Χα! Ε λοιπόν, ήρθα δυό κουβεντούλες για να σού πω, οπότε shut the fuck up κι άκου: 1ον/ Τον βλέπεις «αυτόν», έξω απ' το παντελόνι μου; Δεν είναι για σένα και 2ον/ Άξιοι τής μικρής Τύχης σας είσαστε και οι δυό, και ανάξιοι τής μεγίστης Ανάγκης σας είστε – δεν είναι τυχαίο ότι γαμάτος συγγραφέας είμαι εγώ, οπότε ό,τι καταλαβαίνεις». Πάντα κοιτώντας την άγρια στα μάτια και δυνατά, «τον» έβαλα μέσα μετά και κουμπώθηκα, πήρα το καμηλό μου παλτό και τού γραφείου εξήλθα τού ανηψιού, την ώρα που ανέβαινε εκείνος τις σκάλες δυό-δυό. Πάγωσε φρέναρε μόλις στο πρόσωπο με αντίκρυσε, σαν να κατάλαβε αυτό που δεν ήξερε, μα τον πρόλαβα και τού είπα: «Όπως το 'πες ανηψιέ. Χωρίς να την γαμήσω την γραμματέα σου, με μιά μου κουβέντα κατάλαβα πόσο έχει 'δυό ωραία βυζιά, ένα στόμα δρεπάνι, μισό αιδοίο-φρεάτιο, σουρωτήρι για κώλο'. Και θα πάτε κατά διαόλου κι οι δυό, γιατί αυτή που κρατά στα χέρια της τα αρχίδια σου, τον δονητή της – με τις μπαταρίες του φυσικά – τελικά στον δικό σου πρωκτό θα τα χώσει. Άντε γειά σου».

Γιατί τα γράφω αυτά; Γιατί ΚΑΝΕΙΣ δεν ακούει ΕΝΑΝ-ναι πια. Αν το ανήψι μου τούτο δεν ακούει εμέ, δεν υπάρχει άνθρωπος επί γης να ακούσει πλέον κανέναν. Been there, seen them, done these – είναι η μικρότερη τριάδα ατακών που μπορώ να ψελλίσω, μα το τί «τσούλα μ' ατζέντα» εκεί-έξω και σήμερα-πια δαγκώνει κυκλοφορεί, έρπει και κολυμπά, κυνηγάει και θρέφεται, πετυχαίνει θύματα και ξερνά πτώματα – ξέχασα να θυμηθώ να ξεχάσω. (Έχω μάλιστα γράψει ένα ωραίο διήγημα για τον ρόλο τού πειρατή και πόσο διαφορετικός απ' το έργο τού ληστή είναι. Για την διαφορά ανάμεσα στην σειρήνα και την σμέρνα. Για το πόσο μαλάκες φτιάχνουν οι ματαιωμένες μανάδες τ' αθώα αγόρια τους και το πόσο κοκορέ είλωτες ψοφάνε να μπουν, των ακατάλληλων κι ευνουχιστικών γυναικών τους ετούτοι. Αλλά αδημοσίευτο και αυτό το κρατώ, γιατί 1ον/ «τα μπροστινά» μόνο έγραψα και εξέδωσα με «τα τρία μι» και ουδείς θέλει να τα διαβάσει και 2ον/ γιατί να κυκλοφορήσω και «τα πισινά», αφού ο καθένας κι η καθεμιά ως αφεντοπουτανάκια και σκλαβοκύριοι ψοφάνε να ζούνε;

Αυτό συγκρατείστε μόνο λοιπόν: Όσο πιο λαμπρά κι εκτυφλωτικά, ποθητά και καυλωτικά, λιβιδικά και ξεχαρμανιαστικά είναι αυτά που σάς κουνάνε μπροστά, τόσο πιο πολύ μακριά τρέξτε εσείς, τόσο από πιο ψηλό παράθυρο πηδήξτε εσείς, βάλτε στο εξάσφαιρο τριανταδυό σφαίρες – πιο φτηνά θα σάς έρθει, πιο γλυκά θα πεθάνετε, πιο μικρή η ντροπή κι η ξεφτίλα. Γιατί – όχι για όλες, μα μόνο γι' αυτές – τα δυο βυζιά είναι για μαγιά, το στόμα το έχουνε για καταλαλιά, μισό αιδοίο σάς δίνουνε ώστε ν' ανατινάξουνε την ψυχή σας και ουδέποτε τον κώλο τους θ' ακουμπήσετε, γιατί από εκεί ξεκινάει η σήψη – με ή χωρίς εισαγωγικά, γιατί μού είστε κι ευαίσθητοι. Και οι μόνοι αληθώς-τυχεροί είναι οι 440 αναγνώστες τού «τα τρία μι», που μπορούνε να ανατρέξουν στην 323 σελίδα του κι αντιληφθούν, να σφραγίσουν κι απολυθούν τής γραφής και των νοημάτων μου, των σκληρών λόγων μου και της πικρής αληθείας, του σκοτεινού φωτός την πληγή και την σοφή οδηγία τού κραταιού τρυφερού, διαμέσου παθών των βασανισμένων ανθρώπων.

 

(And the flip-side? Τα έχω πολλαπλώς πει: το στήθος είναι ναός, το στόμα η πύλη του, η ήβη έστι ιέρεια και το ορθόν – αυτό που λέει η λέξη.)

 

 

 

 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 250 φορές Παρασκευή, 24 Ιουνίου 2022 16:54