Σάββατο 20 Απριλίου 2024

"Το χαμένο νησί". Του Μ. Καραγάτση. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

Νέα ήταν η μάνα μου όταν, σε κοινωνικό-φιλολογικό κύκλο, γνώρισε από κοντά και προσωπικά τον Μ. Καραγάτση. (Και χρόνια πολλά μετά, μού διηγήθηκε την συνάντηση και γνωριμία τους κείνη.) Δεκαοκτώ-είκοσι χρονών πρέπει να 'τανε, φοιτήτρια στην τότε-Γυμναστική Ακαδημία, ένα κορμί καταγωγής Ελευσίνας και παραγωγής Αθηνών, μιά μελαχροινή σαρκώδης γυνή-υπό-κατασκευή και ευνή-υπό-παραγγελία, αποφασισμένη να κατακτήσει τον Θεό και να συνταξιοδοτήσει τον Χάρο. (Έτσι δεν ξεκινούν περίπου-όλες τους; Και καταλήγουν οι περισσότερες με το μαλάκα αντρούλη τους κουτσούβελα ν' αραδιάζουνε, μ' εραστές να τσακώνονται και μουσακάδες να φτιάχνουν;)


Έχω δικές της φωτογραφίες πολλές: άλλοτε περπατά και λειώνει η Σταδίου, άλλοτε κάνοντας σκι στο Βέρμιο – καθότι η πρώτη πρωταθλήτρια Ελλάδας αυτή ήταν – και «τονε παίζαν» τα Λ.Ο.Κ. (ως εκπαιδευτές της) για πάρτη της, άλλοτε να με κρατά στα χέρια της ως ενός-έτους-τρόπαιο μήτρας λαμπρής και υμέναιου λανθασμένου. (Λάμπουνε φίλες και φίλοι μου οι γυναίκες σαν είναι νιές, λάμπουνε λίγο ακόμη μόλις μιλφάρες το παίξουνε κι από κει και μετά, αν ζουν στην Ελλάδα μεταβάλλονται σε Μαινάδες χωρίς το νευρικό τους ξεφόρτωμα, σε Σειρήνες δίχως τούς εμφανείς βράχους με τα σκόρπια των άλλων τα πτώματα, σε Μήδειες με τα αίματα των μπεμπεκοπουροπαιδιών τους να στάζουνε απ' το στόμα.)



Τιτιβίζανε γύρω του τα φρέσκα μουνάκια στην κατοχική Αθήνα κι ο παχύς ροδαλός μα πονηριάρης λογοτέχνης, ο μπήχτης και συγγραφεύς – που ΑΥΤΟΣ κι αν «είχε πάρει τη μισή Αθήνα» βρε τσιτωμένε Τατσόπουλε, προτού συ ξετσουτσουνίσεις – ο πολύπειρος άντρας που διάλεγε όποιαν γούσταρε, ξάπλωνε όποιαν βαριότανε και πήδαγε όσες «κατάπινε» η δύστυχος σύζυγος και ζωγράφος εξαίρετη Νίκη Καραγάτση. Τον πλησιάζει όλο δέος η μάνα μου, του δίνει παρθενικά το χεράκι της και αμέσως-απνευστί τον ρωτά την κλασική-απάντων ερώτηση, που πλέον ο «Μίτια» γελούσε μόλις και όταν την άκουγε. «Τί σημαίνει το Μι του ονόματός σας κύριε Καραγάτση;» τού σκερτσοκάνει η μάδερ μου ναζιάρικα και χαδιάρικα, μέσα απ' το κλαρωτό της φορεματάκι. «Εσείς τί νομίζετε, ωραία μου δεσποινίς;» θυμάται ΑΚΡΙΒΩΣ την απάντησή του – και το δέον πουτσάγκιστρο μέσα της – η καλή μου μανούλα. «Πολλοί λένε ότι προέρχεται από το ρώσσικο 'Δημήτρης', που 'Μίτια' προφέρεται, εσείς τί λέτε;» τον κοιτάζει αθώα και τολμηρά το κοριτσογυναικάκι, τονε ζυγίζει τονε κοιτά, τον θαυμάζει και τον εμπαίζει αθώα κι εντελώς πορνικά, τονε κόβει πατόκορφα να τον ζυγίσει πόσο «τον έχει» και εάν τής κάνει αυτηνής – "Cosi fan tutte" δεν γράψατε κι εσείς κύριε Λορέντζο ντα Πόντε μας, (για να μη νομίζουν οι αναγνώστες μου ότι όλο και μόνον εγώ αυτά-τέτοια γράφω);


