Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

R.I.P. Consigliere μου. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

                                                                                                                                                                      (03.03.21)

 

Χτες έκλεισε ένας ολόκληρος έρημος και ατέλειωτος χρόνος από την ταφή τού Γιώργου Σιούντα. (Το ποιός ήταν – και είναι, καθώς ΟΥΔΕΙΣ πεθαίνει ΠΟΤΕ – ο Γιώργος Σιούντας αφορά αληθώς κι αποκλειστικώς, μόνον όσους στο άκουσμα τού ονόματός του μένουνε σκεπτικοί σιωπηλοί, ενεοί και απαρηγόρητοι πάντα.)

Πήγα απόψε λοιπόν στο au Revoir και έκατσα στην θέση του «κολώνα-γωνιά» τής μπάρας όρθιος καλοντυμένος, πίνοντας μέσα και καπνίζοντας έξω. Κοιτούσα τούς τοίχους με τα έργα τής Τέχνης του και περίμενα – όπως πάντα – να εμφανιστεί το ταξί με τον Γιώργο περιχαρή και βαρύ μέσα.

Ο Γιώργος Σιούντας δεν ήταν ένας άνδρας ένας σύζυγος, ένας ζωγράφος ένας καλλιτέχνης, ένας πότης ένας καπνιστής, ένας bon vivant ένας homme du monde. Ο Γιώργος Σιούντας ήταν – και είναι, για ΠΑΝΤΑ – ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΕΠΟΧΗ και αυτό δεν επιδέχεται θάνατο, ούτε επαναγέννηση απολύτως. Ο Γιώργος Σιούντας είναι ένας αστικός μύθος που πολλά χρόνια μετά, ευαίσθητα αγοράκια και θυμωμένα κοριτσάκια θα τον ψάχνουνε θα ρωτάν, θα μιλάνε γι' αυτόν και θα θέλουν να τον γνωρίσουν, θα σαχλαμαρίζουν στην μπάρα «του» και θα καμώνονται ότι «ήταν κι ετούτα εκεί...» – εκεί όπου ο Χρόνος έχει ολότελα σταματήσει, γιατί ο Χώρος δεν έχει αλλάξει καν σπιθαμή.

Η προσωπική σχέση μου με τον Γιώργο Σιούντα δεν μπαίνει σε λέξεις, όχι μόνο γιατί η ζωή τού Γιώργου απ' τις λέξεις έχει πάρει διαζύγιο, αλλά γιατί και οι δικές μου οι λέξεις διαζύγιο έχουνε πάρει πλέον απ' την την ζωή μου. Ευτυχώς όμως που πρόλαβα και πριν μια δεκαετία-καί, έβαλα σε βασικό-κομβικό-αξονικό σημείο στο βιβλίο μου «τα τρία μι» τον Γιώργο ως Cοnsigliere να συμβουλεύει την Μαρία την ηρωΐδα μου, να στηρίζει την γυναικάρα εκείνη που έφτιαξα εγώ και που πήγε – μεταφορικώς και κυριολεκτικώς – αδιάβαστη τούτη. (Δεν πειράζει: τί να καταλάβουν οι γραικοί εκδοκότες από Λογοτεχνία αληθινή-δυνατή-πραγματική.)

Πριν έναν χρόνο, εκείνο το καταπαγωμένο το πρωϊνό στην Καισαριανή ο Γιώργος Σιούντας μπήκε στο χώμα τής Αττικής – αυτός ένας θεσσαλονικιός, ένας βοστωνέζος, ένας παριζιάνος, ένας κυψελιώτης. Ούτε δέκα γνωστοί ήμασταν πάνω απ' τον τάφο του, τα κυπαρίσσια μάς κοιτούσαν αγέρωχα και αδιάφορα, ήθελα να βάλω τα κλάμματα κι αφού τα εμφιαλώσω, ν' ανάψω το καντηλάκι του – που δεν είχε. (Ζεις ογδόντα χρόνια π.χ., κι όταν έρχεται ο θάνατος, άπαντα γίνονται τίποτα: καμμιά χήρα στον ορίζοντα πικραμένη καυτή, κανείς φίλος στον καφφέ λυπημένος σκυφτός, κανένα παιδί να ψάχνει την κληρονομία σου, ούτε καν σκύλος απαραμύθευτος-ορφανός να τον πετάξουνε πλέον στον δρόμο.)

