Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Ένας γάτος, που Μαρινάκο τον βάφτισα. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

 

Είναι μια περίοδος στην ζωή μου αυτή, ήρεμη γαλήνια σιωπηλή. Το βιβλίο μου είναι στα χέρια των λίγων μα χριστών του αναγνωστών, απ' το σπίτι μου έφυγα-το έβαψα-το πωλώ και στην «σπηλιά» μου πέσαν ήδη οι πρώτες νιφάδες. Περνώ μέσα εκεί ώρες βουβός – είτε διαλογιζόμενος είτε διαβάζοντας, είτε γράφοντας είτε ακινητώντας. (Απλά πράγματα βασικά, στοιχειώδη ανθρώπινα, υπερφυσικά και απάνθρωπα ταυτοχρόνως.) Για πρώτη φορά οι φουρτούνες μέσα μου έχουν κοπάσει – φταίει η ηλικία μου ή το 'χει πληρώσει η πείρα μου; Είναι απότοκος επιλογής συνειδητής ή έχω επιτέλους στο άγνωστο-μυστήριο-θαυμαστό αφεθεί; Ουδείς ξέρει καν ενδιαφέρεται – πόσω μάλλον εγώ, απλώς αναπνέω.


So let's get on, with the story λοιπόν.

Τον Μαρινάκο τον γνωρίζω ακριβώς είκοσι χρόνια. Τον συνάντησα στο συνεργείο όπου φτιάχνουμε τις μοτοσυκλέττες μου, καθώς ήταν ανηψιός τού μηχανικού μου. (Τα 'χω γράψει ξανά, μα επειδή είναι η τελευταία φορά, θα πλαντάξω εάν δεν τα ξαναγράψω.) Προσήλθε ως βοηθός-μαθητής εκεί, υπό την σκέπη τού «ζορμπαδικού» Γιάννη Λάζαρη (και γι' αυτό κινδύνεψε να σαλτάρει), μα επειδή ο Μαρινάκος περιείχε-κατείχε μια προσωπική ήρεμη δύναμη, άντεξε πολλά χρόνια δίπλα στον σίφουνα που λέγεται Gianni Kavliari! Ερχόταν πάντα στην ώρα του το πρωί και έφευγε δίχως ώρα αναχώρησης, κάθε βράδυ. Στην αρχή με «παπί», μετά με τον Δούκα του – ένα ΚΤΜ μπούνια φτιαγμένο κι ο Μαρινάκος σφιχτά ζωσμένος στο δερμάτινο τζάκετ του, κράνος-μποττάκια-γάντια ως δεύτερο δέρμα – άντε κι ένα τσιγάρο κολλημένο στα χείλια του κι η ολόϊσια ζηλευτή, μακριά και ξανθιά του κοτσίδα να ανεμίζει.


Ένα παιδί είκοσι-κάτι χρονών, ένα ευπροσήγορο μαστορόπουλο να δουλεύει αργά-μεθοδικά-σιωπηλά σε ό,τι τού αναθέταν. Κι όταν στο συνεργείο τ' απόγευμα πλακώναν «οι μούρες και τα προσώπατα» τα βαριά, οι κολλημένοι με τα δίκυκλα κι αγαπησιάρηδες τής γκαζιέρας – ο Μαρινάκος άνοιγε το «κουτάκι» που βαθιά μέσα του φύλαγε και μοίραζε ατάκες και πάσες να πέφτεις κάτω απ' την ράμπα! Τίποτα και κανείς δεν του ξέφευγε, μόλις δε ένιωσε λίγο αποδεκτός και περισσότερο ασφαλής, όταν σφράγισε ότι κέρδισε πάρτη-του τις καρδιές των ολίγων και εκλεκτών, «άνοιξε το ρεπερτόριο» διαμπερώς και δικό του fan-club στο φτερό έχτισε – όλοι τον Μαρινάκο ζητάγαν.


Εγώ είχα φύγει πλέον για το νησί, τους χειμώνες που επέστρεφα εκεί στο στενό τού Περιστερίου τον έψαχνα τον αναζητούσα, πάντα τον φιλούσα τον χάϊδευα, του είχα μια συμπάθεια διακριτή και μιαν αγάπη ανύποπτη (έως τότε), ακόμη κι από μένα που περνιέμαι ως ψαγμένος και cool, ξυπνητός και ντουβάρι. Ο Μαρινάκος εκεί, λεπτός-θυμόσοφος-σιωπηλός, με τα δάχτυλα λαδωμένα τα νύχια του φαγωμένα και το αιώνιο τσιγάρο πριτσινωμένο στα χείλια του – σαν τον μάστορα θείο του – να δουλεύει αφοσιωμένος σκυμμένος. Κι όταν βουτούσε τ' απόγευμα κι αποσυρόταν ο Χρόνος πίσω απ' το όρος Αιγάλεω, ο Μαρινάκος πεταγόταν να φέρει τις μπύρρες, ο Λάζαρης τον πάγκο καθάριζε, ο Ιταλός τα κοτόπουλα στην λαδόκολλα άπλωνε κι εγώ ξετύλιγα τα διπλόπιττα να ξεϊδρώσουνε λίγο από το τζατζίκι. (Αχ ρε κόσμοι Ανδρών – αιώνιοι μικροί κι απαράλλακτοι, απλοί παιδικοί κεχαριτωμένοι. Τα γέλια οι μπηχτές και οι φάσεις πλακωνόντουσαν μεταξύ τους ποιά θα μας κάνει περισσότερο να λυθούμε στα γέλια, ποιό πιστόνι θα φρακάρει από σεμνοτυφία στον κύλινδρο, ποιό μπουζάκι θα ντραπεί λίγο σπινθήρα να βγάλει, ποιό γρανάζι κιβώτιου θα ζητήσει το χάδι ματσόλας για να 'ρθει στην θέση του – δεν πειράζει πού δεν καταλαβαίνετε γρυ, αφεθείτε και θα ευφρανθείτε στο τέλος.)


