Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Η νέγρα τού Χίνκλεϋ. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Στην Τζαίην Σαμπαίην

 

Βρισκόμαστε στο σωτήριον έτος 1994, απ' τις πρώτες χρονιές εθνικής ευμαρείας και οικονομικής ευωχίας, ξέφρενων τραπεζικών όργιων και στημένου μαντρώματος πελατών. «Όλα καλά, όλα ανθηρά» που έλεγε ο Βουτσάς και η Ελλαδίτσα τότε ήταν το εικοστό όγδοο (28ο) κράτος στον κόσμο σ' ανάπτυξη – καλά ήμουν κι εγώ, δεν ήθελα περισσότερα στην ζωή μου. Μόλις είχα πουλήσει τρεις μοτοσυκλέττες για να εκδώσω το τρίτο βιβλίο μου (μην ξύνεστε, δεν κάνω διαφήμιση, είναι εκτός εμπορίου), μόλις είχα χωρίσει από την δεύτερη γυναίκα μου και μόλις είχα αντιληφθεί ότι έπρεπε να κάνω ένα προσωπικό scale-down.


Είχα απ' τις τόσες κλασικές μου μοτοσυκλέττες πλέον «ολοκληρωθεί», δεν επιθυμούσα να διατηρώ άλλο τρία (3) γκαράζ και επειδή πάντα διέθετα μόνο δύο (2) ποδάρια, αδυνατούσα ταυτοχρόνως να καβαλλώ και τις είκοσι δύο (22) κυρίες που μου κάνανε την τιμή να με συντροφεύουν. (Είδατε τί καλό κάνει στην αυτοσυνείδηση ο Ζεν Βουδδισμός;) Έτσι λοιπόν ένα γλυκό και πικρό πρωινό, κατέγραψα σε μια κόλλα Α4 όλη την δίτροχη ιδιοκτησία μου και άρχισα δια απλής αντιπαραβολής, σε πώληση να την βάζω. (Εξηγούμαι περαιτέρω όχι προς φράγκων επίδειξη, αλλά προς ιστορίας εμπέδωση, έτσι; Αυτό, το έχουμε τσιμεντώσει ή ν' αφαλοκόψω από τώρα τους γνωστούς ετοίμους-προθύμους;)


Moto Guzzi V7 ή BMW R75/6; Laverda 1000 RGS ή Laverda 1000 3C; Bultaco 350 Sherpa ή Montesa 350 Cota; BSA M20 ή Triumph 3HW; Kawasaki GPZ 900 ή Suzuki 500 RG; Husqvarna 400 WR ή Maico 400 MX; (Ως εδώ μερικά παραδείγματα, για να μην σας κουράζω.) Κι επειδή είχε έλθει η ώρα να ξεκολλήσω απ' τα «κόκαλα» – ένα λεπτό όμως, ας μπούμε πρώτα πιο μέσα με μια ψυχολογική ανάλυση που ούτε ο Ματθαίος Γιωσάφατ μπορεί να συνταγογραφήσει.


Κάθε «εξωτερική» αλλαγή είναι πρόφαση-κάλυψη για την εύστοχη κι αποτελεσματική αποφυγή όποιας «εσωτερικής» αλλαγής – έτσι εγώ λέω. Μην αλλάξουμε το ΕΞΩ μωρέ, γιατί απ' τον εαυτούλη μας κρυβόμαστε, που οφείλει από ΜΕΣΑ πρώτα ν' αλλάξει. Και κάθε-μα-κάθε-φορά σπεύδουμε να καλύψουμε την έσωθεν-«υποχρεωτική» αλλαγή με μια επιλεγμένη-εξωτερική, μη γίνει καμμιά μ@λακία και προχωρήσουμε εμείς, δεν μας πιάσει ο εαυτός μας κορόϊδο για μιαν ακόμη φορά, και οι υπόλοιποι στην ουρά άλλες χίλιες. Έτσι ΔΕΝ έκανα ΚΑΙ εγώ λοιπόν, αντί «βάλ' τα στο δίκαννο άπαντα» που με συμβούλευε σοφά ο Μάστοράς μου ο Ευριπίδης (ΕΝΑΣ είναι ο Ευριπίδης μετά τον αρχαίο τραγικό, Αλεξανδρόπουλος λέγονταν και κάπνιζε Αντινικότ πάντα. Γι' αυτό και πήγε απ' αυτό, καλή του ώρα). Είπα λοιπόν στον εαυτό μου: «Ντανάκο, άρχισε να τα δίνεις 'ζευγάρι', και μάλιστα ένα απ' τα δυό: από Norton Commando 750 και BSA 650 Thunderbolt, δώσε πρώτα το πρώτο». (Γιατί; Όχι φίλοι μου, αν αρχίσω να εξηγώ από τώρα, θα εξαντλήσω την έτσι-κι-αλλιώς περιορισμένη υπομονή σας και θα πατήσετε το κουμπί για το youporn ή το car.gr μιαν ώρα αρχύτερα και στράφι θα πάει όλος ο κόπος τής συγγραφής μου.)


