Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Ducati Diavel. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)



"Ο διάβολος φοράει Ντουκάτι"

Α la una: Η Ducati δεν είναι μια όποια κάποια, τυχαία ή ακόμη-μία εταιρεία που κατασκευάζει μοτοσυκλέτες. Η Ducati δεν είναι ένα όποιο κάποιο, τυχαίο ή ακόμη-ένα εργοστάσιο που φτιάχνει μηχανάκια. Και κυρίως η Ducati δεν είναι μια όποια κάποια, τυχαία ή ακόμη-μία ΙΤΑΛΙΚΗ, ΚΟΚΚΙΝΗ και ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ μοτοσυκλέτα που αποτελεί επί δεκαετίες τον κοντινό στόχο και μακρινό όνειρο των απανταχού γνήσιων και αφιερωμένων μοτοσυκλετιστών.

A la due: Η Ducati είναι απλά – όπως λέει ο Αντώνης – «του δούκα το άτι» και από την στιγμή που οι ευγενείς Ιταλοί συναντώνται με τους Ιταλούς καλλιτέχνες, ιδού ακόμη-ένα δημιούργημά τους/τεχνούργημά τους/αριστούργημά τους που κάνουν όλους τους υπόλοιπους εμάς να βάζουμε κολλύριο στα μάτια συνέχεια απ' τον θαυμασμό την συγκίνηση και το κλάμα.

A la tre: Την Ιταλία την αγαπώ ως χώρα, ως κουλτούρα, ως τρόπο ζωής, ως γλώσσα και μαγειρική φυσικά, ως γυναίκες και αυτοκίνητα τελείως. Την Ιταλία την αγαπώ, γιατί παρ' όλες τις περίπου-ογδόντα μεταπολεμικές κυβερνήσεις της, δουλεύει. Εργάζεται και παράγει, σχεδιάζει και ερωτεύεται, ψηφίζει Αργύρη – bunga-bunga – Μπερλουσκόνη για πρωθυπουργό και διαθέτει ως πολίτες έναν Giorgio Armani έναν Massimo Tamburini, μία Oriana Fallaci μια Monica Bellucci – για να κλείσουμε με τούτο το βροντερό καρρέ τού άσσου.


Τζενεραλμέντε
Μέχρι ν' αποφανθούν οι βαρύγδουποι δικυκλοδημοσιογράφοι αν η λέξη «Diavel» είναι ή δεν είναι μπολωνιέζικη υποδιάλεκτος, είναι ή δεν είναι στραβομασημένο μπινελίκι σιχτίρη υπάλληλου, είναι ή δεν είναι καθαρόαιμη έκρηξη ανόθευτου θαυμασμού ταπεινού tifoso – εγώ προχωρώ. Devil, dieval, diavel – ας το πούν όπως θέλουνε, «Έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι και μας πήρε τα μυαλά μας μέσα απ' το κεφάλι» πολύ σωστά κελαηδούσε ο εξαίρετος Καλαματιανός καλλιτέχνης τού ρεμπέτικου και του μπουζουκιού Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, (ένα λεπτό να βάλω το βινύλιό του να εμπνευσθώ για να γράψω). Κι αν ήθελα εξ αρχής να ορίσω και να τελειώσω το άρθρο μου, ένα θα έλεγα: τέτοια μοτοσυκλέτα «δεν υπάρχει» που λένε σήμερα φλώροι και γκόμενες, καρδερίνες και γαβαλάδες. Τέτοια μοτοσυκλέτα που να συνταιριάζει τόσο και τόσα αλλόκοτα στοιχεία άλλη στον ψεύτη ντουνιά ουδαμώς περπατεί, να μπορούσε όλο το Έθνος να καβαλλήσει για μια μέρα ένα Ντιάβελ και σας έλεγα εγώ μετά αν θα 'μενε κολυμπιθρόξυλο όρθιο από την βασιλεύσασα κόλαση! Μα τί είναι επιτέλους ο διάολος τούτος; Αθλητικό powercruiser; Mποντυμπιλντεράδικο tourer; Superbike ξαπλώστρα; Streetfighter καστομιά; Ένα είναι, απλά: διαφορετικό. Δύο είναι, απλούστερα: μοναδικό. Τρία είναι, απλούστατα: εκπληκτικό. Έτσι λοιπόν μην το κρίνετε και μην το συγκρίνετε με οτιδήποτε άλλο – επιμένω και επαναλαμβάνω – στους δρόμους κυκλοφορεί, καθώς το Diavel είναι μία άσκηση ύφους και δύναμης, τέχνης και πνεύματος, λατίνικου τσαμπουκά και ιταλιάνικης πρόγκας. Ένα δύσκολο, παράτολμο όσο και επικίνδυνο εγχείρημα για την Ντουκάτι που δεν «έκατσε κότα» πάνω στα χρυσοτόκα αυγουλάκια της που φέρουν την ετικέτα 916/996/998/1098/1198, αλλά τούμπαρε τα σχεδιαστήρια και με τούτο το μνημειώδες μοτέρ και το χαρακτηριστικό όσο και μαγικό artisanale χεράκι της... έκλεισε των ανταγωνιστών τις βιλίτσες. Γιατί άλλη μοτό σαν το Ντιάβελ δεν υφίσταται, στις πίσω καρέκλες αχνά ξεχωρίζει το VMax, πιο πίσω το V-Rod και στο βάθος το Rocket Three, χωρίς να σημαίνει ότι τούτες δεν είναι καλές μοτοσυκλέτες, έτσι; Η εταιρεία από την ομώνυμη πόλη σάλτσας ζυμαρικών συνέθεσε μια νέα πίτα στην αγορά και παρήξε μία πρωτοποριακή και ριζοσπαστική, αρχοντική και αθλητική πιτμπουλοειδή μοτοσυκλέτα και με άφθαστη ιπποδύναμη, και με κράτημα απλησίαστο, και με σχεδιασμό απαράμιλλο - από δω ξεκινούν όλα.

Tubular Trellis Telaio
(Γλώσσεψα την μπέρδα μου.) Το να γράψεις για έναν σκελετό μοτοσυκλέτας Ducati είναι σαν να πας να πλακώσεις στα graffiti την Gioconda. Το να σχολιάσεις τον σκελετό του διαβόλου αυτού, είναι σαν να θες να ορκίσεις professor emeritus στο Harvard την Paris Hilton. Έτσι λοιπόν εγώ και για ν' αποφύγω την ύβρι, δεν περιγράφω πώς ο συνδυασμός των χυτών αλουμινένιων τμημάτων δένει με τους μεγάλης-διαμέτρου ελαφρούς σωλήνες και μετά το λεπτεπίλεπτο μα στιβαρό σύνολο «σβήνει» αισθαντικά στο υποπλαίσιο πίσω. Σαν ένα μαγικό μα εξ ίσου παντοδύναμο χέρι να πάτησε τον «διαμαντοειδή» σκελετό στην μέση εκεί και του 'κανε μια μέσηηη..., τέτοια ακριβώς που να έρχεται σε συγκλονιστική αντίθεση με το γιγαντιαίο μονόμπρατσο αλουμινένιο ψαλίδι, (μια μεταφορά ευκολίας όσο και ευλογίας από το θεόπεμπτο Panigale που έκανε τον Εωσφόρο να βάλει την διχαλωτή του ουρά μέσ' στα σκέλια). Και θα θέσω τώρα για πρώτη φορά την ερώτηση, την οποία εσείς θα ξανασυναντήσετε παρακάτω: είναι δυνατόν όλη αυτή η καραμοτοσυκλετάρα να ζυγίζει μόνο 210 κιλά; Είναι;

