Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Εικοσιτριαντάρηδες, αυγουστιάτικα. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Σε ένα άλλο «αδελφό» κείμενό μου τήρησα το έθιμο, έγραψα δηλαδή για την γυναίκα, για την Ελληνίδα γυναίκα, για την Ελληνίδα τριαντασαραντάρα, αυγουστιάτικα. Τελειώσαμε λοιπόν; Όόόχι. Τώρα θα κάνουμε το αντίθετο, θα γράψουμε δηλαδή για το «απέναντι τραπέζι» που έψαλε η Ρίτα Σακελλαρίου: για τους άντρες, για τους Έλληνες άντρες, για τους Έλληνες εικοσιτριαντάρηδες, καλοκαιριάτικα. Θα το ειδικεύσουμε μάλιστα – έτσι για να 'χει το κείμενο μια σπέσιαλ αύρα, σαν τις χωριάτικες-κυριολεκτικά, σαλάτες-κυριολεκτικά που σερβίρουνε – στους εξ επαρχίας και δη νησιώτες, στους αιγαιοπελαγίτες και δη Κυκλαδίτες και όχι αποκλειστικά αυγουστιάτικα, δεν ειδικεύω άλλο για να μην καρφωθώ.

Ανοίγω φύλλο λοιπόν: αλευρώνετε μια επιφάνεια επίπεδη και καθαρή, απλώνετε την ζύμη, παίρνετε τον πλάστη και – εεε, συγγνώμη, είναι από άλλο dvd αυτό, επανέρχομαι και ξαναρχίζω. Το ελληνικό καλοκαίρι, εκτός από γυναίκες υπέροχες, Ελληνίδες ανεπανάληπτες, αληθινές θηλυκές οπτασίες, είναι γεμάτο και από άντρες. Αγόρια. Κυρίους. Αρσενικούς κάθε είδους και κοψιάς, κάθε κατηγορίας και θωριάς, από greek-idolόπληκτες φωτοτυπίες Ρουβά μέχρι σκαναρισμένους Σώτες Βολάνηδες. (Ξέρω ξέρω, δεν παίζει πληθυντικός για τούτο το άτομο, μα «Τι θέλεις να κάνω; Θέλεις να πεθάνω;») Από λαμπρά κράματα Μιχάλη Ζαμπίδη και Λάκη Γαβαλά, μέχρι μίγματα εκρηκτικά Πέτρου Κωστόπουλου και Άρη Σπηλιωτόπουλου. Από ασύλληπτες ενώσεις Χρήστου Γιανναρά κι Αποστόλη Σουγκλάκου, μέχρι ταιριάγματα μοναδικά Ανδρέα Βγενόπουλου και Τρύφωνα Σαμαρά. Ένα άπαιχτο χαρμάνι από Λαυρέντη Λαυρεντιάδη και Θέμο Αναστασιάδη, Γιώργο Καραγκούνη και Χάρη Σιανίδη – σας κάλυψα; Όχι; Δεν πειράζει. Παραβλέπω λοιπόν τούτο το θεσπέσιο δειγματολόγιο και προσγειώνω το θέμα μου σε αυτό που είχα ευθύς εξ αρχής στο μυαλό μου να πω. Και θα μιλήσω για μια ειδικότατη και μικρή κατηγορία – όχι τόσο μικρή όσο νομίζετε – που την ονομάζω αυθαιρέτως εγώ, «εικοσιτριαντάρηδες». Και για να κάνω τα πράγματα πιο δύσκολα αλλά και πλέον επίκαιρα, πιο κωμικά αλλά συνάμα πιο αληθινά, μαντρώνω την κατηγορία αυτή στους εικοσιτριαντάρηδες του Αιγαίου και των Κυκλάδων ειδικότερα και ξεκινάω να ξεδιπλώνω το κείμενό μου ταχέως.

