Τετάρτη 8 Μαίου 2024

"Κωλοχωρίου" επιφοίτηση. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

Πήγα προχθές στο «χωριό μου». Χα! Αθηναίος πρωτευουσιάνος εγώ και μάλιστα γκάγκαρος κυψελιώτης, τα τελευταία χρόνια που στο endurο επανέκαμψα και ξαναόργωσα την Αττικοβοιωτία, «ανακάλυψα» ένα ταπεινούλι χωριό, ένα αρβανίτικο συνονθύλευμα από λασπωμένα τρακτέρ και κεραμιδόστεγες μ' ηλιοσυλλέκτες, μελισσοτρόφους ελάχιστους και μερικούς κτηνοτρόφους, πολλούς αγρότες και συνταξιούχους αμέτρητους.

Το «χωριό μου» είναι κοντά-σχετικά στην Αθήνα, είναι ήσυχο καθαρό ταπεινό, δεν διαθέτει νερά «απέραντου μαράζιου», δεν διαθέτει νυκτερινή ζωή «μαϊμουδοΓκαζιού», διαθέτει όμως τέσσερις φούρνους, μποστάνια πολλά, νερά γάργαρα και γατάκια ναζιάρικα – μια χαρά!

Έκανα λοιπόν την χαραματιάτικη βόλτα μου με το αυτοκίνητο, πάρκαρα στα πεύκα μετά και χαλάρωσα-κοιμήθηκα, ξύπνησα με τον ήλιο ντάλα στο πρόσωπο και έφτιαξα εκεί τον καφφέ μου. (Πώς καταλαβαίνεις ότι στην θαυμαστή εξοχή ζεις; Όταν σε ξυπνάνε τσιμπώντας σε γλυκά διεγερτικά, τα άλλα μα βασικά «τρία μι»: μέλισσες, μυρμήγκια και μύγες.) Έπινα το καυτό-μαύρο ρόφημα εκείνο, κοιτούσα γύρω μου το ζουμερό κι έγχρωμο Θαύμα αυτό και δεν χόρταινα να εισπνέω, να ζω και να χαίρομαι – καθισμένος ακίνητος, σιωπηλός ευσυγκίνητος, προσευχόμενος και ευχαριστώντας.

Έξω από την δυστυχισμένη και ατυχή μου Πρωτεύουσα, η Ζωή συνεχίζεται και συνεχίζει τον άγνωστό της ρυθμό – αυτόν των ζώων και των πτηνών, των εντόμων των ερπετών, των θάμνων και λουλουδιών, των δένδρων των φύλλων. Μέσα στην ευτυχισμένη και ευτυχή Φύση, η Ζωή πανηγυρίζει και ευλογεί κάθε στιγμή, σκορπά σπάταλα δημιουργία μαζύ με το τέλος της, αρχή επανάληψης και λήξη μοναδική – ένας Κύκλος Αέναος που εάν σταθείς μέτοχός του να γίνεις για ένα χιλιοστό τού δευτερολέπτου, τότε πλένεις τα πόδια Θεού, σκουπίζεις τις σκάλες τού Ουρανού, δεν θα πεθάνεις ποτέ σου.

Πείνασα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και στην πλατεία κατέβηκα, πάρκαρα και περπάτησα μέχρι τον προτιμώμενο φούρνο μου. Πήρα τυρόπιττα και μία μπουγάτσα, ένα μπουκάλι νερό και έκατσα στην δημοσία «αλάνα» να τα απολαύσω. Ήταν ένα Σάββατο φθινοπωρινό ηλιόλουστο, με κρυσταλλένια ατμόσφαιρα και θερμοκρασία ιδανική: οι κυνηγοί τρώγανε πρωϊνό (ούζο με κοντοσούβλι), οι συνταξιούχοι πίναν καφφέ (με λουκούμι σε πιατάκι λευκό), οι πιτσιρικάδες πλακωνόντουσαν με τα παπιά («με δίχως» εξάτμιση φυσικά) και οι γυναίκες απουσίαζαν απ' το σκηνικό πανηγυρικά (όπως έκανε-κάνει-θα κάνει η Γραικία παντοτινά, προτού το Ισλάμ έρθει και μάς κουνήσει τούς παχιούς κώλους του, με το Κοράνι και την Σαρία του – εμείς έχουμε το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», το «μισθοί και συντάξεις», τα «αντιεμβολιαστές-αντιφασίστες-αντιπατριαρχικοί» ως τοτέμ σταθερά και πάλι ΑλεξοΚούλη εμείς θα ψηφίσουμε, να πικάρουμε Σόϊμπλε-Μέρκελ).