Γαντζωμένος και μαγεμένος εγώ στο νησί, οι μήνες μου στην Κυψέλη είχαν ελαττωθεί και καθώς μοτοσυκλέττα πια δεν διέθετα (γιατί είχε πουληθεί και φουσκωτό είχε γίνει), είχανε μειωθεί και οι ώρες μου στο συνεργείο τού Γιάννη. Ο Μαρινάκος κάποια στιγμή – όπως έμαθα – πήγε φαντάρος, έδωσε και τα μαθήματα που χρώσταγε στην Σχολή, είχε αγοράσει κι ένα «μπιστόλι» κατάμαυρο σαϊτένιο που Fireblade στην γλώσσα μας λέγεται κι είχε πιάσει δουλειά σκληρή και μεστή στου Περάματος την ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Κι επειδή η Ζωή είναι ατέλειωτη κι εμείς μερικώς και ατομικώς έχουμε χρεωθεί τον «δικό μας» Χώρο και Χρόνο, ξαναείδα τον Μαρινάκο αφότου επέστρεψα από το νησί – οι ενδιάμεσες φορές ήτανε πεταχτές ξαφνικές, βιαστικές τυπικές, δεν μετράνε. Τον αγκάλιασα πάλι και δειλά τον ακούμπησα, τον ρώτησα και με ρώτησε, είπαμε λίγα κι αφήσαμε τα πολλά για ποτέ, παράγγειλα καφεδάκια κι ανάψαμε τα τσιγάρα μας με τον Zippo που κάποια στιγμή παλιά τού 'χα κάνει δωράκι. Ο γνωστός Μαρίνος μα σε πιο άντρας πια, πιο βαρύς λιγομίλητος που ξεσπούσε σταθερά ατακαδόρικα «φονικά», δαγκωνόταν να μην ξεφωνίσει τους σουρουκλεμέδες που η μηχανόβια φάρα μας κουβαλά σαν τσαμπιά κι αποτύγχανε πάντα να μην τους κόψει κιμά, με μια μικρή και «αθώα» του κουβεντούλα. (Είτε τον Valentino Rossi υποστηρίζοντας είτε τα ιταλικά μηχανάκια θάβοντας, είτε την HONDA σιχτιρίζοντας είτε την ΚΤΜ υμνώντας.)


Πριν κάνα τρίμηνο-τετράμηνο απρόσμενα τον είχα δει, στο λαστιχάδικο τού Γιαννάκη. Ο ίδιος Μαρίνος, μα κάπως πιο γκρίζος-βαρύς εμένα μού φάνηκε, με δυό αχνούς μαύρους κύκλους στα μάτια, δυό δάκτυλα που είχαν αρχίσει να κιτρινίζουνε από το τσιγάρο ανάμεσα... μα η ατάκα, ατάκα. (Ησύχασα κι ανησύχησα ταυτοχρόνως.) Τον ρώτησα πάλι για να γεμίσω τα «νέα» κενά, επαναλαμβάνοντας την σταθερή και απολύτως προσωπική μου ερώτηση: «Κάνας άνθρωπος, καμιά γυναίκα, κάνα μωρό Μαρινάκο έχει μπει και υπάρχει σου στην ζωή;», μα ο Μαρινάκος ευγενικά αποδεχόμενος την «χωστή» ενδιαφέροντος ειλικρινούς κι αντρικού, χαμογέλασε και απάντησε «Κάτι παίζει...» Δεν είπαμε πολλά, βιαζόμουν κι εγώ – έτσι όπως πάντοτε γίνεται στην ζωή των ανθρώπων. «Μη χάνεσαι ρε Μαρίνο» τού είπα, «Κανόνισε να βρεθούμε με τον μουρλό στον ΒΑΛΤΟ για κοψίδια και μπύρρες» συρτάρωσα, ο Μαρινάκος ξανά χαμογέλασε, το κράνος του έβαλε, καβάλλησε το παπί του και με δυό γκαζιές χάθηκε στην γωνία. ("Cut", που λένε στον κινηματογράφο.)


Όταν εγκαταστάθηκα το 2016 στην σπηλιά είχα πολλά πράγματα να στήσω, να φτιάξω, να ξεκινήσω από την αρχή. Το να αποφασίσω να μεταφερθώ απ' το αστικό μου οροφοδιαμέρισμα τής Κυψέλης τού '60 με τα παρκέ και τα μάρμαρα, την κεντρική θέρμανση και τις αχανείς ντουλάπες, τις βεράντες των 100 τετραγωνικών και τον ήλιο που έψηνε τις μπουαζερί... σ' έναν αχανή και «μποξάτο» χώρο ύψους επτά μέτρων όπου όχι μόνο δεν υπήρχε τοίχου-χώρισμα, όχι μόνο δεν υπήρχε μπάνιο-κουζίνα μα ήταν ιδανικό για tatami και moto-service area, για κρέμασμα πυγμαχικού σάκκου και με μωσαϊκό κάτω του, μπορούσα να τελειοποιήσω τούς γύρους μου με το crossfit-σχοινάκι δίχως κανέναν να ενοχλώ, ή να ραγίζω το stereo μου στα Watt δίχως εγώ σουρντίνα να βάζω. (This IS Life, hombres μου: κάτι χάνεις-κάτι κερδίζεις καθώς δεν διαθέτω εγώ πεθερά ή λεφτά, να λειαίνω τα προβλήματα, να καταπίνω τις αντιθέσεις, τις επιθυμίες μου να πηδώ.) Το 2017 πάλι ταξίδεψα κι όταν απ' την Κρήτη σημαδεμένος βαθέως επέστρεψα, πούλησα τον «Ζαχαρία» το αμαξάκι μου και κλείστηκα στην σπηλιά μου. (Το «γιατί», κι αυτό το 'χω γράψει στην ιστοσελίδα μου – ψάξτε το, αξίζει να διαβάζει κανείς, κυρίως όταν δεν καταλαβαίνει καν τί διαβάζει!)