«Έντεκααα. Κι ούτ' ένα τηλεφώνημααα»
Αν ήξερε η Άννα Βίσση ότι έντεκα μοίρες είναι το overlap των εκκεντροφόρων τού Diavel, άριες του Ντονιτσέττι θα τραγουδούσε. Κι αν ήξερε ο σινιόρ Ντομένικο Γκαετάνο από το Μπέργκαμο ότι το Testastreta το φτιάχνει αποκλειστικά και εκπληκτικά η Ντουκάτι, στο «Διογένης» θα ξημεροβραδιαζότανε. Σοβαρευόμενος όμως εγώ δεν πρόκειται να μπω κι εκεί μέσα του να χαθώ, θ' αρκεστώ να πληκτρολογήσω ότι το Multistrada – ως χορηγός – να 'ναι καλά και τα χεράκια των άξιων επιγόνων τού  Fabio Taglioni. Και βιαζόμενος επιπλέον θα παρατηρήσω ότι το εξάρι κιβώτιό του είναι θετικότατο – αν και λίγο σκληρό – κάτι όμως που με την γνωριμία, οδηγία και χρήση θα στρώσει. Το Ducati Traction Control; Αν του αφιερώσετε τον αρκετό αρχικό χρόνο εκμάθησης, θα μπορείτε ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ να το customάρετε τόσο εντυπωσιακά και αποτελεσματικά, που δεν θα ανεβαίνετε σε άλλη μοτοσυκλέτα. (Προσθέστε σ' αυτό το Bosch-ABS και τις monoblock Brembo κι επιβαίνετε ενός ατίου (sic) που πρέπει να κατάγεστε από δούκα κι επάνω για να του ταιριάζετε.) Για τους αρεσκόμενος στα νούμερα, ορίστε 162 φαρδυκάπουλα άλογα στις 9.500σαλ μάλιστα, όπου εκεί πλέον έχουν τα τετράποδα τούτα λυσσάξει και το δίκυκλο τούτο εντελώς διονυσιαστεί. (Για τον αναβάτη μη με ρωτάτε, ουδείς τού τραυλίσματος συνήλθε και επέζησε του οδηγικού οργασμού για να έρθει να καταθέσει!)

Και φτάνουμε ΣΤΟΝ ήχο, αυτόν για τον οποίο εμείς οι παλαιοί – όχι μόνο των ημερών – καβαλλάμε ακόμα μοτοσυκλέτα. Ο ήχος τού Ντιάβελ είναι άλλοτε μονοκύλινδρος, άλλοτε ασύμμετρος και άλλοτε ο δικύλινδρος ο σωστός. Άλλοτε δυνατός, άλλοτε μπάσσος κι άλλοτε βραχνιασμένα στριγκός. Άλλοτε σαν ένα πλουσιορυθμισμένο αμερικάνικο V-8 και άλλοτε σαν πολυκύλινδρο αεροπλάνο τού Μεσοπολέμου. Στο ρελαντί είναι τελείως άρρυθμο, συνθέτοντας ένα μπαμ/πατ-πατ/μπαμπαμ-μπαμπαμπαμ/πατ-πατ, στις υψηλές στροφές όμως καθαρίζει ξυρίζοντας ως γνήσιο και καθαρόαιμο Ντουκάτι που είναι. Κι από χροιά; Όπως θα έκανε το VMax αν διέθετε ημιελεύθερες, όπως θα έκανε ένα καΐκι αν είχε κινητήρες από Cigarette, όπως θα έκανε ένα Caproni-Campini τού 2ου Π.Π. σε κάθετη εφόρμηση. Όλα τούτα όμως τα υπερβολικά ακούγονται στην πραγματικότητα τελείως απολαυστικά και ουδόλως ενοχλητικά, καθώς όλοι γυρίζουν να το κοζάρουν το Ντιάβελ και να το θαυμάσουνε, χωρίς μάλιστα να τούς στάζουνε πύο τ' αυτάκια. Το κοιτούν στα φανάρια, το κοιτούν στα Κανάρια, το κοιτάνε ανάρια και καθάρια δεν το χορταίνουνε. Έτσι λοιπόν εσείς το γκάζι ανοίγετε και επιβεβαιώνετε κάθε φορά τον λόγο για τον οποίο μοτοσυκλεττιστής είστε και όχι αστροναύτης ή ψαρομανάβης, υπουργός τού ΠΑΣΟΚ ή τού ΣΥΡΙΖΑ αλληλέγγυος, μοναχός στο Νεπάλ ή χρηματιστής στο Λονδίνο. (Τα σχήματα λόγου που ο υποφαινόμενος επιμένει να κεντά, δεν είναι του βρόντου: το Ντιάβελ τον υποχρεώνει σ' αυτά, είναι το Ντιάβελ αποκλειστικά που ΩΣ ΑΙΣΘΗΣΗ τον γεμίζει με ήχους και χρώματα, σκέψεις αισθήματα, ιδέες και λέξεις.)


Το στυλ είναι ιταλική επινόηση
Στην χώρα τού Enzo Ferrari και της Raffaella Carrà, το σχέδιο διέπει τα πάντα. Από τις φαρφάλες που ο Giorgetto Giugiaro σχεδίασε, μέχρι το Βeretta των 9mm που πάλι μολυβοτράβηξε ο ανυπέρβλητος ίδιος. Έχοντας μπροστά μας λοιπόν το δίκυκλο τούτο παρατηρούμε τις απλές φουτουριστικές του γραμμές που δεν είναι φλύαρες ή υπερβολικές, που τονίζουν αυτό που θέλουν να πουν χωρίς να φωνάζουν ή να κραυγάζουν. Καθηλώνουν τον οφθαλμό χωρίς να τον τυφλώνουν και επιβάλλονται στα μάτια τού θεατή, χωρίς να τα αιχμαλωτίζουν. Πώς λένε τα δασκαλάκια των ποικίλων και διάφορων σεμινάριων; «Αν θες τα πρόβατά σου όλα να τα μαζέψεις μαζί, άσ' τα ελεύθερα σε μια πεδιάδα. Πρόβατα είναι αυτά, στο λεπτό πάνω θα πάνε στο κέντρο κι εκεί το ένα επάνω στο άλλο θα ντανιαστούν.» Έτσι και το Ντιάβελ, στο αντίστροφο όμως: σαγηνεύει τον φιλοπαίγμονα και του αρτίστα τον οφθαλμό, περιδιαβαίνοντάς τον επάνω του, κανονική εκδρομή βγαίνει γύρω του και ουχί πενταήμερη μα μιας ζωής όλης. Ξεκινώντας από την nacelle, το κάλυμμα δηλαδή τιμονιού και φαναριού μπρος που μπορεί να φέρνει σε Harley-Davidson βέβαια μα πιότερο μου θυμίζει Triumph τού '50, έως τα ανεπανάληπτα οπίσθια, άξια παγκόσμιου θαυμασμού και μνημείου υφηλιακού - ας σπεύσει η UNESCO να τα χαρακτηρίσει. Τί κάνανε ακριβώς δηλαδή οι κύριοι Ιταλοί; Πήραν ένα αμερικάνικο bobtail, του αφήρεσαν το chopper στοιχείο, του μεσογειοποίησαν τον custom του εαυτό, το ονόμασαν cruiser ρωμαϊκό, δανείστηκαν ολίγη από Roland Sands και το σφράγισαν με αιθέρια αύρα κατασκευής Borgo Panigale. Τράβηξαν γραμμικά-γραφικά-γραφιστικά το minimal χωροδικτύωμα και το ένωσαν με τις εισαγωγές τού αέρα και της βενζίνης το ντεπόζιτο, κόλλησαν την τυμβοειδή σελλάρα του πίσω εξαφανίζοντας κάθε ιδέα περί ουράς και βγήκαν στην piazza ακριβώς, δηλαδή στην πλατεία. Εις επίρρωσιν των προηγουμένων, προσέξτε απλώς τον λασπωτήρα της που αποτελεί και βάση τής πινακίδας κυκλοφορίας - εδώ ο διάολος έχει σίγουρα το παράνομο και αυθαίρετο εξοχικό του. Το σχήμα τής βάσης αυτής είναι μοναδικά λιτό, παρτά κατασκευασμένο και μονόπαντα αισθητικό, αφού είναι προτιμότερο να κρατάτε την πινακίδα στο στόμα σας δαγκωμένη παρά να την βιδώσετε πάνω στο καλλιτέχνημα τούτο από πλαστικό, να το προσβάλλετε καπακώνοντάς το με την υποχρεωτική λαμαρίνα τού ρωμιού "κράτους". (Και καπάκι στο καπάκι; Βλεφαριάστε το hugger, το εσωτερικό φτερό πίσω και θαυμάστε πόσο αρμονικά και πετυχημένα κουβαλά τα «νεύρα» που διαθέτει και προβάλλει σιωπηλά, είναι στην λεπτομέρεια που η Τέχνη από την Ζωή ξεχωρίζει.)

