Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Μαρία. (Η άλλη) (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

Την Μαρία δεν την γνωρίζω, την ξέρω απλώς. (Την Μαρία στο «τα τρία μι» την ξέρω όμως καλά αφού εγώ την έχυσα και την έπλασα, την έζησα και την σκότωσα, δεν την ακούμπησα μα την απαθανάτισα άπαξ-για-πάντα.)

Την Μαρία ετούτην εδώ, τα τελευταία χρόνια συνάντησα, καθώς απουσίαζα όταν δειλά-ταπεινά μπήκε βοηθός στον θεόμουρλο τον μηχανικό μου. (Είναι-που-είναι σπάνιo σωστή γυναίκα να βρεις, είναι-που-είναι σπάνιο σωστό μηχανικό για να δεις – άμα και τα δυό τούτα συμπέσουνε στο ΕΝΑ και το ΑΥΤΟ πρόσωπο... τότε στέφεσαι ημίθεος, τον Steve Wynne και την Moana Pozzi κουμπαράκια τούς έκανες και ζεις ευτυχής πλανταγμένος!)

Στην ηλικία μου σήμερα και τα δικά μου χιλιόμετρα, στις δικές μου τις λέξεις τα όνειρα, τις αλήθειες και τα βιώματα – λίγα και λίγοι μπορούνε να μού σταθούν. (Κι εκείνοι αποσβολωμένοι εμμένουνε, σιωπηλοί να με προσπερνάνε.) Γιατί νομίζουν ότι διαθέτουν χιλιάδες ζωές, ενώ στην σημερινή και αυτή, αποκλειστικά μία. Διότι φοβούνται ν' ανοιχτούν να δοθούν, αφού το ψέμμα και η πουστιά, η πισώπλατη μαχαιριά και η θανατηφόρα ξεφτίλα βγάζουνε μεροκάματο, καρφί για την υπαρξιακή σύνταξη σε τραβούν ώστε ζωντανό-σε-νεκρό να σε θάψουν.

Η Μαρία τής φωτογραφίας μέσα στο κείμενο είναι Άνδρας τόσο πραγματικός, που γίνεται θεσπεσία Γυναίκα. Το εκρηκτικό κορίτσι αυτό πάνω στην μοτοσυκλεττάρα έχει τα σκέλια της ανοικτά, προπετώς την παλάμη στην ήβη, την ματιά τρυπάνι κατάσαρκα στον φακό και τα νειάτα της να τραγανίζουν το Σύμπαν. (Ποιός μωρέ νεαρός ή πουρός να τολμήσει – και ν' αντέξει – να πέσει εκεί μέσα;) Το κοντούλικο κορμάκι αυτό – σε αγαστό μέγεθος δυναμίτη – έρχεται η σκρόφα Ζωή και το απειλεί, το κάνει στην πάντα και το μαδεί, το νερώνει το ξενερώνει το υποβιβάζει. (Ενίοτε βάζουμε κι εμείς οι ίδιοι τα χεράκια μας στα ματάκια μας, μα επιτρέψτε μου: η μεγάλη ζημιά γίνεται ΠΑΝΤΟΤΕ απ' τους ΑΛΛΟΥΣ. Που τούς το έχουμε επιτρέψει ΕΜΕΙΣ, φυσικά. Κι ετούτο προπάντων πονάει αγιάτρευτο κι ασυγχώρητο – μία πληγή δίχως ουλή, μία κραυγή δίχως φωνή, ένα στεγνό κλάμα.)

Τρεις κουβέντες, πέντε μπύρρες και δέκα τσιγάρα έχουμε αλλάξει με την γυναικάρα ετούτη που τις μοτοσυκλέττες μας παροικεί, μέσα τους εμφιλοχωρεί και ελπίζει μια μέρα επάνω στο Suzuki της ν' ανεβεί... κι άντε πιάστε την τότε μαλάκες. (Γιατί όταν η Γυναίκα καβαλλήσει πραγματικά, τότε μετατρέπεται σ' αμαζόνα Θεά, σε δυτική Κάλι και Μέρκελ ανατολίτισσα. Όταν η Γυναίκα αρπάξει τα μέσα κι οχήματα τού Ανδρός και τα ρίξει σε νέο ρυθμό και κανάλι, τότε διαβάστε άσχετοι και αμόρφωτοι πώς-γιατί-τί έγραψα στην σελίδα 221 τού «τα τρία μι» για την Μητριαρχία και την Κέρο.)