Έτσι λοιπόν, κι αφού πρόσφατα είχε κάνει αυτήν την ανεπανάληπτη «σέντρα» ο πατήρ Bloor (συγγνώμη, μα σαν εμετός δεν είναι το αθώο όνομα τούτο;), βγάζοντας ΕΚΕΙΝΑ τα ΜΟΝΑΔΙΚΑ Triumph – που ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση έχουν με τα σημερινά, κι εδώ «μισό μπράβο» και «μισό αίσχος» δώστε του – σκέφτηκα να φρεσκαριστώ μοτοσυκλεττιστικώς και να ψωνίσω «νέα» Αγγλία. Μόλις μάλιστα τυχαία-εντελώς έπεσε στα χέρια μου ΕΚΕΙΝΟ το προσπέκτους – που ακόμη διαθέτω στ' αρχείο μου και θαυμάζω μαζί με τον πίνακα τού Katsushika Hokusai (葛飾 北斎, 1760-1849) «To μεγάλο κύμα ανοιχτά της Καναγκάουα» που έχω στο πατάρι φωταγωγημένο κι αναρτημένο – δεν αντιστάθηκα διόλου πολύ και ανέβηκα στην οδό Μεσογείων.


Εδώ "enters" όχι η "δρακογενιά" ο Μπρους Λη, μα ο σκέτος Μιχάλης. Σταγκωνάκης this-is, ένας άνθρωπος που θες να τον δείρεις όσο και να τον συγχαρείς, να αδιαφορήσεις γι' αυτόν ή να τον πυροβολήσεις αυτόν. Επειδή όμως είχαμε μια «σύγκρουση» κάποτε, είπα να τον ξεβολέψω και να τον «εκθέσω» my-way, κι έτσι ένα μεσημέρι εμφανίστηκα στην αντιπροσωπεία των Triumph που εκείνος είχε – Μόνος του; Με άλλους; Με κανένανε; Με τον Ρότσιλντ ξωπίσω του; – και ζήτησα για test-ride ένα Speed-Triple 900. «Κανένα πρόβλημα» έφα Μάϊκ, «νά το μπροστά σου, είναι το μαύρο, πάρ' το τώρα και φέρ' το όποτε θες»! Ορίστε κύριοι λοιποί αντιπρόσωποι πώς πουλάνε μοτοσυκλέττες ή κυλόττες, μια καθαρόαιμη Ferrari ή ημίαιμο ζαγάρι, την Motor-Oil ή ένα συνοικιακό κεμπαπτζίδικο. (Τα σωστά να λέγονται, όπως κι οι αυνανίες να ξεφωνιούνται.) Η προθυμία, η άνεση και η επικοινωνία, η σωστή υποδοχή και ορθή εξυπηρέτηση στον πελάτη είναι ο νάμπερ ουάν παράγων-συντελεστής στις Πωλήσεις και το Εμπόριο, στην ανθρώπινη σχέση και την επαγγελματική επιτυχία και όχι το γκρέκικο «ΚΑΙ να σε βάλω στον κουβά θέλω π@#%&στη μου, ΚΑΙ να μη σε κάνω μάγκα με τα λεφτά σου μ@λάκα μου»! (Μεγάλωσα στην Κεντρική Αγορά Αθηνών και το προπροηγούμενο αξίωμα-θέσφατο-δόγμα μού το κάρφωσε στο κούτελο ο πατέρας μου – όταν 17 χρονών μού έδωσε στο χέρι το κλειδί τού χρηματοκιβώτιου και συνάμα την σκούπα τού μαγαζιού – οπότε γνωρίζω άριστα για ποιό πράγμα μιλάω.)


Απλά πράγματα γίνονταν στην αντιπροσωπεία τότε, «επί πρωθυπουργίας» Μάϊκλ μάλιστα. (Γι' αυτό ο MJS γέμισε την πιάτσα Χινκλάκια, αφού πρώτα «έφτιαξε» τούς τότε-κλασικάδες που θέλαν να ξεσαβουρώσουνε και ν' ανασάνουν-κομμάτι απ' τους «τάφους» με τους οποίους τραβιόσαντε και διαζύγιο αυτόματο-επειγόντως ζητούσαν.) Δεν υπέγραψα τίποτα και δεν είπα τίποτε άλλο. Με ταξί είχα πάει άλλωστε, με το demo Speed-Triple γύρισα σπίτι μου – το οποίο είχε 1.500χλμ στρωσίματος-δοκιμών στο «στεφανωμένο» λευκό του κοντέρ – κι όποιος πει ότι τα Veglia-Borletti είναι τα μόνα ωραία λευκά όργανα, τον δέρνει οικτρά η πρεσβυωπία.



Για αρχή το Triumph, νταλικάτο-βαρίδι μού φάνηκε. Σπηντάτο-σκυφτό-κλιπονάτο το ήθελα, μα εκείνο το σωληνομαδέρι ψηλά-κάτω απ' το ντεπόζιτο – εν είδει αντιγραφής τού Fritz Egli – δεν μου άρεσε. Από μούρη; «Φωνάρα». Από ήχο; «Μουν@ρα». Κι απ' τα υπόλοιπα; «Άσε Ντανάκο, θα τα δούμε αυτά αύριο». Όπου το «αύριο» ήταν μια πεταχτή εκδρομούλα η κλασική μου, όχι τίποτα πολύ μα ένα «Αθήνα-Μέτσοβο-σύνορα-Γιάννενα-Πάργα-Αστακός-Αθήνα», κάπου μια χιλιοπεντακοσάρα-plus χιλιόμετρα όπως έκανα ΤΟΤΕ και ΠΑΝΤΟΤΕ εγώ τις δικές μου δοκιμές μοτοσυκλεττών και – ακολουθεί καρφωτή – όχι όπως για φωτογράφηση πάνε διάφορα σημερινά πιτσιρίκια και μετά συγγράφουνε ό,τι τούς στάξει ο πολυχρονεμένος ιδιοκτήτης και μέτοχος και εκδότης και διευθυντής σύνταξης και κυρίως παντογνώστης ξερόλας – αλλά για αυτά, στο επόμενο πόνημά μου... (Πάντως για να λέμε και την αλήθεια, τα μειράκια τούτα ΔΕΝ αντιγράφουν τα Δελτία Τύπου των αντιπροσωπειών, στο λογιστήριο είναι μονίμως στραμμένη η προσοχή τους.)