Κατά τα άλλα, τα κοινά και καθημερινά, τα βαρυεστημένα και επαναληπτικά, το Ντιάβελ βρίθει «λεπτομερειών» που το αναδεικνύουν και το ξεχωρίζουν. Απ' το ότι το μόνο κόκκινο χρώμα επάνω του είναι το μικρούλικο εμπορικό σηματάκι τής εταιρείας στο μπροστινό του φτερό, μέχρι τα μοναδικά φωτιστικά σώματα πίσω-και-κάτω απ' την σέλλα που δένουν αρμονικά με τα μπροστινά φλας, στις κόψεις των αεραγωγών δίπλα. Απ' το κλασικό πλέον στην σέλλα γαζί – που πρώτη η Bimota σχεδίασε – μέχρι τις σαν Moto Guzzi Griso εξατμίσεις. Μπορεί οι άνω και κάτω πλάκες τού πειρουνιού να μοιάζουν αντίγραφο MV Agusta, μα οι κούρμπες των εξατμίσεων μπροστά κι αααν θυμίζουνε Χάρλεϋ. Οι αναβατήρες τού οδηγού είναι ιταλοποιηθέν δάνειο από τον Arlen Ness, η ντανιά όμως μαρσπιέ συνεπιβάτη και πίσω χειρολαβής θα κάνει τον Πάπα Βενέδικτο χεβυμεταλλά μπαμ και κάτω. (Ένα λαμάκι εν είδει μικρούλας αεροτομής πανέξυπνο πουτανιάρικο, πονηρό και διαβολικό – άπαντα επίθετα τολμηρά κολακευτικά για όσους πίνουν το digestivο τους, την ίδια-σωστή πάντα ώρα τους, σκέτο.)

Με αναρτημένας τας φρένας
Ξεκινώντας απ' τ' αγκυρόσχοινα, ΤΟΥΤΑ πρέπει να τα πάρουν στην Μέκκα και το Άγιον Όρος. Γιατί δαγκάνες, τακκάκια και τέτοιες δισκόπλακες είναι προς "ταπείνωσιν" ακριβώς, να σε ρίξουν αμέσως «στα τέσσερα» άνευ άλλης απορίας περί πίστεως, ορθοδοξίας ή ερωτήσεως μεταφυσικής. Παράδειγμα, και μάλιστα προσωπικό, χάριν τού οποίου εξακολουθώ να υπάρχω; Βγαίνω από τους Δελφούς με κατεύθυνση προς Ιτέα, ρολλάρω απλά στην λωρίδα μου με μόνο-50χαω όταν τοπικός μάλαξ φονιάς βγαίνει ΕΝΤΕΛΩΣ στο αντίθετο ρεύμα πλακωμένος, προσπερνώντας δυό αυτοκίνητα με εκδρομείς και αγρότες. Είδα έναν προφυλακτήρα στα πέντε ξαφνικά μέτρα μπροστά μου να εφορμά να με μετατρέψει εκεί κι αυθωρεί σε μακαρίτη, πιάνω απεγνωσμένα-απονενοημένα και ενστικτώδικα-αυτοσυντηρητικά ό,τι φρένα το Ντιάβελ διέθετε και παρείχε, βγαίνω τελείως δεξιά στην άκρη στο γαρμπίλι τού δρόμου, περνάει ο αδιάφορος βλάχος ξυστά μου αριστερά και μόλις είχα γλυτώσει εγώ την ζωούλα μου επειδή κάποιος εκεί στην Βrembo, στην Bosch και την Ducati είχε κάνει απλά-μα-άριστα την δουλειά του. (Άλλο να το ζήσετε εσείς και άλλο εγώ απλά να το γράφω.) Τούτα είναι ολόσωστα "humbling brakes" που επιμένουν οι Άγγλοι να υπογράφουνε, όποιος κι απ' όποια χιλιόμετρα τα πιάσει γερά και δεν γονατίσει απότομα άμεσα και αποτελεσματικά – πάει, άπιστος θα ταφεί, τέλειωσε για πάρτη του το υπαρξιακό ζήτημα τούτο. Δεν μ' ενδιαφέρουν εμένα οι λεπτομέρειες και οι τεχνικές αναλύσεις: το ότι χοντροκόβει το Ντιάβελ με τις φρενάρες του την απόσταση φρεναρίσματος περισσότερο κι απ' τα νούμερα ενός superbike μού αρκεί και μου φτάνει, το ότι μού προσφέρει απλόχερα την χαρακτηριστική αίσθηση συμπίεσης των ταρσών επιβραδύνοντάς με χωρίς το καταπονητικό κόψιμο των καρπών, εμένα και με σώζει και με φτιάχνει - τέλος λοιπόν. (Άσε δε που γλυτώνετε και την τόσο-κοινή σε άλλες μοτοσυκλέττες τάση ανακυβίστησης τού σώματος πάνω από το τιμόνι, που τόσο συχνά και πολύ εμφανίζουν.) Κάποιος σπαστικός εκεί στο βάθος επιμένει να με ρωτά, αν απενεργοποίησα το ABS. Του απαντώ λοιπόν «Ποιός τρελλός θα το κάνει;», μόνο και μόνο για να γεμίσει τον αέρα καπνούς απ' τα σπιναρίσματα τού θεόρατου λάστιχου ή για να γαργαλίσει λιγάκι την ραστώνη τού Βελζεβούλη;

Για τις αναρτήσεις θα αναφερθώ εκτενέστερα στο κεφάλαιό μου περί οδήγησης, εδώ μόνον θα πω ότι 120mm διαδρομής μπρος-πίσω και σφικτές-έως-ανένδοτες ρυθμίσεις δεν παντρεύονται εύκολα, κάποιο θεματάκι εδώ πέρα υπάρχει. Το Μarzocchi μπροστά είναι περισσότερο διαβαστερό και πρεπόντως στιβαρό (λόγω και μικρότερου φερόμενου βάρους), πίσω όμως το Sachs δεν έχει και τόσο απλή αποστολή και δουλειά εύκολη, την στιγμή μάλιστα που βρίσκεται ξαπλωμένο-κεκοιμισμένο à la Buell/Harley-Davidson φυσικά, (βρε πώς περνάνε οι καιροί και τα στερνά τιμούνε τα πρώτα!). Οι αναρτήσεις είναι εδώ και περιμένουν ρυθμίσεις – άντε όμως εσύ να πείσεις τον τέως-κάτοχο των 18.900 ευρώ (τιμή 2011-12) πως με το παραπάνω αξίζει να πέσει στα γόνατα με το κατσαβιδάκι για να ψαχτεί, ώστε οδήγηση ν' απολαύσει. (Αυτός που δίδαξε ότι «Οι κούκλες οι αληθινές, με τους άσχετους και αδιάφορους πάνε» πολλά περισσότερα ήξερε, απ' όσα υπονόησε και μας είπε.)