Και κάθε φορά που την Μαρία θα δω, ένα βαθύ εσωτερικό-ψυχικό βογκητό μού ξεφεύγει: πόνου συμπάθειας, αγωνίας παγίδευσης, μαρτυρίου και λύτρωσης, αδυνάτου και ικεσίας. (Κανείς δεν ακούει κανένανε πια.) Αυτό το κορίτσι με το εκρηξιγενές το κορμί που βαστά κατσαβίδι, σιωπηλή και προσεκτική ακούει τον «καννίβαλο» μάστορα να την ξεναγεί στης Μηχανολογίας τα μυστικά, αυτή η γυναίκα που ιερουργεί πάνω σ' ανατιναγμένα μοτέρ και χαϊδεύει δίτροχους κολάσεως κύλινδρους – Αυτήν την Γυναίκα αντράκια-αν-αντέχετε, σπεύστε και προσκυνήστε.

(Σιγά, μη. Εδώ ρε τα φέημους γκρηκ πέη επειδή ακόμα κρέμονται απ' του μπαμπά τους την κλειτορίδα και της μαμάς τον προστάτη – δεν τολμούν όχι μόνο στα μάτια να την κοιτάξουνε, όχι μόνο στο κρεββάτι να την λατρέψουνε, μα ούτε ως μάστορα ρέκτη κιμπάρη να την δεχθούνε.)

Η Ελληνίδα Γυναίκα στην χώρα μας σήμερα ΔΕΝ ΖΕΙ, εγώ λέω. (Και φταίει γι' αυτό η αιμομικτική συμπαιγνία μάνας και γιού, αδελφής-αδελφού, γιαγιούλας και εγγονού, πατέρα-κουμπάρας.) Πότε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ θα επιστρέψουμε ΕΥΤΥΧΩΣ στο 3.500π.Χ. κι απ' την Κέρο θα επιφανεί η Μήτρα η ανδροφάγος, ώστε να μπούνε τα πράγματα εις τις θέσεις τους; Πότε το Θήλυ θα ανατάξει τον Κόσμο ορθώς και διατάξει πρεπόντως την Φύση; Την Ζωή μάλιστα και τον Θάνατο οπωσδήποτε, αφού και τα δυό Εκείνη οδηγεί και παράγει, απολαμβάνει συλεί, γεννά καταστρέφει;

Δυό μάτια μού μείνανε πια, δυό δάκρυα κρέμονται εδωνά, για δυό μόνο Μαρίες: την πρώτη την συνέγραψα, την έθαψα, δεν την ξέχασα. Την δεύτερη δεν γνωρίζω, αναμένω, πεθαίνω. Ακόμη κρατώ μέσα μου «μπουκάλες» αέρα Αντικεριού, Δασκαλιού πετραδάκια γρεζάρουνε τα πνευμόνια μου και το Κουφονήσι απ' απέναντι έχει δώσει την θέση του στην Δονούσα. (Τί λοιπόν κάνω εγώ; Τίποτα. Περιορίζομαι να κοιτώ μέσα στις βασανισμένες των ανθρώπων ψυχές και να κλαίω σπαρακτικά... απ' την λαϊκή που ψωνίζω, μέχρι την πίστα που ντριφτάροντας οδηγώ. Απ' το βουνό που μέσα του περπατώ, μέχρι την σπηλιά μου μέσα που θ' ακινητήσω να διαλογιστώ.)