«Ποιο όνομα θα διαλέγατε εσείς, ωραία μου κυρία;» τής αντιγυρίζει ο της πέννας γαζωτής, ο ρέκτης αιδοιοδαμαστής, ο κυνηγός γυναικών ελευθέρων και εξωτερικών, (αφού «εφόνευσε» τις δυό που μέσα στο σπίτι του σώκλειστες-σίγουρες, δεσμευμένες και άφωνες είχε). «Εγώ πιστεύω ότι...» τού απαντά ζωντανά περιπαικτικά, αυθάδικα και με τρόμο η νεαρά μητερούλα μου, «... ΜΟΝΟ το 'Μιχάλης' σε εσάς θα σας ταίριαζε» και τον κοιτά μαγεμένη από εκείνα τα διάσημα μάτια τα γαλανά, κρεμασμένη απ' την λεπτή-φαλλική-αστεία πίπα που εξείχε από εκείνα τα διάσημα χείλια τα έμπειρα, μαγκωμένη κιόλας από εκείνο το παχύ σώμα το διάσημο που στο κοστούμι του μέσα κινιόταν αργά, πλανταγμένα, βαρυεστημένα. «Ε λοιπόν – πώς είναι τ' ονοματάκι σας δεσποινίς; – Μαιρούλα λοιπόν, πολύ καλά τα λέτε. Εάν το λέτε εσείς και εάν το θέλετε ΕΤΣΙ εσείς, θα σας αποκαλύψω το μυστικό μου.» Και δεν άνοιξε το φερμουάρ τού παντελονιού του, ο κύριος άνθρωπος. Δεν ξεκούμπωσε καν το σακκάκι του, ο πετυχημένος ο λογοτέχνης. Μόνο άνοιξε πάλι στο στοματάκι του, έγειρε το διπλόφαρδο και κουρασμένο του-ήδη κορμί πάνω από και δίπλα σ' εκείνην την θηλυκή συγχορδία από έμμηνα κι οιστρογόνα, αίματα και βαρθολίνεια, διευκολυντικά σάλια και λιπαντικά κολπικά και ψιθύρισε λαγγεμένος: «Όπως το θέλετε ωραία μου δεσποινίς, από σήμερα-τώρα ΜΟΝΟΝ ΕΣΕΙΣ μπορείτε να με λέτε με το 'κοινό μας' το όνομα, να με λέτε 'Μιχάλη'»! (Κι άντε εξήγα Ντανάκο μου σήμερα συ ως τής μητρός σου καταγραφεύς μονωδός, μετά τετρακόσιες χιλιάδες έτη φωτός, στον κάθε βιαστικό και νομίζοντα, φλύαρο και ακίνητο, ξεπεταχτιάρη και παντογνώστη ότι όταν ΕΣΥ λες «Μιχάλη» τον Καραγάτση «τους», το κάνεις αυτό «από χέρι» και «μετά λόγου γνώσεως»...)


Μα το θέμα μου σήμερα δεν είμαι εγώ (που ακόμα ζω), δεν είναι η μάνα μου (που δεν ξέρω αν ζει), δεν είναι καν ο Μ. Καραγάτσης (που απέθαντος ο διάσημος σπείρων βιβλία-και-κέρατα είναι και ευτυχώς, τον διαβάζουμε και χαιρόμαστε, τον μνημονεύουμε κι οργαζόμαστε, τον έχουμε στημένο και όρθιο στις βιβλιοθήκες μας κι ανατρέχουμε συχνά στα σεξουαλικά νάματά του, αφού κι επειδή πλέον δεν μάς σηκώνεται). (Ότι όταν γερνάς γίνεσαι Γιούγκερμαν, ούτε καν φανταζόμουν.) Το θέμα μου σήμερα και εδώ όμως είναι το ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ και ΜΟΝΑΔΙΚΟ τούτο βιβλίο του, η «φανταστική νουβέλα» του καταπώς την υποτιτλοφορεί, «Το χαμένο νησί» του. Το οποίο έχω διαβάσει πολλές φορές βέβαια, με πρώτη αυτήν – ακόμα την θυμάμαι – ξαπλωμένος ένα νοεμβριάτικο κρύο απόγευμα στο παλιό μας το σπίτι. Με είδε η μάνα μου που την μπάλλα μου κλωτσούσα τεμπέλικα-άνευρα στην αυλή τής κυψελιώτικης μονοκατοικίας μας τότε, και μέσα με φώναξε. «Έλα δω παιδί μου» μού είπε, «Τί κάνεις;» με ρώτησε. «Τίποτα» τής απάντησα γω, (κι ας μην είχε ξυπνήσει ακόμα η ελληνίδα γκόμενα μέσα μου με το παγκόσμια-φέημους της «τίποτα», όπως ποτέ της δεν ξύπνησε μέσα μου ευτυχώς τούτη). «Πάρε και κάτσε να διαβάσεις αυτό, θ' αρχίσει να βρέχει σε λίγο» είπε και μού 'δωσε ένα βιβλίο μικρό.