Ετοιμαστείτε για ΤΗΝ εμπειρία
Πλησιάζετε τον διάβολο με τον δέοντα και απαιτούμενο σεβασμό. Τον βάζετε μπρος μέσω του gadgetάτου hands-free immobilizer, αυτού του εντυπωσιακού αυτοκινητάδικου συστήματος εκκίνησης όλο ντανιά κι αρχοντιά να τρελλαίνει μηχανόβιους και πιτσιρίκια, χώρια η άνεση και η κυριλιά να μην έχετε μπανάλ-πλέον κλειδιά να ντιντινίζουνε στον αέρα. Κάθεστε πάνω του μετά, εκεί που το φαρδύ ντεπόζιτο λεπταίνει σημαντικά και η χαμηλή σέλλα σάς υποδέχεται βασιλικά μέσα της, σφηνώνοντάς σας στην ιδανική θέση απογείωσης... για την Κόλαση! Βάζετε αυτή την ευλογημένη την πρώτη και μόλις ο Άρχων τού Σκότους τσουλήσει, αυτόματο διαζύγιο αιτάσθε εσείς από το πλησιέστερο Δημαρχείο. Όσο στα λίγα κοντερίσια χιλιόμετρα ο δίκυκλος Εωσφόρος κοπανάει και δυστροπεί, τόσο εσείς τον πλακώνετε να τον στρώσετε, ανοίγετε το οργασμικό γκάζι και εκτοξεύεται το Diavel ως ελεφαντοαιλουροειδές φλουτάροντας τον περιβάλλοντα και διατρεχόμενο χώρο. Μερικά μόλις δευτερόλεπτα σάς χωρίζουν – της τάξης τού 0-100 σε δύο δεύτερα και κάτι ψιλά δέκατα – από την στιγμή που θα μεταβληθείτε σε Burt Munro και Evel Knievel ουρλιάζοντας από ευωχία και χαρά, μοτοσυκλεττιστική ηδονή και χαρούλα ανθρώπινη-ανόθευτη-πούρα. Όσο ο αδιαπραγμάτευτος αέρας θα σας σπρώχνει παντοδύναμα πίσω και τ' αυτιά σας θα σφυρίζουνε απ' αυτόν, τόσο εσείς θα πωρώνεστε και θα κολάζεστε δίκην έτερου Φάουστ.

Πάνω από τα 140χαω, αρχίζει όμως η εντατική γυμναστική, η σκληροτάτη εκπαίδευσις, η άσκηση και νηστεία: το τιμόνι μεταβάλλεται σε ένα πανέμορφο μονόζυγο, εσείς ξεκινάτε τις έλξεις και η πλάτη σας αποκτά περίμετρο Σβαρτσενέγκερ. Όσο στο γκάζι επιμένετε, τόσο ο βαθμός δυσκολίας τής άσκησης αυξάνεται, μια γρήγορη βόλτα σάς προσφέρει δωρεάν και με πολύ κόπο ένα αποτελεσματικότατο πρόγραμμα εκγύμνασης πλάτης-βραχιόνων που δεύτερο δεν υπάρχει αλλού. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ σάς παραστέκει καθώς γλυκύτερος και ηδονικότερος μαζοχισμός από τούτον δεν έχει άλλος ακόμη εφευρεθεί, οι προσαγωγοί των μηρών σας καίνε από τις τρελλές κι επινεφριδιακές επιταχύνσεις, οι καρποί σας αυξομειώνονται από τις υστερικές και διασωστικές επιβραδύνσεις, η μέση σας επειγόντως χρειάζεται ένα μασσαζάκι ταϊλανδέζικο-πουτανιάρικο-λαδωμένο, ενώ το κεφάλι σας βουίζει από Mαλλερικούς παιάνες και υστερικές ιταλικές όπερες. Το γκάζωσα το Diavel μέχρι τα παράνομα 240χαω και τούτο πήγαινε, πήγαινε – εγώ δεν μπορούσα και δεν άντεχα άλλο να πάω, τέτοιες «κακές» παρέες πρέπει να τις έχεις υπογράψει από τα πριν ώστε να μην μετανιώσεις εκ των υστέρων. Άλλαξα mode και έβαλα "Urban", η επιτάχυνση ήταν κατά τι λιγότερη μα το Diavel ξαναπήγαινε, ξαναπήγαινε – εγώ δεν άντεχα άλλο μαζί του να ξαναπάω πέραν των 220χαω που ξανάγραψα. (Η σέλλα είναι Η ιδανική για τέτοιες ρουκεττοειδείς εκτοξεύσεις και παρατεταμένες τελικές, το ξαναλέω.) Η αίσθηση είναι απαράμιλλη όχι μόνο λόγω ήχου, όχι μόνο ως δούλεμα τής μοτοσυκλέττας αλλά ως απερίγραπτο feeling το οποίο ακόμη και η παγκοσμίως άσημη και πανελληνίως άγνωστη πέννα μου άφωνη μένει μπροστά της. Το Ντιάβελ – ως Ducati – κατέχει ακόμη μία σημαντική αρετή και τούτη flickability λέγεται, στο αμετάφραστο αγγλικό της. Στα ελληνικά δεν υπάρχει ακριβής ορισμός καθώς ο πλησιέστερος είναι «μανιτζέβελο εν κινήσει» και τούτος είναι σχετικός, εικονογραφώ λοιπόν για να εξηγήσω: Σε επαρχιακό δρόμο καταμεσήμερο επιχειρώ προσπέραση σαυροειδούς φορτηγού, την ίδια στιγμή όμως που δυστυχώς ο trucker επιχειρεί και αυτός να αποφύγει ένα μπαλαντεράτο αγροτικό, που αμέριμνο και γιασταρχίδικο διασχίζει καθέτως τον δρόμο. Η σύγκρουση φαινότανε αναπόφευκτη μα όποιος καβαλλάει ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ τον διάολο, έχει μέσο. Και το έσωσα και εσώθηκα ο ευτυχής εγώ, πώς; Μα με ένα απλό νεύμα των ποδιών, με ένα απαλό και γλυκό χαστουκάκι των μηρών μου στον σκελετό έδωσα την κατάλληλη οδηγία, έκανα ένα «τώρα-αριστερά» συνοδευόμενο ΑΜΕΣΩΣ και ΑΜΕΣΑ από ένα «τώρα-δεξιά» επανερχόμενος στην προτεραία πορεία μου, μ' ένα τέτοιο τρόπο που καμμία άλλη μοτοσυκλέττα τής κατηγορίας αυτής δεν θα μπορούσε να εκτελέσει τόσο πρόθυμα, άνετα κι ασφαλώς. (Εμ εδώ ζυγίζονται και μετρούν, αποδίδουν κι αξίζουνε τα γονίδια τού Baurg Panighel.)

Η εμπειρία δεν λέει να σταματήσει
Στις στροφές με το Diavel, απαγορεύεται να συναντήσετε ασφάλτινα καρούμπαλα ή τριτοκοσμικές λακκούβες, εργολαβικά μπαλώματα ή τρύπες μοιραίες καθώς οι αναρτήσεις αναπηδούν και σας ταράζουνε, χάνει την σταθερή του τροχιά το καθαρόαιμο αλλά επανέρχεται άμεσα όμως. Σε μια ανηφορική, «γεμάτη» και παρατεταμένη (και γερμένος καθώς ήμουνα), μόλις κοπάνησα ένα τέτοιο «εμπόδιο» και δη χαμηλό, μου έκανε ο απροσδόκητος διάολος ένα απρόσμενο tank-slapping που έτσι και οδηγούσα άλλη ελαφρύτερη super-sport ή βαρύτερο cruiser, στην κηδεία μου θα ερχόσασταν όλοι εσείς (και οι ψόφιες που μου τα φάγανε, θ' απουσιάζαν)! Το Ντουκάτι εμφανίζει ένα απαλό σουστάρισμα, μια σφιχτή κατσαρή πλεύση αναρτήσεων απάδουσα για ιτάλιαν κομπανία (η οποία φυσικά δεν οφείλεται σε αυτές) αλλά στα φαρδιά ελαστικά, στην κατηγοριοποίηση τής μοτοσυκλέττας και στο ότι – όπως την παρέλαβα ακριβώς – ήταν αρρύθμιστη εντελώς. "Choppy and bumpy ride" γράψαν οι Εγγλέζοι δοκιμαστές, εσείς μόλις το αγοράσετε στα μέτρα σας φέρτε το κι ακόμη κι αν αδιαφορήσετε παντελώς, ανοίχτε το γκάζι τού ιπποφορβείου απλώς και σιδερώστε τα όλα. Το Diavel είναι η μόνη μοτοσυκλέττα από όσες super-power-cruisers έχω οδηγήσει που δεν σηκώνεται ανοίγοντας την τροχιά της μέσα στην στροφή, όταν π.χ. πατήσετε απότομα φρένα. Επιπλέον ως γνησία ιταλίς θυγατέρα, ό,τι και να κάνετε εκεί μέσα εσείς, τούτη θα υπακούσει απλά, θα συνεχίσει να επιτελεί άριστα ό,τι τής υπαγόρευσε η τελευταία σας εντολή, μέχρι νεωτέρας. (Η πίστη δεν είναι υπόθεση μόνον εμπορική ή τραπεζική, συναισθηματική ή ερωτική αλλά και μοτοσυκλεττική είναι, καθώς όλες οι άλλες μοτό τής κατηγορίας της όλο «Πρωτοβουλίες και ατομικές ενέργειες» εμφανίζουνε, που έλεγε και η αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου.)

