Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Η νέγρα τού Χαρτούμ. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


Στον Γιώργο Γκίκα

 

Για να πάρει την σωστή της ανάπτυξη τούτη η παλιά ιστορία, είμαι υποχρεωμένος να πάω πίσω στον Χρόνο. (Και να εκθέσω και κάποια προσωπικά, ίσως κουραστικά, μα βασικά για της πλοκής το ξεδίπλωμα.) Όχι όμως πολύ, κάνα τέταρτο τού αιώνα πολύ, βάλτε εικοσιπέντε-καί χρόνια. Πατώντας λοιπόν το "rewind" στο βίντεο, να πω ότι τότε ήμουν διπλωμάτης καρριέρας και επειδή στο Υπουργείο ως πασόκο με «σφράγισαν», με στείλανε δυσμενή μετάθεση στο Σουδάν, το φθινόπωρο τού 1990!


Χα! Τα πουλάκια μου!! Για τιμωρία νόμισε η Δεξιά πως εκεί μ' έστειλε κι εγώ άνοιξα επιτέλους εκείνο το αραχνιασμένο malt να το γιορτάσω δεόντως. (Είχα τα πλάνα μου.) Καθώς δεν ήμουν απ' τους καρριερίστες αυτούς που επειδή γλύφουνε ως το σοβατεπί ό,τι στους διαδρόμους κυκλοφορεί και τηλεφωνούν δουλικώς σε όποιον παρφουμέ νταβατζή φορά σεβαλιέρα, όλη η ξινίλα και η πίκα τού ΥΠΕΞικού Μητσοτακέϊκου έπεσε πάνω μου, αφού δεν τσακίστηκα να προσέλθω εγώ, να προσφέρω «γην και ύδωρ» στους φρέσκους και λυσσασμένους «ιδιοκτήτες» τού «μαγαζιού» – τί να σας λέω και να μην μπορείτε ν' αντιληφθείτε τί παίζεται εκεί μέσα. (Τα έγραψα αυτά με τον δικό μου τρόπο στο βιβλίο μου «Ελένης νήσος», αλλά για τούτο άλλη φορά.)


To cut a very long and painful story short (και συγχωρείστε μου τα γαλλικά προκαταβολικά), ως σωστός και αδιάφ(θ)ορος υπάλληλος τού Ελληνικού Δημοσίου εμφανίστηκα στην διορισθείσα θέση μου και στρώθηκα στα νέα καθήκοντά μου. (Αφήνω άλλο ένα τεράστιο θέμα για το τί ΑΚΡΙΒΩΣ κάνουν και ΠΟΣΟ εργάζονται οι "untouchables" Έλληνες Δημόσιοι Υπάλληλοι, και προχωρώ στην προσωπική μου ιστορία.)


Στην Πρεσβεία, δουλειά δεν υπήρχε, (που ν' αξίζει «δουλειά» να την πεις). Και να υπήρχε, ο πρέσβης έκανε δυό (2) ολόκληρες εργάσιμες μέρες για να συντάξει ένα (1) απλό υπηρεσιακό τηλεγράφημα, χώρια δε που το σκάλιζε με πέννα – μια πέννα όχι Mont Βlanc τουλάχιστον – αλλά απ' τις άλλες τις πανάρχαιες με το φτερό(!), βουτώντας κάθε δευτερόλεπτο την μύτη της στο μελανοδοχείο!! (Το πιάνετε το σκηνικάκι, ή ν' αρχίσω από νωρίς τις ακρότητες;) Η όποια δουλειά μου τέλειωνε στις τρεις, μάλιστα επειδή στο Ισλάμ η αργία είναι Παρασκευή, εμείς απολαμβάναμε τετραήμερη-εργασίας-βδομάδα. Ελάχιστη δουλειά, μηδέν υπηρεσιακό ενδιαφέρον, αμέτρητος ελεύθερος χρόνος, ένα-μόνο-έτος παραμονής στο δυσμενές πόστο αυτό και πέντε χιλιάδες δολλάρια (USD #5,000#) ΤΟΤΕ τον μήνα – αντιλαμβάνεστε γιατί γελούσα από μέσα μου. (Σας είπα, είχα τα δικά μου τα πλάνα.) Ως διπλωμάτης, δεν επιθυμούσα διόλου να υπηρετήσω σε Βρυξέλλες ή Άγκυρα, ΟΗΕ ή Στρασβούργο, Παρίσι ή Ουάσινγκτον: 1ον/ γιατί είχα όλο τον χρόνο, τους βαθμούς και την καρριέρα μπροστά μου και 2ον/ γιατί ως νέος ήθελα πρώτα να ζήσω την «περιπέτεια» ενός εξωτικού πόστου. (Ακριβώς με ό,τι παραμυθιάζονται όποιοι κατατάσσονται στην Λεγεώνα των Ξένων κι ύστερα αυτοπυροβολούνται για να γλυτώσουνε.) Αν δεν πάω τριανταπεντάρης και μπάκουρος, ελεύθερος και ευκίνητος π.χ. Αφρική, πότε θα πάω; Ως «σεινάμενη-κουνάμενη πρέσβειρα» να ιδρώνω μέσα στο φράκο και να χαριεντίζομαι με τους φύλαρχους, πνίγοντας την αηδία μου και την «πίπα» μου στο ουΐσκυ; (Ξανά λοιπόν: 1ον/ οι φύλαρχοι είναι γ@μάτοι μεν, φονιάδες δε, 2ον/ το ουΐσκυ μου δεν το 'χω για ψυχοφάρμακο, το 'χω για σοβαρή παρέα αντρική μαζί με το πούρο, το βιβλίο και το πικάπ και 3ον/ δεν ιδρώνω ποτέ μέσα στα ιταλικά fatti-a-mano κοστούμια μου, καθώς τακτικότατα μουσκεύω στις αθλητικές φόρμες μου μέσα.)


