Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Νίκος Καλαντζιανός, RIP. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Τον Νίκο Καλαντζιανό γνώρισα το 1985. Τον Νοέμβριο τού 1985 μάλιστα, στις 23 τού μηνός ακριβώς, καθώς τότε ξεκίνησαν οι εξετάσεις για τον Διπλωματικό Κλάδο τού υπουργείου Εξωτερικών, στις οποίες είχα κι εγώ συμμετάσχει. Με το άγχος τού «συνεχούς πυρός και διαρκούς πυράς» διαγωνισμού, το καλό μου κοστούμι και μιά πίστη ακράδαντη πως θα πετύχω, έκατσα τότε κι εγώ – μαζί με τριακόσιους άλλους φερέλπιδες υποψήφιους διπλωμάτες – να γράψω τα θέματα τής Διπλωματικής Ιστορίας.


Και μέσα στον πυρετό τής συγγραφής των οκτώ μου σελίδων επί των «Πολεμικών αποζημιώσεων του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου», κάποια στιγμή σήκωσα το κεφάλι κι έπιασα με των ματιών μου την άκρη ένα κοστούμι γκρι-μάλλινο να κατηφορίζει τις πλαϊνές σκάλες τού αμφιθέατρου τού ΥΠΕΞ, (που τότε-ακόμη δεν λεγότανε «Γιάννος Κρανιδώτης»). Σημασία δεν έδωσα, μα την φάτσα πάνω απ' το κοστούμι συγκράτησα, γιατί ΚΑΤΙ αυτή είχε: ψαρωμένος ελάχιστα τότε εγώ – λόγω κάποιας προηγούμενης προσωπικής-παύλα-υπηρεσιακής εμπειρίας που δεν είναι η ώρα εδώ ν' αναφέρω – δεν «μάσησα» από λιλιά και μουρίτσες, βάτες και πρόσωπα, Oxford παπούτσια πλατιά και Windsor κόμπους γραβάττας που εκεί-τότε δειλά πλατσουρίζανε. (Αισθανόμουν αρκετά δυνατός και αφόρητα νέος μέσα στα Corneliani μου, είχα διαβάσει επί ένα πλήρες δεκάμηνο-επί ένα μεστό δωδεκάωρο ημερησίως και είχα αποφασίσει πως ακόμη και εάν δεν εισαχθώ, θα άνοιγα επιτέλους το γυμναστήριο που από πάντα επιθυμούσα – αυτό εγώ αποκαλώ "a win-win situation" χαχαχα!.)


Οι εξετάσεις τέλειωσαν αρχές Δεκεμβρίου. Μας έδωσαν μία βραχεία περίοδο αναπαύσεως και ανασυντάξεως μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου και αργότερα μάς κάλεσαν τον κάθε έναν επιτυχόντα απ' τους τριάντα προσωπικά-τηλεφωνικά, μέσω της ναζιαροβραχνής και απόλυτα bedroom-voice τής γραμματέως τής εξεταστικής επιτροπής Φ. Σ. Κι έτσι το φρέσκο τσούρμο δοκίμων ακόλουθων «συνωστίσθηκε» εκείνο το μουντό πρωινό τού Γενάρη 1986-πια, στο ίδιο αμφιθέατρο μέσα, απ' τα "μέσα" αυτήν την φορά, μα «όχι όμως μονίμως κι οριστικά» όπως μάς ετονίσθη. Και πάνω στο βήμα ακίνητο ήταν το ίδιο κοστούμι, φορώντας για πρόσωπο ένα προσωπείο αινιγματικό-υπηρεσιακό, άδειο από αίμα και χρώμα και μ' ένα μισοχαμόγελο τραβηχτό, σιχτίρικο-ψευδοσυναδελφικό, φιλικό κι εχθρικό ταυτοχρόνως.


Ήταν ο Σύμβουλος Πρεσβείας Α' κύριος Νικόλαος Καλαντζιανός, Διευθυντής τής Διπλωματικής Ακαδημίας, και συνάμα Διευθυντής τού Διπλωματικού Γραφείου τού Υπουργού Εξωτερικών κυρίου Κάρολου Παπούλια. (Λαμπρά και επίσημα ως εδώ.) Ως πρωτάρης είχα δεκάδες πράγματα να παρατηρήσω, εκατοντάδες ν' αντιληφθώ και χιλιάδες να χωνέψω. Με πολλά θέματα και τομείς να ασχοληθώ, περισσότερους φακέλλους να διαβάσω να ενημερωθώ και ατελείωτους παλαιότερους μα-όχι-ακόμα-συναδέλφους μου να παρακολουθώ, προκειμένου να ξανακαθίσω για εξετάσεις μετά το απαραίτητο και προβλεπόμενο εννεάμηνο ενημερώσεως και εξετάσεων συνεχών, προκειμένου τής Ακαδημίας αυτής να αποφοιτήσω.