Ήμουνα έτοιμος. Ήμουν στην ώρα μου. Και ήμουν γενναίος. Και τούτοι ήταν οι τρεις απόλυτοι λόγοι που μόλις παρέδωσα επιστρέφοντας στην Αθήνα το Triumph, είπα στον Μιχάλη «κάν' τα χαρτιά της, την πήρα». Πώς «δέθηκε τ' ατσάλι» στον σοσιαληστρικό ρεαλισμό; Ε, ακριβώς έτσι κι αντίθετα δέθηκε χειροπόδαρα, ψυχόμυαλα και καρδιονεφρικά ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ με τούτη την «νέγρα». (Και σας συνδέω πάραυτα με το προηγούμενό μου και «αδελφό του» διήγημα, «Η νέγρα τού Χαρτούμ».) Όταν ξύπνησα εκείνο το χάραμα στις Δρυμάδες και είδα το Speed-Triple στο μποστάνι δίπλα γερμένο στο σταντ, με τις πρωινές δροσοσταλίδες κεντημένο-πασπαλισμένο, μου κόπηκε η αναπνοή. («Μπααα, παραισθήσεις έχω απ' την κούραση, τα γκάζια και τα χιλιόμετρα» είπα.) Μπήκα μέσα, έφτιαξα τον δυνατό γαλλικό μου καφέ και ξαναβγήκα στο χαγιάτι. Και μόλις όλο το μάτι μου άνοιξα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό και είδα το εννιακοσάρι μαύρο βουβό, πρησμένο και τορνευτό, κοφτερό και καμπυλωτό, ασύλληπτο κι απερίγραπτο ... μού τελειώσαν οι λέξεις. Κι οι σκέψεις. Και η ανάσα μου ξανακόπηκε.


ΑΥΤΟ ακριβώς είναι το satori – η επιφοίτηση – στον Ζεν Βουδδισμό. ΑΥΤΗ ακριβώς είναι η «στάσις» πριν τον θάνατο και μέχρι η ζωή να ξανάρθει. Κι ΑΥΤΑ είναι τα άρρητα συναισθήματα που μας κάνουν ανθρώπους πρώτιστα, άντρες μετά και μοτοσυκλεττιστές τελικά. Τί "love at first sight", αφήστε το αυτό για τις γκόμενες που διαβάζουν Μαντά. Τί «εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος», αυτό αφήστε το για τα καψουράκια τού Μάκη Χριστοδουλόπουλου. Τί «τα εί'α ό'α 'ε μα'άκα», αφήστε κι αυτό για το πρεζάκι τής γειτονιάς σας. Άμα κάτσετε να το εξηγήσετε, δεν θα μπορέσετε κι αφού δεν μπορείτε, γιατί να το εξηγήσετε; ("It'll save you some lung-power" που είπε ο τότε-κούκλος Μίκυ Ρουρκ στο Year of the Dragon προτού κατρακυλήσει στο The Wrestler επίπεδο, και τον συμπονέσω εγώ που δεν διαθέτει πρόχειρο ένα ροζιασμένο στασίδι για να πιαστεί, ν' ακουμπήσει.)


Δεν είναι οι γραμμές της. Δεν είναι το δούλεμά της. Δεν είναι το πυργωτό ντεπόζιτο, το μικρούλι κλιπόν, οι δύο οι «καρμπονάτες» οι μπούκες. Δεν είναι το χρώμα της, δεν είναι το καπάκι-μονόσελλου, δεν είναι οι φρενάρες, οι λαστιχάρες, οι οργανάρες της. Είναι απλά το ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΔΕΣΙΜΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥ και ΜΗΧΑΝΗΣ και θα παραθέσω δύο Μεγάλων Προσώπων τής Τέχνης τα dicta και παραδείγματα, να μιλήσουν εκείνα και όχι εγώ, να διδάξουν εκείνοι και προπάντων εγώ όχι:


1/ Στην ταινία Οι γέφυρες τού Μάντισον, ο δωρικού-ρυθμού Κλιντ Ήστγουντ λέει στην ιωνικού-ρυθμού Μέρυλ Στρηπ: «Αυτή η βεβαιότητα του πραγματικού έρωτα έρχεται μόνο μία φορά στη ζωή σου» και 2/ Στην ταινία Ιστορίες τού Μπρονξ, ο κορινθιακού-ρυθμού Τσαζ Παλμιντέρι λέει στον τουρλού-ρυθμού Λίλλο Μπρανκάτο: «Oι μεγάλοι έρωτες έρχονται – σαν τους μεγάλους μποξέρ – τρεις φορές μόνο στην ζωή μας. Ένας κάθε δέκα χρόνια».