Το 240άρι λάστιχο πίσω είναι ο αρχηγός, ο οδηγός και ο στρατηγός, το τιμόνι και η τουρμπίνα ταυτόχρονα στο κατά πού θα πάτε, πότε και πώς, γιατί θα γείρετε και πόσο θα παραμείνετε εκεί. Κι έχει άάάλλο γούστο να γέρνετε πολύ και πρωτίστως ΑΣΦΑΛΩΣ με μια χαμηλή – προσοχή, όχι χαμηλωμένη – μοτοσυκλέττα, να διαθέτει αυτή ένα τετράπαχο πισινό λάστιχο χαμηλοτάτου προφίλ, να είναι τούτη Ντουκάτι και να το 'χει το ξύσιμο μέσα στο αίμα της. (Για τέτοια αίσθηση σάς μιλώ, σαν να γέρνετε στο πάτωμα από χαλί περσικό και όχι από σκαμπώ, αν με εννοείτε ή δεν δυσθυμείτε.) Ducati Diavel επιπλέον σημαίνει να μην ξύνεστε στην άσφαλτο, παρ' όλες τις 41 μοίρες κλίσης που δίνει το εργοστάσιο, όπως και να απολαμβάνετε τα 100χαω στις 3.500 μόνον στροφές, τα 120χαω στις 4.500 και τα 130χαω στις 5.000σαλ – από εκεί και μετά "Αll Hell breaks loose" κυριολεκτικά που θα λέγανε οι Ιταλοί αν για δολλάρια ενδιαφέρονταν τόσο. Τί να πω εγώ λοιπόν για ένα κρουζεροτσοπεροκάστομ (δικός μου ο νεολογισμός) που διακοσαρίζει ανέτως, σταθερά και για πλάκα; Που ξαπλώνει και κυλιέται ευκόλως και απολαυστικότατα στις στροφές, εξ ίσου ανέτως, σταθερά και για πλάκα; Που γυρνάει και ξεβιδώνει κεφάλια, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί; Κι όλα αυτά δεν τα κάνει γιατί κοστίζει σχεδόν είκοσι χιλιάρικα στρογγυλά σε ευρώ (κάτι που και άλλοι το κάνουνε), αλλά γιατί διαθέτει ψυχή και χρώμα, ουσία και λειτουργία, αίσθηση και άποψη προπαντός. Και για ένα ακόμη κύριο χάρισμά του: μα είναι ποτέ δυνατόν να ζυγίζει ΤΟΥΤΗ ακριβώς η μοτοσυκλέτα ΜΟΝΟ 210 κιλά; (Όσο κι αν φαίνεται και βοά ότι είναι βαριά.) Αν ψαχτεί λιγάκι ο ευτυχής ιδιοκτήτης με σωστή ρύθμιση αναρτήσεων, δεν θ' απολαύσει μόνο βόλτες μουράτες αλλά θα νιώσει τί εστί DNA-Ducati, πραγματική καργάτη και εκρηκτική μοτοσυκλέττα, ένα πανέμορφο δίκυκλο που ανοίγει νέα σελίδα στον - ελιτίστικο - μοτοσυκλεττισμό του.


Οι οκτώ θέσεις τού DTC είναι sport, sport-touring, touring 1+2, urban 1+2, wet, rain και είναι ΗΔΗ πολλές. Άντε να δεχτώ πώς σας έπιασε βροχή και βιάζεστε να επιστρέψετε σπίτι γιατί έχει φτιάξει έναν κιμπάρη μουσσακά η γυναίκα σας – νόου πρόμπλεμ, βάλτε τότε το πρόγραμμα «χαμηλών λιπαρών και ελάχιστων ίππων». Μα απ' την άλλη, να διαθέτετε 162 ΤΕΤΟΙΑ άλογα και να σέρνεστε ως μουλάρι κοιμίσικο δεν λέει, (όχι ότι θα μου βγάλετε και το Diavel ψόφιο). Καλή η ηλεκτρονικοποικιλία και η εμπορικοντανιά απ' το Multistrada, μην φορτώνουμε όμως τους φίλους καταναλωτές με πλουμιστές γκατζετιές επειδή τις φορά ο αντίπαλος, ή επειδή κλαυθμηρίζουν άσχετα τεχνοφρικάκια στα παπαροειδή fora. Η μοτοσυκλέττα ετούτη είναι ΚΥΡΙΩΣ αριστοκρατική, αρχοντική και βασιλική, υγιώς ευγενής μέχρι αλητείας και ποινικώς κολάσιμη έως απαλλαγής (και όχι με βούλευμα, αλλά με απόφαση δικαστηρίου). Ο διάβολος οφείλει να γίνεται εξ ίσου σεβαστός με τον Κύριο, ένας εκπεσών άγγελος ισχυρίζονται οι χριστιανοί πως κάποτε ήταν, ο οποίος μυστικές αρετές κι επιβλαβείς ικανότητες κρυφίως ανέπτυξε – ισχύουν άπαντα στο ακέραιο για το γέννημα τούτο τού μαέστρου Taglioni. Το Diavel είναι άγριο, ανυπότακτο και ιδιαζόντως πρακτικότατο, για την ΔΙΚΗ ΤΟΥ την χρήση. Κρατάει τον δρόμο σαν superbike, διαθέτει ιπποδύναμη σαν Exocette, ηλεκτρονικοελέγχεται σαν οφθαλμοχειρουργικό εργαλείο και αφροδισιάζεται ως γνήσιο τέκνο τού Καλλιγούλα. (Και σχεδόν τα 'πα όλα, απ' όσοα μπορώ και δύναμαι να κεντήσω ως εδώ.)