Ο 20-30άρης αυτός κατ' αρχάς, είναι παιδί «από σπίτι». Κι όταν λέω από σπίτι – καλά, όλοι από ένα σπίτι βγήκαμε, εκτός από τους Καλύμνιους που γεννηθήκανε πάνω σε καΐκι και τους Βεδουΐνους που γεννηθήκανε κάτω από καμήλα. Αλλά δεν υπάρχουν Βεδουΐνοι στην Ελλάδα, οπότε επανερχόμαστε στους Καλύμνιους. Τους οποίους διαγράφουμε επειδή ακόμα ψαρεύουν με δυναμίτιδα και μπουκάλες, οπότε επανερχόμαστε στους αρχικούς Κυκλαδίτες. Οι οποίοι όπως είπα, είναι από σπίτι. (Ρε Ντανάκο συγγνώμη δηλαδή, αλλά έφαγες μισή παράγραφο για να 'ρθεις στο ίδιο σημείο; Πας καλά άτομο; Ή πας πάρα πολύ καλά τελευταίως;) Ο 20-30άρης λοιπόν που κατάγεται από τις Κυκλάδες, στο σπίτι μέσα στο οποίο μεγάλωσε, διαθέτει και μια μαμά, μία μανούλα. (Κανονικά εδώ πρέπει να κλείσω το άρθρο μου και να πάω για χαλάουα, αφού και μόνο με την αναφορά του ιερού τούτου ονόματος, τα 'χω πει όλα. Αλλά δεν πειράζει, θα συνεχίσω εδώ για να εξηγήσω και να εξηγηθώ.)

Αγαπητοί αναγνώστες και κυρίως αναγνώστριες, αγαπητότατά μου παιδάκια, η μαμά είναι αυτή ακριβώς η κυρία που σας έδωσε επί χρόνια ολόκληρα τους μαστούς της για να πιείτε αχόρταγα εσείς γάλα και να καργάρετε αντισώματα, να γεμίσετε μητρική αγάπη και να νιώσετε τι θα πει θαλπωρή. (Κι έκτοτε, μια ολόκληρη ζωή σάς τα ζητάει όλα πίσω η κουφάλα, με τέτοιο τόκο μάλιστα που οι όπου γης loan sharks – ελληνιστί, τοκογλύφοι – την εικονίτσα της δίπλα τους έχουνε και αυτήν συνεχώς προσκυνάνε.) Η μαμά είναι αυτή ακριβώς η κυρία που την προπαίδεια σάς έμαθε, να γυαλίζετε τα παπούτσια σας μόλις επιστρέφατε από το σχολείο σάς υποχρέωνε και σας απαγόρευε να σκύβετε στο πάτωμα, ιδιαίτερα όταν στον απέναντι καναπέ κάθονταν άλλες κυρίες, κομμάτι απρόσεκτες και ασυλλόγιστες (και με ζαρτιέρες-τελευταίο μοντέλο από την Victoria's Secret). Η μαμά είναι αυτή ακριβώς η κυρία που σας ψωνίζει τα σώβρακα, γεμιστά σάς μπουκώνει, σας προξενεύει την επόμενη σύζυγο, σας δανείζει λεφτά όταν τα 'χετε χάσει όλα στα άλογα ή τα 'χετε φάει στα στριπτηζάδικα, (ενώ της λέτε ότι τα δώσατε σε ένα αλβανάκι ρακένδυτο στα φανάρια.) Και η μαμά είναι αυτή ακριβώς η κυρία που σας έχει κάτσει αληθινός και αμετακίνητος «κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», όσο κι αν αυτό είναι το δικό σας το σπίτι και δεν ξεκουνά απ' αυτό η φακλάνα ποτέ της, μέχρι να της κλείσετε εσείς αυτοπροσώπως τα αξεδίψαστα και σκληρά μάτια της. Κι όταν της τα 'χετε κάνει όλα κι έχετε υποστεί τα πάνδεινα, ανοίγετε μετά την διαθήκη της και τότε έρχεστε φάτσα-κάρτα με την πεζή, τόσο πεζοδρομίου πεζή πραγματικότητα: τα 'χει ΟΛΑ αφήσει η καριόλα στην αδελφή σας φυσικά την μαλακισμένη, ή αν δεν έχετε αδελφή που δεν είναι τελειωμένη μαλάκω – δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, ξέρω τις σας λέω – τότε η μανίτσα θα τα έχει αφήσει άπαντα στην Αρχιεπισκοπή, "care of" Αρχιεπίσκοπος δε-μαν-χιμσέλφ. Πίριοντ.