(Λίγα απαραίτητα επί προσωπικού τώρα.) Στο ΥΠΕΞ δεν μπήκα εγώ για να λύσω το Κυπριακό (τους), το Μεσανατολικό (τους), το Ελληνοτουρκικό τους. Στο ΥΠΕΞ δεν μπήκα εγώ για να λύσω το οικονομικό μου, το κοινωνικό μου, το σεξουαλικό μου. Στο ΥΠΕΞ μπήκα εγώ για να προσφέρω το αμερικάνικο πτυχίο μου Πολιτικών Επιστημών, να καταθέσω την όση δύναμη κι όποιες γνώσεις διέθετα στην Δημόσια Διοίκηση τής χώρας μου, να ζήσω σε χώρες αληθώς νέες και άγνωστες με κάλυψη διπλωματικού διαβατήριου και να έχω χρόνο για την υπόλοιπή μου ζωή μου. (Α, ξέχασα: και για να αγοράσω κάποια στιγμή μία Ferrari - αν όχι την F40, την Testarossa τουλάχιστον!) Στην διάρκεια λοιπόν τής εννεάμηνης Ακαδημίας σχηματίστηκαν ήδη οι παρέες μας: άλλοι κολλούσαν με άλλους κι ορισμένοι δεν κολλούσανε με κανένανε, μερικοί κολλούσαν επίτηδες κι ελάχιστοι ξεκολλούσαν αμέσως μόλις το κομματικό air-condition φυσούσε αλλού – ήταν και καναδυό που ήδη ξεχώριζαν ως μανούλες στο busy-bodyλίκι [sic] και την ξερολιά, στις «υπηρεσιακές σχέσεις» και το πικρομπινέ «παρασκήνιο», καθώς λυσσάγαν οι βιόλες να πλασσαριστούν απ' τα υπηρεσιακά γεννοφάσκια τους, μη και χάσουνε την Πρεσβεία τής Ουάσινγκτον ή της Μόσχας.


Εγώ ακολουθούσα το κλασικό motto των ιαπωνικών Πολεμικών Τεχνών, ζυμωμένο απ' τα χεράκια μου: «Άσε πρώτα τον κουρνιαχτό να κατακάτσει και πιάσε σκιά να μην έχεις τον ήλιο κατάφατσα. Παρατήρησε μετά πόσοι και ποιοί, πρώτοι στην μάχη θα πεταχτούν κι άσ' τους ν' ανοίξουν τον δρόμο για σένα. Και κατά το σούρουπο λοιπόν τελικά, αφού η μάχη θα έχει κριθεί, τότε ξεκίνα για το τραπέζι τής διαπραγμάτευσης.» (Αυτά είχα στα φυλλοκάρδια μου: λόγια ενός Μακιαβέλλι και ενός λαμπροτάτου Σουν Τζου, ενός στρατηγού Γκιάπ κι ενός μνημειώδους Έλληνα αντάρτη by the name of Βελουχιώτης, Άρης Βελουχιώτης this was και δεν συνεχίζω.)


Ο κύριος Νίκος Καλαντζιανός, με το πέρας τής Ακαδημίας και την ορκωμοσία μας, μάς είχε υποδεχθεί κι έναν-προς-έναν συγχαρεί, δυό κουβέντες προσωπικές στον καθένα να πει over light drinks στον πεφημισμένο, ρηχό, βαλτωμένο 7ο όροφο τού εστιατόριου τού υπουργείου. Και μετά, τον «πικρό» φάκελλο αποσφράγισε κι άρχισε να ψέλνει τις τοποθετήσεις τού καθενός μας! (Το τί εσωτερικό-βουβό κλάμα έπεσε και από τους 28 συναδέλφους δεν μπορώ να το περιγράψω χωρίς να αδικήσω κανέναν και αυτό δεν το θέλω εγώ. Τη εξαιρέσει μοναχά δυό.) Σ' εμένα – και τον Χάρη Λαλάκο – έλαχε η πίκρα και η τιμή να επιλεγούμε να επανδρώσουμε «με νέο αίμα» το Διπλωματικό Γραφείο τού Υπουργού, ξεσηκώνοντας την ευγενώς κεκαλυμμένη οργή των δεξιών, την ασυγκράτητη μήνι των ψευδοπασόκων και τα παγωμένα συγχαρητήρια των «υπηρεσιακών» – αυτών που ενώ κόπτονταν πως «θα πάνε όπου τους τοποθετήσει το καθήκον, η Πατρίς και ο Υπουργός», είχανε λειώσει στα προγνωστικά και πλακωθεί στα τηλεφωνήματα τα κομματικά μπας κι αρπάξουν τις καλές τις θεσούλες.