Κοιτώ το κορίτσι ετούτο και θέλω μιαν ώρα αρχύτερα να πεθάνω ως άνδρας. Γιατί οι άντρες τα κορίτσια τα καταστρέφουνε, όταν το αιδοίο τους αυτοί εκδικούνται. Αυτό ακριβώς που η μανούλα τους τούς εσφράγισε, πως άλλο από το δικό της δεν έχει δεν έχουνε, δεν υφίσταται δεν υπάρχει. (Δεν υπάρχει σκληρότερος και πικρότερος ανταγωνισμός, ανάμεσα σ' αιδοίο κι αιδοίο.) Και ερωτώ, το τολμώ: ποιός άντρακλας ή σκέτο παιδί θα τολμήσει να ερωτευτεί βαθιά-αληθινά-αυτοθυσιαστικά, απόλυτα-δημιουργικά-αναστασιακά την Μαρία, μία Μαρία, την κάθε Μαρία; Σήμερα, εδώ, τώρα; Και πώς να βαδίσει κατόπιν αυτός όταν η ιδία «Μαρία» δεν πιστεύει στα μάτια της, δεν απλώνει τα χέρια της, δεν ανοίγει τα πόδια της και δεν επαναστατεί εκείνη οργαζόμενη, την ώρα που φυτεύει κι αδειάζει, γεννά και φονεύει τον άνδρα;

Αχ ρε Μαράκι, να 'ξερες πόσο ανεπανάληπτα και βαθιά πόνεσα, όταν έπιασα στην άκρη τού μολυβιού μου πριν δέκα-χρόνια-κοντά, τ' όνομά ΣΑΣ. (Και δεν έχει σημασία το όνομα, όταν «πατά» σε γυναίκα. Γιατί τα ονόματα οι άντρες τα φτιάξανε, να τα ζυγίζουν να τα ντηλάρουνε, όπως βγάζουν και μετράν τα πουλάκια τους ποιός την έχει μακρούλα.) Πόσες ώρες εσείς – επιφανειακά χαρούμενες και εκφραστικές, εσωτερικά σιωπηλές μοιρολατρικές – δεν ζήσατε καμμένες απογοητευμένες, ματαιωμένες δυστυχισμένες, προδομένες και διασυρθείσες μακάρι-στα-τέσσερα; ("Mercy mercy mercy" ψιθυρίζω εγώ, σ' εκείνον που υποτίθεται πως υποδύεται τον Θεό και δεν με ακούει κανένας.) Πόσες ώρες εγώ – καβαλλώντας το διονυσιακό μονοκύλινδρο που σ' αρέσει – έζησα ζω και θα ζω πυρακτωμένος ευτυχισμένος, ικανοποιημένος πλήρης δαιμονικός, κύριος αφέντης πολεμικός... επειδή ποτέ μου δεν άκουσα τίποτα και κανέναν και καμμία κυρίως επακριβώς; (Παρά μόνον τον εαυτόν μου.)

Δεν έχω κάτι άλλο να πω, επειδή έχω χιλιάδες σελίδες να γράψω. Και με σουργελεύουνε ο Γιώργος ο Παναγιώτης, ο Μάνος ο Γιάννης και ο Καρφόπουλος, δεν με πιστεύουν η Κυριακή η Ειρήνη η Τζωρτζίνα. Γράφω παλιό κείμενο; (Γελάνε, αντί τούτες να κλάψουνε.) Καβαλλάω καινούργια μοτοσυκλέττα; (Κλαίνε, ετούτοι αντί να γελάσουν.) Γκόμενες άπαντες γίνανε, και κάνουνε ακριβώς το αντίθετο απ' αυτό που δειλά παρακαλά η Ζωή. Και άντρες όλοι τους τονε παίζουνε, και κάνουνε ακριβώς το ολόϊδιο απ' αυτό που αδιάφορα προστάζει ο Θάνατος – άντε μετά κούκλα μου να ζήσεις εσύ, άμα οι όποιοι μαλάκες και όσες πουτάνες «σώμα» κάναν το ρεύμα και γείωση την γεννήτρια.

Θα σ' το πω: μην φοβάσαι. Και θα σ' το ζητήσω αυτό: μην κλείνεσαι μην ανοίγεσαι, μην χάνεσαι και μην φαίνεσαι. Πρόσεξε, πρόσεχε: μία σε έχεις και μην κοιτάς γύρω σου – έρημος είναι, μα ΠΟΤΈ δεν απουσιάζει ΑΠΟ ΚΕΙ η αληθινή φωνή τού Προδρόμου. Καθώς αυτός βρίσκεται και ιερουργεί ΜΕΣΑ ΣΟΥ, και τούτο είναι όλο-ολόκληρο-δικό σου παντοτινά και δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο, κανέναν άλλον ποτέ πουθενά και για πάντα.

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019

Διαβάστηκε 412 φορές Παρασκευή, 15 Ιουλίου 2022 16:04