(Μα σας είπα, είχα τα πλάνα μου.) Να απολαύσω το πρώτο αφρικάνικο πόστο μου, να ταξιδέψω στο ανεξερεύνητο-τότε Σουδάν, να ανασυγκροτηθώ απ' την εργασιακή κραιπάλη των Αθηνών και..., και..., όταν σπατσάρω από όλα αυτά, να αγοράσω μία Τestarossa FERRARI που στο Μιλάνο υπομονετικά με περίμενε. Κόκκινη, με κρεμ ταπετσαρία, τις αστεροειδείς ζάντες της, τα ελάχιστα προσεγμένα χιλιόμετρά της και το ταμπελλάκι τής πώλησης κλειδωμένο στα εξήντα χιλιάδες. (Δολλάρια ήταν αυτά, όχι φουντούνια.) Μέχρι τότε λοιπόν, επέστρεφα στο ξενοδοχείο μου, φορούσα τα απλά-μη προκλητικά για την χώρα που με υποδέχθηκε ρούχα μου, και περπατούσα στην πόλη.


Το Khartoum (Χαρτούμ) είναι νωχελικά ξ-απλωμένο στην συμβολή των δυό Νείλων: του Λευκού και του Γαλάζιου. Όχι δεν έχω αχρωματοψία, αλλά έτσι οι δύστυχοι κατ' ευφημισμόν ονομάζονται, παρ' όλον ότι το χρώμα τους κυμαίνεται ανάμεσα στο αρωματικό ευκοιλιοτί(sic) και στο εύοσμο σκατί(sic), ανάμεσα στο βαθύ καφέ τής γόνιμης αφρικανικής Γης και στο πράσινο μιας Φύσης που σήπεται και λιμνάζει. (Αm I a true Brit poet or what?) Η παλιά πόλη λέγεται Ουμντουρμάν (Umm Durman) και οι δυό τους, απ' τα 2,5 εκατομμύρια κάτοικους που είχανε κάποτε, λόγω εμφύλιου – που δεν λέει να κοπάσει, λόγω πετρελαίων στον Νότο και ισλάμ στον Βορρά – είχαν φτάσει τα 4,5 εκατομμύρια απ' τις αρχές τού '90 ήδη. (Οι couch n' beer travelers ν' αποστηθίσουν εδώ πως «Σουδάν» σημαίνει μαύρος, απ' το αραβικό aswad.)

("Μαύρος"; Ορίστε το ακριβώς αντίθετο, σε θηλυκό.)



Τότε κι εκεί εγώ αντίκρυσα το ΑΛΗΘΙΝΟ τής ΦΤΩΧΕΙΑΣ το ΠΡΟΣΩΠΟ, και δεν σκιάχτηκα διόλου – απλά έπαθα σοκ. Αρρώστιες, επιδημίες, λιμοί. Πολεμικά τραύματα, κοινά ατυχήματα, καθημερινή βία. Ζώα και άνθρωποι, αυτοκίνητα λεωφορεία και τανκς, στρατιώτες και πολίτες, γυναίκες παιδιά κι ανάμεσά τους οι ηλικιωμένοι, κονιορτοποιημένοι απ' τα πάντα και τα πάνδεινα ταυτοχρόνως. (Jump start σήμερα, ελληνάρες κουφάλες: Που βγαίνετε παχύσαρκοι συνταξιούχοι από τα πενήντα σας, βολεμένοι-πακετωμένοι και φωνασκείτε, ψηφοθηρική βία ασκείτε κραυγάζοντες – εσείς οι τόσο κοτετσιού κότες – «δε θα κουνηθούμε, αν δε δικαιωθούμε».) Ρακένδυτοι επήλυδες ζούσαν εξαθλιωμένοι ΜΕΣΑ στα θεμέλια κτιρίων υπό ανέγερση κι όμως, περνώντας εγώ συγκλονισμένος και σιωπηλός, αν τύχαινε και καμμιά πίττα φτενή ψήνανε, σηκώνανε – αν υπάρχει θεός – το άσαρκο λερό και λεπρό χέρι τους ΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ! (Δεν αντέχω την κι-άλλη παρένθεση να μην ανοίξω: Σιγουράντζες και εθελότυφλοι ημισέλληνες, νομίζετε ότι ΟΛΟΣ ο κόσμος εξαντλείται στον γωνιακό σας μπιντέ, στην μικρούλα αυτή γη που μπαζώνετε και κοπρίζετε, ξεφτιλίζετε και πουλάτε; Υπάρχουν βρε εσαεί πεθερόθρεφτοι, ΑΛΛΟΙ άνθρωποι στην Ζωή, που ενώ αναπνέουνε, σχεδόν δεν υπάρχουν. Τα τρία αυτοκίνητα (του σύζυγου, της συζύγου, των παιδιών), τα τρία σπίτια (της πόλης, του χωριού, του νησιού), οι τρεις μισθοί (του μπαμπά, της μαμάς, της γριάς) – πάνε τούτα πλέον πουλάκια μου.) ΤΩΡΑ να 'χα μια φωτογραφία ν' «ανέβαζα» εκείνης της σαπρόφυτης τής γριάς που μου έτεινε εκείνο τον Οκτώβρη τού 1990, εκείνο το ξερό μα ζεστό φύλλο «ψωμιού». Που το πήρα βουρκωμένος-εμβρόντητος, έπιασα τα λασπωμένα-ροζιασμένα χέρια της στα υπηρεσιακά-μαλακά τα δικά μου και φέρνοντάς τα στο μέτωπο, υποκλίθηκα αληθινά-ταπεινά (και εκεί έχω μείνει).