Και ΤΟΤΕ εμφανίστηκε ο μίστερ Κοχί. Στην ζωή μου. Ήρθε και στήθηκε ντούρος κι αδύνατος έξω από την σπηλιά, κι ενώ μέχρι τότε απέφευγε τούς πάντες κι εξαφανιζότανε, ένα απόγευμα καθώς είχα την πόρτα μισάνοιχτη ως air-condition ελικώνειο-φυσικό, μπουκάρισε μέσα. Τοίχο-τοίχο τα άπαντα μύρισε, κρατούσε από μένα απόσταση μεν μα μόλις αντίκρυσε τον καναπέ, μ' ένα σάλτο επάνω ανέβηκε και ξύπνησε επιεικώς την επόμενη μέρα. ΤΟΤΕ κατάλαβα ότι αυτός ο μαυρόασπρος γάτος ήταν σταλμένος ώστε την λήξη των ταξιδιών μου να σφραγίσει οριστικά, οι σκέψεις μου που τρεμοπαίζαν δειλιάζοντας μπροστά στην παγωμένη ακινησία τού zazen, που αχνοφέγγαν μπροστά στην φλεγόμενη διονυσιάδα τού crossfit – στο φτερό εξατμίστηκαν, Bodhidharma και Πλάτωνα τούς έκανα «μία χόρτα» καθώς απ' τα ταξιδιάρικα και πανελεύθερα χιλιόμετρα, φρενάρισα και γονάτισα έμπροσθεν τού τοίχου τού παταριού μου. (The rest is personal history, που δεν ενδιαφέρει κανέναν.)


Δεν «σπίτωσα» εγώ τον μίστερ Κοχί, εκείνος με περιμάζεψε «σπίτι». Δεν μάζεψα εγώ απ' τον δρόμο τον μίστερ Κοχί, ετούτος στον Δρόμο με έβαλε. Και τ' αποδέχτηκα λυτρωμένος και ασμένως εγώ, είχε έλθει η ώρα να μην ακούσω κανένανε (και κυρίως τον εαυτό μου) κι αφού ο μανουριάρης ασπρόμαυρος killer αυτός εμφανίστηκε, προσέπεσα στα τέσσερα πόδια του, εγώ-ο-άνθρωπος με τα πέντε! (Σε περίπτωση που μπερδευτήκατε με το νούμερο, «πέντε» είναι τα αληθινά πόδια τού Homo sapiens: δυό τα ποδάρια του φυσικά, άλλα δύο πόδια πρέπει να κάνει τα χεράκια του γονατίζοντας – και ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ θα μπορέσει ν' ασχοληθεί, να παλέψει και να εξουδετερώσει το πέμπτο του. Το μυαλό του.) Ευθύς εξ αρχής αποφάσισα ότι ο μίστερ Κοχί είναι ο ιδιοκτήτης και κάτοχος τής σπηλιάς, εγώ μόνο παροδικός ενοικιαστής της και συντηρητής είμαι. Η πόρτα της θα 'ναι πάντα για τον μίστερ Κοχί ολημερίς ανοικτή, απ' τα χαράματα το πρωί έως βαθείας νυκτός πάντα. Μπουκάριζε από νωρίς ο Κοχί, περίμενε διακριτικά πάνω στον πάγκο να φτιάξω καφέ και μόνο άμα άκουγε της καφετιέρας το γουργουρητό, σηκωνότανε-τεντωνότανε στα πίσω του πόδια κι ακουμπούσε τα μπροστινά στου ψυγείου την πόρτα, λες και ήθελε προσωπικώς να τ' ανοίξει. Έτρωγε αργά απολαυστικά, γλειφόταν κάνα μισάωρο μετά λαμβάνοντας την μπανάρα του και κατόπιν άραζε στην καινούργια γωνιά του, σαπίζοντας στον ύπνο ως το απόγευμα που θα τον ξυπνούσε είτε το σχοινάκι τού Crossfit με του αέρα το βουρδούλιασμα, ή το ξύλινο σπαθί τού Aikido με του αέρα το κόψιμο. Τότε ξεκουνούσε ο γάτος, ξανάπαιρνε την μπανάρα του κι έβγαινε για την απογευματινή τσάρκα του στην Αλεπότρυπα να δει, επέστρεψε ο Τσίπρας ή αργεί να υπογράψει τής Ελλαδίτσας μας την παράδοση; Έβγαλε η μανούλα από απέναντι τα δίδυμα να τα πάει στα Αγγλικά ή πάάάλι τα πάσσαρε στην γιαγιά κι εκείνη απασχολημένη έτρεξε να μουσκέψει το στρώμα στην «ημιδιαμονή»; Ήρθε ο μουσοσφιχτάκος με την ξετάπωτη εξάτμιση να παραλάβει το βυζεροζουμάτο νινί προς τσάρκαν και κοζερί ή «τού 'κανε μούτρα» η μαλάκω ξανά, τον έχει στο «περίμενε» από κάτω μέσ' στην βροχή και μαζί του συνομιλεί απ' το κινητό, με τις ώρες; (Χα! Ο διαλογισμός βε χάνοι βρε κότες δεν είναι η ώρα που με τον Βούδδα και τον Κούδα συνομιλείς. Ο διαλογισμός γίνεται ώστε με την Κυρία Ζωή αυτοπροσώπως να εργαστείς-οργασθείς, να σιωπάς να παρακολουθείς, να την ρουφάς να χάνεσαι μέσα της, στις λεπτομέρειες και στις μεγαλειώδεις τις μικρές τις στιγμές της να εξαφανίζεσαι συ και να γίνεσαι Ένα μ' Αυτήν, εσύ ο μικρούλης κανείς κι εκείνη η Γυναικάρα τα Πάντα.)