Να τα πάρω τώρα προσωπικά;
Διάβασα σχόλια και κριτικές συναδέλφων και «συναδέρφων» για το Diavel και απόρησα για το αν εκείνοι κι εγώ οδηγήσαμε την ίδια μοτοσυκλέττα! Γιατί δεν είναι δυνατόν αυτά που διαβάζω να διαφέρουνε ΤΟΟΟΣΟ ΠΟΛΥΥΥ από κείνα που εγώ έζησα, διαπίστωσα και θέλω να γράψω. Μιλάμε τα άτομα ή δεν ξέρουν τί γράφουνε, ή γράφουν ό,τι τούς δίνουν να γράψουνε, ή εγώ επειγόντως πρέπει εργασία ν' αλλάξω. Αφήστε δε χυλώδη-βλεννώδη τα blogs και τα κολλώδη-ελώδη τού Facebook τοιχαλάκια! Εκεί διαπρέπουν χάνοι διάφοροι που παρομοιάζουν το Diavel με το Honda DN-01(!!), άλλοι νάνοι αδιάφοροι που μόνο κάτσανε πάνω του σε ένα Σαλόνι(!) και μετά συγγράψανε ότι «Δεν είναι άνετο, κι ούτε πρακτικό είναι»!!! Τον διαβάζουνε τον κάθε πικραμένο κι ανώνυμο τρόμπα λοιπόν οι άλλοι πιο πικραμένοι κι ανώνυμοι παλινδρομικοί, και «βγαίνει βρώμα» στις όπου-γη καφφετέριες ότι το Ντιάβελ «δεν κάνει», «δεν πάει», «δεν είναι Ντουκάτι ρε αδερφάκι μου», η τζάμπα παπάρα και το αδίστακτο σχόλιο πάει σύννεφο και δεν υπάρχει ένας βλοσυρός εισαγγελέας σχολίων ή ένας απλός σκουπιδιάρης μαλακιών για να τους μαζέψει. Η κουκλάρα αυτή δεν είναι για τον καθένα, επειδή ακριβώς είναι για τον καθένανε, να την πάρει και να χαρεί, να την οδηγήσει και να την ευχαριστηθεί, κι ας στέκονται ανάμεσά τους πολλές χιλιάδες σεβαστά νομίσματα τής Ενωμένης Ευρώπης. Γιατί αυτό το στυλ και κατηγορία μοτοσυκλεττών δεν είναι για επίδειξη ή αυτανάφλεξη, εκσπερμάτωση ή αποστόμωση, λεζάντα ή μόστρα αλλά για των οριζόντων σας άνοιγμα, καταστροφή στερεότυπων και σκίσιμο κουρτινών, εμπειρίες καινούργιες παρθένες. Είτε πηγαίνετε αργά κι απολαυστικά με ελάχιστα άλογα και ροπή πλείστη, είτε αμολώντας τον σταύλο ολόκληρο και μπαίνοντας σε χωρικά ύδατα άλλων. Υπάρχουν και άλλες μοτοσυκλέττες με 50 αλογάκια και 300 κιλάρες, δεν υπάρχουνε έτερες όμως εκτός Diavel με 160 τετράποδα στην γκαζιέρα σας και ισχνά 210 κιλάκια, σκελετάρα και αναρτήσεις, φρενάρες τού θανατά και κονσόλλες ηλεκτρονικές να χαρεί το φυλλοκάρδι τού Μπιλ - λέγε με "Την έχω μικρή-μαλακή" - Γκέητς. Η θαυμαστή εταιρεία με τούτες τις τρείς της μοτό – Panigale, Multistrada και Diavel – έκλεισε και μάντρωσε οριστικά ΟΛΟ το ευρύ κοινό κι ΑΠΟΛΥΤΩΣ, μην αφήνοντας και πολύ χώρο στα άλλα εργοστάσια παιγνίδι να κάνουν. Κάλυψαν τις τρείς κύριες χρήσεις και απολαύσεις μοτοσυκλεττών, άντε να βγάλει κι ένα καραγαμάτο χωματερό, να το βάψει κιόλας στα χρώματα τής Lucky Strike λέω εγώ, και να μην κυκλοφορήσει άνθρωπος εχέφρων στους δρόμους δίχως Ντουκάτι. Καθώς ψυχή πουλάνε οι Ιταλοί κατασκευαστές, ψυχή που υπάρχει μέσα στα σίδερα και τα κράματα, τα πλαστικά τα ελαστικά, ψυχή μωρέ που αναπνέει και δημιουργεί, λανθάνει και διορθώνεται, παλεύει κι υψώνεται, χαίρεται κι αγωνίζεται – ΑΥΤΟ η Ζωή είναι. Κι απ' το 916 και μετά, οι Ιταλοί δεν θα γυρίσουνε πίσω, όσο ζει – και θα ζει – ο Mάξιμος Ταμπουρίνι το πνεύμα του θα φωτίζει και θα επικρατεί, από πίσω του ακολουθούν πανάξιοι διάδοχοι που δεν επιτρέπουν στον πήχυ να πέσει.

Κι εγώ που έζησα επί μέρες και καθημερινά πάνω στο Diavel, κατάλαβα ΕΝΑ πράγμα: ότι δεν μου έφτασε. Κι ότι δεν θα είναι αρκετό ούτε για εκείνον που θα το αγοράσει και θα το παντρευτεί - γιατί; Διότι τα βαριά και σκληρά, ονειρεμένα κι εθιστικά, αληθιν'α και πραγματικά, εξαρτησιογόνα και ανατασιακά «ναρκωτικά» είναι νόμιμα όλα, μπορεί κάπως πανάκριβα μα απολύτως μη-διωκόμενα, για να μην πω προτεινόμενα κιόλας. (Τί να μας κάνει μετά ημών και υμών η κόκα το κρακ, η πρέζα η φούντα;) Μοτοσυκλέττες σαν το Diavel κάνουν την Κολομβία, τα Σκόπια και την Μασσαλία από δουλίτσα να μείνουνε, στην "πράσινη ανάπτυξη" θα το ρίξουνε, να βρει βασανάκι καινούργιο και ο τέως μας ο πρωθυπουργός, μη και μείνει αμανάτι σπίτι του το παιδί και δεν το θέλει η μαμά του στα ποδάρια της μέσα. (Για τους ανιστόρητους και αλήσμονες, ο Γιωργάκης το GAP "το παιντί", αυτός είναι.)

Ο θούριος συνεχίζεται
Το Diavel βρίθει θαυμαστών και θαυμάσιων «λεπτομερειών», που τόσο βασικές κι εξαιρετικές είναι. Όπως π.χ. το πανέξυπνο και χρηστικότατο κλείδωμα τιμονιού-κινητήρα μέσω τού  kill-switch που καλύπτει το κουμπί μίζας. Όπως π.χ. την μέγιστη ευκολία με την οποία φουσκώνεις τα λάστιχά του – και μην το γελάτε εσείς: το να βρίσκεστε σκυμμένοι υπό βροχή, ντυμένοι ένα μιλφέιγ κορντούρες και να μην χωράει ανάμεσα ακτίνες-γρανάζια-δισκόπλακες το μαρκούτσι τού αέρα στο βενζινάδικο, είναι σκέτο σιχτίρι. Ή όπως το lap-timer π.χ. το οποίο εγώ βρίσκω υπερβολικό, εκτός αν κανείς προτίθεται να το βάλει στο Nürburgring και να το λειώσει εκεί μέσα. Τα όργανά του όμως είναι υπέρ-ενημερωτικά, τόσο τα «επιτιμόνια», όσο και τα «επιτάνκια» (α ρε Ντανάρα ΦΩΤΟ γαμάτε λεξιπλάστη, πού να τσιχλώσουνε ΕΤΣΙ την γκρέκα μιλιά, τα σημερινά συγγραφάκια τα φλώρια)! Είναι τέτοιο το menu και τόσες οι δυνατότητες ρυθμίσεων των ηλεκτρονικών του, που προβληματίστηκα ως δοκιμαστής. Το διαθέτω για μία εβδομάδα, και άμα είναι να φάω μια μέρα για να τα μάθω αυτά, άλλη μία για να το στήσω από αναρτήσεις (αφού οι προηγούμενοι το είχαν στημένο «αλλού-παν'-βαρκ'»), άλλη μία για πίεση ελαστικών, λάδωμα αλυσίδας, έλεγχο στάθμης λαδιού, κάτι βιδώματα πλαστικών και σφιξίματα βιδών (δεν μιλώ εδώ ειδικά για το Ντιάβελ), άλλη μία για φωτογράφιση κι ακόμη μία που η βροχούλα θα πέσει – τί μου μένει και μου αναλογεί για να ζήσω και να χαρώ μια τέτοια μοτοσυκλεττάραα; Απ' την άλλη, απόλαυσα τις ενδείξεις τού κινητήρα στο τιμόνι (σε LCD περικαλώ), ενώ οι ενδείξεις πάνω στο τανκ αφορούσανε στο ταξίδι (σε TFT παρακαλώ) και η απόλαυση συνεχίστηκε προσέχοντας τρία σημεία του μόνο: 1/ το σχήμα των τριγωνικών καθρεπτών είναι μαγικό και πολύ πρακτικό, καθώς τον πλάτυνε ο ρέκτης ο Ιταλός εκεί που χρειάζεται και τον λέπτυνε ώστε να 'ναι κομψός επιπλέον, 2/ η «φυσαρμονική» καλύπτρα μεταξύ πειρουνιού και σκελετού είναι μία λεπτομέρεια που αφ' ενός μόνον ο Φώτος διείδε και σχολιάζει, και αφ' ετέρου μόνον ένας βέρος Μπολωνιέζος έκατσε κι ασχολήθηκε και 3/ το σύνολο χειρολαβής και μαρσπιέ τού συνεπιβάτη είναι απολύτως πανέμορφο και μοναδικό. (Εγώ τα άφησα και τα δυο τραβηγμένα και ανοικτά και τα καμάρωνα κάθε φορά που το Diavel σταματούσα – για τέτοιο «μάτιασμα» σάς γράφω εγώ και τέτοιο "βλεφάριασμα" δεν μπορείτε ν' αντιληφθείτε εσείς!)