Ένα θα πω, το τολμώ: ο Γιώργος Σιούντας έζησε μόνο για τον εαυτό του. Δεν υπολόγισε – επιφανειακά – τίποτα και κανέναν, ενώ μέτρησε – εσωτερικά – άπαντα και φυσικά όλους. (Εάν μέσα στην κοινωνία αυτήν ζεις, φοράς τα σταυρωτά σου κοστούμια και γνωρίζεις πώς στις γυναίκες να μην φερθείς, έχεις στερέψει την Σκωτία από υγρά και έχεις καπνίσει όλη την Κίνα από καπνά, δεν θα σωθείς απ' αυτά τα δυό θηλυκά – Γυναίκα και Κοινωνία – εάν δεν ασχοληθείς κι αφιερωθείς στην πάρτη σου αποκλειστικά.)

Το 1970 τον Γιώργο Σιούντα δεν ήξερα. Το 1980 τον Γιώργο Σιούντα εξ όψεως γνώρισα. Το 1990 με τον Γιώργο Σιούντα συστήθηκα και το 2000 τον Γιώργο Σιούντα κόντεψα να ξεχάσω. Το 2010 τον Γιώργο Σιούντα αγάπησα και το 2020 τον Γιώργο Σιούντα έχασα, (γιατί εκείνος πια είχε αποσυρθεί, ετοιμαζόμενος να πεθάνει). Και απεβίωσε μόνος του μα με τις αναμνήσεις του, πίνοντας πολύ και καπνίζοντας μέχρι την τελευταία στιγμή, έφυγε από την ζωή ψάχνοντας – στην καινούργια κι επόμενη – ποιό θα είναι το αγαπημένο του μπαρ για να μπει, να κάτσει να μιλήσει, να αστειευτεί και να σκορπίσει «style and class» που δεν θα εμφανιστούνε ποτέ-πια-ξανά, τέτοια.

Αν ο νονός μου ήταν ο πρώτος άνδρας μου, ο Γιώργος Σιούντας ήταν ο τελευταίος. Αν ο Σωκράτης Φώτος ήταν βαρύθυμος λιγομίλητος, ακριβής και προσεκτικός, βαθιά τρυφερός και πληγωμένα δοτικός, ο Γιώργος Σιούντας ήταν μπριόζος παρλάτος, παντελώς ανακριβής και αδιάφορος απολύτως, επιφανειακά σκληρός και τραυματικά αρπακτικός – δεν παίρνω πίσω καμμία μου λέξη. Τί κοινά είχανε; Και οι δυό τους ήτανε άνδρες «καλοί», καλοντυμένοι, καλών τρόπων και εξέχεαν μια καλοσύνη που ξεκινούσε από την καρδιά, περνούσε – απαραίτητα – απ' τους όρχεις τους και τελείωνε τούτη στα χέρια τους, αυτό λέω.

Και κάτι ακόμα, (δικό μου, εγώ): δεν υπάρχουν νεκροί, δεν πεθαίνει κανείς – όσο η αγάπη μας ζει. Και θάλλει τούτη ιερουργεί, κανοναρχεί αυτή και ζωοποιεί, στολίζει εκείνη δακρύζει. Η Αγάπη είναι η ανάσα Ζωής, η ζωϊκή άνασσα τής Ψυχής κι όποιος αυτό δεν δεχτεί, καταδικασμένος είναι να πίνει μόνο νερό και να καπνίζει ατμό.

(Δίνω κι αντίδωρο κιόλας: γι' αυτό οι άνθρωποι φέρουν μυαλό. Ώστε εικόνες και λέξεις να κάνουνε, χάδια κουβέντες να σπέρνουνε, γέλια χαστούκια και αγκαλιές να μοιράζουνε, σκέψεις και μνήμες να θρέφουνε, που δεν θα σβήσουν και δεν θα χαθούνε ποτέ τους.)

Γιώργο Σιούντα να είσαι καλά, είσαι καλά, καλά πάντα θα 'σαι




 

 

 

 


 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 458 φορές Τετάρτη, 22 Ιουνίου 2022 11:53