Τον μίστερ Κοχί τον γνωρίζω ακριβώς είκοσι μήνες. Έχουμε χτίσει την σχέση μας πάνω στην αμοιβαία αποδοχή, πράγμα που σε «σπηλαιώδη και ζενικά» κυψελιώτικα σημαίνει, «Ό,τι διατάξεις εσύ γάτε μου». Όταν ο μίστερ Κοχί κοιμάται, δεν υπάρχει προπόνηση και όποτε εγώ στο κομπιούτερ μου γράφω, δεν υπάρχει ύπνος για τον μίστερ Κοχί. Τρώμε τις ίδιες ώρες και δυό-μόνο φορές την ημέρα, το απόγευμα που κάποιες λεπτές και διακριτικές ακτίνες ήλιου την μπούκα μας επισκέπτονται, εγώ φτιάχνω έναν ΛΟΥΜΙΔΗ και καπνίζω ένα ΚΑΡΕΛΙΑ εκεί και ο μίστερ Κοχί δίπλα μου τα χάδια μου δέχεται, καθισμένος ακίνητος κι αγρυπνών στα πίσω του πόδια. Έτσι πολυάσχολοι φίλοι μου κι ασυγκράτητες φίλες μου, περνά η ζωή μας: ένας εξηντάρης ακίνητος άνθρωπος κι ένας χρονιάρης υπερκινητικός γάτος μοιραζόμαστε μία κοινή και εξάποδη ζωή και είμαστε – πιστεύω – ευτυχισμένοι. Και το καταλαβαίνω αυτό, όταν ρονρονίζει ακατάπαυστα μόλις στην αγκαλιά μου θρονιάζεται ο καλοθρεμμένος-πλέον μίστερ Κοχί, την ώρα που πασχίζω εγώ δυό γραμμούλες-λεξούλες στο δύστυχο κι άσπρο να σύρω χαρτί, έχοντας πλακωμένα και τα δυό μου τα χέρια από την κορμάρα του που ειδικώς έχει ξετεντωθεί, ώστε να αποτρέψει πάσα άλλη εκδήλωση εκτός τούτης τής μίας: της κατοχής. Άμα μάλιστα στην οθόνη κοιτώ κι από κάτω πληκτρολογώ, ο μίστερ Κοχί αρχίζει τα ντιρέκτ τα κροσσέ με τον κέρσορα, μπας και τον πιάσει τον μαλάκα αυτόν επιτέλους που του τσιγκλάει τα νεύρα την προσοχή, του ξυπνά κυνηγιάρικα ένστικτα ή απλώς θέλει με τούτον να παίξει.


Ας το πω: αν και διαθέτω «σκυλίσιο» όνομα, μεγάλωσα πάντα με γάτες. Απ' τον Πεπίτο μέχρι τον Πιτσίκο, απ' τον Ταρουή μέχρι τον Τζόϋ Τάϊ κι απ' την Τάτσι-Μαουάσυ-Μανασή μέχρι το Καιτί – πάντα είχα γάτες να με τριγυρίζουν. Και μετά το νησί όπου απλώς το παράκανα καθώς είχα τουλάχιστον δεκαπέντε «προσωπικές» και τάϊζα άλλα τριάντα στην γύρα αιλουροειδή, όταν στην Κυψέλη επέστρεψα καθημαγμένος-συντριμμένος-μοναχικός, it was about rough times to swim in the Athenian swamp τής κρίσης τής πίπας, της βρώμας τής ξεφτίλας, του κοινωνικού διασυρμού και πολιτικού ανασκολοπισμού, του οικονομικού βιασμού και του μεταπολιτευτικού τέλους. "Now, I'll summon my strength and I'll show my character" είπα. (ΟΚ, δεν το είπα έτσι γιατί δεν μπορούσα καν να μιλήσω εγώ, απλώς έβαλα κάτω το κεφάλι και ξεκίνησα απ' τα βασικά πάλι.) Και σιγά-σιγά, μέρα-την-μέρα, χρόνο-τον-χρόνο έφτασα έως εδώ, με πόδια που τρέμουνε, με ζαλάδες που μ' απειλούνε. Με μέση αγύριστη και ώμους βαρείς, με μυς μαγκωμένους κι αρθρώσεις που δεν υπακούν πια – όλα τα χαριτωμένα ετούτα είναι ντελβές και ιζήματα απ' την συγγραφή κι έκδοση τού «τα τρία μι», και με ίσαμε τίποτα δεν τα ανταλλάσσω. Κι αφού μπήκε το «στρογγυλό» 2018 – που τελειώνει με το ιαπωνικώς τυχερό, το οκτώ – όλα σαν να ήλθαν στην θέση τους μόνα τους, την στιγμή μάλιστα και κυρίως που εμένα δεν μ' ενδιαφέρει πια καμμιά-μα-καμμιά θέση. Ώσπου χτύπησε το τηλέφωνο.


- «Ο Μαρίνος, ρε!»
- «Καλά, πες του να φέρει τις μπύρρες κι ανεβαίνω να τα πούμε και να τις πιούμε μαζί.»
- «Δεν κατάλαβες, αύριο είναι η κηδεία του» μού σκάει ο Λάζαρης στο ακουστικό και δεν ήξερα αν σάκκο θα κάνω εγώ το κεφάλι μου και γάντι πυγμαχικό το bokken μου.
- «Τί είπες ρε, τί έγινε;» ψελλίζω εμβρόντητος.
- «Τονε πέταξε κάτω μια νταλίκα χτες στο Σχιστό καθώς γύρναγε από τη δουλειά, και τον πάτησε η επόμενη που πίσω του πλακωμένη ερχόταν» ο Λάζαρης συμπλήρωσε, ζηλώσας Χάρου μακαβρία σκηνοθεσία.