Καταλάβατε; (Συνεχίζουμε.) Όχι; (Ξαναδιαβάστε τα ανωτέρω αργά μέχρι να καταλάβετε, και μόνον-ύστερα πάμε.) Άπαξ και ταιριάξει ο ανήρ κι η μοτό, θα κάτσω να ρωτήσω εγώ πεθερικά ή περιοδικά; Άπαξ και φτύνουν τα Weber στην Miura σας, θα κάτσετε να ψαχτείτε εσείς με avgas και ζιγκλέρια; Άπαξ και τονε βλέπετε μωρέ τον Κωστάκη π.χ./τον Γιωργάκη π.χ/τον Αλέξη π.χ. τί κίλλερς-φλώροι είναι, πάτε και τους ψηφίζετε δαγκωτά «για τους μισθούς και συντάξεις» μετά; Εμ η αμφιβολία κύριοι είναι η αρχαία Κερκόπορτα και ο σύγχρονος Δούρειος Ίππος, η αμφιβολία είναι η ρουφιάνα αιτία απάντων των μετέπειτα οδυρμών, γιατί αυτή ΗΔΗ κρύβει μέσα της λογισμό-υπολογισμό, συμφεροντάκι κι εναγκαλισμό, "I do for you-you do for me" λένε οι σωστοί οι αμερικάνοι αλλά ΔΕΝ τους ακούτε εσείς, ΟΥΤΕ όταν ΠΡΕΠΕΙ. (Κι αν σας ρωτήσουν ποιός σας τα λέει αυτά, μην τους πείτε ο Ντάνης ο ΦΩΤΟΣ απ' την Κυψέλη. Πείτε τους ο Κοέλιο κι ο Ολάντ, η Δήμητρα Λιάνη κι η Κική Δημουλά, ο Ζουράρις και ο Λιακόπουλος, ο Στηβ Τζομπς και ο Σόρρος.) Ένιωσα εγώ ΤΟ σκίρτημα μέσα μου για την «νέγρα» εκείνη; Πάει τελείωσε, η εμπειρία αυτή είναι δική μου-κατάδικη, και το «κατάδικη» με την έννοια τού ότι είμαι κατάδικός της παντοτινά, με αλυσίδες σωματικές και την μπάλα στο κεφάλι μου μέσα. Ένιωσα εγώ ΤΟ σκίρτημα, εκείνο το μούδιασμα το ψυχικό, εκείνο το χάδι το αισθησιακό την στιγμή που συνέλαβα μέταλλα-λάστιχα-πλαστικά να 'χουνε γίνει ΕΝΑ με τα χέρια, το κορμί, το μυαλό μου; Πάει τελείωσε, η εμπειρία εκείνη είναι «δική μου» πάντοτε προπαντός, και βάζω εγώ εισαγωγικά γιατί – θα ντριμπλάρω γερά – ΜΟΝΟ εάν βιώσεις πώς το «δικό σου» ΔΕΝ είναι στενά-εγωιστικά-ωφελιμιστικά πάρτη σου, ΤΟΤΕ θ' αντιληφθείς πόσο ΔΙΚΑ σου κι αληθινά-φωτεινά-παντοτινά είναι ΤΑ ΠΑΝΤΑ για σένα. («Τσσσς» ακούω την καφετιέρα να φρικιά πίσω μου, την φλάντζα τού εγκεφάλου σας να έχει καεί κι εμένα να με περιμένουν άλλες τόσες σελίδες.)


Mε τον Μιχάλη «τα βρήκαμε»: του έδωσα το ολικά-λεπτομερώς-ακριβά restored κατακόκκινο Moto Guzzi V7, το unrestored μα ψυχάρα BSA 650 Thunderbolt και επιπλέον λεφτά, και πήρα την «νέγρα» μου. Κι έκτοτε τριγυρνούσα στην Αθήνα ολημερίς κι ολοβραδίς κι εδώ επιτρέψτε μου να μαρινάρω το αφήγημα με το πρέπον στοιχείο τού σεξ – καθώς ξέρω πόσο το περιμένετε, πόσο το θέλετε, και δίχως αυτό να συνεχίσετε να με διαβάζετε δεν μπορείτε.


Ως μοναδική μοτοσυκλέττα μου είχα για εκείνη την διετία 1994-1996 την «νέγρα» μου. Μ' αυτήν ξύπναγα το μεσημέρι να πάω για ένα εσπρεσσάκι στο Κολωνάκι πριν την άσκηση, και μ' εκείνην επέστρεφα τα χαράματα για να πιώ ένα εσπρεσσάκι στης ξανθιάς το βεραντάκι, προτού πέσουμε στο κρεββατάκι, και κοιμηθούμε ως το μεσημεράκι, ύστερα από μια εποποιία «σεξάκι» – το αντίθετο ακριβώς δηλαδή απ' το πώς εννοεί την «ανταλλαγή σωματικών υγρών» η γενιά τής LΙFO! Και την ενθυμούμαι την κουκλάρα εκείνη όχι για τα γαλανά της ματάκια, όχι για τα ποτηρίου-σαμπάνιας μικρά της βυζάκια, ούτε για τις κυκλοθυμικές μανουρίτσες της, όποτε τής υπερχειλίζαν τα οιστρογόνα κι έπρεπε τον γκόμενο προπαντός να τον λούσει μ' εκείνα! Όχι. Την Τζαίην την θυμάμαι – και θα την θυμάμαι μέχρι ν' αναστηθεί ο Moana Pozzi – από ΔΥΟ κουβέντες της που τις είπε ΚΑΙ τις δυό ΣΟΒΑΡΑ-ΔΥΝΑΤΑ-ΚΑΘΑΡΑ, (κι όταν μια ξανθιά σάς πει οτιδήποτε ΕΤΣΙ, τον Μωυσή με τις εντολών-πλάκες του τον έχετε για να σας βάζει πλακάκια).