Έριξα μια ματιά στην αυλή, οι φτέρες είχαν ήδη αρχίσει να γέρνουν κάτω απ' τις στάλες βροχής, η μυρωδιά απ' το χώμα μπούκαρε στον φούρνο με το παστίτσιο, το υγρό κρύο τύλιξε ό,τι περίσσευε απ' το κοντό μου παντελονάκι κι εγώ πειθήνια κρατούσα στα χέρια μου το βιβλιαράκι. «Θα φύγω τώρα εγώ, έχω μία δουλειά» μού 'πε εκείνη μετά, «Γι' αυτό κατέβα κάτω εσύ στην γιαγιά, έχει ανάψει την σόμπα της που σ' αρέσει, πήγαινε κάτσε σ' αυτήν δίπλα της και άρχισε να διαβάζεις αυτό το ωραίο βιβλίο. Κι όταν θα έλθω μετά, θέλω να μου διηγηθείς – εσύ – όλη αυτήν την ωραία ιστορία.»


(Is this Μagic or what?) Είναι τα ομιχλώδη χρόνια που έχουνε πάρει απόσταση, είναι οι γλυκές θηλυκές οι μορφές που έχουν χαθεί, ή είναι η ισόβια και αιώνια, ακατάλυτη κι ιερή παιδική ψυχή που κρατά και θυμάται; Ποτέ δεν ήμουν ΤΟΣΟ ευτυχισμένος ΞΑΝΑ, απ' όταν κατέβαινα κάτω στο ημιϋπόγειο τριάρι τής γιαγιάς μου, ξάπλωνα πάνω στο ημίσκληρο μπαουλοντίβανο δίπλα στην σόμπα της πετρελαίου που έκαιγε δυνατά και νυχθημερόν, διαβάζοντας αργά και ολημερίς ό,τι μού δίναν. Ελάχιστα λεωφορεία ντουμανιάρικα περνούσαν απ' έξω, το γάλα στο γυάλινο το μπουκάλι του αφηνόταν κάθε πρωί έξω απ' την πόρτα μας κι ο πατρινός-σαλεπιτζής-Παπατζής δεν είχε τινάξει τα λαοπλάνα σάλια του, με τον λαογλυψιάρικο «Ανένδοτό» του ακόμα. Η μάνα μου φορούσε ζαρτιέρες κατάμαυρες φυσικά, η γιαγιά μου φορούσε κάτι κίτρινα σώβρακα μακρυά και η ταλαίπωρη αδελφή μου αδυνατούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να αιμορραγεί τακτικά, αφού δεν γεννήθηκε άντρας.


Νά, κάτι τέτοια τρανό συγγραφέα με κάνανε – να παρατηρώ θηλυκά. Ορίστε ξανά, κάτι τέτοια με κάνανε συγγραφέα αποτυχημένο – να τα γράφω μετά. Και τελικά, κάτι τέτοια σκατά ορφανά με ρίξαν στην σπηλιά μου εδώ πιά, να ξυπνώ για να βάλω τού γάτου Κοχί φαγητό, να πιάνω εργαλεία-κλειδιά για να φτιάξω την μοτοσυκλέττα ώστε να μην κάτσω στο πληκτρολόγιο, να μην πλακωθώ πάλι στο μνημολόγιο [sic], μην αρχίσω ξανά να σκαλίζω στάχτες και λήκυθους, κούτσουρα πέτρες και αναμνήσεις λεπίδες. "Give ir' a name, an' forger' abour' it" ψιθυρίζουν σοφά οι ιταλοί μαφιόζοι κι εγώ υπακούοντάς τους, το μόνο που κατάφερα το αντίθετο είναι: 1ον/ να το κάνω πολλές λέξεις αυτό και 2ον/ να μην ξεχάσω τίποτα και ποτέ μου. Κάθε-μα-κάθε στιγμή τής ζωής μου ν' ανασύρω ιστορίες δικές από χθες, πρόσωπα που αγάπησα και δεν θέλαν να μ' αγαπήσουν αυτά, μέρη που λάτρεψα και κρατάνε ακόμα τα χνάρια μου παιδικά, μέρες που πικρά έζησα και καλύτερα που δεν θα επιστρέψουνε πίσω. Το πατρικό μου σπίτι γνωρίζει σήμερα μιά στυγνή κατοχή κάτω απ' τα «επενδυτικά» σχέδια τής φραγκομανούς-εκατομμυριούχου αδελφής μου, η μάνα μου έχει βουλιάξει στην άνοια (η οποία ξεκίνησε την στιγμή που εικοσιπεντάχρονη-ούσα δεν τής επιτρέψαν να παντρευτεί το νεανικό της αμόρε) κι εγώ εν μέσω απειλητικού κορωνοϊού-στημένων ελληνοτουρκικών-εξαντλητικής οικονομικής κρίσης, αντί να καβαλλήσω την endurο μοτοσυκλεττάρα μου και να ξεχυθώ ως εποχούμενη-αρσενική Βαλκυρία σε πεδιάδες Βοιωτίας και Πάρνηθας δασικά, κάθομαι βιδωμένος μέσα στην μπετοναρισμένη σπηλιά και γράφω τα αδιάβαστα και μακρόσυρτα «μνημόσυνα» τούτα – "Serves me right to suffer" λοιπόν που τραγουδά ο John Lee Hooker.