Όλα αυτά όμως τα κατακλυσμιαία κακά δεν είναι τίποτα, μπροστά στην μανούλα του κυκλαδίτη 20-30άρη. Και τονίζω το «κυκλαδίτης», γιατί στις Κυκλάδες ήκμασε και έδρασε, ανδραγάθησε και εξακολουθεί να δρέπει δάφνες λεφτά και συμφέροντα η κυκλαδίτισσα μάνα. Η οποία βγαίνει απ' το ίδιο εργοστάσιο που έβγαζε τις ίδιες κυκλαδίτισσες μάνες της Κέρου π.χ., εκείνες τις απόλυτα μητριαρχικές φιγούρες που – σύμφωνα με το εξαιρετικό βιβλίο του Έρνεστ Μπόρνεμαν, την ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ – διοικούσαν και τα πάντα κανόνιζαν, λατρεύονταν και γεννοβολούσαν, καλλιεργούσαν την γη κι αποφάσιζαν για όλου του γένους την τύχη. Είναι οι ίδιες μανούλες που σήμερα, εν έτει 2013 και πολλές χιλιετηρίδες αργότερα, συγκρατούνε κρατούν, κατακρατούν και παρακρατούν ασφυκτικά-φονικά τους υιούς τους. Ένα αγόρι οπωσδήποτε από τα παιδιά τους θα το κρατήσουν κοντά τους για πάντα, είτε θα το κάνουνε «μόγγολο» και θα το 'χουνε στο ξυλουργείο-καθημερινά-μεροκάματο, να ψέλνει στην εκκλησία τις Κυριακές και να τριγυρνά λαλημένο κι αδέσποτο τούτο στο λιμάνι τα βράδια, είτε θα το σπουδάσουνε οπωσδήποτε και θα το τραβήξουν μετά στο νησί, θα το βάλουν – με μέσο τον βουλευτή – στο Δημόσιο, θα του ανοίξουνε κι άλλη μία ιδιωτική δουλειά – να τα παίρνει απ' όλες τις πάντες – και θα του δώσουνε για νύφη και σύζυγο, το βούρλο που από χρόνια κι επί χρόνια αυτές είχαν μαρκάρει και κανονίσει.