Εκείνα τα μάτια δεν πρόκειται να ξεχάσω ΠΟΤΕ. Τσίμπλες και πύον, καταρράκτης και γλαύκωμα, αίμα και σκόνη. Τρέμαν τα πόδια μου καθώς είχα κοκκαλώσει και μασούσα μπροστά της την πίττα της, ενώ διπλωμένη στα δυό η αιώνων γριά έξυνε μια βαθιά όζουσα-χαίνουσα πληγή στον αριστερό της αγκώνα και μ' ένα στόμα αφρισμένο σπηλαιώδες και σάπιο... μού χαμογέλασε. Γεμάτη προσφορά Κύριε Μωάμεθ (αν υπάρχεις), πλήρης κενού Κύριε Ιησού (αν πλησίον μας βρίσκεσαι), ξεχειλίζουσα ένα ΤΙΠΟΤΑ που ΟΛΑ τα περιείχε (αν κυκλοφορείς και εσύ μεσιέ Μωυσή, να συμπληρωθεί το τέμπλο Κυρίων). Έφαγα την πίττα της και πήγα να βγάλω απ' την τσέπη μου ό,τι σε σουδανέζικη λίρα διέθετα, χούφτωσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και απαλά το χέρι μου έτεινα να της τ' αφήσω στα χέρια.


Είσαστε έτοιμοι; (Όχι, δεν είστε.) Γυρνά η γριά μόλις την κίνησή μου αισθάνθηκε – γιατί οι αληθινά πτωχοί, οι κυριολεκτικά τρωγλοδύτες είναι από δέκα dan κι άνω στην Αίσθηση – και με μια κοφτή δυνατή, αποφασιστική και συνάμα επιτακτικά-τρυφερή «κοψιά», το χέρι μου μπλόκαρε και απέστρεψε, έτσι όπως ούτε ο Μέγιστος Δάσκαλος τού Taekwon-Do Kwon Jae Hwa δεν θυμάμαι να μου έχει κάνει. Και γύρισε αδιάφορα μέσα στην γούρνα της, μέσα στην λάσπη της, μέσα στις μύγες. Ήτανε μεσημέρι, ο αφρικανικός ήλιος έκαιγε, το πουκάμισό μου κόλλαγε και τα πόδια μου είχαν γίνει μολύβια. Να ξεκολλήσω δεν μπόραγα, να σωριαστώ δεν τολμούσα κι έτσι έμεινα εκεί ακίνητος ατσαλάκωτος, συντετριμμένος και όρθιος καθώς γύρω μου νταλίκες σταμάταγαν, ο κόσμος φρενάριζε – ήταν η ώρα τής μεσημεριανής προσευχής τους. (Ετεροχρονισμένο μα κατεπείγον μήνυμα, προς αμερικάνικο Πεντάγωνο, Ουάσινγκτον: Μίστερς ικανότατοι μα ηλίθιοι, πλάτινουμ μα ντενεκέδιουμ στρατηγοί, ΕΝΑ σάς λέω: Δεν πρόκειται ποτέ-μα-ποτέ να νικήσετε έναν λαό που πέντε (5) φορές την ημέρα – βρέξει-χιονίσει, είτε ρίχνει ναπάλμ ο πιλότος είτε ροδοπέταλα ο προφήτης – πέφτει όπου να 'ναι στα τέσσερα και προσεύχεται. Bonus track; Την επόμενη φορά που κα(η)μένε Καμμένε αυτό το «στα τέσσερα» θα ξαναπείς, έχε χάρη που μόνο ένας πονηρούλης-μικρούλης ευρωνταλγκάν-Ερντογκάν θα σ' το εφαρμόσει. Γιατί αν είχες απέναντί σου τον Αϋμάν-αλ-Ζαουάχρι να σε κάνει το προσωπικό γυναικάκι του, τότε όχι μόνο δίσκο θα άλλαζες, όχι μόνο πλατώ και σετάκι κιβώτιο, μα με το τρόλλεϋ σπιτάκι σου θα επέστρεφες, και μάλιστα όρθιος απ' τον πόνο. Συνεννοηθήκαμε, ή να προβώ σε βιαιότητες;)


ΤΟΤΕ την είδα; Την επόμενη μέρα; Ή κάνα μήνα αργότερα; Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι στο ίδιο σημείο βρισκόμουνα, στην ίδια σκαμμένη γωνία και έψαχνα την γριά, (που άφαντη ήταν). «Ήταν Εκείνη», δεν λέν' τα ρομαντικά γυναικεία μυθιστορήματα; ΟΚ, I'll make it for you easy and fast, plain and simple: Πάρτε όποιο εξώφυλλο τής Vogue θέλετε. Πηγαίντε σε όποιο νεοϋορκέζικο πρακτορείο μοντέλλων σκέφτεστε. Φωνάχτε την Ναόμι Κάμπελ με την Ιμάν αγκαλιά και χύστε τις σε ένα καλούπι. Και για τέλος, επισκεφθείτε έναν ζωολογικό κήπο: πάρτε την καλύτερη τίγρη, τυλίχτε της πάνω την πιο σκληρόπετση κόμπρα, καρφώστε της στο κορμί δυό μαστούς απ' την Αφροδίτη τής Μήλου και μόόόλις τώρα ξεκινάτε να υποψιάζεστε τί είχα εγώ αντικρύσει. Και όχι, δεν παίρνω ναρκωτικά. Ούτε τα ξύδια γουστάρω, και τα τελευταία πειράματά μου με τα ναρκωτικά τα έκανα φοιτητής στην Αμερική, πριν χαράξει το 1980. (Είχε γεννηθεί κανείς περί το τότε, ή μόνος μου γράφω;)


Εκεί, ήταν μια στάση λεωφορείου και στημένες ως «λεύκες ασάλευτες» – που επιγράφει η καλή λογοτέχνις μας Μάρω Δούκα – ήτανε τρεις νεαρές Σουδανές, η μία συγκλονιστικώς κι εξολοθρευτικά ομορφότερη απ' την άλλη. Ντυμένες από κάτω με ρούχα απλά δυτικά κι από πάνω είχαν τυλιγμένο αυτό το μακρύ σάλι – όχι μωρέ εκείνο το χτυπητό και λιγδιάρικο ινδικό, όχι βρε εκείνο το σκονισμένο κουρτινόπανο το αφγανικό, ούτε ρε εκείνο το παριζιάνικα σικάτο τής Σαουδαραβίας. Ένα ημιδιάφανο αεράτο τούλι απαλό, κισσωμένο-ριγμένο δυό και τρείς φορές γύρω τους κι αφημένο στο τέλος κεχαριτωμένα πάνω στον έναν τον ώμο – από πού ν' αρχίσω και πώς να τελειώσω ο καψερός;