Επιστρέφω, μην πλατειάζετε και χάνεστε σεις, (και μετά κατηγορείτε εμένα).



«Το χαμένο νησί» είναι το μαγικότερο βιβλίο τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Και ο Μ. Καραγάτσης είναι ο σαμάνος συγγραφέας του και δη Μέγας αυτός, όχι μόνο γιατί – επιτέλους – ξεκρεμάστηκε απ' τις μήτρες στις οποίες ήταν δια-βίου κολλημένος ατομικά, όχι μόνο γιατί – επιτέλους – ξεφορτώθηκε τις σπόντες και τις ατάκες του τις μπηχτές στις οποίες είχε βρει καταφανή ευκολία και προσωπικό του πλυντήριο, μα γιατί πήρε μιά φανταστική ιστορία – εν είδει πρώϊμου sci-fi έργου, πουλάκια μου – και έγραψε πράγματα άρρητα μυθικά, μίλησε για πράγματα σκοτεινά ψυχικά, τσαλαβούτηξε φόνους με έθιμα, πάθη με ένσημα και εξαφανίστηκε δίχως ν' αφήσει μιάν εξήγηση διόλου. Μία λύση. Κάτι επιτέλους βρε αδερφέ – κάτι μέχρι «να γίνει» ο θερμοσίφωνας, κάτι μέχρι ο ντελιβεράς να φέρει τις πίτσες, κάτι μέχρι ο Βαρουφάκης να ξεπετάξει κοιλιακούς, ένα νομοσχέδιο προς υπογραφή και την Δανάη στο βελουδένιο ανάκλιντρο μ' ανοιχτά της τα σκέλια.


«Το χαμένο νησί» είναι το πιο άσημο και πλέον λαμπρό βιβλίο τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Και δεν πταίει γι' αυτό ο πολυγραφότατος κι ικανότατος – αν και μονού στυλ – Καραγάτσης. Κατά την γνώμη μου την πτωχή, ο «Μίτια/Μιχάλης/ή όπως αλλιώς τον βαφτίζαν οι λογής ξαναμμένες κουκλίτσες που τον τριγύριζαν» έγραψε το βιβλίο του τούτο ανάμεσα Νοέμβρη 1941 και Μάη 1942, τότε που οι Γερμανοί-ως-κατακτητές είχανε ήδη μπει στην Αθήνα, τότε που το ΕΑΜ-ως-αντιστασιακό ίδρυε τον ΕΛΑΣ, τότε που η πρωτεύουσα-ως-Κλυταιμνήστρα μέτραγε 63.734 νεκρούς απ' την πείνα. Μέσα σ' εκείνες τις ΑΛΗΘΙΝΑ ζοφερές μέρες – και όχι σαν σήμερα που «έκλεισε, λόγω κορωνοϊού, η εστίαση» και το ρίξανε οι ρωμιοί στα πανηγύρια στο χωριό και στα αστικά αφτεράδικα για τα ξίδια τους – ο Καραγάτσης έκατσε κι έγραψε στο «πικροπαλάτσο» [mine and sic] τής οδού Σπάρτης την «φανταστική νουβέλα» αυτήν – για να ξεφύγει; Για να πει αυτά που αποδεκτά-λογοτεχνικά δεν μπορούσε; Να βγάλει από μέσα του και να ξεφορτωθεί αντιαλκοολικούς σεβντάδες και καύλες ανέξοδες; Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν θα μάθει ΠΟΤΕ τί κρύβουν των συγγραφέων οι πέννες. Και ΕΓΩ το λέω αυτό, γιατί γνωρίζω άριστα πόσο λιγότερα γράφουμε εμείς, απ' όσα περισσότερα να φωνάξουμε υστερούμε. Κι επειδή εμείς οι συγγραφείς είμαστε ΤΕΛΙΚΩΣ και ΤΕΛΕΙΩΣ δειλοί – αφού «το ρίξαμε» στο χαρτί, αντί ν' αρπάξουμε την χειροβομβίδα ή το μουνί, το κουπί ή το μυστρί, την εφημερίδα ή την ηλιαχτίδα – τσακωνόμαστε με τον εαυτό μας στα διόδια και σύνορα τού πληκτρολόγιου «τί να πούμε-τί να μην πούμε», «με ποιους να πάμε και ποιους να αφήσουμε», «ποιούς να ικανοποιήσουμε και ποιους να μην δυσαρεστήσουμε». («Ντροπής πράματα» που έλεγε η γιαγιά μου η Αγγελική, έσκυβε και άνοιγε το πορτάκι τής τεράστιας σόμπας της να δει την φλόγα αν είχε θεριέψει καλά, γύρναγε μετά και με κοίταγε να 'χω κουλουριαστεί στην μητρική χόβολη τής ντιβανοκασέλας της και να ρουφώ μαγεμένος τις εικόνες τού Καραγάτση.)