Και μόλις άκουσα την τοποθέτησή μου εγώ, «Αντίο Γλαρέντζα» ψιθύρισα. (Γιατί; «Λογαριασμός δικός μου» που λέει ο Βέγγος.) Και τα επόμενα δυόμισυ-τρία χρόνια τον Νίκο Καλαντζιανό καθημερινά έβλεπα, από αξημερώτου πρωΐας έως βαθείας νυκτός, «Κυριακάς και εορτάς ανοικτά- ανεπιθύμητοι οι από επαρχία» όπως εκείνος έλεγε και γελούσε κακαριστά! Έζησα φουρτούνες χτικιάρικες και μεγαλεία Οζάλ-Βουλιαγμένης. Τον Ανδρέα Παπανδρέου συνάντησα, αλλά και σιχτίρησα με την Μάργκαρετ Τσαντ-Παπανδρέου. (Ο Υπουργός μας ήταν ακριβοθώρητος και δεν ασχολιόταν μαζί μας: την μία φορά που λόγω σταρχιδισμού και μαλακίας τού συνάδελφου Κ.Μ. συλλήβδην όλους υβριστικά και ειρωνικά «διπλωμάτες καριέρας» μάς αποκάλεσε, εμένα ίσα που μου φταρνίστηκε ο φίκος. Με το εκλεκτό τούτο τέκνο τής Πωγωνιανής και σουξεδιάρη άντρα τής εξωτερικής πολιτικής με συνέδεαν άάάλλοι καιροί, γνωριζόμασταν απ' όταν εκείνος ήταν απλός βουλευτής Ιωαννίνων – που ουδέποτε μίλησε στην Βουλή – και γραμματέας τής Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων τού ΠΑΣΟΚ. And don't get me wrong you suckers par-excellence, «το συνοικέσιο του αίσχους» που λέει κι ο Ζήκος μάς το 'χε κάνει μια τσαχπίνα κουκλίτσα εκ Θεσπρωτίας με την οποία είχα διαπράξει το πύρκαυλο λάθος εγώ τότε να σχετισθώ. Επί χρόνια. (Και είχα όλα τα χρόνια μετά για να μετανιώσω αδρά και γλυκά, χαχαχα.)


Με τον Νίκο κρατούσα μιά σχέση μισή προσωπική-μισή επαγγελματική, αυστηρά και δια ροπάλου καθορισμένη. Οι φήμες που κοχλάζανε μέσα στα παρφουμέ κουλουάρ τού ΥΠΕΞ περί προσωπικής ζωής τού Νίκου δεν μ' αφορούσανε και όταν τούτες τ' αυτάκια μου ακουμπήσανε, τις επέστρεψα αυθωρεί-παραχρήμα και εις την «νι» υψωμένες, υπενθυμίζοντας στους διαδοσίες ότι «η προσωπική ζωή τού καθενός βρίσκεται στα χέρια τού παπά και του κυπατζή – πέραν εκείνων ουδείς άλλος χωρεί», γι' αυτό και «να πάτε όλοι να γαμηθείτε, εσείς που τα διασπείρετε όλα αυτά». (Έτσι expressis verbis απήντησα στις πρόθυμες σουσουράδες που σπεύσαν και στέρξαν να με συμβουλεύσουνε να μην κάνω μαζί του πολύ παρέα, γιατί «δεν ξέρεις εσύ...») Με τον Νίκο βγαίναμε για ποτά πολλά βράδυα, λίγες φορές και για φαγητό, άντε και για κάνα σαββατιάτικο πρωϊνό καφέ όταν δεν είχα γυμναστήριο εγώ ή γούσταρα ν' ασχοληθώ στο γκαράζ μου με την συλλογή από τις μοτοσυκλέττες μου. Ο Νίκος άλλοτε κλειστός κι άλλοτε ελεγχόμενα ανοικτός, άλλοτε απόμακρος και ψυχρός κι άλλοτε δειλά τολμηρός – ουσιαστικά ήταν πιο σφραγισμένος κι από τις συμφωνίες Πότσνταμ και Γιάλτας μαζί.


Ένα βράδυ μάλιστα παρέσυρα την εκλεκτή παρέα των κ.κ. Καλαντζιανού-Μπεγλίτη-Φωτόπουλου και εμού στον, στον, στον... Μάκη Χριστοδουλόπουλο στην ΦΑΝΤΑΣΙΑ – ε, τότε είδα για πρώτη φορά τον Νίκο να χαλαρώνει και να γελά, να χαριεντίζεται ελαφρά και να σκορπά λουλούδια σπάταλα στο μαγαζί όλο. (Η φωτογραφία που δεν αναρτώ - καθότι δεν έχω την άδεια των δυό υπολοίπων κυρίων - είναι η ΜΟΝΑΔΙΚΗ που διαθέτω από/με τον Νίκο και βρίσκεται στο συρτάρι μου εδώ και τριάντα χρονάκια.) Στο κέφι ερχόταν συχνά, μα του Νίκου ήτανε ένα «κέφι» κοντρολαρισμένο οδηγημένο, μετρούσε παντού κάθε κουβέντα του, ανοιγόταν μόνο όταν έβλεπε δυνατότητα και κλεινόταν χωρίς να 'χει δει απειλητική κίνηση ουδεμία. Χρόνια όντας στης Βασιλίσσης Σοφίας το μαρμάρινο μαγαζί – κι ιδιαίτερα απ' όταν ο Άγιαξ τής Ηπείρου για το Γραφείο του τον επέλεξε – ο Νίκος έπεσε ασυλλόγιστα μέσα στον κουβά που ξεχείλιζε με τα ελληνικά διπλωματικά και πολιτικά σκατά, και δεν έβγαλε επί όλα τα χρόνια μία κουβέντα.