(Μα απ' το τέλος.) Φίλοι και φίλοι μου – φίλες δεν χωράνε εδώ καθότι θανατηφόρως ζηλεύουνε, ΚΑΙ τον άντρα, ΚΑΙ τον συγγραφέα – τούτο αποκλειστικά σε εσάς θα εξομολογηθώ: αν «τρέξει» πάνω στο γυμνό σας ιδρωμένο ξαπλωμένο κορμί, ένα τέτοιο οργασμικά μακρύ και βασανιστικά ελαφρύ σάλι (σουδανιστί tob), υπαρξιακά θα ανατριχιάσετε και επί τόπου, άλλα δέκα κιλά σπέρμα θα εκτινάξετε. Μόνο με το άγγιγμα τούτου. Σαν να είναι το ύφασμα ζωντανό, σαν να έχει αποθηκευμένη όλη την ενέργεια τού ζώου που δεν χόρτασε-δεν ξεδίψασε, σαν να έχει μέσα του όλη την κάψα τού παιδιού που το 'κανε νήμα – υποαμειβόμενο, υποσιτιζόμενο και δερόμενο συνεχώς. Ήταν βράδυ αργά, και το βράδυ στην έρημο – ακόμη και σ' αυτήν που κατατρώει μανικά τα περίχωρα τού Χαρτούμ – είναι ψυχρό, κρύο. Η Djelimbi δίπλα μου ευωδιάζουσα λάμνουσα, αεικίνητη αλαχάνιαστη, μια προσμένουσα μήτρα – αμάν. Η Djelimbi δίπλα μου γυμνή, ελαστική, εξουθενωτική – ωχωχωχ. Η Djelimbi δίπλα μου σιωπηλή, ανοικτή, θηλυκή – θα αντέξω; (Ούτε ταινία τού Αντονιόνι να ήμουνα: ο ευρωπαίος διπλωμάτης και η τοπική καλλονή, η εξωτική χώρα και το αποικιακό ξενοδοχείο, στο κομοδίνο το Rolex το Colt και το Cardhu (με αυτήν την σειρά), στο κρεββάτι ένας λευκός άντρας ξεζουμισμένος και μια σοκολά καλλονή σε ατελεύτητο οργασμό – καλά, πηγαίντε εσείς να δείτε κάναν κουλτουριάρη σκηνοθέτη τού ελληνικού σινεμά και μην διερωτάσθε μετά γιατί ο Φώτος δεν έχει γίνει στο Χόλλυγουντ φιρμάτος σεναριογράφος.)


Έχετε δει πώς λαμπυρίζουν τα μάτια τής μαύρης γυναίκας στο κατασκόταδο; Όταν ξαγρυπνά, για να σας κοιτάζει; Κι όταν σας χαϊδεύει, μουρμουρίζοντας-τραγουδώντας; Όλη την νύχτα, μέχρι να μη σώσει και φέξει; (Μανούλα σεπτή, σχώρα με: απ' την Djelimbi ξαναγεννήθηκα, εγώ, τότε. Από σένα μπορεί στις εννιά τού Σεπτέμβρη τού '55 να εξήλθα στο φως – και στο μεταξύ σε πολλά αιδοία να καταδύθηκα – μα όταν προσεχώρησα στο άφατο άδυτο τής Djelimbi, τότε ένιωσα πως το κοντέρ μου παρέταξε τα μηδέν του.) (And its' not about sex, βλαξ.) Κι έπρεπε να βουτήξω νύχτα για πρώτη φορά, πολλά χρόνια μετά, σ' εκείνα τα άμωμα τής Αμοργού τα νερά, στην Χοζοβιώτισσα από κάτω στα κρεμαστά, για να νιώσω πως δεν έχει τέλος κι αρχή η κατάβαση, το κοντέρ και η ζωή μας ετούτη.

(Για τους περίεργους: ορίστε η πρωτευουσιάνα ξαδέλφη της.)



(Ήγγικεν η ώρα των πικρών αληθειών, και ο Ντάνης τώρα φύλλα μοιράζει.) Όταν κάνεις έρωτα στην Ευρώπη, με ευρωπαία, το σεξ είναι ελαφρύ, παιχνιδιάρικο, πονηρό. Όταν κάνεις έρωτα στην Αμερική, με αμερικάνα, το σεξ είναι παναβίζιον και σινεμασκόπ, σιλικονάτο και βιομηχανικό. Όταν κάνεις έρωτα στην Αυστραλία, με αυστραλέζα, το σεξ είναι καμπίσιο και βίαιο, ενστικτώδες κι αιματηρό. Όταν κάνεις σεξ στην Ασία, με ασιάτισσα, το σεξ είναι βρωμιάρικο και λαδιάρικο, μυστήριο και στενό. Mα όταν κάνεις σεξ στην Αφρική, με αφρικανή, το γ@μήσι ρε μ@λάκες μου είναι... σαν να 'σαι τέζα επάνω στην εξώπορτα τού Παράδεισου, με την μαντεμένια καστρόπορτα τής Κολάσεως στραποναρισμένη ισοβίως στην πλάτη σου και να σου 'χει βγει η ψυχή απ' τα τσίνορα – you dig what I'm sayin' homeboys, ή τώρα θ' αποτολμήσω ωμότητες; Η Τζελιμπί – κι εδώ λέω για πρώτη φορά το ιερό όνομά της στην γλώσσα μου – κόλλησε πάνω μου και λούζοντάς με με έναν χείμαρρο λέξεων αραβικών-σουδανικών-αφρικανικών, ξανάρχισε έρωτα να μου κάνει.