1/ Είμαστε μόλις «στα πρώτα ζουμιά», το 'χουμε το στρώμα μουσκέψει για τα καλά, τα ερωτικά μας υγρά έχουνε τρέξει στο πάτωμα, έχουνε βγει στο μπαλκόνι κι έχουνε πλημμυρίσει κάτω το πάρκινγκ-ακάλυπτο όπου βρίσκονται η «νέγρα» μου και το δικό της το Harley. Σηκώνομαι εγώ να πάω στο μπάνιο να διαπιστώσω στον καθρέφτη αν μου 'χουνε μείνει τίποτα πόντοι αρκετοί κι ικανοί προς κατούρημα, το αργώ λίγο το θεματάκι στο ψάξιμο και νά σου η εν λόγω πυρωμένη διμέτρου, να με κοζάρει μ' εξεταστικό μάτι απ' την κάσα τής πόρτας. (Παρένθεση απαραίτητη, όχι προς αυτοδιαφήμιση - άντε πάλι, αλλά προς εικονογράφηση: γυμναζόμουν, πολύ, πάντοτε. Και τότε διέθετα ενάμισυ τόννο σίδερα δικά μου-αποκλειστικά, ένα κομπλέ body-building γυμναστήριο στο διαμέρισμά μου στον τέταρτο όροφο στην Κυψέλη. Πράγμα που σημαίνει πως ήμουνα «τούμπανο», «κομμένος-αμπαλαρισμένος», «φέτες-κομμάτια» και τώρα ζηλέψτε εσείς όπως θέλετε.) Και μόλις η σινιορίνα με είδε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ στο φως, γυμνό και σκυμμένο ποζάροντας μια "διπλή οδοντωτών-ραπτικών" μπας κι ανακαλύψω ίχνη τού καταλλήλου οργάνου, με μπιστόλησε η γυνή με το ωραιότερο κι ακριβότερο κομπλιμέντο που μου έχουνε ποτέ κάνει: «Μωρό μου, όταν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, δεν κ@υλώνεις;» η μπλόντυ με κάρφωσε, κι εγώ από την αποφράδα εκείνη στιγμή τής λατρείας κι αποθεώσεως, βλέπω γυαλί κι αλλάζω στενό, τόσο ταπεινή και χαμηλοβλεπούσα κατάντησα. (Αν φρενάρατε μ' εμένα και την διήγηση, να επανέλθετε στο ΧΧΧVIDEOS που λέγαμε, δεν κάνει να διαβάσετε παρακάτω.)


2/ Έχουμε βγει με την τρελή ένα βράδυ, (γιατί, μείναμε μέσα να μας δει και το σπίτι καμμία φορά;) Κι αφού δεν αφήσαμε μπαρ-για-μπαρ και ποτό-για-ποτό, πήραμε την ζικζακοειδή στράτα για το κονάκι μου, ν' ασχοληθούμε με μια μορφή πρώιμου crossfit που αν το ξέραν οι χιπστεράδες σήμερα, σιδεράδες θα ήντουσαν και όχι κινητές εκθέσεις ταττού, μουσιών κι αδερφίλας. (Νά και το σεξιστικό σχόλιό μου, χεχε!) Κι όπως βρισκόμασταν στην οδό Πατησίων χαράματα εκεί στον ΟΤΕ, όλο και φρέναρε η δικιά μου με το 883, όλο και πίσω μου έμενε κι εγώ όλο έκοβα να με φτάσει. Κάποια στιγμή επειδή εγώ βιαζόμουνα – όπως πάντοτε βιάζομαι, όταν έχω να βοτανίσω κορμί – τής λέω «Έλα μανίτσα μου στο λιμάνι τής κλίνης μας να προσπέσουμε, έλα και σου 'χω τον δυναμίτη αναμμένο με τριανταδυό-πόντους φυτίλι τουλάχιστον!» και τί μου απαντά εν-κινήσει η θεά; «Προχώρα μπροστά μου μωρό μου συνέχεια, θέλω να σε κοιτάζω έτσι όπως σωματικά ταιριάζεις με τη 'νέγρα' σου, έτσι όπως τα πόδια σου τη μαγκώνουν την πνίγουν τα χέρια σου, τα δόντια σου της έχουν καρυδώσει τους εκκεντροφόρους και γουργουρίζει το εμπειρίκιον πορνίδιον από κ@ύλα»! (Συμφωνώ κύριοι, ομολογώ το τερμάτισα, κι αν τα επόμενα δύο λεπτά ξαναδιαβάσετε από μένα για πολλαπλούς οργασμούς και σερνικοθηλυκές συνευρέσεις, στο οπλονομείο των διαχειριστών τής Ομάδας μας παραδώστε με, να με κρεμάσουν ετούτοι απ' τον ιστό τού Διαδίκτυου και να 'ρθει ο Ασάντζ να με κατεβάσει όποτε λευτερωθεί τούτος.)