Η ελευσίνια γραία δεν ήξερε γράμματα, αλλά μόνο να μετρά γρόσια και να στιμάρει τον άντρα της, τον παππού μου. Η ελευσίνια παχύσαρκη και πανταχού κινούμενη προτομή δεν ενδιαφερόταν για άλλον, εκτός από τον πρωτότοκο γιόκα της: τί θα φάει τί θα ντυθεί, τί θα πιεί και τί θα τής πει, ποιάν θα παντρευτεί και ποιάν δεν θα πάρει. Μέχρι που τον έχασε αυτόν στα σαράντα του χρόνια από καρδιά και ράγισε τόσο πολύ η δική της μετά, που έκατσε σε καρέκλα και δεν σηκώθηκε παρά στον τάφο να μπει, εκεί στο 2ο νεκροταφείο στο μαυσωλείο της το Πικιωνικά-τολμηρό, όπου ακόμα και σήμερα πηγαίνω και το θαυμάζω. (Και το περιποιούμαι και το σκουπίζω αυτό, κάθομαι κάτω απ' το παριστάμενο κι αιωνόβιο, σιωπηλό και σοφό κυπαρίσσι κι αφού κρεμάσω φαράσι-και-σκούπα βουρκώνω και κλαίω ελεύθερα και λυτά, ξένοιαστα αποφορτιστικά – η καλύτερη θεραπεία. Μόνον στα νεκροταφεία πλέον μπορεί ο σημερινός άνθρωπος ν' αγαπήσει ελεύθερα και σωστά, μα τότε είναι αργά, «...είναι πάντα πολύ αργά όταν μετανιώνουμε, όταν είμαστε έτοιμοι πια να αγαπήσουμε αληθινά και για πάντα» έχω εγώ γράψει-και πει-και κλείσει στο δεύτερό μου βιβλίο «Εγκόλπιο πάθους».)


Δεν γράφω φιλολογική κριτική. (Εδώ ρε δεν ξέρουν, δεν μπορούνε και δεν θέλουν να γράψουνε «αληθινοί» κριτικοί, θα κάτσω εγώ να μπλέξω να λερωθώ με τα εγωιστικά και συμφεροντολογικά, πολιτικά κι επιχειρηματικά σκατά τού ελληνικού-εκδοτικού-κομματικού/φιλολό-λογοτεχνό-πουστοτεκνό κοπρώνα;) Με αφορμή πάντα «Το χαμένο νησί» θέλω να μιλήσω για τον Συγγραφέα και Άντρα αυτόν που ΠΡΩΤΟΣ μού σήκωσε το πουλί μου, μέσω Αντιόπης και Ντάϊνας τού «Γιούγκερμαν». Μετά ήλθε ο εκ-Σικάγο-γάτος ο Χιού Χέφνερ ονομαστός κι έσκασε μπρος στα έκθαμβα μάτια μου την Ούρσουλα Άντρεςς-σε centerfold κι έκτοτε το καυλί μου δεν λέει να πέσει. Κι όσες κι αν ελληνίδες γκόμενες και γυνές [sic] μεσολάβησαν, ευτυχώς που γνώρισα και αγάπησα ή απλώς γάμησα ΚΑΙ ξένες γυναίκες, για να διαπιστώσω ΚΑΙ σφραγίσω ΠΏΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ μωρέ και όχι τα «μέτρια, μίζερα και μεταχειρισμένα» χάρβαλα – καταπώς πετυχημένα εγώ έχω πει, για τούτα τα ξεχωριστά «τρία μι» – που ως Ε9 κυκλοφορούν και πωλούν το αιδοίο τους, βάζοντας το μαλάκα να πληρώνει ΦΑΠ κι ΕΝΦΙΑ, Εφορία και ΦΠΑ, καλλυντικά διακοπές και παιδιά – κι όλα αυτά, με μια πιπούλα-αεροτρόμπα-χειροξεπέτα!