Ο 20-30άρης είναι νέος και υποσχόμενος, γκόμενος φλογερός και μαμάκιας τελειωμένος. Σκάνε οι σαλταρισμένες μπέμπες εξ Αθηνών, βλεφάρουνε μπρατσάκια ηλιοκαμένα και ματιά λιμάρικη, γουστάρουνε σίγουρο πελατάκο να τις πηγαίνει εδώ-να τις φέρνει από κει και κολλάνε επάνω του ως οι βδέλλες. (Είτε για τις διακοπές τους και μόνο και «τον πούλο» μετά, είτε του περνούν το «στενάχωρο» μονίμως στο δάχτυλο και κοντράρουνε την μαμά του εντός του παντοτινά.) Ο 20-30άρης είναι πραγματικά, παιδί-μάλαμα: καρδούλα-τριαντάφυλλο, ψυχούλα-κρινάκι κι από λεβεντιά, προθυμότητα, εξυπνάδα και ικανότητα – να τον πιείς στο... σφηνάκι. Μέχρι να εμφανιστεί η μαμά. (Θυμάστε στο «Απέραντο γαλάζιο» του Μπεσόν, πώς κάνει ο Ένζο μόλις τον συλλαμβάνει η μάμα του να τρώει ξένη – ουχί απ' τα χέρια της – μακαρονάδα;) Ξέρετε πώς βγαίνει ο Κυκλαδίτης απ' το σπιτάκι του και πώς μπαίνει στο σπιτάκι του μέσα; Ένας Κολοκοτρώνης ολόιδιος εξέρχεται (κι ας μην είχε ποτέ του ο Στρατηγός πατήσει τα χώματα του Αιγαίου) κι ένας Χατζηαβάτης ολόιδιος μετά εισέρχεται – το 'χω δει με τα μάτια μου και ίσως γι' αυτό έχω αποκόλληση αμφιβληστροειδούς πάθει. Ο 20-30άρης, αφού τον αφήσει μερικά χρονάκια να κάνει την καυλάντζα ή το κομμάτι του η μαμά, σιγά-σιγά με τα νερά της τον φέρνει: «Πού θα πας τώρα αγόρι μου;» και «πού να τρέχεις τώρα σε ξένους τόπους;». «Κάτσε δω που την περιουσία μας έχουμε», «να σου φτιάξω εγώ μαγαζί, να πεθάνουνε όλοι τους οι εχθροί σου και φίλοι μας» – ορίστε μία απ' όλες τις μοιραίες κασέτες-παγίδες.

Ο 20-30άρης θα την κάνει τελικά την δουλειά (της): είτε θα χτίσει δωμάτια και σε ρεντρουμάδικα θα μετατραπούν οι σταύλοι και τα κοτέτσια – η αυθαίρετη και επαίσχυντη δόμηση στην Αττική και Χαλκιδική, ένα Mόντε Κάρλο και Μπραζίλια είναι μπροστά τους – είτε θ' ανοίξει μπαράκι και το καρνάγιο του παππού θα μετατραπεί σε ολοήμερο καφεδο-μπυρο-ουζο-μεζεδο-εστιατοριο-γκουρμεδο-ντίσκο, (και δεν τελειώνουν οι λέξεις και χρήσεις που μπορούνε να προστεθούν). Θα βρίσκεται μια εδώ-μια εκεί, θα τρέχει αλύπητα όλη την μέρα με ένα κινητό στο αυτί, μια φανέλα αμάνικη και μια βερμούδα στα μπούτια, η κοιλίτσα του η ανάγλυφη να μετατρέπεται σε κοιλούμπα ταχέως και όσο στοκάρει ευρώπουλα, όσα τατού και να κάνει (να το παίξει και μούρη), όσα αμάξια ή μηχανάκια και αν αγοράσει αυτός (να τους μπει και στο μάτι), όσες γκόμενες ή κουκλίτσες, θείτσες ή μπάζα κι αν καρφώσει αυτός – το βράδυ στης μανούλας το σπίτι θα επιστρέψει. Και μόλις την θύρα διαβεί, εκεί μεταβάλλεται ο καρχαρίας σε κοκοβιό, εκεί μέσα στον ιερό χώρο ζωής-λειτουργίας της άλλοι θεοί δεν χωράνε, δεν λατρεύονται δεν υπάρχουνε – mamma είναι μόνο μία και ουκ έσται θεά άλλη έτερη πλην αυτής, τι να λέμε να γελάμε εμείς κι ετούτος να κλαίει.