Τ' ακούσατε φίλοι μου πιστοί, τί είπε η γυνή; (Γιατί όποιος δεν ακούει τί του λέει η γυναίκα του, εννιά μήνες μετά κάνει τον πελαγωμένο-πληρώνοντα, σε ό,τι άσπρη μπλούζα φοράει στο μαιευτήριο μέσα. Ενώ έξω απ' το παράθυρο τον κοζάρει ο πελαργός, και τον μουντζώνει με πούπουλα και φτερά, με στόμα και πόδια!) Άπαξ και ΜΙΑ γυναίκα διέθετε ΤΟΥΤΟΝ τον οφθαλμό και είπε ΤΕΤΟΙΑ κουβέντα, εγώ την Τζαίην μεν δεν παντρεύτηκα (δεν ήτανε για ρύζια η ζουρλή, καθώς είχε αλλότριες προς εαυτόν της υποχρεώσεις), αλλά με κουμπάρα αυτήν, τουμπάρισα το σενάριο και την «νέγρα» μου στεφανώθηκα – τέλος. Εντός προσεχώς χωρίσαμε κιόλας, καθότι δεν γίνεται παρ' υμίν να διαθέτεις ΚΑΙ γυναικάρα (έστω νέγρα) ΚΑΙ κουμπάρα (έστω ξανθιά) – κάποια στιγμή μια απ' τις δυό θα τσακωθεί με την άλλη κι εγώ είχα ήδη καταθέσει την ψήφο μου στο εκλογικό τμήμα τού Χίνκλεϋ, (μέσω Χαρτούμ βέβαια).



Σόρρυ συνάδελφοι, αλλά αν μπήκατε εδώ, στην δική μου ιστοσελίδα για να διαβάσετε για μετίκιουλους ρεστωρέσιον και ριντίκιουλους παρτς, για καμμιά τιμούλα φτηνή ή καμμιά εκδήλωση που θα την δείξει η κοσμική τιβί – καλά κάνατε που μπήκατε, μα δεν έχει «μεροκάματο ή λεζάντα» εδωπέρα. Τιμή μου που «με» διαβάζετε, μα δεν διαβάζετε εμένα: διαβάζετε για το πώς μια μοτοσυκλέττα μπαίνει ΜΕΣΑ στον και γίνεται ΕΝΑ με τον άνθρωπο, και μάλιστα απ' τον κόπο και το μολύβι ενός άριστου-και-γι' αυτό-άγνωστου συγγραφέα. Να κάτσω τώρα εγώ να γράψω πώς φρέναρε το Speed-Triple, πόσο καίγανε τα «μικούνια», πόσο «πάει» ένα «χρέπι» σήμερα – το θεωρώ προσβολή ΚΑΙ στον Χρόνο, ΚΑΙ στον Χώρο. Αν είναι Σ' ΑΥΤΗΝ την ΖΩΗ ΜΑΣ να κολλήσουμε ΔΙΑ ΒΙΟΥ και ΕΣΑΕΙ στα σίδερα στα μέταλλα στα πλαστικά – ε, τότε στο εφηβικό ποδηλατάκι μας να γυρίσουμε, στης νιότης μας την ταλαιπωρημένη ακμή, στην μπάλλα στην αλάνα εκεί στο οικόπεδο χέρσο. Αν πρόκειται τα πάντα ν' αλλάζουνε – το είπε ο κύριος Ηράκλειτος και ο Γιώργης ο Μαργαρίτης – κι εμείς να μένουμε γαντζωμένοι απ' το πορτοφόλι και την γκαζιέρα, απ' την μούρη και το γκαράζ, απ' την ιδιοκτησία και την φιλαυτία, thanks but no thanks. «Δεν είναι όλα για όλους» – αυτό εγώ το 'χω πει κι ευχαρίστως τα πάντα προθύμως παραχωρώ σε φίλους κι εχθρούς, καθώς μεγάλη υπηρεσία μού προσφέρουνε, όσο κι αν δεν το καταλαβαίνουν. «ΌσΑ λιγότερΑ ΕΧΕΙΣ, τόσΟ περισσότερΟ ΕΙΣΑΙ» και προσέξτε ξαναδιαβάζοντας τί έχω γράψει εδώ, γιατί ουδαμώς φταίνε τα μηχανάκια ή τα γυναικάκια, τα άφαντα τα λεφτάκια ή τα κακόμοιρα τα κορμάκια.


Γι' ΑΥΤΟ η Ελλαδίτσα – θα το ξαναπώ, τζάμπα είναι εξ άλλου – έφτασε εδώ πού 'φτασε. Γιατί ο ΚΑΘΕΙΣ νόμιζε και νομίζει πως ΑΥΤΟΣ είναι και ΑΛΛΟΣ ουδείς, πως χάρη μάς κάνει ο είς που τσουλά την δίκυκλη επένδυσή του στον δρόμο μας, δωρεά μάς ποιεί ο έτερος που κρατά την φαλιρισμένη του εταιρεία για το μεροκάματό μας, που μας καταληστεύει το άκρατο και ακράτητο «Κράτος» στους φόρους, προκειμένου κάάάποτε να διορίσει τον γιόκα μας. Ώπα αμίγκος κομπανιέρος: καλή η «νέγρα» και άντε, μ@λάκας ο ΦΩΤΟΣ (χαχαχα), μα όποιος νομίζει πως το κάρμα του μηδενίζει με το που αναπόδραστα στην κάσα του ξάπλωσε, είναι ΚΑΙ βαθιά γελασμένος, ΚΑΙ ρηχά νυχτωμένος.