Στην πλατεία αυτήν βγάζουν καρέκλες τα βασικά καφφενεία τού χωρίου αυτού. Αειθαλή δένδρα και πλάκες στο έδαφος, καρέκλες διαφόρων ειδών και τραπέζια ασκούπιστα, ένα συντριβάνι από δωρεά φραγκοευεργέτη-κωλόγερα και «αμάξια» παραταγμένα μπροστά, να τα χαϊδεύουν-να τα κλωσσάν'-να τα καμαρώνουν οι ιδιοκτήτες τους, σε απόσταση ολιγοσπερμικής επαφής και ασθενοσπερμικής τριβής πάντα. Τα κονιάκ είχαν αρχίσει απ' τα χαράματα, οι μπύρρες είχαν αρχίσει απ' το πρωΐ, τα ούζα απ' τις δώδεκα το μεσημέρι, (τα ουΐσκια ζεσταινόσαντε από ώρα). Κοίταξα γύρω μου και παρατηρούσα τούς άνδρες αυτούς πολυλογάδες και αραχτούς, άλλοι ξυρισμέ-παρφουμέ, σιδερωμέ-καθαρέ, χτενισμέ-γκομενέ και άλλοι με τα ρούχα τής εργασίας τους, της δουλειάς τους, της υπηρεσίας τους. Τριαντάρηδες αγρότες και μπάκουροι, σαραντάρηδες οικογενειάρχες κι υπάλληλοι, πενηντάρηδες συνταξιούχοι ξερόλες και άπιαστοι, εξηντάρηδες σοφοί τής τηλεόρασης των μεσημεριανάδικων και εβδομηντάρηδες φύλακες των παραδοσιακών μας θεσμών και τής πάνας ακράτειας.

Το καφφενείο είναι η Βουλή τού χωριού και το Ληξιαρχείο του, η αρένα του και το νοσοκομείο του, το νεκροταφείο του και η τράπεζά του. Στο καφφενείο ο καθένας μπορεί να ξεράσει την μαλακία του και να γίνει αυτή ακουστή-σεβαστή, όπως επίσης εκεί είναι υποχρεωμένος να καταπιεί την ολόϊδια μαλακία τού συγχωριανού του, που θα γίνει κι αυτή ακουστή-σεβαστή – κι έτσι προχωρά η ζωή στην Ρωμιοσύνη τού δεξιού Μίκη και τού αριστερού Μητσοτάκη. Στο καφφενείο ο γραικός «χτίζει ανώγια και κατώγια», μοστράρει τα λεφτά και το πέος του, το πτυχίο Πολιτικών Επιστημών απ' το Χάρβαρντ και τα κύπελλα απ' τα Ντακάρ πού 'χει τρέξει, διοικεί την Τζένεραλ Μότορς και ρίχνει ταυτόχρονα σφαλιάρες στον Μπιλ Γκέητς – αφήστε δε που 'χει λύσει Μεσανατολικό Κυπριακό και Ομηρικό ζήτημα, κλάνοντας τα ρεβύθια που δεν είχε μουλιάσει.


Γροικούσα τούς διπλανούς συνανθρώπους μου και δεν πίστευα τούτα που άκουγα, κι εικονογραφώ κιόλας: ο ένας είχε πηδήξει την Μπελούτσι (τώρα που στο Ηρώδειο τούτη μάς καταδέχτηκε), ο άλλος είχε παρτουζάρει την Μαρίνα Αμπράμοβιτς (γιατί είχε και καλλιτεχνικές ανησυχίες), ο τρίτος είχε έξι εξώγαμα (με την Αντζελίνα Τζολί, την Λιάνα Κανέλλη και την/τον Ρου Πωλ). Ο ένας είχε υπηρετήσει στην κυπριακή εισβολή και είχε περάσει λεπίδι ένα στρέμμα τουρκάκια, ο άλλος είχε υπηρετήσει ως κρεμάστρα πίλου-και-υποκάμισου τού στρατάρχη φον Φράγκου, ο τρίτος δεν τον πήραν στα ΟΥΚ γιατί τον είχε τόόόσο μεγάλο που έβρισκε στον βυθό και ο τέταρτος σιωπούσε όλο σημασία..., γιατί τί να τούς πει αυτός αυτωνών που σωφεράντζα τού σχωρεθέντος Άκη ήτανε κι απ' τις πιασμάν μίζες είχε χτίσει κάτι ενοικιαζόμενα ημιτελή, που κατάχεζαν τώρα οι γίδες...