Και στην κηδεία τού Μαρινάκου πήγα και συνέχεια έκλαιγα, και στο μνημόσυνο ήμουν παρών και έκλαιγα πάλι – μια απ' τα ίδια. Με κοιτούσαν οι γνωστοί φίλοι και οι άγνωστοι συγγενείς, ποιός είναι αυτός ο ψαρομάλλης ο αδύνατος που μορφάζει απ' τ' ασυγκράτητα δάκρυα και δεν ξέραν τί να σκεφτούνε. «Ρε Γιαννάρα» λέω του Λάζαρη, «Πώς 'στράβωσα' έτσι με τον Μαρινάκο;» προσπαθώντας να βρω την αιτία που τούτος ο «άσκοπος και αναίτιος» θάνατος με σακάτεψε και δεν μπορώ ίχνος και νήμα ν' αρπάξω. Ν' ανεβαίνουνε οι λυγμοί να με πνίγουνε, μα ευτυχώς που διαθέτω ένα καραμπινάτο κι ανεγχείρητο γλαύκωμα που στουμπώνει τον ποταμό των δακρύων. Να θέλω να κλάψω «αναιτιολόγητα» και να τρέμει το σαγόνι μου, λες και μου το χάϊδεψε ο Μωχάμεντ Άλλυ. Να θέλω να βγάλω το λιμνάζον και υγρό ηφαίστειο από μέσα μου κι αντ' αυτού, κάτι πιτσίλες και σταγονίτσες, κάτι ρυάκια στερεμένα και δύσβατα, κάτι δακρυάκια στενεμένα κι αναγκασμένα. «Δεν γίνεται έτσι δουλειά» είπα. Κι επιστρέφοντας στην σπηλιά – κι επειδή γνώριζα πόσο πολύ ο Μαρινάκος αγαπούσε τις γάτες – αρπάζω στην αγκαλιά μου τον ανύποπτο μίστερ Κοχί και στεντορείως τού ανακοινώνω: «Μίστερ Κοχί, από σήμερα 'Μαρινάκος' θα λέγεσαι, ετούτο θα είναι ισοβίως το όνομά σου. Εγώ 'μίστερ Κοχί' δεν πρόκειται να σε ξαναπώ, κι επειδή ΞΕΡΩ ότι του αληθινού Μαρινάκου η ψυχή θα χαρεί, έτσι κι εσύ θα πάρεις ΤΩΡΑ το όνομά Του.» Ο γάτος φυσικά αδιαφόρησε για βαφτίσια λαδώματα, πήδηξε στο tatami και μπρος στο αδειανό πιατάκι του φρέναρε, γυρνώντας να με κοιτάξει ικετευτικά και προστακτικά, τέλος. That, was, it – η Ζωή συνεχίζεται, ο συγγραφέας διαβάζει, ο γάτος για την βόλτα του έχει βγει. Οι φακές βράζουνε, οι φόρμες στεγνώνουνε κι όπου να 'ναι βραδυάζει.


Την επόμενη μέρα έπρεπε να πάω στην Τράπεζα. Του άνοιξα του «Μαρινάκου» να μπει τα χαράματα – οι γάτες είναι ζώα νυκτόβια, γι' αυτό δεν τον κλείνω μέσα τα βράδυα – του έβαλα το φαγητό του κι αφού ετοιμάστηκα, βγήκαμε και οι δυό μας... to fight the forces of Money εγώ, κι εκείνος the forces of all those fury four-legged Βitches τής γειτονιάς που στον οίστρο τους βρίσκονταν, και ήδη του 'χανε γδάρει τα μούτρα. Κλείδωνα κι ο «Μαρινάκος» όλο στα πόδια μου να μου τρίβεται, ξεκίνησα κι όλο ο «Μαρινάκος» στα πόδια μου να μπερδεύεται – έτσι κάνουν οι γάτες άμα θέλουν να σου σκίσουνε πρωινιάτικα την καρδούλα. Σταματώ, τον χαϊδεύω και μου ρίχνει την πρώτη χωστή δαγκωνιά, ανταποδίδω τα μοβόρα του συναισθήματα με χάδια τρελλά και δώσ' του ο «Μαρινάκος» να 'χει ξαπλώσει στο πεζοδρόμιο και να τεντώνεται να λυγίζει, να γυρνοβολά-να κάνει-ν' αρπάξει, να παίζει και να γελάν τα μουστάκια του. «Μαρινάκο, έρχομαι ρε αγόρι μου, μέχρι την Φωκίωνος πάω, πώς κάνεις έτσι;» και μία άγνωστή μου κυρία σταμάτησε, «Τί χαριτωμένος που είναι, και πόσο σάς αγαπά κύριε» μού λέει, μέχρι που της έδειξα το δαγκωμένο και ψευτογδαρμένο μου χέρι. Γελά η κυρία, νάζια ο «Μαρινάκος» χαμαί, σκύβω, του κάνω με την άλλη παλάμη μου ένα κολπάτο tenshi nage να ξενερώσει αυθωρεί, και φεύγω προτού συνέλθει αυτός και βυθίσει τους χαριτωμένους, κατάλευκους κι εσωτερικούς χαυλιόδοντές του στις μεξικάνικες μπόττες μου.


Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τον «Μαρινάκο». Βρε τί το μεσημέρι ήρθε και πέρασε, τί βγήκα τ' απόγευμα στην γειτονιά και τον φώναξα, «Θ' αρχίσαν οι πουτάνες τα όργια κι ο δικός μου, πρωτάρης κι αθώος, έχει πολλά να πάθει, να μάθει» αυτοπαρηγορητικά σκέφτηκα. Το βράδυ βούτηξα στον Επίκουρο, είχε μπουκάρει το δεκεμβριάτικο κρύο ως τα μπετά τής σπηλιάς και κάποια στιγμή έκλεισα την πόρτα για να πάω για ύπνο. Την επομένη, same drill-same nothingness, πουθενά «Μαρινάκος», τα φίδια με ζώσαν. Ξανά βόλτα στην γειτονιά, ξανά-μανά πουθενά, ξανά φαγητού επιστροφή στο ψυγείο. «Λες ρε;» διερωτήθηκα κι η μακάβρια – μισή – σκέψη με επισκέφτηκε και κατεδάφισε ακόμη ένα τοιχίο τής πολυραγισμένης καρδιάς μου. Καβαλλάω την «σαύρα» και πετάγομαι μέχρι το συνεργείο τού Λάζαρη, «Ρε Γιαννάρα, λες τώρα που στον Κοχί το όνομα τού Μαρινάκου τού έδωσα, λες να τον πάτησε τον δύστυχο κάνας αδιάφορος βιαστικός πούστης;» τρέμοντας άρθρωσα κι εκείνος έχοντας δει και βιώσει αληθινό θάνατο στην Κύπρο το '74, «Όχι ρε, μην ψήνεσαι μόνος σου, κάπου γαμά ο καυλιάρης κι έχει γι' αυτό ξεχαστεί» χαριεντίστηκε, μ' ανακούφισε. (Μέχρι να πάω στο σπίτι.) Γιατί ούτε κι εκείνο το βράδυ ο «Μαρινάκος» για φαγητό ή για ύπνο επέστρεψε, για χάδι και αγκαλιά, για μανούρα και δαγκωνιά, για χουζούρι ή παρεΐτσα. Και τέσσερις μέρες ολόκληρες-αδειανές είναι πολύ και για τον άνθρωπο και για τον γάτο, αλλά είναι ελάχιστες-πλήρεις για τον ευγενή γείτονα να με βρει να μου πει ότι «Τη γατούλα σας κύριε την πάτησε ένας ταξιτζής που έτρεχε δαιμονισμένα μέσ' στο στενό, την μάζεψε ο κυρ-Φώτης απέναντι» και να μου κόψει τα πόδια, χαράζοντάς μου την δόλια καρδιά κι ανοίγοντας ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ-ΜΩΡΕ των ματιών μου τον Αχελώο.