Τί ΕΠΙΚΟ-ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ έγραψε ο Μέγας Γαμίκος, στην σελίδα 40 (και αντέγραψα εγώ κάπου-μέσα στο «τα τρία μι»); «Δεν είχες το κουράγιο να τραβήξεις το σκοινί της λευτεριάς σου ως εκεί που αρχίζει να σε δείχνει το δάχτυλο του κόσμου» – ΜΠΑΑΑΜ Ντανάκο μου, δώσ' τα! (Και θα μείνω λίγο εδώ να κεντήσω.) Γιατί ΑΥΤΟ είναι ΟΛΟ-κι-ΟΛΟ τής Ζωής το έκτακτο μα κοινό νόημα, περί αυτοδιάθεσης τού κορμιού σου και περί αυτεξούσιου τού μυαλού σου. (Για την Ψυχή δεν μιλάει κανείς: αυτή ανήκει και επικρέμαται στα ροζιασμένα χέρια δασκάλων τού Kung-Fu, στα πληγιασμένα γόνατα διδάσκαλων τής Pranayama, στα σάπια στόματα ασκητών τού Σινά και τα γλαυκωματικά μάτια πιονιέρων Κατουνακίων.) Και δε μού λες μωρή μαλάκω εσύ Σειρήνα και Σμέρνα: τόλμησες ΑΛΗΘΩΣ συ να εκτεθείς ή ψάχνεις με εμβρυουλκό το χασισωμένο πουλί καθενός, να στουμπώσεις ψυχικές λάμιες; Μωρή αστή τακτοποιημένη περηφανή, αρχιτεκτόνισσα-οδοντίατρο-συμβολαιογράφο π.χ., τόλμησες ΥΠΑΡΞΙΑΚΩΣ συ ν' αφεθείς στο πέος που σε αγάπησε και σε λιάνισε, στην καρδιά που σε ξέσκισε και σε απογείωσε ή απεγνωσμένα ζητάς ασφάλεια και σιγουριά, σύζυγο και μπαμπά, χρηματοδότη και συνταξιοχώστη; (Εγώ ειδοποίησα: απείχα έναν χρόνον ολόκληρο απ' το γράψιμο, μα είναι αργά τώρα για να μην συνεχίσω εγώ... ΜΥ WΑΥ!)


Και με τί ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ-ΑΠΟΘΕΩΤΙΚΟ συμπλήρωσε το ανωτέρω ο Εωσφόρος Κονδυλοφόρος; «Τον νίκησες τον κόσμο, μα η νίκη σου σε φόβισε» – ΜΠΟΥΟΥΟΥΜ Ντάνη μου, πάρ' τα! (Και θα μείνω ακόμη-λίγο εδώ, να γαζώσω.) Τ' ακούς μωρέ μαλάκα Ντάνη εσύ; Ορίστε λοιπόν το ζουμί τής ζωής σου, εκ στόματος και δια πέννας γειτόνου σου, συγγραφέα που σε διαμόρφωσε και άντρα που σ' έχτισε, τού «Μιχάλη» – μανούλα μου άγια και ηλίθια – Καραγάτση. And if THIS, it ain't ME – άντε ρε μόμολο και στο εντούρο σου χάσου. Σάλτα στην Γκράβα και γράψε τούς στιβικούς γύρους σου, βούτα στης Ψάθας τα βάθη ολημερίς λες και βρίσκεσαι ακόμα στην Αμοργό, άρπα τα βάρη σου και προσποιήσου τον Ρόννυ Κόουλμαν μετά την σακατευτική του εγχείρηση.