Συγγνώμη, αλλά δεν δύναμαι άλλο να κρατηθώ: Πότε ήταν η ΠΡΩΤΗ ή η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ φορά που ήρθε μπροστά σας ή πάνω σας πεοφόροι Ελλάδος γενναίοι μου, μια (1) Ελληνίδα και ΣΑΣ έκανε έρωτα; (Όόόχι, ξανασκεφτείτε καλά, προτού απαντήσετε βιαστικά.) Να 'ρθεί η κουφάλα από μόνη της, και να τα κάνει ΟΛΑ-ΚΑΙ-ΜΟΝΟ για πάρτη σας – όχι με το μουτράκι τής φρεσκοστημένης ελληνογκόμενας (που δεν βλέπει την ώρα ν' απαντήσει στο κινητό), ούτε με το στυλάκι τής κυριαρχικής ελληνομαμάς (που βιάζεται να πάρει το παιδί από τ' αγγλικά), καν με το υφάκι τής ελληνίδας συζύγου (που σας «φτιάχνει» εσάς, πριν τον συνέταιρο και μετά τον κουμπάρο). Έτσι; Έγινα κατανοητός, ή επειδή ακριβώς δεν έγινα κατανοητός, να προσπεράσω να συνεχίσω;


Αυτό για το οποίο μιλάω εδώ – και ΕΚΤΟΤΕ άφωνος έχω κολλήσει – είναι ένα σώμα πηλού, πλαστικό. (Αντιλαμβάνεστε τί ως άντρας και ως συγγραφέας σάς μεταφέρω;) Πώς μπορεί ο πηλός – κατ' αρχάς – να 'ναι μαύρος και πλαστικός, εύκαμπτος και ζεστός, σοκολατής και σφιχτός, υγρός μουσκεμένος; Πώς μπορεί ο πηλός – κατά δεύτερον – να 'ναι ζωντανός θηλυκός, σεξουαλικός και θρησκευτικός, πορνικός και πνευματικός, παμπλούσιος και πτωχός ταυτοχρόνως; (Γι' αυτό ιδρώνουν εκεί τα ντουβάρια; Γιατί στο Σουδάν, το είδα κι ετούτο!) Αυτό για το οποίο μιλάω εδώ – για πρώτη πάντα φορά – είναι ένα κορμί που απέπνεε γη και εισέπνεε τα ουράνια. Δυο βυζιά αρκεβούζια φονικά, δυό λαγόνες γοργόνες, δυο σφυρά σκέτα σφυριά και το Νόμπελ Λογοτεχνίας ρε ξενέρια σκανδιναβοί – άντε στον Τατσόπουλο δώστε! Κάποια στιγμή το πέλμα της γύρισε η Τζελιμπί κι εκεί πάνω είδα τα ίχνη τού Λίβινγκστον και του Κίτσενερ, τις μαστιγιές τού Λεοπόλδου βασιλιά τού Κονγκό και τις μολυβιές τού Παναγή Ποταγού λέω. Κάποια στιγμή τον κορμό έστριψε η Τζελιμπί και στο δίμπουζο στήθος της τις Θήβες Βοιωτίας και τις Θήβες τού Νείλου αγνάντεψα, την Ανκέτ θεά των υδάτων και την Δάφνι ιέρεια των Δελφών διέκρινα στο ημίφως. Το αποτριχωμένο αιδοίο της έπιασα να σωθώ και ευθύς χάθηκα μέσα στο Ευπαλίνειο όρυγμα, προσπαθώντας να επιλύσω το Πυθαγόρειο θεώρημα, ξεφυλλίζοντας το Ανατολικό ζήτημα και εδώ σταματάω..., γιατί ακόμη κι εσείς που «δαγκωτοί» αναγνώστες μου είσαστε, όσο και να 'ναι έχετε τα όριά σας! (Και γι' αυτό σας ευχαριστώ, αλλιώς θα συνέχιζα μόνος μου ad infinitum, ad nauseam και ad δε γ@μιέται!)


Είχα ανάγκη από φρέσκο αέρα. Βγήκα στην βεράντα τού σπιτιού μου – ποιό σπίτι μου; Μια έπαυλη δέκα δωμάτιων, μέσα σε είκοσι στρέμματα άγρια φύση, για διακόσια δολλάρια τον μήνα, συν άλλα εκατό για μισθούς ενός θυρωρού, ενός σωφέρ, ενός μάγειρα, ενός φύλακα κι ενός για θελήματα. Άναψα το Pall-Mall μου το άφιλτρο και αισθάνθηκα, βαπτισθείς και χρισθείς, ευλογημένος κι αναστημένος. (Εκείνη ήταν η πρώτη φορά. Η δεύτερη ήταν στο Κίναρος το 2005, όταν την ώρα που ήμουνα έτοιμος μέσ' στο εφτάρι τού Ικάριου να πνιγώ και πάνω στα βράχια να καρφωθώ, έπεσε ο αέρας τοπικά και απότομα, λαδώσαν-μελώσαν τα κύμματα, τραβηχτήκαν στο δευτερόλεπτο τα σύννεφα-σάβανα, ο ήλιος εμφανίστηκε αρωγός και η καταραμένη η εξωλέμβια πήρε υγιώς-μπρος, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Κι ας χάσκανε από κάτω μου τριακόσια μέτρα μαύρα νερά, κι ας είχανε πάει οι σεντίνες για κολατσιό, κι ας ξυνόντουσαν τα μπαλόνια τού έρμαιου φουσκωτού ήδη στα κοφτερά βράχια.)