Μαρινάκο και «Μαρινάκο» μου – γιατί βρε ψυχές μου γιατί, πού είσαστε τώρα; Τί έγινε, τί πάθατε, πώς χτυπήσατε και πια σεις δεν ζείτε; Γιατί σκοτώθηκε-πέθανε ο Μαρινάκος γυρνώντας στο σπίτι του, προσεκτικά-δεξιά-με λίγα χιλιόμετρα όπως ΠΑΝΤΟΤΕ έκανε και ΠΑΝΤΑ με τζάκετ και κράνος, με μπόττες και γάντια, αμυντικά και μαγκιώρικα, σβέλτα ασφαλώς και αθώος; Γιατί σκοτώθηκε-πατήθηκε ο «Μαρινάκος» περνώντας τον δρόμο του, προσεκτικά-σφεντονιάρικα, με κάργα χιλιόμετρα όπως ΠΑΝΤΟΤΕ έκανε και ΠΑΝΤΑ μ' ολοκάθαρη γούνα και ποδαράκια αέρινα, επιθετικά και αρσενικά, ξένοιαστα αμελώς και αθώος; Διότι στην Ζωή τούτη την χυδαία ελληνική, ο νταλικέρης κι ο ταξιτζής αποφασίζουνε ποιός θα ζήσει και ποιός θα πεθάνει! (Νά γιατί.) Μια τιμονιά ο ένας και μια γκαζιά ο άλλος κι ορίστε στην λευκή κάσσα του ο Μαρινάκος κίτρινος κρύος κι ακίνητος, δίχως λεκάνη και πόδια. Κι ορίστε χύμα στου κυρ-Φώτη την σακκούλα την πλαστική ο «Μαρινάκος» ζεστός κατάμαυρος και σφαδάζοντας, με πεταγμένα έξω τα μάτια του και τ' άντερά του κορδόνι απ' τον κώλο. Τί γίνεται ρε Θεέ με τα σώματα τις ψυχές, τα μυαλά τις ανάσες, τα κόκκαλα και τα αίματα – γατίσια κι ανθρώπινα, στα δυό ή στα τέσσερα, γιατί μάς τις βουτάς και τις λειώνεις εσύ ΕΤΣΙ;


Απαρηγόρητος συντριμμένος και λαλημένος εγώ τόσες μέρες-σερί τριγυρνώ μουρμουρίζοντας πως «Για τον 'Μαρινάκο' φταίω εγώ! Αν δεν τον είχα βαφτίσει με το όνομα τού αγαπημένου νεκρού, ίσως να ζούσε ο γατούλης ακόμα» – τί να σου κάνει μωρέ ένα σαλεμένο μυαλό, και μάλιστα το δικό μου; Πόσο δυό μάτια να τρέξουν ν' αδειάσουν να ξαλαφρώσουνε; Εδώ ρε δεν έκλαψα όταν έφυγα από το νησί, δεν έκλαψα όταν χώρισα από την γυνή, δεν έκλαψα όταν «χάθηκε» το βιβλίο κι έχω τώρα πνιγεί σ' ένα βουβό κι ανεξήγητο κλάμα απ' τους βίαιους και αιφνίδιους θάνατους ενός γνωστού-μακρινού Μαρινάκου κι ενός αγνώστου-κοντινού «Μαρινάκου»; Η καρδιά μου πονά αληθινά πια, δεν αντέχει. Λίγο η ηλικία και πολύ η ταλαιπωρία της, κάπου η σπηλιά κι η δοκιμασία της και πουθενά η ζωή με την δική της αδιαφορία – τί να σου κάνει ένας συγγραφέας δίχως σελίδες, ένας παλαιός δίχως φωνή, ένας μοναχός δίχως τάγμα; Κοιτώ την ακόμα-επίτηδες ανοικτή πόρτα και περιμένω να προβάλει ο «Μαρινάκος» γουργουριστός, κι αμέσως θυμάμαι τον Μαρινάκο φωτογραφία στον τάφο μαρμάρινη... και πρέπει ν' αρπαχτώ από κάπου, να κάτσω. "Τhat was a cheap AND low blow, αν θέλεις να ξέρεις κυρία Ζωή", μα αντιλαμβάνομαι ότι την απολύτως σωστή ώρα διάλεξες εσύ για να μου τηνε φέρεις. «Η Ζωή είναι σοφή» μονολόγησα, καθώς ΠΟΤΕ δεν σού δίνει τρία κακά μαζύ, γιατί τότε είσαι απλώς πεθαμένος. Δυό κακά, είσαι βαριά άρρωστος και με ένα κακό είσαι επιεικώς πλανταγμένος. (Fair enough, λύθηκε το πνευματικό και μεταφυσικό τούτο ζήτημα, μια για πάντα.)


Τί λέει ο Neil McCauley – δια στόματος Robert de Niro – στο ΗΕΑΤ όμως; "There's a flip side to that coin" και εξηγώ, όσο μπορώ, όσο αντέχω:
1/ Η ώρα τού θανάτου τού καθενός έρχεται όταν εκείνος – ήδη ΕΝ ΖΩΗ – έχει φτάσει στο «τέλος». Όπου «τέλος» εστί, είτε ότι κόλλησε-βάλτωσε αυτός, είτε επειδή έφτασε στο ατομικό το ζενίθ του.
2/ Ο πόνος και του θανάτου η βάσανος είναι το "boarding-pass" τής επομένης ζωής. Κρεμάστηκε από την ζωή κι αγωνίζεται να μην την αφήσει εκείνος; Ο θάνατός του θα είναι βίαιος και τυραννικός, γενναία αιφνίδιος (στην καλύτερη) και αρρωστημένα αργός (στην χειρότερη). Ξεκρεμάστηκε από την ζωή κι έχει αφεθεί να τον πάρει εκείνη; Ο θάνατός του θα είναι ακαριαίος γλυκός, φροντισμένα ακραίος (στην καλύτερη) και βραδυφλεγώς τραχύς (στην χειρότερη).