Ο 20-30άρης θα μεγαλώσει κάποια στιγμή, όχι με την έννοια που δίνω στο ρήμα εγώ, εσείς, ή οι άλλοι. (Γιατί ο εν λόγω 20-30άρης δεν μεγαλώνει ποτέ κι ας έχει αραδιάσει από τριάντα εγγόνια.) Ο 20-30άρης θα περάσει από την εμβρυική ηλικία στην πραγματική διάσταση της ζωής, μόνον όταν και άμα πεθάνει η μαμά. Τότε η συντριβή και το σοκ είναι απερίγραπτα, συντριπτικά και κρυφά, εσωτερικά και τελειωτικά και ποτέ δεν θα μπορέσει να μιλήσει γι' αυτά, να τα βγάλει, να ξαλαφρώσει. Σε τούτο βεβαίως θα βοηθήσουνε οι δουλειές, τα λεφτά και τα ούζα. Οι ρακές τα ουΐσκια και οι φούντες ενίοτε, τα χαρτιά ο τζόγος και οι Ρωσίδες – οτιδήποτε αντικαταθλιπτικό, ηρεμιστικό, αποξεχαστικό μπορεί να μπαλώσει το τραύμα ετούτο. Δεν κάνω εδώ κοινωνική ανάλυση του παγκοσμίου κοινού ούτε ψυχολογική ανατομία του ελληνικού πόπολου, μα έχοντας ζήσει επί ένδεκα χρόνια σε ένα τέτοιο γύρω μου σκληρό σκηνικό, έχει πιαστεί η καρδιά μου από τα εγκλήματα που ο Ποινικός Κώδικας δεν αναγράφει. (Γιατί όπως λέω, «τα εγκλήματα που γίνονται αθώα-κρυφά στις οικογένειες μέσα, δεν έχει γραφτεί ακόμα Ποινικός Κώδικας για αυτά» και τα κυκλαδίτικα αγόρια πληρώνουν υψηλά τέλη ζωής και κυκλοφορίας, εδώ και τώρα, επί αιώνες αμέτρητους.)

Πολλά είπα, και δεν είναι – μερικές φορές – για να λέω πολλά. Και κυρίως δεν είναι να γράφω αστεία ή σατιρικά πράγματα που ζούνε υπόγεια και συνάνθρωπους πριονίζουνε, χωρίς να το καταλαβαίνουν ή να το έχουνε υποψιαστεί τούτοι. Ένας συγγραφέας μισότυφλος είμαι εγώ, μα επειδή παροικώ ταπεινά την συγκεκριμένη Ιερουσαλήμ, αποφάσισα ότι τα πολλά λεφτά ισούνται με πολλά σκατά και ότι η ζωή – όπως κι ο διάβολος – στις λεπτομέρειες ζούνε, εδώ κλείνω.

Με μιαν ευχή. Να βρει η καρδιά του 20-30άρη Κυκλαδίτη ανάπαυση σε μία αγάπη, να σταθεί τυχερός και να βρει μια γυναίκα αυτός, που να τον αναπαύσει εκείνον. Να τον λατρέψει και να τον θεραπεύσει. Να τον γιατρέψει απ' τα εγκαύματα της αρχέγονης και βάναυσης μήτρας που τον ξεπέταξε και να επιστρέψει ξανά στην θαλπωρή ζεστασιά, ασφάλεια και αποδοχή, τιμή και αξιοπρέπεια της Γυναίκας. Όχι της ματ(αι)ωμένης Μήδειας ούτε της κανιβαλισμένης Κασσάνδρας, μα της Γυναίκας αυτής που πάνω απ' όλα με αυτοθυσιαστική τρυφερότητα την συντετριμμένη ψυχή του θα πιάσει. Κι απ' το χεράκι θα τον περπατήσει ξανά, δίπλα στα συναισθήματα, πλάι στα δικά του αισθήματα, μέσα στην δική Της αγάπη, αυτήν ακριβώς που η εξουσιαστική Μάνα τού στέρησε και η ανδροφάγα Μήτρα τού έχει στερέψει. (Γιατί από κει ξεκινά η ζωή και τούτη αληθώς την τελειώνει.)

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013

Διαβάστηκε 3388 φορές Παρασκευή, 03 Ιανουαρίου 2014 01:24