Με το που «γκρεμίστηκε» το ΠΑΣΟΚ από την κυβέρνηση «το βρώμικο '89» – για να 'ρθει στο κουμάντο ο «νοικοκύρης» ο Μητσοτάκης το '90 και να βάλει στο πόδι του μπιστικό τον Αντωνάκη εκ Καλαμών – ο Νίκος «την έκανε» flying colors που οι λεξιλάγνοι Αμερικάνοι σφραγίζουνε, καθώς το πρώτο μέλημα τής όποιας αντιπολίτευσης είναι να προστατέψει «τις κεφαλές» των αντιπάλων της και να συντρίψει υποδειγματικά-παραδειγματικά «την μαρίδα». Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση, μόνον εγώ δεν προσκύνησα, δεν έσπευσα δεν έγλειψα δεν γονάτισα, δεν παρακάλεσα δεν προσφέρθηκα δεν διασώθηκα και μου επιτρέπετε-δεν μου επιτρέπετε, εγώ θα την πω ΑΥΤΗΝ ΕΔΩ την ΔΙΚΗ ΜΟΥ κουβέντα: Παρ' όλο που ο τότε εκδοροσφαγεύς-Προσωπάρχης εμμέσως και διαδρομικώς μού το μήνυσε να πάω να τον δω παρατύπως κι ατύπως και τότε θα μου το 'δινε το επιθυμητό πόστο μου (Γενικό Προξενείο Νέας Ορλεάνης!), εγώ δεν έκρινα απαραίτητη τούτη την ταπεινωτική και εξανδραποδιστική ασκησούλα και δεν προσήλθα ποτέ. Κι έτσι το τσίμπησα τελικά ακλόνητος και ντούρος το δυσμενές πόστο μου στο εξωτικό Χαρτούμ τού Σουδάν, ως αμοιβή-ποινή-τιμωρία. (Αμ πού να 'ξεραν πως ΑΥΤΟ ήθελα εγώ; Για μένα οι κουτεντέδες δουλεύανε, καθώς με τους μισθούς ενός μόνο χρόνου την αγόραζα εγώ τότε την κόκκινη Testarossa μου, χώρια δε πως ποτέ μου δεν γούσταρα πόστα σε «Ρώμη, Νιού Γιόρκ, Βουδαπέστη και Βιέννη» καταπώς το παλιό ασματάκι θρηνούσε.)


Με τον Νίκο έκτοτε χαθήκαμε. Γιατί μόλις σπάσει το στενώς-εννοούμενο συμφέρον το υπηρεσιακό, οι «φιλίες» των διπλωματών είναι σαν τις σερβιέττες που εμμονικά διαλέγουν οι γκόμενες. Και μόλις στο βρακί τους τις βάλουν κι επιτελέσουν οι δύστυχες το αιματηρό το καθήκον τους, στον πρώτο κι όποιο κάλαθο των αχρήστων καταλήγουνε, μερικές απ' αυτές ευγενώς και προσεκτικά τυλιγμένες για να μην φαίνονται, κι άλλες χυδαία κι επιδεικτικά πεταμένες για να φανούν ειδικά και παραδειγματικά – τί να λέμε. Εγώ το 1991 απ' το Υπουργείο παραιτήθηκα κι αναχώρησα, όχι μόνο γιατί όπως έχει πει ο Παύλος Εμμανουήλ «Άμα έχεις ματζαφλάρι, τί τη θέλεις τη Φεράρι», αλλά γιατί ήδη από τότε κατάλαβα – και το πλήρωσα – τί σημαίνει Ελληνικό Δημόσιο και πώς κάνει αυτό τις δουλειές του απλώς και τις δουλίτσες του προπαντός! Παραιτήθηκα γιατί του Ελληνικού Δημόσιου το Μαγαζί δεν είναι καν Εταιρεία σοβαρή, πιο πολύ σε οικογενειακό φαντασμένο μπακαλικάκι τής βαλκανικής μας γωνιάς μεγαλοφέρνει και κουτσομοστράρεται, ενώ κολυμπάει στα σκάνδαλα και τις εφιαλτικές υπογραφές – γνωρίζω τί λέω και κύρια τί ΔΕΝ λέω. (Όπως γνωρίζουν απόλυτα ΚΑΙ αυτοί.)