Ανάσα, βαθιά ανάσα, και συνεχίζουμε. (Αν είχα μυαλά τότε, δεν θα 'μουν εδώ που 'μαι σήμερα, να έχω επιτέλους και ευτυχώς απ' την παλιά συλλογή κρατήσει μόνο μία Φλορέττα.) Γι' αυτό πήγα κι αντάλλαξα στην διετία την «νέγρα» – ο άπιστος ο απαράδεκτος ο άχρηστος, ναι βρίστε με όσο θέλετε, έχετε δίκιο – και πήρα ένα άάάλλο κουκλί, το TRIUMPH Daytona 900 Super Three, μ' εκείνη την μοναδική βαφή και την μοτερούκλα τής Cosworth, τις εξαπίστονες Alcon και τα σπαρτά καρμπονάκια που τότε δεν τα φόραγε ούτε ο τεξανός Σβαντζ. (Τί λέει ο λαός; «Νά μυαλά, πού μυαλά» ή «στερνή μου γνώση, να σ' είχα πρώτα». Δεν πειράζει, εγώ και με τον Μαργαρίτη βολεύομαι που δια πενιάς Τάκη Μουσαφίρη «Κοίτα τα έργα σου» έψαλε και το 'χω λειώσει το βινύλιο πλέον.)


Αλλά υπάρχει ΠΑΝΤΟΤΕ στην ζωή ένα ΑΛΗΘΙΝΟ, ΠΙΚΡΟ ίσως, μα ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ τέλος. Η «νέγρα» πουλήθηκε σε ένα παλικάρι απ' την Κρήτη που αγόρασε – όχι μια  οποιοδήποτε "Τρίπλα" που θέλαν να του πασάρουνε – μα «τη νέγρα του Φώτου». (Κάτι τέτοια κεντήματα ψυχικά μού κάνανε τότε οι αναγνώστες μου, και οι ζηλιάρες εκδότες αρμέγανε την χολή τους μπας και πήξουνε την κολίτιδά τους.) Εγώ – όπως έχω ήδη γράψει αλλού – άπαξ και έκλεισε το συρτάρι κι η πόρτα πίσω μου, τα έσβησα όλα. Αρμένιζα πλέον στο 1998, είχα ανταλλάξει και το Super Three με ένα – τί άλλο; – καινούργιο Speed-Triple ψεκαστό, εκείνο με τις διπλές εξώφθαλμης-βρογχοκήλης ματούκλες του και αντί για ψηλή και ξανθιά, οριζοντιωνόμουν με μία κοντούλα μελαχροινούλα χορευτριούλα, με μία δίδα ιταλιδοελληνίδα ατθίδα, που ανέβαινε πίσω στην σέλλα κι απ' το αεράτο σπαγκάτο παίρνανε μάτι το «αγνοούμενο» στρινγκ, ακόμα και οι πιλότοι των AWACS!


Kι όπως έχουμε κατεβεί έναν Αύγουστο στην Μονεμβασιά για τριήμερο, χτυπάει το κινητό στον Κοσμά κι είναι ένας αναγνώστης μου απ' την Κρήτη λέει, που θέλει «να μου πει κάτι» λέει, πως «πάει η 'νέγρα' σου Ντάνη» μού λέει, «πάει κι ο Νίκος επάνω της» κλαίει, πάνε όλα χαθήκανε άπαντα. Κι έχω μείνει εγώ στο οροπέδιο με σαράντα βαθμούς, την ημίγυμνη Ντονατέλλα να εκχυμώνει γιαρμάδες μέσα στο αυτοκίνητο, το κοπέλι απ' το τηλέφωνο να βογκάει πνιχτά και να με πληροφορεί πώς σκοτώθηκε ο ιδιοκτήτης «της νέγρας σου», «ναι, μ' εκείνη ρε Ντάνη, επάνω της», καθώς πνιγμένος ο κρητίκαρος στο αλκοόλ μέχρι τους καθρέφτες, «αντί να παέ' δετσιά», επήγε τυφλωμένος-ζαλισμένος-αυτοκτονημένος ευθεία. Γονάτισα. (Έχετε γονατίσει ποτέ; Όχι; Ε τότε δεν ξέρετε πόσο μακριά απ' την μετάνοια και συγχώρεση, ταπείνωση και ανάσταση, επιφοίτηση κι αναχώρηση είστε.) Γονάτισα μέσα σ' εκείνη την πυρακτωμένη πελοποννήσια ερημιά κι έκλαιγα και εγώ βαθιά και πικρά για τον άσκοπο(;) θάνατο ενός άγνωστου νέου – ΟΧΙ γιατί έπινε ο άνους πολύ (πολλοί πίνουνε, αλλά αυτό τούς κρατάει), ΟΧΙ γιατί την «νέγρα» στουκάρισε (στα τέτοια μου εμένα τα σίδερα, εδώ εγώ την Djelimbi παράτησα στην Αφρική, τα μηχανάκια θα κοστολογήσω;), αλλά γιατί ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΤΑ ΦΕΡΝΕΙ Η ΖΩΗ, είναι αδύνατον ν' αμυνθείς, έστω να την αντιμετωπίσεις. (Τότε δεν είχα το «άνοιγμα» και την κατανόηση που 'χω σήμερα, δεν είχα τους κάλους στα γόνατα και τα άνθη στην καρδιά μέσα, δεν είχα το πορτοφόλι αδειανό και την ψυχή μου λειμώνα πέτρινο και χλωρό, όπως τώρα.) Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τίποτα φίλοι μου, και όποιος σάς πει το αντίθετο ή ψυχίατρος είναι κολπατζής, ή της γειτονιάς σας ο βουλευτής.