Ολίγα τεχνικά χαρακτηριστικά τώρα. Την Djelimbi είδα για πρώτη φορά, στην στάση εκεί. (Και είχα φροντίσει να την ξεχάσω, γιατί απ' την μια η γριά κι απ' την άλλη η νιά – δεν θέλει και πολύ ο νους τού νέου Έλληνα διπλωμάτη, σε χώρα ακραιφνώς μουσουλμανική, με χούντα τζιχαντική μάλιστα, να σαλτάρει.) Μα την δεύτερη που μαρμάρωσα ήτανε απ' την σύμπτωση, όταν ο γαφίρης – ελληνοσουδανιστί, θυρωρός – μού την έφερε για μαγείρισσα! «Ψυχικό θα κάνεις αφεντικό, πάρ' τηνα» μού 'πε, «νέα είναι, καθαρή είναι, θα σου κάνει ό,τι της πεις» πρόσθεσε δίχως νόημα άλλο. «Πεινάνε στο σπίτι της, με τα λίγα που θα της δίνεις λεφτά, μια φαμίλια θα σώσεις» συμπλήρωσε κι αναχώρησε αφήνοντας: 1ον/ το σουδανικό μπαομπάμπ – Αδασονία η δακτυλωτή, αραβιστί Mbuyu – όρθιο στο γραφείο μου στην Πρεσβεία που κοιτούσε τα σκονισμένα του παπουτσάκια και 2ον/ το πέος μου σεκόγια απ' την κεραυνοβόλα μιζιά, που κόντευε τον μιναρέ τού τζαμιού Al-Kabir να σκεπάσει. «Κάθησε» τής είπα και γρυ δεν κατάλαβε. Φώναξα την γραμματέα μου και της μετέφρασε να έρθει το απόγευμα σπίτι μου, να το δει πρώτα και εάν συμφωνεί, να κανονίσουμε τον μισθό της και μετά να τακτοποιηθεί στο δικό της δωμάτιο.


Ξέρω, ψοφάτε για λεπτομέρειες επινεφριδιακές. Και θα σας τις δώσω ατόφιες ολόκληρες, γεμάτες αντιβιοτικά κι αναβολικά: η Djelimbi ήρθε, γδύθηκε, με πήδηξε κι έφυγε παίρνοντάς μου πιστόλι και πορτοφόλι, το Land-Cruiser και την κάβα των malts, το Rolex για ενθύμιο και το διπλωματικό διαβατήριο για να περάσει τα νυχτιάτικα στρατιωτικά μπλόκα. (Το φάγατε; Όχι; Εμ γι' αυτό απ' την Κυψέλη σάς γράφω εδωνά και όχι απ' το Χόλλυγουντ βρε κουτά.) Οι γυναίκες στο Σουδάν – για ΤΟΤΕ μιλάω – δεν πάνε για οτιδήποτε, με οποιονδήποτε, σε οπουδήποτε. Έρχονται αξημέρωτα σπίτι σου, κάνουνε όλες τις δουλειές αργά παστρικά και προπάντων τραγουδιστά, πλένουνε-καθαρίζουνε-μαγειρεύουνε, σιδερώνουνε-αρωματίζουν-σκουπίζουνε, ποτίζουν τον κήπο, τα λουλούδια σκαλίζουνε και τις πάπιες τής λιμνούλας ταΐζουν. (Όχι βρε είρωνες, την Εμμανουέλλα δεν σπίτωσα, Τζελιμπί είπαμε ήτανε τ' όνομά της κι εγώ ήδη ήξερα πως πάνω σε βόμβα καθόμουνα, δεν θα 'χε τέλος καλό όλη αυτή η εξότικ εποποιία.)


Ένα μόνο – ακόμη «ένα μόνο» – θα σας πω, που εκείνη μού διηγήθηκε. (Δίχως να ξέρει γρυ αγγλικά-γαλλικά-ισπανικά, σουαχίλι ή καλλιαρντά και χωρίς εγώ αραβικά να γνωρίζω! And are we talking about "body-language" here or what?) Όταν την ρώτησα για την πρωτόγνωρη κι ανεπανάληπτη σωματική μυρωδιά της, κάτι ανάμεσα σε ορθρινού πηγαδιού όασης και λιονταρίνας σ' οχεία, κάτι ανάμεσα σε λασπωμένα άνθη λωτού και βαρθολίνεια τοξικά ορυχεία – εκείνη ένα τής δικής της φυλής έθιμο μού περιέγραψε. (Και τόσο καλά εξ επόψεως υποκριτικής και ηθοποιίας, που τσιτσερόνε εγώ δεν χρειάστηκα, διερμηνέα κανένα.) Όταν αδιαθετεί η Σουδανή έφηβη για πρώτη φορά – κάπου ανάμεσα στα εμβρυικά δώδεκα και τα αιωνόβια δεκατρία – μεγάλη γιορτή στήνεται μέσα στο σπίτι. Μια εβδομάδα την καλλωπίζουν και την φροντίζουνε, την ντύνουν την προικίζουν και την χαϊδεύουνε και στο τέλος, ως μύηση και εισόδια, ως ευλογία ευχής και σφραγίδα κατάρας ανάβουνε μια φωτιά. Και ρίχνουνε πάνω της – ωσότου θεριέψει – ένα κάρρο μαντζούνια εξωτικά ανιμιστικά, ειδωλολατρικά μουσουλμανικά, σε βαθμό που να ντουμανιάσει ο ντουνιάς χειρότερα απ' την πλατεία Εξαρχείων χειμωνιάτικα κι απ' την Ικαριά αυγουστιάτικα. Κι αφού ηρεμήσει η θρακιά, γδύνουνε την μικρά, την σκεπάζουν μ' ένα tob χοντρό αδιαπέραστο σαν κάππα και την βάζουν να κάτσει ανακούρκουδα πάνω απ' την καρβουνιά, με τα σκέλια ανοιχτά και αυτό που έχει ανάμεσά τους κοφτερό και στενό, στρείδι παρθένο και μαργαριτάρι σχιστό, λαδωμένο και μυρωμένο. Και το κρατούν εκεί το παιδί επί ώρες και είναι οι μανάδες οι θειές κι οι γριές οι παντού απαραίτητες γύρω του και ψέλνουν ουρλιάζουν μοιρολογάνε, τραγουδούν και σεληνιάζονται, γκαρίζουν βελάζουν και παραμιλάνε. (Τί να καταλάβει μωρέ η Ελλαδίτσα απ' αυτά, τί να νιώσει μια Δούρου μια Ντόρα; Μια Τρέμη, μία Φώφη, μια Δαμανάκη ακόμα; Μια Χίλλαρυ έστω, μια Μέρκελ σαφώς, μια Καρντασιάν άντε; Αυτές οι κάργιες σερνικοποιηθήκανε εντελώς, καθώς πρόθυμες στήθηκαν να βγάλουν το φίδι τής Πολιτικής και του Μάρκετινγκ απ' την τρύπα, αφού τα στραγγισμένα και στέρφα πλέον «αρσενικά» ουδέτερα γίνανε και δεν παίζουνε πια, τονε παίζουνε όμως κανονικά με τον Dow Jones και τον μουρντάρη τον Nasdaq.)