Μόνο που ΚΑΝΕΙΣ μα ΚΑΝΕΙΣ δεν γνωρίζει το ΠΟΤΕ το ΠΩΣ, όλοι στο ΓΙΑΤΙ έχουν κολλήσει και ψάχνουν – απ' τα Κατουνάκια ως την Wall Street, απ' το όπιο μέχρι την αγιαστούρα, απ' την Τέχνη μέχρι την Εξουσία, από πρωίας ζωής έως νύκτας θανάτου. I'll rephrase my scheme: Εάν βασανιστείς στην ζωή, ο θάνατός σου θα έλθει στην ώρα σου και θα 'ναι ταχύς. Εάν καλοπεράσεις εσύ στην ζωή, ο θάνατός σου θα επέλθει στην ώρα Του και θα 'ναι αργός – αυτό εγώ λέω. Βίωσα έναν ζωντανό θάνατο (τού πατέρα μου) και πολλούς νεκρούς θάνατους (μέσα μου) και ξέρω για ποιό πράγμα μιλάω: όταν έχεις σταματήσει και γονατίσει πια στην ζωή, δεν έχει σημασία ο θάνατος, όποτε και όπως να έλθει. Άμα έχεις ζήσει εσύ γεμάτα κι ατομικά την όποια ζωήτσα σου, είσαι έτοιμος για το θάνατό σου όταν και δίχως-γιατί αυτός έλθει. Εάν έχεις πάψει να ζεις ΕΣΥ, την ζωή ΣΟΥ ΕΣΥ, τότε εκείνη υποταγμένα κι απλόχερα βρίσκεται αυτόματα στου Χάρου τα χέρια. And I'll let you now in a little secret of mine: θέλεις να δέσεις τα χέρια τού Χάρου, έστω για λίγο; Την ζωούλα σου δώσ' του προκαταβολικά και τοις μετρητοίς, πρόθυμα ξένοιαστα χαρωπά, ανιδιοτελώς μα ουχί αυτοθυσιαστικώς, αυθορμήτως μα ουχί αυτοκτονικώς – έτσι κάνε. Τον μπερδεύει τον Χάροντα ΑΥΤΗ και ΜΟΝΟ η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ η γενναία πρωτοβουλία τής προσφοράς, της θυσίας, της ανεμελιάς και τα χάνει Εκείνος... καθώς άλλος γίνεται τώρα το αφεντικό και άλλος παντελώς-εντελώς ο ταπεινός υπηρέτης!


Γιατί εγώ-τουλάχιστον, ΕΝΑ νιώθω κι αφού το νιώθω εγώ, μού είναι από πολύ έως αρκετό: Δεν είναι ΜΙΑ η Ζωή, πολλές είναι. Δεν είναι ΕΝΑΣ ο Θάνατος, πολλοί είναι. Και το κλειδί και πυξίδα για να ταξιδέψει κανείς στο λίγο-ενδιάμεσο είναι να μην νοιάζεται για μπουνάτσες και πόρτα, να μην σκιάζεται από μπουρίνια, αβαρίες, σκορβούτα. «Χους ει και εις χουν απελεύσει» κορνάρει το Ευαγγέλιο, μόνο που το ρημάδι αυτό γράφτηκε όταν δεν κυκλοφορούσαν νταλίκες γκαζιάρικες στο Σχιστό, όταν δεν τρέχαν φονιάδες ταρίφες στα στενά τής Κυψέλης. Και εάν ο άνθρωπος είναι κατά 90% νερό, αν άντε οι γάτες να είναι άλλο ένα 80% – ύδωρ κι ατμός, πάγος κι αχνός, atman κι ανάσα είναι απόλυτα η ζωή, βρασμός κι εκπνοή είναι ο απαραίτητος θάνατος – μην κολλήσει σε τούτο κανένας. Κάθε ένας – τολμώ να το πω – πεθαίνει στην ώρα του ακριβώς, ούτε ένα λεπτό λιγότερο-περισσότερο. Οι θάνατοι διαφέρουνε και είναι άπαντες custom-made για τον καθένα ώστε εκεί-κι από-κει το κοντέρ να μηδενιστεί, το κιτάπι να σβήσει και να επανεκκινήσει το κομπιούτερ του στην νέα ζωή. Μόνο ρε συ συγγραφέα, ΕΝΑ μην κάνεις εσύ, μετά τόσους «θανάτους» και θάνατους δεν το 'χεις μάθει ακόμα; Ποτέ μην βαφτίζεις ένα/ν ζωντανό, με το όνομα κάποιου νεκρού – δεν είναι δουλειά σου ετούτη. Κι αυτά έγραφα σήμερα, Παρασκευή βράδυ κατά τις εφτάμισυ το απόγευμα μέσ' στην σπηλιά, με την πόρτα κλειστά... όταν ακούστηκε από έξω ένα δειλό «νιάου» γνωστό μου! Πετάγομαι πάνω και τρέχω προς τα εκεί, ξεκλειδώνω ανοίγω και νά σου ο «Μαρινάκος»-σε-Κοχί, νά σου ο Κοχί-ως-«Μαρινάκος» εν ζωή, αρτιμελής κι ολιγοβαρής, γουργουριστός και λυσσασμένος στην πείνα, καταβρώμικος μα με κάγκελο τα μουστάκια και την ουρά κατάρτι ολόρθο, να βρίσκει η μάτσα στα ντουβάρια και το πανί να χαϊδεύει τα βιβλία απ' όπου περνούσε!