Η κατανάλωση τού Ντουκάτι ήταν εντυπωσιακή, επί το μνημονιακότερον! Πλακώνοντάς το συχνά και ουχί συνεχώς, έκαψε 5-6λ/100χλμ μόνο(!!!!!!!!) και αυτό είναι καταπληκτικό αν λάβουμε υπ' όψιν για τί και για ποιά μοτοσυκλέττα μιλάμε. Το αν θα επιλέξετε όμως εσείς να την οδηγείτε διαρκώς με εννιάρες – όπου σ' εκείνη την ταβανοειδή γειτονιά, δεν γνωρίζω εγώ πόσο καίει – σημαίνει ότι θα έχετε αποκτήσει μακριά χέρια και πλάτη τεράστια, να γυμναστούμε καμμιά μέρα μαζί να μου δείξετε καμμιά άσκηση κιόλας. Απ' την άλλη οι ενδείξεις κατανάλωσης είναι τόσες πολλές και σχεδόν πληθωριστικές, που καλύτερα άσ' το μεγάλε: σχεδόν είκοσι χιλιάρικα έδωσες και θα κάθεσαι να κοιτάς-να μετράς σαν τσιφούτης εβραίος την κάθε σταγόνα βενζίνης που σου εξαερώνει η μπελέτσα ντ' ιτάλια; Όποιος αγοράζει προϊόντα ακριβά κι εκλεκτά – διακεκριμένα και βαριά brands, εσείς πώς τα λέτε – και κοιτάζει ζυγίζοντας κάθε λίγο το κόστος, για κινέζικο παπί είναι και πρέπει του, τέτοια φετίχ αντικείμενα και της αγοράς κορυφές είναι για άρχοντες και όχι γι' αυτούς που τους τρέχει το γραμμάτιο και τους κυνηγάει η δόση, άντε μπράβο. (Γιατί τα 'χουμε πια μπερδέψει τελείως τα πράγματα και τις αξίες εμείς στην Ελλάδα, γι' αυτό φαίνεται μπούκαρε η Μέρκελ με συνοδό το ΔΝΤ και φυλαρούχα τον Τσίπρα να μας πιούνε το χαϊλίδικο αίμα μας, που ψηφίσατε ΕΣΕΙΣ για να μας το πιούνε ΕΜΑΣ το προειρηθέντα παιδάκια.) Δυό ακόμη στοιχεία μικρά: 1/ έτοιμος και πάντοτε πρόθυμος είναι ο ακροδέκτης τής μπαταρίας κάτω απ' την σέλλα του. (Αμ κάτι υποψιάστηκαν οι Ιταλοί ότι το Ντιάβελ θα το φάει το γκαράζ απ' τον πολυάσχολο χρήστη, γι' αυτό βάλαν «αναμονή» για το τροφοδοτικό και 2/ το σταντ – αν και του έγινε ανάκληση – είναι πολύ σωστά τοποθετημένο, καθώς δεν τσακώνεστε συνέχεια εσείς με το τακούνι τής μπόττας σας να το βγάλετε, τρεις χιλιάδες κατάρες μετέπειτα.

Το να βρίσκεις αρνητικά στον Εωσφόρο είναι πλεονασμός
Ναι, αλλά εγώ να τα γράψω. Το κόκκινο λαμπάκι πίεσης τού λαδιού συνεχώς αναβόσβηνε κι επιμόνως, (και ας είχε φουλλ λάδι μέσα του), κόλλησε κάποια στιγμή η ένδειξη φώτων μεγάλης σκάλας και ο δείκτης θερμοκρασίας τρελλάθηκε, τρελλαίνοντας και εμένα. Στο ίδιο ψοφόκρυο, σε επαρχιακό δρόμο ταξιδεύοντας συνεχώς με 100-140χαω έδειχνε μονομανιακά από 111ο C έως 64ο C και τούμπαλιν! Η δοκιμή μου πουθενά δεν επηρεάστηκε, εκτός απ' το άγχος μου μην προξενηθεί βλάβη στον κινητήρα και ποιός τσακώνεται με τον διάβολο, (ακόμη κι αν αυτός δεν έχει δίκιο κανένα). Την τελευταία μου όμως μέρα οδήγησης, άρχισε ο κινητήρας τις διακοπές του, να μπερδεύει και να ρετάρει, να μην μπορεί να κρατήσει ρελαντί και να μου σβήνει στην κίνηση συνέχεια μέσα. Και στο φανάρι τής πλατείας Χαλανδρίου με ακοστάρει ιδιοκτήτης Multistrada και πλακώθηκε να μου συνιστά «αναβάθμιση», μόνο που δεν τον έβρισα τον κολλημένο τον άνθρωπο, το θύμα των clubs και του brand, της καταναλωτικής παπαριάς και της ανθρωπίνης βλακείας. (Βρε κουτέ ΚΑΙ χαζέ, είκοσι χιλιάρικα μετά και ώρα είναι να θέλει ο διάτανος κι αναβάθμιση κιόλας; Δηλαδή θέλει να γίνει ΚΑΙ Θεός, λες και δεν του φτάνει ο δικός του ο τίτλος; Βρε άι στον διάολο ακριβώς!)


Το φωτεινό σειρήτι à la Audi εμένα αισθητικά με αηδιάζει, καθώς το θεωρώ το απόλυτο kitsch για τα ματάκια μου μόνο. Αυτά ακριβώς που σκουρίτσες εντόπισαν ΚΙΟΛΑΣ στο μέσα μέρος των εμπρόσθιων δίσκων, έτσι για να μην ξεχνιούνται και οι υπέροχες αρετές των σιδερένιων δίσκων των Ducati 750 GT του 1973. (Το βράδυ απ' την υγρασία σκουριάζανε εντελώς και το πρωί, με ένα πάτημα τής μανέττας, ξυριζόντουσαν φρέσκοι και καθαροί!) Οι αναβατήρες συνεπιβάτη, όσο προχώ και να είναι, για το έργο τους παίρνουν μεδέν, μπρος στα κάλλη τού design όμως τί να σου κάνουν οι κάλοι στις πατούσες - διαλέγετε και παίρνετε. (Και ωραία και έξυπνη είπαμε η πεννιά τού σχεδιαστή, από πρακτικότητα όμως δεν μετράει κι επιπλέον το δεξί πέλμα ακουμπά στο προφυλακτικό των εξατμίσεων συνεχώς. Ε, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας!) Δεν άκουσα όμως τί είπατε; Ένδειξη service; Μα τούτο αγαπητοί είναι για πλούσιους και τεμπέληδες, αδιάφορους χρήστες και πολύφερνους κάτοχους. Δηλαδή τί θέλετε ποσώς κι ακριβώς; Να θυμάται το μηχάνημα για εσάς, αντί εσείς να το φροντίζετε το μηχανάκι; Μα τότε – επιτρέψτε μου την κακοήθεια – δεν σας αξίζει ετούτη η μοτοσυκλέττα, δεν κάνει για σας, το Diavel «Λίγα ψίχουλα αγάπης» σάς γυρεύει, ενδιαφέρον και προσοχή και όχι χρήση απρόσωπη και τσουπ επίσκεψη στον συνοφρυωμένο και βαρύθυμο μάστορα τής ψηλομύτας αντιπροσωπείας, μόλις τον «φωνάξει» το ηλεκτρονικό αυτοφερόμενο filofax - ντρέπομαι εγώ που το γράφω.

Ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ξεκινάει εδώ
Με τί λοιπόν μπορεί το Ντιάβελ ευθέως να συγκριθεί; (Όσο κι αν θαρρεί κανείς πως μπορεί,να τα βάλει με βελζεβούληδες και διαόλους.) Τρείς είναι οι κυρίες που τούτο τολμούν και με αλφαβητική σειρά βέβαια: 1/ Harley-Davidson V-Rod, 2/ Triumph Rocket Three και 3/ Yamaha VMax απολύτως και θα ξεκινήσω ανάποδα. Το πλέον πυργάτο είναι το Tράϊομφ, το πλέον μουράτο είναι το Χάρλεϋ και το πιο σφεντονάτο είναι το ΒεΜάξ. (Και το Ντιάβελ πού τοποθετείται επιτέλους;) Το Ντουκάτι ετούτο διαθέτει τα τριπλά άλογα από ένα Χάρλεϋ-μαμά, περισσότερα βέβαια από ένα στοκατζίδικο ΒιΡόντ και διπλάσιους ίππους τουλάχιστον από όποιο κωλοφτιαγμένο τέκνο τού Winsconsin. Δίνουν οι όποιοι ταμ-τιριρί κάνα τριαντάρι σκασμό λεφτά και παίρνουν το ένα τρίτο μοτό, αρκεί που γράφει Harley-Davidson και Made in the U.S.A. επάνω του και πολύ καλά κάνουν. (Τα πρωτότυπα και μοναδικά πράγματα είναι ακριβώς πρωτότυπα και μοναδικά, τέλος.) Έτσι αποκτούν status κοινωνικό και σεβασμό μοτοσυκλεττιστικό, τρομάζουν το πόπολο απ' το χρώμιο και ιδρώνουν κάτω απ' τα δερμάτινα ντάλα-καλοκαίρι - αυτά όμως είναι τα κόζα και τα χούγια τού μαλακοbrand-leader. (Οι σκληροπυρηνικοί Χαρλεάδες ούτε τούτους socialσυχνάζουνε, ούτε εμένα διαβάζουνε, πόσω μάλλον δεν ασχολούνται καθόλου.) Γιατί έχουνε φτάσει κάποιοι δύστυχοι, αφελείς κι απολύτως ευτυχισμένοι να δίνουν τριάντα, σαράντα και εκατόν-σαράντα ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ σήμερα για να φτιάξουνε ένα «Χάρλεϋ», την στιγμή που μπορούν με ένα εικοσαρικάκι απλό να πάρουνε μια ιταλική και πραγματική μοτοσυκλεττάρα.

Το VMax – ευτυχώς – δεν είναι ούτε Ντουκάτι ούτε Χάρλεϋ, καθώς άλλες είναι οι δικές του αρετές και έτερη η χρήση κι απόλαυσή του, (διαβάστε τον σχετικό «πάγκο» μου δια να επιμορφωθείτε.) Ο δε «Πύραυλος Τρία» είναι ένα σκαλί πιο πέρα και μάλλον αλλού, ένα σκαλί διαφορετικό και για κοινό μάλλον γερμανικό καθώς το στήσιμό του και η σχεδίαση, ο όγκος του και ο κυβισμός του, οι ικανότητες και οι δυνατότητές του απευθύνονται σε ακόμη πιο περιορισμένο, αποφασισμένο και ειδικότατο κοινό. Και μια και ακόμη ένας «πάγκος» μου φτάνει στο χαρμόσυνο τέλος του, να μην ξεχάσω να αναφερθώ στα ιταλικά μοκκασίνια που λέγονται Pirelli Diablo Rosso II. Και κυρίως να γράψω για το μοναδικό τούτο ελαστικό που απ' την μια διαθέτει τόση γόμμα για να πατήσουν τα άλογα πάνω της, κι απ' την άλλη η διάστασή του είναι τόσο κολοσσιαία, που όχι μόνο ορίζει αλλά καθορίζει και κάπου περιορίζει την οδήγηση. «Ορίζει» σημαίνει ότι δεν μπορείτε να έχετε απαιτήσεις Panigale, «καθορίζει» σημαίνει ότι συνέχεια σάς υπενθυμίζει τον προορισμό, το φιλλέτο απόδοσης και συγκεκριμένου-είδους απόλαυσης τής μοτό και «περιορίζει» σημαίνει ότι μπορείτε να γείρετε με αυτό τόσο πολύ, που δεν έχει πια σημασία – απ' την πολλή ευτυχία – αν πέσετε στην άσφαλτο χάμω. (Γιατί θα πέσετε ουδέποτε, αν δεν κάνετε ΤΗΝ βλακεία.)

La summa grandiosa
Α la una: To Ducati Diavel είναι μια ελαφριά και γρήγορη, σύγχρονη και εκπληκτική, απολαυστική και ακριβή μοτοσυκλέττα.
A la due: Το Ducati Diavel είναι μια ξεχωριστή και πρωτοποριακή, εκλεκτή και ονειρική, ατελείωτη και οργασμική μοτοσυκλέττα.
A la tre: Το Ducati Diavel είναι μια διασκεδαστική και μοτοσυκλεττική, πανέμορφη και σημαντική, μνημειώδης και κορυφαία μοτοσυκλέττα.
Κι αν δεκαοκτώ επίθετα ελληνικά δεν σας φτάνουν, ευχαρίστως να αρχίσω να ξετυλίγω και τα ιταλικά, για όσους δεν μείναν ευχαριστημένοι και πεπεισμένοι από του «πάγκου» μου την μακροσκελή ανάγνωση. Κόστιζε - εν έτει 2011-12 - 18.900 ευρώ (με το ABS), 22.000 ευρώ (το carbonάτο) κι αν δεν σας αρκούνε αυτά, υπάρχουν τα Cromo και AMG SE. Ευτυχώς κατασκευάζεται αποκλειστικά σε χρώματα Ducati Rosso και Diamond Black, ζυγίζει ΠΑΝΤΑ ΜΟΝΟ 210 κιλά (δεν θα το πω άλλο), έχει ολικό μήκος 2,235μ. με 1,580μ. μεταξόνιο και 770 εκατοστά ύψος σέλλας. Είναι μία πλήρης και τολμηρή στην σύλληψη και εκτέλεσή της μοτοσυκλέττα που τιμά τον δίκυκλο κόσμο μας, καταυγάζει λαμπρά την εταιρεία που την πουλά και σαν να ξεχωρίζει ολοκληρωτικά μέσα στο σκοτεινό και γκρίζο τοπίο τού σήμερα, τώρα. Γιατί ό,τι ρούχα κι αν τολμά και φοράει ο Διάβολος – είτε Prada είναι αυτά, είτε Corneliani – είναι τούτος συνεργάτης και συνέταιρος τού Θεού και του πρέπει τιμή μεγάλη, που κάθεται μαζί του και τσακώνεται συνεχώς κοτζάμου Παντοδύναμος Κύριος και πώς να τον προλάβει εκείνος, άπαξ κι ο οξαποδώ καβαλάει τέτοια διαβολική μοτοσυκλεττάρα.

(Και τώρα μπορεί να με αφορίσει οριστικώς ο - συμφοιτητής μου απ' την Νομική - Μητροπολίτης Σεραφείμ Πειραιώς.)

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018

Διαβάστηκε 4798 φορές Παρασκευή, 03 Ιανουαρίου 2014 04:37