Πιο πιθανό ήταν να με πάρει εμένα ένα γαμημένο τηλεφώνημα η βασίλισσα τής Αγγλίας με την Μοάνα Πότσι αγκαλιά να μάθουν τί κάνω αφότου βρε αδερφέ απ' το μαγαζί παραιτήθηκα, παρά ένας-όποιος τέως συνάδελφος ένα συρματάκι να μού ρίξει – άσε δε εκείνοι που «μαζί πολεμήσαμε», χώρια o Nίκος. (Σιγά μη, και μη.) Τον οποίο τυχαία μερικά χρόνια μετά στου ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ συνάντησα – εν ώρα υπηρεσίας – να περιμένει το ασσανσέρ, να έχει τον αδιάφορο αέρα εκείνον τού βαρυεστημένου και πολυάσχολου πρέσβυ και πρέσβη μας στο Βατικανό(!), και ίσα-ίσα από μεγαθυμία τυπικά με χαιρέτησε. (Εμ δεν έφταιγε ο ερίφης αυτός, εγώ έφταιγα. Καθώς με θυμόταν ο δύστυχος με τα ζηλευτά Armani μου και τα Rosseti, τα Hugo Boss και τα Ermenegildo Zegna μου και στεκόμουν τώρα μπροστά του φορώντας βεβαίως τις καουμπόϋκες μπόττες μου, ένα μαύρο τζην φθαρτό-κολλητό, οι «κομμένοι» κοιλιακοί μου σε κοινή θέα κι ένα μποντυμπλιντεράδικο tank-top που άφηνε ώμους και στήθος και χέρια να διαφημίζουν τις στο γυμναστήριο «σπαταλημένες» ώρες μου. Είχα αφήσει μάλιστα πολύ μακριά τα μαλλιά μου και στον αριστερό μου λοβό κρεμόταν ένα ασημένιος χαλκάς (το καρδερίνι έλειπε από μέσα του), φορούσα δε κι ένα ζευγάρι επιεικώς-outrageous μαύρα γυαλιά Jean Paul Gaultier που ήμουνα, ή να με πιείς στο ποτήρι τού μαρτίνι ολόκληρο ή να φωνάξεις τον Δήμο να με μαζέψει. (Στα τέτοια μου και τα δύο.)


Νο hard feelings, Νικ. Τον Νίκο τον ήξερα, τον είχα ψυχολογήσει. Τον είχα ζυγίσει, τον είχα μετρήσει και τον είχα – σε αντίθεση με τους «πολλούς» «φίλους» «του» – βρεί ΑΚΡΙΒΩΣ και ΕΝΤΑΞΕΙ. Ο Νίκος ήταν εκείνος που ήτανε, το ΥΠΕΞ είναι εκείνο που είναι και οι άνθρωποι ΠΟΤΕ δεν αλλάζουνε, αν δεν τους ανέβει ο καρκίνος απ' το απευθυσμένο στο στόμα. Toν Νίκο είχα αποδεχθεί όπως ακριβώς ήτανε (γι' αυτό απομακρύνθηκα), το ΥΠΕΞ είχα αποδεχθεί όπως αυτό ακριβώς ήταν (γι' αυτό παραιτήθηκα) και τα δύο όμως μόνο έξι χρονάκια κρατήσανε κι από εκεί και μετά, «Θα πάω εγώ αριστερά / Τραβάτε εσείς ευθεία» που τραγουδούσε ο Μαργαρίτης...


Τον Νίκο Καλαντζιανό δεν τον ξανάδα ποτέ μου. Τις ελάχιστες φορές που με κάποιο συνάδελφο παλαιό στον δρόμο διασταυρωνόμουνα, πάντα ΚΑΙ για εκείνον ρωτούσα. Την προτελευταία φορά με πληροφόρησαν πως στην σύνταξη είχε βγει και την τελευταία – μόλις φέτος – φορά ο Ηλίας Φωτόπουλος με πληροφόρησε πως ο Νίκος πριν μερικούς μήνες είχε πεθάνει. Από καρκίνο. Μόνος του. (Ιs this colder than death, or what?!)