Τί χαρά, τί χαρά, τί χαρά! Γίνονται ρε θαύματα, κι ας είναι και ψέμματα όλες οι μαύρες και πικρές σκέψεις και λέξεις. Εκεί μωρέ που πίστευα πως «εγώ έστειλα» τον μίστερ Κοχί στον Μαρινάκο-καρφί με τ' όνομά του βαφτίζοντας το ζωντανό, είναι ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ και ΑΕΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ Μαρινάκος που πίσω στην γη τον «Μαρινάκο» – μού και τού – μού 'στειλε. Το πιστεύω, κι ας με πείτε χαζό ή τρελλό – στα χιλιόμετρα και τις ουλές τις δικές μου αυτό θεωρείται τίτλος τιμής, παράσημο προκεχωρημένης ανδρείας. Ναι ρε, υπάρχει Θεός και «μιλά» δια πνοής Μαρινάκου που κείται – για τους δικούς Του λόγους – στου Άγιου Βασίλειου το κοιμητήριο, κάτω απ' τα λευκασμένα τα βότσαλα και την μαρμάρινη πλάκα. Και θα πάω αύριο Σάββατο το πρωί και με πνιγμένα τα μάτια στα δάκρυα θα του πω ένα μεγάλο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» τού Μαρινάκου που το παιδί-παλικάρι αυτό, απ' το Πέραν τού Σύμπαντος διαισθάνθηκε πόσο δεν θ' άντεχε η κατακαμμένη μου ψυχή να καταπιεί δυό θανάτους την ίδια στιγμή, έστω και αυτήν την καλή-για-μένα εποχή. Αυτό το ανατρεπτικό «γύρισμα» σήμερα τ' απόγευμα στην έρημη και πτωχή μου ζωή, στην πανηγυρική και πλουσία ζωή που τρεχόντως διάγω, αυτή η ατομική σύντηξη Βίου και Θάνατου στην παγωμένη σπηλιά μου δια της απλής επανεμφανίσεως ενός απλού γάτου by the name of «Μαρινάκος» με κατέστησε απλανή κι ευτυχή, ευδαίμονα στιγμιαίως και δια βίου απολωλότα – «Άντε μωρή Λολότα, λωλάθηκες με ένα γατί» καταπώς ξεκαρδισμένος μού συρτάρωσε ο πεζός καλαματιανός, ο θεόμουρλος μηχανικός, ο θείος τού Μαρινάκου.



Ας είναι, ό,τι είναι κι όπως είναι αυτό. Ο θάνατος τού Μαρινάκου – μέσω τής βάφτισης τού «Μαρινάκου», τού χαμού κι επανεμφάνισής του αυτού – με φέρνει ξανά στην ζωή τής γραφής: ας είναι. I don't simply bow to you βρε ζωή, I kowtow μπροστά σου και κάτω σου, αφού ξέρω πια πως όσο πιο ταπεινά-παθητικά σκύβω εγώ, τόσο τον κρύο αναίσθητο και σκληρό θάνατο ακουμπάω. Αυτό είναι το μάθημα τού Μαρινάκου τού ζωντανού και του «Μαρινάκου» τού νεκρού – σας έχω μπερδέψει; Ο κεκοιμημένος Μαρινάκος είναι αείποτε ζωντανός και μου 'στειλε αγγελιοφόρο χαρμόσυνο τον συνονόματό του γατάκο, λέγοντάς μου να κόψω τα βαφτίσια και τις νονιές και ν' αφήσω τον γάτο στο ορίτζιναλ όνομά του. Γιατί ΕΚΑΣΤΟΣ έχει ΜΙΑ ατομική ζωή, ΕΝΑ προσωπικό όνομα, ΜΙΑ υπαρξιακή ψυχή και φωτοτυπίες εκεί στα ουράνια δεν βγάζουνε πλέον. («Ό,τι πεις εσύ αφεντικό» δεν έλεγε ο Χάρρυ Κλυνν στην παλιά του διαφήμιση κείνη;) Ποιός είμαι λοιπόν εγώ ο τιποτένιος ν' αντισταθώ μπροστά στην αιφνιδία ανατροπή και κυβίστηση τούτη των μαύρων σκέψεων αβάσταχτου πένθους; ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ μωρέ, απλώς πάει κάπου αλλού να ετοιμαστεί να σενιαριστεί ώστε πανηγυρικά να επανεμφανισθεί, κι άμα εσύ έχεις κλάψει για κείνον πολύ, σε διορθώνει σοφά ο «νεκρός» στέλνοντάς σου π.χ. έναν γάτο. Πίσω. Στα θολά μάτια σου και στα τρεμάμενά σου χεράκια, στην χαίνουσά σου καρδιά και στα ταραγμένα μυαλά σου.


Ιδιαίτερα άμα ζεις σε σπηλιά, δίχως θέρμανση δίχως ήλιο, δίχως γυναίκα δίχως λεφτά, δίχως αγάπη δίχως μιλιά – στρώσε ρε Φώτο πένα κιμπάρικια κάργα συναίσθημα να κλάψουμε να ξαλαφρώσουμε άπαντες απ' της ζωής τον νταλγκά, απ' του θανάτου την ομερτά! Ξύπνα ρε Ντάναρε ψυχή κραταιά την Σαρίτα Μοντιέλ με τον Ροδόλφο Βαλεντίνο, τον Νίκο Ξανθόπουλο με την Μάρθα Βούρτση – και για τους νεώτερους άψητους, τον Πλιάτσικα με την Μποφίλιου – να μη μείνει άνθρωπος άκλαυτος και στεγνός, άκαρδος και σεκλετισμένος! Το λέν' και τα ματάκια τού μίστερ Κοχί, ιδιαίτερα τώρα που κλείσανε απ' την κούραση την τρεχάλα, την πείνα το πήδημα, την βροχή και το κρύο. Η Ζωή δεν τελειώνει ΠΟΤΕ και ΠΟΤΕ δεν διακόπτεται τούτη, οι άνθρωποι απλώς θέση στην «σκακιέρα» αλλάζουνε, όσο να στρώσουν το καινούργιο δικό τους παιχνίδι. Και άμα έχουμε εμείς μάτια κλειστά και καρδιά ανοιχτή, θα 'ρθει και για μας ΜΙΑ ΜΟΝΟ στιγμή που θα μπορέσουμε να ακούσουμε τον δικό μας μίστερ Κοχί, να μας φέρει ΕΝΑ μήνυμα σαν του δικού μου τού Μαρινάκου.


Να είστε καλά – γιατί όλα είναι καλά, μέσα στην Ζωής την απέραντη αγκαλιά, μέσα απ' του αδελφού της τού Θάνατου την θεϊκή την μιλιά, καλά να 'στε.


 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright (c) Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018

Διαβάστηκε 2070 φορές Σάββατο, 08 Δεκεμβρίου 2018 16:24