(Για τους επαρχιώτες: ορίστε, μία γειτόνισσά της.)



Όπως ξαφνικά εμφανίστηκε στην ζωή μου η Djelimbi, έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκα εγώ από την δική της. Στην Ελλάδα επέστρεψα, καθώς παραιτήθηκα του ευαγούς κι ενόχου ανοχής οίκου, που τόσο σε εθνοκαταστροφικό παιδότοπο φέρνει. (Απλώς οι ρωμιοί κλαρινολεβέντικα λησμονούν το Τώρα, ψηφίζοντας πάντα το Χτες, αφού όλα θα τα πληρώσουν τα παιδιά τους στο Μέλλον. Πώς λένε οι αχαρακτήριστοι, «με τα λεφτά μου, και την κυρά μου»;) Εγώ απ' αυτό κι απ' αυτούς παραιτήθηκα κι όπως όλες οι αδιέξοδα-τολμηρές και γενναία-τυφλές αποφάσεις, έχουν το προσωπικό και πανάκριβο τίμημά τους. Δεν με ένοιαξε που «έχασα» τα 5.000 δολλάρια, «με είκοσι λεπτά δουλειά την ημέρα, με γραβάτα και διπλωματική ασυλία, με γραμματέα και άπαντα πληρωμένα». Δεν με ένοιαξε που «κλώτσησα» την καρριέρα και την δουλειά για την οποία είχα σπουδάσει λαμπρά, είχα διαβάσει σκληρά και είχα στήσει με την δική μου αξία. Με ένοιαξε που – λόγω ειδικού χειρισμού συνθηκών – έπρεπε να φύγω αιφνιδιαστικά από την Πρεσβεία, από το Χαρτούμ, απ' το σπίτι μου κι απ' την Djelimbi κυρίως κι ιδιαιτέρως. (Ώπα, νουδουσυριζοπασόκοι; Δεν είμαστε άπαντες Τσοχατζόπουλοι, Χριστοφοράκοι, Μαντέληδες – έτσι; Μην πάει ο νους σας λοιπόν στο ελληνικό μιζοκοκό, στο ρωμέικο λαμόγιο-πονηρό, στην γκρέκα λουμπίνα-κομπίνα. Η ζωή και οι άνθρωποι κρύβουν πολλά περισσότερα και βαθύτερα απ' όσα το γειτονιάς-καφενέ μυαλουδάκι σας υποπτεύεται και το Μενεγάκη-Λαζόπουλου στοματάκι σας κοκκορεύεται – έτσι;)


Δεν υπήρξε αποχαιρετισμός, «ένα τελευταίο βράδυ μαζί», μια κουβέντα εξήγας βρε αδερφέ. Όταν κλείνει ένα συρτάρι απότομα, το συζητά τούτο αν και πότε και πώς και γιατί έκλεισε; Όταν η αρτάνη τού στατικού αλεξίπτωτου έχει πιαστεί, είναι ώρα για παρόλες πόσα κόκκαλα το κομμάντο θα σπάσει; Το κόβεις στεγνά και ψυχρά το σχοινί κι ας χειριστεί ο αλεξιπτωτιστής το εφεδρικό όπως μπορεί, νοσοκομειακό υπάρχει πάντα έτοιμο μέσα στην ζώνη τής ρίψης. Πακετάρισα λοιπόν τα πράγματά μου αθόρυβα και διακριτικά, έκανα τα κουμάντα μου σε «απόκρυψη-παραλλαγή» καθώς τα «παιγνίδια» στα οποία δίχως την θέλησή μου είχα εμπλακεί, δεν σηκώνανε φιοριτούρες μανούρες κολορατούρες. Κι όταν έδωσα στον έμπιστο-μπεσαλή όσο και τάφο-ασύλητο γαφίρη μου έναν φάκελλο φουσκωμένον λεφτά να τον δώσει την επομένη στην Djelimbi – εκείνος κατάλαβε, κουβέντα δεν είπε.

(Για μένα: ορίστε ό,τι κοντινότερο, βρήκα στο όνειρο.)



Και προσγειώθηκα στον μαρμαρομίζερο «Ανατολικό Αερολιμένα Αθηνών» ένα σούρουπο, χειμώνα βαρβάτο. Οι ταρίφες τσακωνόντουσαν για πολιτικά, το Κέντρο ήταν αποκλεισμένο από διαδηλωτές, ο πρωθυπουργός έκανε αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση και η αντιπολίτευση έκανε αντιπολίτευση στους πολίτες – άλλαξε τίποτα στην Ελλάδα; (Ναι. Οι Γερμανοί έχουν φτιάξει καινούργιο αεροδρόμιο, που το αποχτήσανε δίχως να το πληρώσουνε, καθαρά από ελληνική ολιγωρία – Δεξιά αυτή την φορά. Το ίδιο που έχει συμβεί με την τώρα-κυβέρνηση if you ask me: Οι ίδιοι Αλλεμάνοι Κέλτες στήσαν τούτο το μοιραία ερασιτεχνικό μπουλούκι, και το κουλαντρίζουνε δίχως να το πληρώνουνε, από καθαρά ελληνική ολιγωρία – Αριστερή αυτή την φορά.)