Ετούτο θα πω, ως φόρο τιμής στον πολυαγαπημένο μου Καραγάτση: Ο Άντρας ζει ΜΟΝΟ μέσα απ' τα Λόγια αντρών. Γιατί οι γυναίκες τον άντρα τον βάζουν στο στόμα τους μόνο για να τον αρμέξουν ή να τον ξεπετάξουνε, μόνον ώστε χιλιάρικα να τού αφαιμάξουνε, άπαξ και του πήρανε τα εκατομμύρια σπερματοζωάρια μπροστάντζα κι εγκαίρως. Οι γυναίκες για την κοινωνική τους «αποστολή κι εντολή» σκίζονται και στο μεταξύ μπερδεύουν τα προφυλακτικά με τα μαλακτικά, τα καλλωπιστικά μπιγκουτί μέχρι το εκκαθαριστικό μπουγιουρντί κι άντε μετά να ξεχωρίσουνε διακριτά ποιά είναι τελικά η μαμά και ποία αρχικά η πεθερούλα. Για τον παμφάγο τον κύκλο τους τρέχουνε λαλημένες και δυστυχείς, παλεύοντας το καταραμένο και αδηφάγο το «ράφι» τους ν' αποφύγουνε, στο μεταξύ μην πιστεύοντας στην Μαγεία τής ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ Ύπαρξής τους – ο καθείς και οι εφιάλτες του οι εγκάθετοι, πληρωμένοι απ' τους άλλους στημένοι.



«Ναι 'Μιχάλη' μου, δίκιο απόλυτο έχεις» λέω εγώ. «Νίκησα» κατά κάποιο τρόπο, όπως το λες μα μόνος μου έμεινα, ν' αγναντεύω ντουβάρια γεμάτα βιβλία και γωνιές μ' εργαλεία γυμναστικής, stand επισκευών μοτοσυκλεττών και παχνί τριχωτό γάτου, καταδυτικές φόρμες που στεγνές κρέμονται και σκαμνιά τού διαλογισμού ραγισμένα. Εξήντα-πέντε χρόνια ποδιών μου πατήματα, «τέσσερα βιβλία και κείμενα τετρακόσια» καταπώς έχω πει, τέσσερα κουρασμένα μάτια (δυό φυσικά και δυό πλαστικά) κι ένα σώμα που έχει αυτονομηθεί πλέον κι επιλέγει ν' αυτονεμηθεί [sic] κι άλλο. Δεν κλαίω (μακάρι νά), δεν κλαίγομαι (πόσο δά), μα η νίκη είναι το πιο άχρηστο πράγμα στην ζωή εάν σε άνθρωπο δεν ακουμπά, έστω τις δάφνες της να στεγνώσει και να σκουπίσει τα αίματα. Κάθε άνθρωπος διαθέτει το δικό του «Το χαμένο νησί» και για τούτο έχει ερθεί στην ζωή, για να τό 'βρει. Τούτο απλά απαλά και γλυκά είναι το μήνυμα και χαμπέρι, σημάδι-φιλί και χάδι-χαστούκι τού baby Καραγάτση και macho πολυγυναικά, (πώς λέμε «πολυεργαλείο»;) Μέσα στα τόσα άλλα και διασημότερά του βιβλία ο Μάγος αυτός τής φαντασιακά-οργαζόμενης Συγγραφής έσταξε δειλά-ταπεινά και σε μία γωνιά εγκατέλειψε «Το χαμένο νησί»... μέχρι να το δώσουν σε ένα παιδί, εκεί στην Κυψέλη την δεκαετία τού Εξήντα. Να το πάρει αυτό, να κάτσει σιωπηλά κοντά στην θερμάστρα του τής γιαγιάς και να γλιστρήσει και να χαθεί, να ταξιδέψει να ζήσει, να πετάξει με τής Ψυχικής-Νεφρικής και Αγίας-Οσίας Λογοτεχνίας τα φτερά σε χώρες κορμιά, σκηνές φονικά, παραλίες και όρη. Γι' ΑΥΤΟ το ΠΑΙΔΙ ο μπριλλάντε Καραγάτσης έγραψε «Το χαμένο νησί» και ΕΔΩ θα το πω, ΤΟΝ καταλαβαίνω. Και τον ΤΙΜΩ, κάνοντας – όπως και βέβαια έκανα – το αυτό με εκείνον:


ΕΤΣΙ και για ΑΥΤΟ έγραψα «τα τρία μι» και εγώ, το μακρινό 2010: για τον Γιώργο τον Γιάννη, για την Έλενα την Ειρήνη. ΕΤΣΙ και για ΑΥΤΟΥΣ έγραψα το «Ελένης νήσος» κι εγώ, το κοντινό 1995: για τον Ευριπίδη τον Φώντα, για την Αφροδίτη την Δέσποινα. ΕΤΣΙ και για ΕΚΕΙΝΟΥΣ έγραψα το «Εγκόλπιο πάθους» κι εγώ, το χθεσινό 1990: για τον Νίκο την Κατερίνα, για την Βούλα τον Πάνο. ΕΤΣΙ και για ΤΟΥΤΟΥΣ έγραψα το «Έρως σωμάτων» κι εγώ, το σημερινό 1985: για τον Λεωνίδα και την Μίκα, για τον Μάνο και την Κική.