Ορίστε λοιπόν εγώ, μπροστά στο δανεικό Starlet μέσα στου Πάρνωνα την σαβάννα, γονυπετής με το κινητό καρφωμένο στ' αυτί να ακούω πώς ο Νίκος πήγε ευθεία με τουλάχιστον 120χλμ. στην στροφή, και την φύτεψε την «νέγρα» στο κρητικό χώμα. (Και θυμήθηκα και με έκοψε βαθιά τούτη η μαχαιριά, την Djelimbi την πρώτη που στο σπίτι μου ήρθε φορά, και μου έδωσε ένα σακκουλάκι σιωπηλά και δειλά. Το ανοίγω εγώ και τί να δω μέσα; Χώμα. Ναι κύριοι, ναι φίλοι μου, χώμα. Για εκείνη την γυναίκα τής Νουβίας ερήμου, το μεγαλύτερο δώρο ήταν το χώμα τής γης, το χώμα που περιέχει και θρέφει, που γεννά και κρατά, που υποδέχεται ξανά μέσα του ό,τι ζωή τού 'χε κάποτε δώσει. Στο χώμα επέστρεψε ΚΑΙ το παιδί, ΚΑΙ η «νέγρα» ως μηχανή αν έχει ως σκραπ πεταχτεί, ΚΑΙ η Τζελιμπί κάπου θα έχει θαφτεί, αφού μετά από μένα στο Νταρφούρ στο χωριό της επέστρεψε, και εκεί από χέρι μίσθαρνου εμφυλιοφονιά κατεσφάγη. «Χους ει και εις χουν απελεύσει» λένε – my ass, η Ζωή την Λογοτεχνία προσπερνά και ο Θάνατος όλους.


«Δεν υπάρχει τίποτε» λέει ο Βούδδας, ΠΕΡΑ από γέννηση-αρρώστια-γηρατειά-θάνατο. «Όλα υπάρχουν τώρα κι εδώ» λέει ο Όσσο, ΜΕΣΑ στην γέννηση-αρρώστια-γηρατειά-θάνατο. Και τί λέω εγώ, (που ποιός είμαι ο νάνος «εγώ», τούτων των Γιγάντων να έπομαι και να ομιλώ); Μοτοσυκλέττες υπάρχουνε, γιατί υπάρχουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι υπάρχουν, γιατί υπάρχουν αισθήματα. Και αισθήματα υπάρχουν, γιατί υπάρχει ο ήλιος κι η γη, η αγάπη το μίσος, τα κύμματα τα λουλούδια τα σύννεφα, ο άνθρωπος ο πόλεμος κι η ειρήνη. Τα πάντα υπάρχουνε, τα πάντα αλλάζουνε και μόνον η Ψυχή μένει, το Πνεύμα είναι το δικό της το άρωμα και τούτα τα δυό – ζυμωμένα και ζυγισμένα απ' τις θεές Τύχη κι Ανάγκη – κυβερνάνε την Ύπαρξη, όποια κι αν είναι. Εγώ που τα γράφω αυτά, εσείς που αυτά τα διαβάζετε και μ' αργαλειό τις λέξεις μου πλέκετε το υφαντό τής Ζωής μας. Της κοινής μας μιάς και δικής μας Ζωής – είτε ως εγγλέζα βαφτισμένη σε «νέγρα» εμφανίζεται, είτε ως Νουβία καλλονή από μένα λατρεύτηκε και μετά ως λεία πολέμου από χασικλωμένους σκυλάραπες ξεσκίστηκε, είτε ως σχωρεθείς Νίκος Μπαχαρμπάς απ' την Κρήτη αφού ήπιε τον άμπακο, κατόπιν στον τάφο κατήλθε.


Για τις «νέγρες» μου λοιπόν έγραψα τα δυό μου αισθαντικά και σκληρά διηγήματα τούτα. Για την μελαψή Τζελιμπί τού Χαρτούμ και για την μέλανα Σπηντ-Τριπλ απ' το Χίνκλεϋ. Και μέσω εμού και των λέξεών μου περάσαν μπροστά σας και μέσα σας άνθρωποι και σκηνές, χαρές και κουταμάρες τρανές, κέφια και γέλια, λάθη κι εγκλήματα. Ας μην πω τίποτε άλλο εγώ, έχουν μιλήσει και θα μιλούν εσαεί οι «ήρωές» μου – που δεν είναι καν δικοί μου «ήρωες». Γιατί ο καθείς στην ταινία τής δικής του ζωής είναι «Ο» πρωταγωνιστής, και ως ΜΟΝΑΔΙΚΟ και ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ έργο του έχει όχι να αιματοκυλίσει το box-office, μα αυτόν τον ρόλο ακριβώς να ΜΗΝ τον ντυθεί και να ΜΗΝ τον υποδυθεί, προκειμένου την ΔΙΚΗ ΤΟΥ ταινία να ζήσει, να απολαύσει. Πρέπει όμως πρώτα να καταβυθιστεί στο «Αμάν» για να επιφανεί στο «Αμήν» και επιπλέον οφείλει – Ο,ΤΙ στην πορεία του φορτωθεί, ΑΥΤΟ να τολμήσει να το ακουμπήσει. Τότε και μόνο θα νιώσει πως βρίσκεται βαθιά και ζεστά μέσα στην γη, την ίδια ώρα που θα πετάει ψηλά και θα τον πυρακτώνει ψυχρά ένας ήλιος συγγνώμης συγχώρεσης, ελπίδας και λύτρωσης, ευτυχίας κι αγάπης λαμπρής – τίποτε άλλο.

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016

Διαβάστηκε 2390 φορές Παρασκευή, 11 Νοεμβρίου 2016 14:31