Καθόμασταν με την οικογένεια τού Ηλία σε ένα παραλιακό κυριλοταβερνάκι των nineties άδειο και ξεπεσμένο μέσα στην Κρίση, και τσιμπούσαμε κάτι for the sake of old times, αλλά και με αφορμή το βιβλίο μου "τα τρία μι" που ήθελε να διαβάσει ο Ηλίας. Και αναπόφευκτα η κουβέντα ήρθε και στον Καλαντζιανό, κι εκεί μου το έσκασε το νέο ο Ηλίας. Ένα πέπλο δυσθυμίας και στενοχώριας με κάλυψε: ο θάνατος δεν είναι ένα άδοξο τέλος βέβαια, μα στην περίπτωση τού Νίκου Καλαντζιανού – κι αναλαμβάνω ολόκληρη την ευθύνη τούτου που λέω – ο θάνατος ήταν αδικαίωτος κι έρημος, τζάμπα και σκόρπιος, εν κενώ και αδιάφορος. Ας το επιτρέψω στον εαυτό μου αυτό κι ας ευχολογήσω τον Νίκο – εν είδει γενναία περήφανης βρεταννικής eulogy – αφού κανείς άλλος πούστης καριόλης ή κύριος στον κόσμο ετούτο δεν πρόκειται να το κάνει.


Ο Νίκος Καλαντζιανός αλώθηκε και συνετρίβη από ένα Σύστημα που πιστά και με αυταπάρνηση υπηρέτησε, και αυτό απλώς τού 'κανε την χάρη – αφού τον χρησιμοποίησε και τον έστιψε – να μην τον πετάξει χυδαία στην άκρη. Και εξουσία τού έδωσε, και συνταξούλα τού έσταξε. Και υπηρεσιακώς τον εφρόντισε, και συναδελφικώς δεν τον σκύλευσε. Και το ΠΑΣΟΚ τον βοήθησε, και το ΠΑΣΟΚ τον ανέδειξε. Και η Δεξιά δεν τον ξέσκισε – παρ' όλη την των πρέσβεων λύσσα – και η Δεξιά αφράτα κι αδιάφορα στο μαλακισμένο κι αραχνιασμένο «χρονοντούλαπο» τον επέταξε – τί να λέω εγώ και τί εσείς με τίποτα να μην καταλαβαίνετε. Ο Νίκος Καλαντζιανός πλέον στο υπερπέραν-ημών πέρασε, απ' το ΥΠΕΞ δεκάδες φρέσκα φουσάτα διαγκωνιζόμενων νέων πέρασαν και περνούνε μέχρι και τούτα πρέσβεις να γίνουνε, και δεν πρόκειται τίποτε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ να αλλάξει - γι' αυτό η Ελλάδα πάει άπατη χρόνια τώρα.


(Από δω και κάτω το κείμενο, ουδεμία και απολύτως καμμία σχέση με τον Νίκο Καλαντζιανό έχει.)


Τί γίνονται επιτέλους μωρέ οι άνθρωποι και πού πάνε; Γιατί στην γη έτσι ή αλλιώς περπατούν, ξυπνούν το πρωί και δένουν γραβάττες στον λαιμό τους για να πάνε να σηκώσουν τηλέφωνα, και το βράδυ τις ίδιες γραβάττες στον λαιμό τους σφίγγουνε προκειμένου ο όποιος επιβήτοράς τους να τους πηδήξει; Τί κάνουν επιτέλους μωρέ μιά ζωή, στην ζωή τους οι άνθρωποι και μυαλό ποτέ τους δεν β(γ)άζουνε, από κείνο που στο κεφάλι τους μέσα τούς έχουν φουσκώσει; Σκοτώνονται π.χ. να μπουν στο Δημόσιο, και μόλις μπουν την πόρτα κοιτούν και δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν! Τον κώλο τους δίνουνε για να πιάσουν σε μια π.χ. πολυεθνική μια καρέκλα διευθυντή, και μόλις την ζεστάνουνε λίγο, αρχίζουνε την «διοίκηση» και την εγωϊστική τρέλλα, την «επικοινωνία» και τα επαγγελματικά δεκατετράωρα, τα σαββατοκύριακα σεμινάρια και τα κεραυνοβόλα ταξίδια στης Εταιρείας την έδρα. Γιατί τα κάνουν, ΑΥΤΑ και τόσα ΑΛΛΑ, οι άνθρωποι; Έχουνε τούτοι μυαλό, ή κάνουνε ό,τι τους πούνε οι άλλοι; Δεν βλέπουν πόσο ξυνή θα τους βγει η προσκόλληση στην Εξουσία, ή νιώθουν πόσο άσχετοι και μικροί, ελάχιστοι κι απροστάτευτοι είναι, και σπεύδουνε να κολλήσουν να υπηρετήσουνε ακριβώς τον χειρότερο μειοδότη;


(Από δω και πέρα το κείμενο, ξανά σχέση έχει με τον Νίκο Καλαντζιανό.)