Ο Μ. Καραγάτσης και ο Γιουκίο Μισίμα συγγραφέα με κάνανε, μαζί με τον Δημήτρη Χατζή και τον Στρατή Τσίρκα. Μα πάνω απ' όλους με έκανε η δύστυχη και αδιάφορη μάνα μου, που την ομορφιά και τα νιάτα της δεν άδραξε δεν ακούμπησε να τα χαρεί να τα σκορπίσει αυτή, σαν την Ελενίτσα στο «Χαμένο νησί», τού δικού της «Μιχάλη». Γι' αυτό έγραφα και ΑΚΟΜΑ γράφω εγώ: γιατί έχω λάβει και υπηρετώ ανυπόγραφη και απρόσωπη Μυστική Εντολή να κρατήσω ταπεινά στην Ζωή ανθρώπους και σώματα, ψυχές πνεύματα που δεν τολμήσαν να ζήσουν. Γι' αυτό κατέσπειρα και κατάστρεψα εγώ την δική μου ζωή: για να δώσω σελίδων φωνή και βιβλίων κραυγή σε ανθρώπους που μου «κλείσαν το σπίτι» «τον δρόμο μού μπάζωσαν», «τα μολύβια στη χέστρα πετάξανε» και «τα μουνιά τους σκουπίσαν με την καρδιά μου». Και τους/τις ευχαριστώ όλους και όλες για αυτό, και γιατί;


Διότι όταν η πέννα σταυρός γίνεται, το σπαθί γίνεται μίσχος. Όταν το αίμα δωρεάν και αδιάφορα χύνεται, τότε ποτίζεται τού Φωτός Λευτεριάς ο κορμός καυλωμένος. Και όταν η ψυχή γράφει σκαλίζει, δονεί ξυπνά κι υμνεί με το πνεύμα της... σάς παραπέμπω στην σελίδα τού «νεκροταφείου» Μαρίας στο «τα τρία μι», για να μην σάς κουράζω και άλλο. Εκεί όπου οι ψυχές έχοντας απορρίψει τα εγκόσμια βάρη και τους εγκαθέτους εγωισμούς χαίρονται αγαλλιάζουν κι ευημερούν, αγκαλιάζονται χορεύουνε ευτυχούν, κλαίνε από μαγεμένη οχεία και παιδική αθωότητα, δεν έχουν ανάγκη θρησκεία ή λεφτά, ακίνητα ή βραβεία, νιάτα ή παιδιά για να ζήσουν και ν' αναληφθούν, θεοί και θεές να γίνουνε να πετάξουνε και να σπεύσουν τον Μεγάλο Γραφιά να κυκλώσουνε, ν' αρχίσουν να τον γαργαλούν και να τον πειράζουν.


Κι εκείνος, λυτρωμένος απ' την συνεσταλμένη και συντριμμένη αρίστη ζωγράφο Νίκη Καραγάτση και ξέμπλεκος απ' την καταπιεσμένη και αναμαίνουσα [sic] μετρία συγγραφέα Μαρίνα Καραγάτση, χαμογελά ψευτοστανικά, καπνίζει την πίπα του περιπαικτικά και σαλιώνει το μάτι του, δακρύζει το στόμα του, δεν βιάζεται ποιό μουνάκι γλυκό κι άγριο απ' αυτά, το βραδάκι στο τσαρδάκι του θα τεντώσει ν' ανοίξει, θα σκίσει και να χαρεί. Γιατί; Διότι ο Μέγιστος Άνδρας ο Συγγραφεύς – όταν δεν είναι Μοναχός ή Πολεμιστής – είναι σκέτος στυγνός, πιδακοειδής και παχύρρευστος Γαμιάς και ΑΥΤΟ στην Ζωή, για την Ζωή, αρκεί ΜΟΝΟ.


Ας το πω επιτέλους ελληνικά κι ο Μ. Καραγάτσης θα με καταλάβει: "Onegaishimasu Καραγάτση Sensei. Domo arigato gozaimashita Μιχάλη και μάνα, άνθρωποι και ψυχές, πνεύματα και σκιές – εδώ που έφτασα, σας ηύρα και για σάς έγραψα, ήδη πολύ μακριά και βαθιά είναι."


Εσάς μάνα και εσένα Μ. Καραγάτση ευχαριστώ, καλήν αντάμωση πλέον.

 

 






ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020

Διαβάστηκε 665 φορές Τετάρτη, 14 Οκτωβρίου 2020 11:37