ΟΚ ΟΚ, μπορεί εγώ να είμαι «ευφάνταστος συγγραφεύς» – όπως με τύλιξε «σε μια κόλλα χαρτί» το Υπουργείο, κατόπιν συνεννοημένης-μεταξύ-τους Ε.Δ.Ε., προκειμένου να απαλλαγεί από εμέ – μα αυτά που άκουγα από δίπλα μου, είχαν κουφάνει τ' αυτιά μου, είχαν καρφώσει χαμόγελο μόνιμο στα δοντάκια μου, δεύτερο καφφέ επί τόπου παράγγειλα και απολάμβανα την ανεύθυνη και αμέριμνη πάρλα των συνελλήνων. Το καφφενείο – είτε τού χωριού είτε τής πόλης, είτε τής πρωτεύουσας είτε τής χώρας – είναι ο τόπος όπου τ' αρσενικά τον βγάζουν έξω ανέμελα κι ατιμώρητα και λέν' ό,τι θένε. Πετάνε έξω την... γλώσσα τους κι αερίζουν τις σκέψεις τους, νιώθοντας πόσο σπουδαίοι γαμάτοι και θεοί είναι, πόσο σοβαροί υπεύθυνοι δημιουργικοί, τί γκόμενοι άντρακλες γαμίκοι παραγωγικοί – ουκ έσται τέλος των ουσιαστικών κι επιθέτων. Δεν λέω: υπήρχαν και ολίγοι μετρημένοι σεμνοί, κυρίως σιωπηλοί και σφιχτοί, σοφοί και ακούοντες πάντα, μα οι εξαιρέσεις υπάρχουνε μόνο-και-μόνο για να κρατάν την βεντάλια στα κουμανταδόρικα τα αφεντικά, τα ασυμμάζευτα γυναικών δουλικά, τα πρόθυμα κι έρποντα αρσενικά τού τσαμπουκά τού κοκκινιστού, τής μαγκιάς τού συνταξιούχου, τού παραλή νταή και γεροντάρας σαλιάρας.

And then and there, IT hit ME!

«Ρε Ντανάκο» λέω, «και το Facebook – που γράφεις τώρα κι εσύ – τί είναι μωρέ;» «Ένα μεγάλο και δη διαδικτυακό καφφενείο δεν είναι κι ετούτο;» «Ένα κατάστημα-μπαρ, καφέ-μεζεδάδικο ολημερίς ανοικτό και αποδεκτό, κυρίως δωρεάν και συλλογικό, όπου ρέει η κουβέντα σύννεφο και η παρόλα ποτάμι;» Μαλάκας είναι ο Ζούκης που το εφηύρε, μαλάκω είναι η κινέζα που τον παντρεύτηκε, μαλάκες είναι τα δισεκατομμύρια πελατών και παπαγάλων που το δουλεύουνε, το στηρίζουνε το γεμίζουνε, το χρησιμοποιούν κι αφοδεύουνε, το γαμάν και γαμιούνται; Τί και ποιά διαφορά έχει το τελευταίο καφφενείο τής χώρας μου από το πρώτο «καφενείο» αυτό τού πλανήτη; Επειδή δεν σερβίρει καφφέ; Επειδή το τσίπουρο απαγορεύεται στην Αμερική; Επειδή δεν μπορείς να πουτσολογήσεις σέρτικα και αβέρτα; Χα!