Ο πλέον ακατάλληλος για να απαντήσει είμαι εγώ, γιατί την απάντηση έχω. Μα άπαξ και τον Νίκο Καλαντζιανό γνώρισα, ΕΝΑ θυμάμαι και θα το αναφέρω εδώ:

Ήμασταν ένα βράδυ οι δυό σε βάρδια τρελλή στο Γραφείο Υπουργού, πάλι κατά την διάρκεια μιάς μίνι-κρίσης. Και είχαμε σε ένα ηρεμίας μας διάλειμμα μιά συζήτηση περί εμπιστοσύνης και trust, περί συμπάθειας και compassion, περί τυφλής αγιορείτικης υπακοής και ουσιαστικής υπηρεσιακής συναδελφικότητας. Όπου επειδή μού τα 'χε κάνει τσουρέκια ο Νίκος κανονικά με τις διοικητικές υπεκφυγές και τις καλολογικές τσαχπινιές, τις διπλωματικές γουρουνιές και τις φιλικές ντομπροσύνες, εγώ τού το έκοψα απότομα λέγοντας:
- «Νίκο, άσε τις μαλακίες και κόφ' το!»
- «Πριτς!» μού κάνει τούτος τσαχπίνικα.
- «Ωραία, λοιπόν» τού απαντάω προκλητικά. Κι αρπάζω μια λευκή-κατάλευκη, πάλλευκη και αμόλυντη απλή κόλλα Α4 απ' το ΣΑΡΙΔΗ γραφείο του, την βάζω μπροστά του, βγάζω την Mont-Blanc πέννα μου και τού την καρφώνω στο χέρι.
«Υπόγραψέ μου ρε, ΤΩΡΑ κι ΕΔΩ, αν έχεις τ' αρχίδια! Εν λευκώ ρε, υπόγραψέ μου την λευκή σελίδα ετούτη, αν με εμπιστεύεσαι!» τού βροντοφωνώ και του κρατώ σελίδα και χέρι κλειδωμένα μπροστά του, μανουριασμένος απ' το τσαχπίνικο-μεν, μα βαρετό-δε παιχνιδάκι του.


Ο Νίκος προς στιγμήν πάγωσε, είδα μέσα στα μάτια του έναν παιδικό φόβο και μια λύσσα μεσήλικα, το παράπονο ενός εφήβου γονατισμένου και τον θυμό ενός υπέργηρου υποχρεωμένου, μα τούτο κράτησε πάντως για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο Νίκος τα μάτια του σήκωσε, δυό μάτια ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ αντρικά και αντρίκια, και την τζίφρα του κάρφωσε κάτω και δεξιά στην λευκή την σελίδα. Και μόλις την πέννα απίθωσε, γύρισε και με κοίταξε παρακλητικά και γενναία, ίσα στα μάτια καθαρά τολμηρά κι εγώ ΟΛΟ το νόημα έπιασα, όπως κι εκείνος την ψυχή μου αντιλήφθηκε πίσω απ' την κίνησή μου εκείνη. Εγώ έτεινα αμέσως το χέρι σε χειραψία εκτίμησης και σεβασμού, αδερφοποιτής τιμής και αντρικής επικοινωνίας, αρσενικής αποδοχής και υπηρεσιακής υποταγής – πράγματα σπάνια και στολίδια δυσεύρετα στον παιδοβιότοπο τού ΥΠΕΞ προπαντός, στο έλος τής Δημόσιας Διοίκησης τής Ελλάδας κυρίως. (Κάτι ψυχές έχουνε μείνει μόνο στην Ε.Υ.Π. και στην Μ.Υ.Κ., ψυχές αδάμαστες κι ασυλλόγιστες, δεσμευμένες κι εξαρτημένες, σπάνιες κι εκλεκτές να κρατούν την σημαία αυτή χαμηλά, στα νερά στα σκοτάδια.)


Έκτοτε τον Νίκο Καλαντζιανό ουδέποτε ξαναείδα ή συναντήθηκα, μέχρι το βροχερό μεσημέρι εκείνο στο εστιατόριο στην Γλυφάδα. Κι αν δεν έχω για εκείνα τα χρόνια μιλήσει ποτέ – εκτός από σπαρτές και μπηχτές αναφορές τόσο στο «Ελένης νήσος»-περισσότερο, όσο και στο «τα τρία μι»-λιγότερο – αποκαθιστώ λίγη απ' την τότε ιστορία με το κείμενο για τον Νίκο ετούτο.


Και λίγα είπα, όπως αρμόζει για πρόσωπα – και πράγματα – σημαντικά. Γιατί «οι σιωπές είναι προσωπικές, ενώ οι κουβέντες είναι κοινές και τούτα τα δυό ουδέποτε συναντώνται» και σημειώστε εσείς και αυτήν την δική μου κουβέντα. Εύχομαι το χώμα που τον Νίκο Καλαντζιανό σκέπασε, να είναι αληθώς και πραγματικά ελαφρύ για εκείνον: γιατί μια ζωή ΚΑΤΙ τον σκέπαζε και τον τύλιγε, ΚΑΤΙ τον βάρυνε και τον έσκιαζε, ΚΑΤΙ τον έδενε δεν τον έλυνε και αυτό εκείνος το πήρε μαζί του. (Πολύ καλά έκανε. Γιατί μόνον όταν πεθάνει κανείς, ξέρει τί κάνει. Γιατί όσο αυτός ζει, έχει να γεμίσει ολόκληρη μια ζωή κι ετούτη η κουτή όλο σαχλαμάρες κι εγωισμούς, υποχρεώσεις φαρισσαϊσμούς, παρασκήνια και εκδουλεύσεις τον υποχρεώνει να κάνει. Κι ΑΥΤΟ, ούτε λέγεται ούτε περνιέται για ζωή – έτσι εγώ λέω.)