Δεν έχω καμμία φωτογραφία τής Djelimbi. Κι όταν εκείνο το βράδυ στο «δικό μου» χωριό τής Ηπείρου είχα στο χαγιάτι βγει και κάπνιζα το τελευταίο τσιγάρο τής μέρας, από κάτω μου γερμένη στον σταντ ήταν μία μοτοσυκλέτα μου. Μαύρη κατάμαυρη τροφαντή, κοφτερή ευκίνητη και λεπτή, λουσμένη δροσοσταλίδες με δυό μπούκες-ποδάρες ανάποδα κι ένα εξ ίσου πλαστικό κορμί από μπρος μέχρι πίσω. Δεν την λέγανε Djelimbi και δεν ήταν απ' το Χαρτούμ, μα την λέγανε Triumph Speed-Triple και ήτανε απ' το Hinckley. Κι εγώ τής έδωσα τούτο το όνομα και εκεί την βάφτισα «νέγρα». Όχι γιατί ήτανε αραπίνα ούτε γιατί βαράω ενδοφλέβια με τον ρατσισμό, αλλά γιατί ύψιστος φόρος τιμής για εμένα είναι τούτη η λέξη: Νέγρος είναι ο άγριος που λέει ορθά-κοφτά ναι, το ΝΑΙ τού ΑΓΡΙΟΥ στα δικά μου λογοτεχνικά-ψυχικά ελληνικά είναι ο ΝΕΓΡΟΣ, αυτός ο τελευταίος δεινός και ουχί δανεικός, δαιμονικός μα ουχί δείμου σημαντικός άντρας – να μην συνεχίσω. Και νέγρα είναι η ανυπότακτη εκείνη θεά που στην μήτρα τής γης με κατέβασε, με αμνιακά υγρά με ανέθρεψε και στην κορυφή τού βουνού μ' εγκατέστησε τώρα. Τζεμπέλ Μπαρκάλ ένιωσα πίσω μου την Νεμέρτσικα, Κορντοφάν το Πωγώνι από κάτω μου κι απ' του μικρού χείμαρρου δίπλα μου το κελάρυσμα σαν ν' άκουσα την φωνή της, το δικό της το βογγητό, μια στριγκλιά ύαινας πεινασμένης γι' αρσενικό και τον κοπετό μιας γριάς μάγισσας διψασμένης για θύματος αίμα.


Ήταν πια το 1995, είχα κυκλοφορήσει το «Ελένης νήσος» όπου μέσα για την Djelimbi παραμίλαγα και – καβαλλώντας την «νέγρα» μου – είχα στην Ήπειρο ξανά ανεβεί να ξεκουραστώ λιγουλάκι. Τέλος απάντων η λησμονιά, ακτίς στάχτης η μαχαιριά κι ένα όνομα που τα ξεκίνησε όλα. Δυό μάτια μαυριδερά κοφτερά, δυό χείλη αιδοίου ροζ τρυφερά κι ένα όνομα που δεν μοιάζει καν ζωντανό πια, (ή αλήθεια). Μόνο το «νέγρα» έμεινε και θα μείνει στα χείλη μου και στην ψυχή δυό-τριών φίλων μου που την μοτοσυκλέττα μου αυτή χάρηκαν, το βιβλίο μου εκείνο διαβάσανε, μα δεν στάθηκαν τυχεροί την Djelimbi να γνωρίσουν. (Γι' αυτούς – και για εμέ φυσικά – έκατσα σήμερα απροσδόκητα και έγραψα την ιστορία ετούτη, σε δυό μέρη μάλιστα, σε δυό συνέχειες διαφορετικές ξένες. Γιατί τί κοινό να 'χουνε, μια αφρικανή καλλονή και μια αγγλίδα μοτοσυκλέττα;) Κι όμως.


Μόνον όποιος άντρας τις νύχτες του αγρυπνά, ξυπνά και χαϊδεύει την γυναίκα του όπως ακριβώς ακουμπά και χαϊδεύει το όπλο του – αυτός καταλαβαίνει τί λέω. Τί είπα. Και τί έχω γράψει εδώ. "Ila al-liqa" Djelimbi σπλάχνο μου, «έχε γειά και στο επανιδείν» κύμα μου της ερήμου πικρό, άνθος τού πελάγους μου γλυκό, γυναίκα δική μου. Και μόνον όποιος άντρας μπόρεσε και το όπλο του εγκατέλειψε, συνειδητά το απίθωσε, τον γεμιστήρα του άδειασε και την πόρτα στην στράτα του διάπλατα-εκκωφαντικά-ασυλλόγιστα άνοιξε – εκείνος έχει βιώσει τί λέω. Τί έζησα. Και τί έχω εδώ θάψει. Αυτό είναι ΟΛΟ και όλο είναι ΑΥΤΟ.


(Και κάτι ακόμα: Πώς ο μάγιστρος λογοτέχνης ξέρει ότι έχει τελειώσει; Όταν δεν έχει να γράψει τίποτε περισσότερο, και τα 'χει πει ήδη όλα. Καλά. Δυνατά. Εσωτερικά. Κι έχει αφήσει μοναχά μια σιωπή στα αυτιά, μια σιγαλιά στην καρδιά των αναγνωστών του. Όπως ακριβώς η έρημος σού μιλά, η έρημος όταν παραμιλά κι έναν ήχο κρατά, ένα ακατάσβεστο χάδι σουδανικό γυναικείο.)

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013

Διαβάστηκε 2386 φορές Δευτέρα, 31 Οκτωβρίου 2016 19:04