Εκεί που στον καφενέ τού "κωλοχωρίου" σου σ' ακούγαν αυτοί-οι ίδιοι βαρετοί και ακίνητοι, μέθυσοι και φτιαγμένοι, νοικοκυράκηδες και κολλημένοι, τώρα στον διαπλανητικό-διαδικτυακό αυτόν «καφενέ» ο καθείς μπορεί να μιλήσει και να τον ακούσουν μιλλιούνια ξένοι και άγνωστοι, ενδιαφέροντες και αδιάφοροι, θεοί και τρόμπες, εξωπραγματικές γκόμενες και τσουλιά δίχως ΦΠΑ-ΕΝΦΙΑ-ΕΣΠΑ. Εκεί που στον καφενέ τού μικρόκοσμού σου όλοι σε ξέρουνε τί τιτάν τού αυνανισμού είσαι, σ' αυτόν τον «νέο γενναίο και θαυμαστό κόσμο» τού Facebook, όλοι και άπαντες καμώνονται ευσχήμως και πλασσάρουν πλην όμως σαφώς πόσο μοναδικοί και ξεχωριστοί είναι, ημίθεοι επί παντός του στητού/του επιστητού/του στημένου, του άστητου/του ξεβράκωτου/του ξαπλωμένου, του γαμημένου/του χυμένου/του οργασμένου... in rough and brοad terms φυσικά – δεν θα κάτσω να περιπτωσιολογήσω.

Έτσι είναι, και δεν είναι αλλιώς – οπότε μη μού επιτρέπετε και πολύ καλά κάνετε, αλλά εγώ ομιλώ τώρα. Και καταθέτω την αναλογία και σκέψη μου τούτην εδώ, εν είδει ομολογίας. Καθότι, τί κάνω, τί κάνουμε: Γράφουμε-μιλάμε-επικοινωνούμε σε ένα «καφφενείο» ηλεκτρονικό-εικονικό, την στιγμή που η Εταιρεία που μάς το «χάρισε» την δουλάρα της [sic] κάνει. (Δεν σάς λέω κάτι που φυσικά σεις γνωρίζετε, σάς περιγράφω απλώς την σφαλιάρα κι εικόνα, γροθιά και αλήθεια στα μυαλά που 'φαγα, καφφενείου και χωρίου τούτων δοθέντων.) Αράζουμε ως απόμαχοι τής αληθινής ζωής και πληκτρολογούμε την καύλα την πίκρα μας, τα άπλυτα και τα μοσχομυριστά μας, τις ακίνητες περιπέτειές μας και τις αεικίνητες βαρεμάρες μας, ξέροντας ότι και οι άλλοι που μάς ακούν μάς διαβάζουνε, ίδιοι χειραντλητές με εμάς είναι. Λυσσάμε στην ατάκα και την υπερβολή, στην εποποιΐα την αργοναυτική εκστρατεία, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια – όταν δεν συγγράφουμε την Βίβλο και το Ταο Τε Κινγκ, το Κεφάλαιο και τα σενάρια τού Σειρηνάκη, τα προεκλογικά φυλλάδια τού Βαρουφάκη και τούς βαρυσήμαντους λόγους τής Γιάννας-Αγγελοπούλου-Παρθένη-Δασκαλάκη.

Δεν υπάρχει απολαυστικότερο γέλιο, απ' το γέλιο τής αυτοειρωνείας, του σαρκασμού, της ανατίναξης των «πιστεύω» σου και ταφής των «ιδανικών» σου. Δεν υπάρχει τρομακτικότερο γέλιο, απ' το γέλιο τού τέλους σου, την διαπίστωση τού λάθους σου, την απελευθέρωση απ' το σφάλμα σου και την ανάσταση απ' τις σκέψεις σου. Λέξεις προφορικές και γραπτά κείμενα – «έπεα πτερόεντα» είναι, μύγες δίχως φτερά, μυρμήγκια δίχως υπομονή, μέλισσες δίχως μέλι. Έτσι όμως η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ Φύση δεν ζει και δεν προχωρά, έτσι μόνον η πλαστή μα χρηματιστηριακή, εξανδραποδιστική μα απολαυστική ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ «φύση» δουλεύει μεγαλουργεί, τυφλώνει κι ακινητεί, φονεύει γλυκά και διασκεδαστικά ενταφιάζει.

 


 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 189 φορές Κυριακή, 26 Ιουνίου 2022 20:29