Νίκο, να είσαι καλά. Πάντα.


Και να μας ξανάρθεις εδώ κάτω στο μπουρδέλλο στην γη ζωντανός χαμογελαστός, ν' ανοίξεις την κασσεττίνα ΚΑΡΕΛΙΑ σου και να δαιμονίσεις το σύμπαν το ψαλιδόκωλο το διπλωματικό με τις υστερίες σου – αν κι εγώ θα σου ευχόμουν ένας surfer(!) να ξαναγεννηθείς, να ξανάρθεις. (Όπως ακριβώς τον Αντρέα τον σέρφερ περιέγραψα και απαθανάτισα εγώ στο βιβλίο μου «Ελένης νήσος».) Άσε με λοιπόν ελεύθερο να πλέξω το δικό σου το όνειρο, με τις δικές μου τις λέξεις:

Να επιφανείς ως ένας ημίθεος αλήτης ξανθός, ένας ηλιοκαμμένος χαβανέζος με βερμούδα ως τα γόνατα κι οργασμικούς ανάγλυφους κοιλιακούς, όπως ποτέ σου δεν είχες. Με την σανίδα στο χέρι τον Ωκεανό να κοιτάς και να 'χεις γυρισμένη την πλάτη στις κουκλάρες με τα χαώδη μπικίνι. Να μασουλάς μια γόπα σβησμένη στα ξεραμένα τα χείλη σου, να βουλιάζεις τα τραχιά των ποδιών δάχτυλα μέσα στην νωπή άμμο και να φτύνεις συνέχεια φλέματα από μπύρρα-φούντα-τσαντίλα για το ονειρεμένο 30-footer που δεν έρχεται, για το ατέλειωτο tube που δεν εμφανίζεται, για την μοναδική σου καινούργια duck-tack που δεν λέει να κλείσει.


Και μη φοβού Νίκο μου, στο Mάουϊ δεν υπάρχει ΥΠΕΞ, στην Χαβάη δεν φύεται υπουργός, στον Ειρηνικό δεν φορούν γκρι κοστουμάκια. Αυτά τα έκανες ΗΔΗ μία φορά, τα έζησες εσύ ΠΟΛΥ και ΑΙΣΧΡΑ στην προηγούμενή σου ζωή κι εγώ – για πάρτη σου βρε παλιόπαιδο – κανόνισα με τον Ύψιστο την επομένη ζωή σου. (Γιατί μόνο τούς άριστους συγγραφείς και τις ψυχές τις ταπεινωμένες ο Μεγαλοδύναμος αμέσως και χαμογελαστά ικανοποιεί, όταν τού ζητάνε μια χάρη. Μια χάρη που θα δώσει μόνο χαρά, μια χάρη μακριά απ' την υποχρέωση, μια χάρη μακριά απ' την χρέωση, μια χάρη ολόγιομη εξιλασμό και συγχώρεση, ζωή κι ευτυχία, φως και αγάπη.)


Άντε λοιπόν Νίκο, να 'σαι καλά. Μη φοβού πια, μην ταράζεσαι μέσα στον ύπνο σου, μην ιδρώνεις μην ξεφυσάς στον ξύπνιο σου μέσα. Εκείνο – τού ΥΠΕΞ – ήτανε όνειρο, μα τούτο δω η ΖΩΗ είναι τώρα και κοίτα να την αρπάξεις γερά, να της δοθείς ασυλλόγιστα και να μην σε νοιάξει ποτέ τίποτε άλλο. Όγκοι νερών αστρικών σε τυλίγουνε, αφροί και αλάτι, βροντές σκοτεινές και θύελλες φωτεινές σε αρπάζουνε, καθώς έχεις εσύ στην Πηγή επιστρέψει και ζεις. Εκεί, εκεί, εκεί βρίσκεσαι εσύ πια και τώρα θα σ' το πω αμετάφραστο το ρητό, την θεϊκή οδηγία, καθώς μόνο τώρα δύνασαι εσύ να την καταλάβεις - έστω κι αν στα σανσκριτικά είναι: "Gate, gate, paragate, parasamgate bodhi svaha".

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016

Διαβάστηκε 2008 φορές Δευτέρα, 21 Νοεμβρίου 2016 17:14